Τσακίρης Αθανάσιος (2004) «Κράτος-κόμμα-συνδικάτο 1980-2001: μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα.
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Αθήνα, 9-12 Απριλίου 2003
1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι “η πράξη της συνένωσης των εργατών είτε περιστασιακά είτε διαρκώς με σκοπούς επαγγελματικούς και πολιτικούς, αλλά στη βάση πάντοτε της εργατικής τους ιδιότητας” . Tο εργατικό κίνημα γίνεται αντιληπτό ως ένα κοινωνικό κίνημα που παρεμβαίνει σε πολλά επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό κλπ.). Το συνδικαλιστικό κίνημα ως “έννοια είδους” αποτελεί μια μερικότερη έκφραση του γενικότερου εργατικού κινήματος ως κοινωνικό κίνημα. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν την πηγή, την πρωταρχική οργάνωση και τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Εκφράζουν κοινωνικές, ταξικές και ιδεολογικές κινήσεις και διεργασίες και η ιστορική τους πορεία προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα ίδια τους τα μέλη και στελέχη που κρίνονται από την αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς τους να ανταποκριθούν στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και να τις επηρεάσουν. Eίναι λογικό, και πολιτικά θεμιτό, τα κομματικά μέλη και στελέχη στους διάφορους κοινωνικούς χώρους να εκφράζουν και να προωθούν τη δική τους πολιτική αντίληψη και να συνδιαμορφώνουν τη θεματική ατζέντα των διεκδικήσεων και των μεθόδων δράσης κοινωνικών οργανώσεων .Το (καπιταλιστικό) κράτος είναι σχέση, δηλαδή «υλική και ειδική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται, πάντοτε με ειδικό τρόπο, μέσα στο κράτος». Το κράτος «συμπυκνώνει όχι μόνο το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε μερίδες του συνασπισμού εξουσίας, αλλά και το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στον τελευταίο και στις δυναστευόμενες τάξεις». Η έννοια της εξουσίας, κατά συνέπεια, ορίζεται ως στρατηγική κατάσταση του συσχετισμού δυνάμεων μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία. Η ικανότητα μιας τάξης να πραγματώνει τα συμφέροντά της βρίσκεται σε αντίθεση με την ικανότητα (και τα συμφέροντα) άλλων τάξεων: το πεδίο της εξουσίας είναι επομένως αυστηρά σχεσιακό». Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα εντοπίζεται η ύπαρξη συνδικαλιστικών παρατάξεων που συνδέονται με πολιτικά κόμματα με οργανικό τρόπο. Δεν αποτελούν συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά ενώσεις μελών των κομμάτων που μεταφέρουν στο συνδικαλιστικό κίνημα τις θέσεις των αντίστοιχων κομμάτων.
2) ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΡΑΤΟΣ, ΚΟΜΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Σημαντικοί παράγοντες που έλκουν την καταγωγή τους στην μετεμφυλιακή περίοδο και που επηρέασαν τον τρόπο άσκησης εξουσίας, την πολιτική κουλτούρα και συμπεριφορά της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η κομματική πόλωση, η εμμονή σε πελατειακές πρακτικές και ο κρατικός παρεμβατισμός σε όλες τις μορφές και πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και, κατά συνέπεια, στον τρόπο ανάπτυξης και εξέλιξης του συνδικαλισμού. Οι κυβερνήσεις της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, δηλαδή οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. διατήρησαν και διεύρυναν το ασφυκτικό νομικό πλαίσιο που είχε επιβληθεί από το κράτος και μέσα στο οποίο ήταν υποχρεωμένες να κινούνται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχε επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις. Οι εργασιακές σχέσεις ήταν «ιδιαίτερα καταπιεστικές, εξουσιαστικές, με στρατιωτική πειθαρχία και ιεραρχία», οι δε συλλογικές συμβάσεις περιορίζονταν απλώς σε μισθολογικά θέματα. Με την ισχύ του Ν. 3239/55 και την υποχρεωτική διαιτησία που καθιέρωνε απαγορεύοντας οποιαδήποτε απεργιακή κινητοποίηση κατά τη διάρκεια της συζήτησης ακυρωνόταν ουσιαστικά η διαδικασία και το περιεχόμενο κάθε έννοιας συλλογικής διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. περιόρισε ακόμη περισσότερο τη λειτουργία και τις δικαιοδοσίες του συνδικαλισμού στους βιομηχανικούς κλάδους με το Ν. 330/76. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για μια «αμυντική δημοκρατία» που αποσκοπούσε στη διαμόρφωση ενός θεσμικού-οργανωτικού πλέγματος για την απορρόφηση των κραδασμών που προκαλούσαν οι κοινωνικές διεκδικήσεις των εργατικών μισθωτών στρωμάτων και των ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων.
Η συγκεκριμένη και οργανωμένη παρουσία των κομμάτων στο εσωτερικό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος έχει ως σημείο εκκίνησής της στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο . Το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ), που συσπείρωσε την πλειοψηφία των αριστερών συνδικαλιστών σε πρώτη φάση, μετά την πτώση της δικτατορίας προώθησε την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ (εσωτερικού) στο συνδικαλιστικό κίνημα που προέβλεπε συνεργασία στο πολιτικό επίπεδο όλων των δημοκρατικών δυνάμεων στις οποίες περιλαμβανόταν η «πεφωτισμένη Δεξιά», στο συνδικαλιστικό κίνημα είχε ως αποτέλεσμα τη συνεργασία με κυβερνητικούς συνδικαλιστές στις εκλογές για διοίκηση της ΓΣΕΕ (ΑΣΔΗΣ). Η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ) είχε δημιουργηθεί από το ΚΚΕ κατά τη δικτατορία ώστε, σε αντιπαράθεση και με το ΑΕΜ, να αποκτήσει προσβάσεις στο συνδικαλιστικό χώρο και να κατακτήσει την πλειοψηφία μιας σειράς συνδικάτων και ομοσπονδιών που προδικτατορικά στήριξαν την Αριστερά (οικοδόμοι, λογιστές κλπ.). Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις είχαν την οργανωτική μορφή της χαλαρής, ελαστικής “συσπείρωσης” χωρίς να συνδέονται άμεσα με κάποιο από τα κόμματα και τις ομάδες του χώρου και η παρουσία τους έγινε αισθητή τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στους αγώνες των εργοστασιακών σωματείων και αργότερα σε τράπεζες, ΔΕΚΟ και κλάδους καθηγητών – δασκάλων. Ενώ τα κόμματα που προέκυψαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ αμέσως μπόρεσαν και συγκροτήθηκαν μετά την πτώση της χούντας, ο χώρος που κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ έμεινε ακάλυπτος ως το 1975 που ιδρύθηκε η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Κίνηση Εργαζομένων (ΠΑΣΚΕ) και περιέλαβε στους κόλπους της ένα μεγάλο μέρος συνδικαλιστών που είχαν πρωτοστατήσει σε αγώνες για την ίδρυση των βιομηχανικών εργοστασιακών σωματείων που εμπλούτισαν τα μαζικά κοινωνικά κινήματα με μορφές οργάνωσης (άμεση δημοκρατία, γενικές συνελεύσεις, ανακλητότητα εκπροσώπων και συντονιστικές επιτροπές) και αγώνα (στάσεις εργασίας, άγριες απεργίες, σαμποτάζ, καταλήψεις εργοστασίων και δημοσίων οδών κ.α.). Συμμετείχαν επίσης και πλήθος νέων συνδικαλιστών αριστερής προέλευσης από τους κλάδους των τραπεζών, της κοινής ωφέλειας και του δημόσιου τομέα. Η κινητοποίηση των κομμάτων της αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκεια της εφτάχρονης διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία πήρε το χαρακτήρα μιας εξόρμησης για την ανατροπή μέσω των κοινοβουλευτικών εκλογών του “κράτους της δεξιάς” και σε αυτό το γενικό στόχο εντάσσονται και οι δραστηριότητες των συνδικαλιστικών παρατάξεων του χώρου. Ο «κοινοβουλευτισμός» ως πολιτική στρατηγική της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια εκείνης της εποχής είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση (ΑΕΜ) ή και το σαμποτάρισμα (ΕΣΑΚ) του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Ιδιαίτερα μέσω της ΠΑΣΚΕ, που σε εκείνη τη φάση περιλάμβανε στους κόλπους της και ριζοσπάστες συνδικαλιστές, οι οποίοι έθεταν και ζητήματα αυτοδιαχείρισης στην ημερήσια διάταξη, το ΠΑΣΟΚ επεδίωξε να κυριαρχήσει στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το πολιτικό πρόγραμμα αυτής της κινητοποίησης εύστοχα ονομάστηκε ως “εκσυγχρονισμός από τα κάτω” στο βαθμό που επρόκειτο για αντιπαράθεση με την πολιτική του “εκσυγχρονισμού από τα πάνω” που επιχειρούσε η κυβέρνηση της ΝΔ. .
i) Η περίοδος 1981-1990
Η μετά το 1981 περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται από στοιχεία τομής αλλά και συνέχειας στη σχέση κυβέρνησης, κομμάτων και συνδικάτων. Σύμφωνα με την κυβερνητική διακήρυξη βασικός στόχος της ήταν «η κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου ελληνικού λαού» και ο συνδικαλισμός ήταν ένα από τα τρία βάθρα της δημοκρατίας. Τομή μέσα στη συνέχεια ήταν η χρησιμοποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου για την αντικατάσταση της διοίκησης της ΓΣΕΕ με νέα, στην οποία συμμετείχαν, με βάση τη δικαστική απόφαση όλες οι μέχρι τότε αποκλεισμένες από τη διοίκηση της συνομοσπονδίας συνδικαλιστικές παρατάξεις της αριστεράς. Η παράταξη της ΠΑΣΚΕ έλαβε τη μερίδα του λέοντος των εδρών και αποτελούσε ηγεμονεύουσα δύναμη στο συνδικαλιστικό κίνημα . Η εξέλιξη αυτή προϊδέαζε για την παραπέρα πορεία.καθώς μετά το 1981 η κομματικοποίηση συνδυάστηκε με τη λογική του, νέου τύπου, κυβερνητικού συνδικαλισμού δημιουργώντας έτσι ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό πλαίσιο για ανεξάρτητους συνδικαλιστές και παρατάξεις. Το πέρασμα του αστικού κράτους από τη βίαιη «κατάργηση» του εργατικού κινήματος στη διαχείριση μιας πολιτικής ταξικής αντιπαράθεσης και στην ενσωμάτωση στο νέο πλαίσιο των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της περιόδου που κατέληξε στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία. Η συναίνεση θα έχει το προβάδισμα σε σχέση με την καταστολή και η δύναμη της πειθούς θα αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τη δύναμη της βίας. Ο συνδικαλιστής πλέον «θα λύνει και θα δένει» μέσω των νέων συλλογικών πελατειακών σχέσεων μεταξύ κυβερνώντων – κλαδικών οργανώσεων και ψηφοφόρων. Η νέα πρακτική που εισήχθη στα συνδικαλιστικά ήθη ήταν αυτή της ανοιχτής και μαζικής απεργοσπαστικής δράσης με κυβερνητική και κομματική στήριξη που μετέβαλε τα συνδικάτα σε πεδία μάχης , δημιουργώντας έτσι “προηγούμενο” για τις διαφορετικές, κάθε φορά, κυβερνήσεις που θα αντλούσαν στο εξής ενεργό υποστήριξη των πολιτικών τους μέσα από την κινητοποίηση των συνδικαλιστικών τους παρατάξεων. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες σημαντικότερος από τους οποίους είναι το σύστημα “απλής αναλογικής” του Ν. 1264/82 για τις αρχαιρεσίες των συνδικαλιστικών σωματείων που υλοποιούσε, κατά μεγάλο μέρος το πάγιο αίτημα της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης και εκδημοκρατικοποιούσε, ως ένα βαθμό, τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές δομές . Ουσιαστικά, αυτός ο νόμος ρυθμίζει την ίδρυση, τη λειτουργία και τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρηθεί ότι το θεσμικό πλαίσιο που καθιέρωσε ως «ασφυκτικό». Ήταν ο ίδιος νόμος που αναγνώρισε τον εργοστασιακό και επιχειρησιακό συνδικαλισμό .
Η πολιτική αυτή συμπληρώθηκε με την ψήφιση του Ν. 1365/83 περί “κοινωνικοποιήσεων” των δημοσίων επιχειρήσεων. Ο νόμος από τη μια μέσω του θεσμού της μειοψηφικής συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων, οι οποίοι εκλέγονταν μέσα από κομματικά παραταξιακά ψηφοδέλτια, και από την άλλη μέσω του 4ου άρθρου, που έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές, ολοκλήρωνε το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινείται το συνδικαλιστικό κίνημα σε κλάδους οι οποίοι είχαν οργανωθεί και είχαν κατακτήσει σημαντικά δικαιώματα με μακρόχρονους και δυναμικούς αγώνες εκμεταλλευόμενοι την κομβική θέση τους στην παραγωγική διαδικασία. Όμως, η μη επέκταση των κοινωνικοποιήσεων και συνακόλουθα της, έστω και μειοψηφικής, συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων αυτών έφθειρε το θεσμό. Στις κοινωνικοποιηθείσες επιχειρήσεις η συμμετοχή δεν αφορούσε ουσιαστικά παρά τις Αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ), όπου από τη μια δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα ενημέρωσης και πληροφόρησης των εργαζομένων από την πλευρά των διοικήσεων και από την άλλη τα περισσότερα συνδικαλιστικά στελέχη που εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους δεν είχαν την απαιτούμενη παιδεία και εμπειρία ώστε να ανταποκριθούν με επάρκεια στα «συνδιοικητικά» καθήκοντά τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι αντιπρόσωποι να προωθούν τις εκάστοτε κυβερνητικές και κομματικές-παραταξιακές επιλογές.
Η κατάκτηση της πλειοψηφίας στα συνδικάτα από την κυβερνητική παράταξη ΠΑΣΚΕ διευκολύνθηκε με την υιοθέτηση, σε πρώτη φάση, αιτημάτων των εργαζομένων που σχετίζονταν με τις μισθολογικές αυξήσεις, την αύξηση της ετήσιας άδειας, την μείωση ωραρίων εργασίας, την επέκταση της επικουρικής ασφάλισης σε μια σειρά κλάδους και η υιοθέτηση αιτημάτων ασφαλιστικής εξομοίωσης, επικύρωση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ. Ως συνέπεια, από τη μια της κυριαρχίας της ΠΑΣΚΕ στα περισσότερα συνδικάτα και στη ΓΣΕΕ και από την άλλη της επίλυσης ορισμένων ώριμων αιτημάτων των εργαζομένων, οι απεργίες κατά την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν πτωτική πορεία τόσο σε αριθμούς ημερών και χαμένων ωρών απεργίας όσο και σε αριθμούς απεργών. Στη μείωση των απεργιών κατά την περίοδο αυτή συνέβαλε η ψήφιση και εφαρμογή της τροπολογίας του Άρθρου 27 του Ν. 1320/82 που απαγόρευε τη χορήγηση αυξήσεων στους εργαζόμενους καθ’ όλο το έτος 1983. Αυτή η άμεση κυβερνητική παρέμβαση προεικόνιζε τις πολιτικές που επρόκειτο να επιβληθούν μετά τις εκλογές του 1985. Η επιβολή της νέας κρατικής οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ το φθινόπωρο του 1985 μέσω της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία απαγορεύονταν, για τα επόμενα 2,5 έτη, οι μισθολογικές αυξήσεις πέρα από τα όρια της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η κυβέρνηση προκειμένου να προστατέψει την πολιτική της, εκτός από την ΠΝΠ που αμφισβητήθηκε και από μεγάλη μερίδα μελών και στελεχών της ΠΑΣΚΕ με αποτέλεσμα την αλλαγή συσχετισμών στη διοίκηση της ΓΣΕΕ , φρόντισε να εκμεταλλευτεί τη δικαστική οδό και να επιβάλει πλειοψηφία “νομιμοφρόνων” συνδικαλιστών στην ηγεσία της. Επρόκειτο για το αποκορύφωμα της κομματικοποίησης των συνδικάτων που δεν είχαν πια, τουλάχιστον στο επίπεδο της ΓΣΕΕ, καμία δυνατότητα κριτικής και αντιπαράθεσης στην κυβερνητική πολιτική.
Η απάντηση της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης ήταν η ένταση των απεργιακών κινητοποιήσεων σε κλάδους των οποίων τις ομοσπονδίες και τους συλλόγους ήταν σε θέση να ελέγχει (κοινή ωφέλεια, τράπεζες, ΟΒΕΣ, οικοδόμοι, λογιστές κ.α.) και η δημιουργία της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα (ΣΕΑ). Αυτοί οι αγώνες δεν κατάφεραν να ανατρέψουν την κυβερνητική πολιτική. Ένας βασικός λόγος ήταν η κρατική κατασταλτική πολιτική που μέσω των δικαστηρίων έβγαζε παράνομες τις περισσότερες απεργίες. Πέρα όμως από τους αντικειμενικούς λόγους, ο υποκειμενικός παράγοντας ήταν ο πιο σημαντικός. Η κομματικοποίηση μέσω των ανταγωνιστικών συνδικαλιστικών παρατάξεων της αντιπολίτευσης, στις οποίες πλέον προστέθηκε και η Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εργαζομένων (επίσημη παράταξη της ΝΔ) που απορρόφησε τις προηγούμενες δεξιές παρατάξεις, οδήγησε στην αντιπαράθεση εντελώς διαφορετικών στρατηγικών και τακτικών που συναρτούνταν και με τις εκλογικές στρατηγικές και τακτικές των κομμάτων ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών του 1989. Το αποτέλεσμα ήταν να αδρανήσει και να διαλυθεί η ΣΕΑ και οι διαμάχες για την ακολουθητέα πολιτική στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια όργανα (ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα). Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτών των αντιπαραθέσεων αποτέλεσαν οι απεργιακές κινητοποιήσεις στους χώρους των καθηγητών της μέσης δημόσιας εκπαίδευσης και των εργαζομένων στις τράπεζες την άνοιξη του 1988. Στους κλάδους αυτούς σημαντική ήταν η παρουσία ανεξάρτητων και συνδικαλιστών του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που πρόσθεσαν μια σημαντική διάσταση: τα δημοψηφίσματα για την λήψη αποφάσεων και την πρόταση για διάφορες μορφές απεργιών διαρκείας οι οποίες συγκέντρωναν για αρκετές ψηφοφορίες την πλειοψηφία των εργαζομένων. Τέθηκε έτσι υπόψη των εργαζομένων – μελών των συνδικάτων μια διαφορετική αντίληψη για το ρόλο και τον τρόπο διοίκησης και διεκδίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων που διέφεραν από το επιβληθέν πρότυπο του κομματικοποιημένου συνδικαλισμού. Αυτή η κοινωνική κινητικότητα που αποτελεί απάντηση στις κατασταλτικές πολιτικές της κυβέρνησης είχε ένα θετικό αποτέλεσμα στο επίπεδο της κατοχύρωσης των διεθνών συμβάσεων στο ελληνικό νομικό πλαίσιο. Ο δρόμος για την ολοσχερή κατάργηση παλιότερων αντεργατικών και αντιαπεργιακών νόμων ήταν πλέον ελεύθερος. Εξίσου, σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η κατάργηση και δια νόμου του περιβόητου Άρθρου 4 του ν. 1365/83, που ήδη είχε καταργηθεί στην πράξη.
Ο κλάδος των εργαζομένων στις τράπεζες
Έχοντας κατακτήσει με μακρόχρονους και δυναμικούς αγώνες μια σειρά εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων (5νθήμερο, 39ωρο, ειδικά ταμεία κύριας και επικουρικής σύνταξης σε μια σειρά τραπεζών κ.α.)ο κλάδος γινόταν η ατμομηχανή του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων και έδινε πολλές φορές το έναυσμα για αγωνιστικές κινητοποιήσεις εργαζομένων άλλων κλάδων. H έναρξη της δεκαετίας του ’80 βρίσκει την ΟΤΟΕ σε απεργιακή κινητοποίηση μακράς διάρκειας (14.1.1980-24.2.1980) με αιτήματα οικονομικά και θεσμικά. Η ΟΤΟΕ αψήφησε τον αντιαπεργιακό Ν. 3239/55 και την υποχρεωτική διαιτησία που είναι η βασική κρατική παρέμβαση στα συνδικαλιστικά πράγματα της εποχής˙ κινητοποίησε τα μέλη της σε μία μεγάλων διαστάσεων σύγκρουση που ουσιαστικά αποτέλεσε έμπρακτη συμβολή στην προώθηση του γενικού εργατικού αιτήματος για εκδημοκρατισμό της εργατικής νομοθεσίας. Έτσι η κυβέρνηση ικανοποίησε εν μέρει τα αιτήματα της ΟΤΟΕ όσον αφορά τις αυξήσεις και την επαναφορά του παλιού ωραρίου. Στο 10ο συνέδριο της ΟΤΟΕ που διεξήχθη αμέσως μετά τη λήξη της απεργίας εκφράστηκαν εκ νέου παλιότερα προβλήματα που οφείλονταν σε διαφορές νοοτροπίας, στρατηγικής και τακτικής αλλά και στην αυξανόμενη κομματικοποίηση των συνδικαλιστικών παρατάξεων. Τέτοια προβλήματα ήταν η μικροσυντεχνιακή λογική (αντιθέσεις πτυχιούχων και μη πτυχιούχων, μεγάλων και μικρών τραπεζών, ελληνικών και ξένων τραπεζών, κ.ο.κ.), το προεδροκρατούμενο σύστημα στη Διοίκηση της ΟΤΟΕ, η διχαστική λογική του παραγοντισμού κλπ. Η απόπειρα αλλαγής του καταστατικού προς το αναλογικό σύστημα δεν σημείωσε επιτυχία καθώς δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη καταστατική πλειοψηφία. Το συνέδριο αυτό μεταξύ άλλων ανέδειξε για πρώτη φορά γυναίκα στη θέση του προέδρου της ΟΤΟΕ (Ιωάννα Ζερβάκη από το χώρο της ΕΤΕ και στέλεχος της ΠΑΣΚΕ). Ανάλογα προβλήματα παρουσιάστηκαν κατά τη διεκδίκηση υπογραφής νέας συλλογικής σύμβασης για το 1981. Από τη μια η παρελκυστική τακτική των κυβερνητικών και εργοδοτικών διαπραγματευτών και από την άλλη οι συγκρούσεις μεταξύ των παρατάξεων, των παραγόντων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις ξένες τράπεζες δυσχέραναν την διεκδίκηση της ικανοποίησης των αιτημάτων. Υπό την απειλή της πενθήμερης απεργιακής κινητοποίησης του Νοεμβρίου και της μετεξέλιξής της σε απεργία διαρκείας, η κυβέρνηση και οι διαπραγματευτές των εργοδοτών υποχώρησαν.. .
Στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, η ΟΤΟΕ έβαλε στόχο την κατάκτηση ενιαίου μισθολογίου και βαθμολογίου για τους εργαζόμενους όλων των τραπεζών της χώρας, είτε αυτές είναι κρατικές είτε ιδιωτικές (ελληνικές και ξένες). Το ενιαίο μισθολόγιο κατακτήθηκε μετά από απεργιακή κινητοποίηση 42 ημερών, που αποτελεί την πιο μακρόχρονη στην ιστορία του κλάδου, η οποία όμως έδειξε καθαρά πλέον την κομματικοποίηση που άρχιζε να αποσυνθέτει την ενότητα των εργαζομένων, η οποία είχε κατακτηθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αγώνων της ΟΤΟΕ. Τίποτα δεν θα ήταν πια όπως πριν. Η εποχή κατά την οποία απεργούσε το 90%-95% των τραπεζών και τα τραπεζικά καταστήματα κλειδώνονταν ανήκε σε ένα ιστορικό παρελθόν, που γρήγορα ξεχάστηκε. Η απεργία ξεκίνησε όταν η κυβέρνηση υπαναχώρησε από την οριστική θεσμοποίηση του ενιαίου μισθολογίου. Μετά από την πρώτη 48ωρη κατόπιν πιέσεων από το ΠΑΣΟΚ η Πρόεδρος της ΟΤΟΕ υπέβαλε την παραίτησή της από τη θέση αυτή μη θέλοντας να στηρίξει την απεργοσπαστική πολιτική που επιβλήθηκε στην παράταξή της. Η απεργία συνεχίσθηκε με ανασύνθεση του προεδρείου από τις δυνάμεις του αυτόνομου χώρου (Παφίλης, Πουλαρίκας, Παπαμάργαρης κ.α.) και της ΕΣΑΚ, ώσπου την 42η ημέρα η κυβέρνηση δέχτηκε την υπογραφή σύμβασης για το ενιαίο μισθολόγιο με τους όρους της ΟΤΟΕ. Τα τραύματα όμως που άνοιξε η απεργοσπαστική τακτική της συνδικαλιστικής παράταξης του ΠΑΣΟΚ ήταν εμφανή. Η κρίση του 1985 είχε μεγάλο αντίκτυπο στο χώρο του τραπεζικού συνδικαλισμού, πρώτα και κύρια σε επίπεδο παρατάξεων καθώς η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε σε μια σειρά συλλόγων. Η πιο βαθιά διάσπαση έγινε στην ΔΗΣΚ (ΠΑΣΚΕ) Εμπορικής.. Στις πρώτες εκλογές που έγιναν το Δεκέμβριο του 1985, η ΔΗΣΚ (ΣΣΕΚ) πήρε περισσότερες ψήφους από τη νομιμόφρονα ΠΑΣΚΕ. Σε επίπεδο ΟΤΟΕ βέβαια υπερίσχυε η νομιμόφρων ΠΑΣΚΕ καθώς στον Σύλλογο Υπαλλήλων ΕΤΕ κυριάρχησε η τάση Πρωτόπαπα έναντι της ΔΗΣΚ όπως και σε μια σειρά άλλες τράπεζες. Οι διεργασίες δεν άφησαν ανέγγιχτες τις άλλες παρατάξεις. Κατά τη διάρκεια του σχετικά μακρού απεργιακού κύματος που ακολούθησε την ψήφιση της ΠΝΠ και τη διάσπαση της ΓΣΕΕ σοβαρές αντιθέσεις στρατηγικής και τακτικής εμφανίστηκαν στους χώρους της παραδοσιακής και της ανανεωτικής αριστεράς (διάσπαση ΚΚΕ εσωτερικού) και νέες δυνάμεις συσπειρώθηκαν στο χώρο του αυτόνομου συνδικαλισμού. Μέχρι το 1989, κατά το μεγαλύτερο διάστημα, η κατάσταση παραμένει πολωμένη μεταξύ των δυνάμεων της ΠΑΣΚΕ από τη μια μεριά που σιγά-σιγά επουλώνει τις πληγές της διάσπασης και από την άλλη του ευρύτερου μετώπου των δυνάμεων της δεξιάς, της αριστερής αντιπολίτευσης και του αυτόνομου χώρου με τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με επιμέρους τακτικές και επιδιώξεις. Στη σύγκρουση αυτή ο αυτόνομος χώρος βγήκε ξανά στο προσκήνιο προτείνοντας από τη μια απεργία διαρκείας και συντονισμό με την αντίστοιχη απεργία της ΟΛΜΕ και από την άλλη την χάραξη στρατηγικής από τη βάση μέσω των γενικών συνελεύσεων στους επιμέρους εργασιακούς χώρους και του δημοψηφίσματος. Η πλειοψηφία των εργαζομένων στήριξε την πρόταση του αυτόνομου χώρου ξεπερνώντας τις κομματικές παρατάξεις που πρότειναν άλλες μορφές αγώνα (στάσεις εργασίας, 48ωρη προειδοποιητική απεργία κλπ.). Η τελική απόφαση του Γ.Σ. προέβλεπε κυλιόμενες 48ωρες απεργίες στην κατεύθυνση της απεργίας διαρκείας. Η κυβέρνηση θέλοντας να αποφύγει την συντονισμένη απεργιακή κινητοποίηση των δύο μεγάλων κλάδων κατέφυγε διαμέσου του τότε αντιπροέδρου της Μ. Κουτσόγιωργα στην τακτική της απομόνωσης των απεργών προχωρώντας σε παροχή αυξήσεων σε επιμέρους κατηγορίες εργαζομένων στις τράπεζες χωρίς να ανατρέπει την εισοδηματική πολιτική. Στη συγκεκριμένη φάση η ΕΣΑΚ, παρά τις διαφωνίες στο εσωτερικό της, και την αντίθεση των άλλων δυνάμεων (ΔΑΚΕ, αυτόνομες συσπειρώσεις κ.α.), συμφώνησε στην υπογραφή της συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της σχεδόν απόλυτης ταύτισης συνδικαλιστικής παράταξης και ηγεσίας συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι αυτά των Συλλόγων Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως και της Ιονικής Τράπεζας. Όμως, πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις τις οποίες θα εξετάσουμε εν συντομία. Επί μια εικοσαετία περίπου, ο Σύλλογος Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως ελεγχόταν από ανεξάρτητους συνδικαλιστές συσπειρωμένους στο ψηφοδέλτιο της «Δημοκρατικής Αγωνιστικής Συσπείρωσης» υπό την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του συνδικαλιστή Αλ. Πουλαρίκα. Η ανασυγκρότηση του Συλλόγου άρχισε το 1975 όταν είχαν ανατραπεί και οι τελευταίοι εργοδοτικοί συνδικαλιστές από την ηγεσία του συλλόγου, ο οποίος εντάχθηκε στην ΟΤΟΕ. Με σκληρούς αλλά μαζικούς απεργιακούς αγώνες, στους οποίους η συμμετοχή ξεπερνούσε το 90% του προσωπικού, αποσπάστηκαν παραχωρήσεις που αποτέλεσαν τη μαγιά για τις κατακτήσεις της επόμενης δεκαετίας. Το 1980 ο Σύλλογος συμμετείχε στην απεργία των 39 ημερών που οργάνωσε η ΟΤΟΕ για τη σύναψη και υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους εργαζόμενους του κλάδου. Το 1981 έλαβε χώρα η απεργία των εργαζομένων στη υπηρεσία μηχανοργάνωσης της τράπεζας. Επρόκειτο για την πρώτη απεργία σε χώρο νέας τεχνολογίας στην ελληνική συνδικαλιστική ιστορία. Η σημασία της ήταν μεγάλη καθώς έδειξε τον ιδιαίτερο ρόλο που θα έπαιζε στα αμέσως επόμενα χρόνια η εισαγωγή νέας τεχνολογίας συμβάλλοντας αποφασιστικά αφενός στην αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος και αφετέρου στην αναδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων και στην ανάπτυξη νέων συνδικαλιστικών ιεραρχιών και στρατηγικών. Η διοίκηση της τράπεζας αιφνιδιάστηκε από την κήρυξη της απεργίας και κατόπιν αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση εφαρμόζοντας τακτική «καρότου και μαστιγίου» χορηγώντας επιλεκτικά και ιδιαίτερα επιδόματα αποσκοπώντας στην αλλαγή στάσης των εργαζομένων και τη διάσπασή τους, προτού χρησιμοποιήσει κλασικά κατασταλτικά μέτρα. Όμως η απεργία ήταν ιδιαίτερα μαζική και οι εργαζόμενοι είχαν την αμέριστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη του Συλλόγου, της ΟΤΟΕ και του συλλόγου εργαζομένων της εταιρείας που είχε εγκαταστήσει το μηχανογραφικό σύστημα στην τράπεζα. Μετά από την απεργία, η διοίκηση της τράπεζας αναγκάστηκε να καλέσει τη διοίκηση του συλλόγου για διαπραγματεύσεις που κατέληξαν σε συμφωνία παραμονής της μηχανογραφικής λειτουργίας μέσα στην τράπεζα. Η τράπεζα δεν εφάρμοζε τα συμφωνηθέντα παρά μόνο μετά από παρέμβαση της διαιτησίας και την πίεση για νομοθετική ρύθμιση. Αργότερα, έγινε η μεγάλη απεργία των 13 ημερών για την καθιέρωση δημόσιου διαγωνισμού πρόσληψης προσωπικού. Στην τελευταία απεργία ο Σύλλογος προώθησε μια νέα μορφή οργάνωσης και αγώνα:τα Ανοιχτά Διοικητικά Συμβούλια. Συνήθως οι συνεδριάσεις γίνονταν στο ισόγειο του Κεντρικού Καταστήματος ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις και τις προτάσεις τους για τον αγώνα τους. Αυτή η πρακτική έδωσε «φτερά» στην κινητοποίηση με αποτέλεσμα οι απεργοί να νοιώθουν ότι ο αγώνας γίνεται από τους ίδιους και όχι από τους εκπροσώπους τους. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε παρά μόνο μετά την ήττα, επί Οικουμενικής Κυβέρνησης, της μεγαλύτερης σε διάρκεια απεργίας στην ιστορία του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα που οργάνωσε και έφερε σε πέρας ο Σύλλογος Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι παρατάξεις που καθοδηγούνταν από πολιτικά κόμματα δεν ήταν εύκολο να ανθίσουν. Έτσι η ΔΑΣ καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80 αποσπούσε όχι μόνο την απόλυτη πλειοψηφία αλλά και ποσοστά της τάξης του 65%-78% την εποχή που λίγα σχήματα του αυτόνομου χώρου ξεπερνούσαν το 10%. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της περίπτωσης του Συλλόγου Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως είναι η απόλυτη ανεξαρτησία του από διαδικασίες ενσωμάτωσης στο Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας ή σε άλλα όργανά της˙ παρέμβαινε στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων της επιχείρησής του στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στη δύναμη των οργανωμένων μελών του.
Σύλλογος Υπαλλήλων Ιονικής-Λαϊκής Τράπεζας
Η Ιονική Τράπεζα, μία από τις παλαιότερες τράπεζες στην Ελλάδα, ήταν πάντοτε στο στόχαστρο πολλών τραπεζιτών για την καλή θέση της στην τραπεζική αγορά, τόσο από πλευράς παράδοσης και ποιότητας εξυπηρέτησης όσο και μεγέθους. Πέρασε από τα χέρια της Αγγλικής μητρικής εταιρείας στον Όμιλο Ανδρεάδη και κατόπιν στα χέρια του Δημοσίου μετά την κρατικοποίηση του Ομίλου για να καταλήξει στην Alpha Bank (μετεξέλιξη της Τράπεζας Πίστεως) μετά την περιπετειώδη απεργία του 1998 και την πρώτη μεγάλη σύγκρουση επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ για ιδιωτικοποίηση επιχείρησης του Δημοσίου τομέα. Ο Σύλλογος Υπαλλήλων ΙΛΤΕ αποτέλεσε έναν από τους πιο δραστήριους συλλόγους στο χώρο των τραπεζών και ήταν από τις κινητήριες δυνάμεις της συγκρότησης της ΟΤΟΕ το 1955. Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η αγωνιστική παράδοση και η μνήμη των αγώνων του παρελθόντος που επέδρασαν ώστε η σύγκρουση για την ιδιωτικοποίηση να πάρει μαχητικά χαρακτηριστικά. Η δεκαετία του 1980 βρίσκει τους εργαζόμενους στην Ιονική Τράπεζα να έχουν κατακτήσει ήδη τον Οργανισμό Προσωπικού που ήταν εξίσου προοδευτικός για την εποχή του όπως και της Εμπορικής. Επίσης είχε επιλυθεί το αίτημα της δημιουργίας επικουρικού ταμείου. Η διοίκηση του συλλόγου που βρισκόταν υπό την κυριαρχία του ψηφοδελτίου του Στ. Παπαϊωάννου. . Στην αντιπολίτευση βρισκόταν η Ανανεωτική Συνδικαλιστική Κίνηση στην οποία κυριαρχούσε μεν η ΕΣΑΚ αλλά συνεργαζόταν για αρκετό καιρό αρμονικά με άλλες δυνάμεις του αριστερού και του φιλελεύθερου χώρου, ακόμη και με αριστερίστικων αποκλίσεων συνδικαλιστές. Μετά το 1982 οι διοικήσεις του Συλλόγου ήταν στην πλειονότητά τους μονοπαραταξιακές εκτός από ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. 1982-84) που υπήρχε συνεργασία με άλλα συνδικαλιστικά σχήματα (π.χ. Ανανεωτική Συνδικαλιστική Κίνηση) και επιτυγχάνονταν κάποια θετικά αποτελέσματα (π.χ. διενέργεια δημοσίων διαγωνισμών). Η συνταξιοδότηση του Στ. Παπαϊωάννου είχε ως αποτέλεσμα την διάσπαση και την ανασύνθεση της συντηρητικής παράταξης που, όπως παντού, μετονομάστηκε σε ΔΑΚΕ. Η Ανανεωτική Σ.Κ. οριοθετήθηκε στα πλαίσια του ΚΚΕ και από αυτήν αποχώρησαν οι συνδικαλιστές του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς, του εξωκοινοβουλευτικού και του αυτόνομου χώρου συγκροτώντας τη «Συσπείρωση εργαζομένων στην Ιονική Τράπεζα» Τέλος, δημιουργήθηκε και έδρασε κατά τη δεκαετία του ’80, η αυτόνομη παράταξη «Συνδικαλιστική Πορεία» που έθετε με ιδιαίτερη ένταση και επιμονή τα θέματα της αξιοκρατίας και της άρνησης των κομματικών παρατάξεων στους εργασιακούς χώρους και συνεργάστηκε σε επίπεδο ΟΤΟΕ με τα ανεξάρτητα σχήματα που συσπειρώνονταν γύρω από τον Δ. Παφίλη και τον Αλ. Πουλαρίκα (προεδρείο της απεργίας των 42 ημερών). Με την εξαίρεση της απεργιακής κινητοποίησης του 1984 για την διενέργεια δημοσίου διαγωνισμού για τις προσλήψεις προσωπικού, που όπως σημειώσαμε έγινε από προεδρείο συνεργασίας, δεν υπήρξε καμία σημαντική κινητοποίηση για θέματα που απασχολούσαν το σύνολο των εργαζομένων. Η πολιτική του συλλόγου κατά τη δεκαετία του ’80 είχε ως αντικείμενο τις ρουσφετολογικές προσλήψεις, μεταθέσεις, προαγωγές και τοποθετήσεις που γίνονταν από την κυβερνώσα παράταξη. Αυτό ήταν και το μόνιμο θέμα της κριτικής των αντίπαλων συνδικαλιστικών παρατάξεων όταν αναφέρονταν στα έργα και τις ημέρες της στο Σύλλογο. Τα γεγονότα του 1985 δεν επηρέασαν την ΔΗΣΚ που αρνήθηκε τότε να μετονομαστεί σε ΠΑΣΚΕ θέλοντας να έχει πάντα ένα σχετικά αυτόνομο ρόλο έναντι της ΠΑΣΚΕ ΟΤΟΕ. Στο τέλος της δεκαετίας – επί κυβέρνησης Τζαννετάκη – η ΔΗΣΚ πρότεινε και επέβαλε στο σύλλογο την πραγματοποίηση απεργίας για μια σειρά αιτημάτων που εκκρεμούσαν επί αρκετό χρονικό διάστημα.
Ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος
Η Ομοσπονδία Εργαζομένων στον ΟΤΕ (ΟΜΕ – ΟΤΕ) ιδρύθηκε το 1982 με πρωτοβουλία των πρωτοβάθμιων σωματείων που δρούσαν στο χώρο του ΟΤΕ. Ορισμένα από αυτά τα σωματεία είχαν αναπτύξει σημαντική συνδικαλιστική και απεργιακή δραστηριότητα τα προηγούμενα χρόνια. Επρόκειτο για σωματεία εργαζομένων συγκεκριμένων ειδικοτήτων που συνδέονταν με τα παλαιότερα τεχνολογικά μοντέλα, όπως οι τηλεφωνήτριες και οι ραδιοτηλεγραφητές. Οι συνθήκες εργασίας προσιδίαζαν στο «φορντικό» πρότυπο οργάνωσης της εργασίας και δεν υπήρχαν μεγάλες ιεραρχικές και μισθολογικές διαβαθμίσεις. Συνεπώς, υπήρχαν οι αντικειμενικές συνθήκες για την ανάπτυξη συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Λόγω της ύπαρξης συνδικαλιστών/τριών που προέρχονταν από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς με παλιότερες εμπειρίες από τον προδικτατορικό συνδικαλισμό του χώρου της «κοινής ωφέλειας», υπήρχαν κατάλληλες υποκειμενικές συνθήκες για τη συνδικαλιστική διεκδίκηση βελτιώσεων σε μισθούς και συνθήκες εργασίας. Λόγω έλλειψης δευτεροβάθμιας οργάνωσης και της τακτικής κυβέρνησης και εργοδοσίας να διατηρούν διαιρεμένο το συνδικαλιστικό κίνημα του χώρου ορισμένες φορές τα σωματεία διολίσθαιναν σε «συντεχνιακές» λογικές. Έτσι το συνδικαλιστικό κίνημα του ΟΤΕ δεν μπορούσε εύκολα να διεκδικήσει ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο και να έχει λόγο για την πορεία της δημόσιας (και μονοπωλιακής ακόμα) επιχείρησης παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στα πλαίσια μιας πολιτικής εργατικού ελέγχου.
Το πρώτο προεδρείο της «Ομοσπονδίας Εργαζομένων ΟΤΕ» δεν προήλθαν από εκλογές. Το πρώτο εκλογικό συνέδριο της ΟΜΕ έγινε το 1983, οπότε υπήρξε και η πρώτη εκλεγμένη Διοίκηση. Από τότε η ΟΜΕ – ΟΤΕ καταξιώθηκε ως μια από τις δυναμικότερες και αποτελεσματικότερες Ομοσπονδίες που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της Γ.Σ.Ε.Ε. τόσο λόγω αντικειμενικών αιτιών (στρατηγική θέση του κλάδου στο πλαίσιο της οικονομικής δομής της χώρας, δυναμικά ανερχόμενος κλάδος τεχνολογίας αιχμής) όσο και υποκειμενικών (περίοδοι σχετικής αυτονόμησης των κομματικών παρατάξεων από τις κυβερνήσεις λόγω διαφωνίας για τις εκάστοτε επιλογές του για το χώρο του ΟΤΕ, ισχυρή παρουσία της κοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά και αυτόνομων αριστερών συνδικαλιστικών κινήσεων). Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο χώρο του ΟΤΕ καλύπτουν 18.000 εργαζόμενους. Η ίδρυση της ΟΜΕ-ΟΤΕ συμπίπτει χρονικά με την πρώτη περίοδο διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και τη γενικότερη άνοδο της δημοτικότητας των ιδεών περί «εργατικής συμμετοχής», «κοινωνικοποίησης» και «αυτοδιαχείρισης» που εν μέρει υλοποιούνται με το νόμο 1365/83 περί κοινωνικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης υποτίθεται ότι επέρχεται «ο τερματισμός της απομόνωσης του Κράτους και των λειτουργιών του από το λαό και η έναρξη της διαδικασίας της υπεύθυνης συμμετοχής των εργαζομένων σε όλους τους τομείς προγραμματισμού και ελέγχου των επιχειρήσεων». Στην ΑΣΚΕ συζητιόνταν και παίρνονταν αποφάσεις για μεγάλα ζητήματα της πολιτικής και της στρατηγικής των επιχειρήσεων για τις προμήθειες, την τιμολογιακή πολιτική, το ανθρώπινο δυναμικό. Ενημερώνονταν, επίσης, τα μέλη της ΑΣΚΕ για την πορεία των επενδύσεων της επιχείρησης. Στα Εργασιακά Συμβούλια συζητιόνταν και παίρνονταν αποφάσεις για τα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας, παραγωγικότητας και εντατικοποίησης της εργασίας κλπ. Διεξήχθη έντονος αγώνας ώστε να αποκτήσουν οι θεσμοί αυτοί κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο ˙άρχισαν να ερευνώνται οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε το συνδικαλιστικό κίνημα να πετύχει ορισμένες αλλαγές πολιτικών με τη συνεργασία και των εκπροσώπων των καταναλωτών, της τοπικής αυτοδιοίκησης κ.α. Το γεγονός ότι στον ΟΤΕ υπήρχε μια μεγάλη ομάδα κριτικά σκεπτόμενων συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ συνέβαλε στην ύπαρξη έντονων αντιστάσεων σε λογικές πλήρους ενσωμάτωσης στην κυβερνητική πολιτική αλλά και σχετικής αυτονόμησης των παρατάξεων από την κομματική λογική. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το γεγονός της απόσχισης απ’ αυτήν πολλών συνδικαλιστικών στελεχών και μελών που ίδρυσαν τη ΣΣΕΚ και κατέκτησαν αρκετά σημαντικό ποσοστό στις επόμενες εκλογικές διαδικασίες (γύρω στο 12%) ώστε να συγκροτήσουν ένα ισχυρό μέτωπο με την συνδικαλιστική αριστερά που παρέμβαινε σε όλα τα επίπεδα και να συντονίσουν τους ενδοεπιχειρησιακούς αγώνες με αυτούς του ευρύτερου συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο έδινε τις κρίσιμες μάχες εναντίον της ΠΝΠ, της δικαστικής διάσπασης της ΓΣΕΕ κλπ. Έτσι, κατά τη δεκαετία του ’80 τόσο στην ΟΜΕ-ΟΤΕ όσο και στους επί μέρους συλλόγους, η κοινωνικοποίηση που προωθείται από τα πάνω δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από τη συνδικαλιστική αντιπολίτευση όλων των τάσεων αλλά και από μερίδες προερχόμενες από το εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται αγώνες σε όλα τα επίπεδα μέσα και έξω από τον ΟΤΕ.
Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού
Η ΔΕΗ αποτέλεσε ουσιαστικά το μήλον της έριδος μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών και των κυβερνήσεων της ΝΔ από τη μια και του συνδικαλιστικού κινήματος και των μη δεξιών πολιτικών κομμάτων από την άλλη. Οι πρώτες είχαν καθιερώσει ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό γι’ αυτές εργασιακό και φορολογικό καθεστώς που δεν θα υπάγονταν στους περιορισμούς της ελληνικής νομοθεσίας.. Στην απέναντι όχθη, η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με αιχμή το ΠΑΣΟΚ και τα δύο ΚΚΕ, επιδίωκαν την κοινωνικοποίηση της ΔΕΗ «σαν απαραίτητη προϋπόθεση για μια ανεξάρτητη οδό ανάπτυξης, την εγκαθίδρυση μηχανισμών και κριτηρίων για ενεργειακή συσσώρευση, που θα ελέγχονταν από τους αντιπροσώπους των εργαζομένων». Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης στο χώρο της ΔΕΗ το συνδικαλιστικό κίνημα έχει λίγο-πολύ τα χαρακτηριστικά που συναντάμε στο κεντρικό συνδικαλιστικό επίπεδο, δηλαδή από τη μια συσπείρωση των προσκείμενων στην κυβέρνηση της ΝΔ συνδικαλιστικών στελεχών και από την άλλη τις παρατάξεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης ΠΑΣΚΕ, ΕΣΚ (ΕΣΑΚ) και ΑΣΣΕ (ΑΕΜ και ανεξάρτητοι). Τα σχήματα παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα καθ’ όλη την περίοδο που θα ακολουθήσει μέχρι το 2001, με μικρές εξαιρέσεις (π.χ. ΣΣΕΚ) και την ενοποίηση της δεξιάς παράταξης που μετασχηματίστηκε, όπως παντού, σε μια κλασική κομματική συνδικαλιστική παράταξη (ΔΑΚΕ) ενσωματώνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό των προηγούμενα διάσπαρτων συνδικαλιστικών στελεχών του κλάδου και του χώρου με αναφορά στον ευρύτερο κεντροδεξιό πολιτικό χώρο.
Κατά την πρώτη τετραετία της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ «κοινωνικοποιήθηκε» η ΔΕΗ με το Προεδρικό Διάταγμα 57/1985 κατ’ εφαρμογή των γενικών διατάξεων του ν.1365/83. Όμως και στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ υπήρχε μια μερίδα συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ που ήταν αρχικά διατεθειμένοι να ξεπεράσουν τα στενά πλαίσια που τους καθόριζε ο νόμος και να συμμαχήσουν με τις παρατάξεις της αριστερής αντιπολίτευσης για διεύρυνση των στόχων των εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα της επιχείρησης. Η περαιτέρω συγκέντρωση και η ένταση της πολιτικής ρύθμισης των διαδικασιών λήψης αποφάσεων συντέλεσαν στην μετατροπή των συμμετοχικών φορέων σε φορείς εφαρμογής της επίσημης κρατικής πολιτικής. Η ίδια η φύση της κυβερνητικής πολιτικής στη συγκεκριμένη περίοδο αμφισβητεί τα συμμετοχικά σχήματα αλλά και τις προθέσεις της ίδιας της κυβέρνησης που ψήφισε το ν.1365/83 αντικαθιστώντας παραγράφους του ΠΔ 75/1985 τονίζοντας ότι η λειτουργία του ΑΣΚΕ είναι αυτή της επιτροπής εγκρίσεων που προσφέρεται μόνο για έκφραση απλής γνώμης. Έτσι, οι περισσότεροι εργαζόμενοι κατανόησαν, αργά ή γρήγορα, ότι η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων των μελών του ΑΣΚΕ και, κυρίως, των εκπροσώπων τους -στους οποίους δεν δινόταν καν επαρκής πληροφόρηση για να εκφέρουν γνώμη- καθώς και η επιβολή της κυβερνητικής γραμμής αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες της αποτυχίας της κοινωνικοποίησης˙ κατανόησαν επίσης ότι αυτή αποτέλεσε προπέτασμα καπνού ώστε να καλυφθεί η κυβερνητική πολιτική που αμφισβητούσε τα κεκτημένα δικαιώματα τους και περιόριζε μισθούς και συντάξεις. Η αδυναμία των συνδικαλιστικών οργανώσεων της ΔΕΗ να αλλάξουν την κυβερνητική πολιτική μέσα από τη συμμετοχή στα όργανα της επιχείρησης σε συνδυασμό με την αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης απέναντι στα αιτήματά τους, τις οδήγησε σε μια δυναμική σύγκρουση με τη διοίκηση και την κυβέρνηση. Αυτή η σύγκρουση πήρε το χαρακτήρα μιας μακράς και μαζικής απεργίας που κατέληξε στην υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας. Όμως, η διοίκηση της ΔΕΗ παραβίαζε κατάφωρα τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αισθάνονται ότι τα συνδικάτα πλέον δεν μπορούν να εγγυηθούν την εφαρμογή των ίδιων των συμβάσεων που υπέγραψαν. Αυτή η αίσθηση εκφράζεται με την ηχηρή απουσία τους από τις γενικές συνελεύσεις και άλλες συνδικαλιστικές διαδικασίες. Από την άλλη μεριά, η εργοδοσία επέτεινε τις συνέπειες της πολιτικής που στηρίζεται στην ενίσχυση της εξατομικευμένης προσέγγισης των εργαζομένων: χρησιμοποίησε σε μεγαλύτερο βαθμό τις ατομικές συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, ώθησε στην χρήση εκ μέρους των εργαζομένων κάθε προσωπικού ή κομματικού-πολιτικού μέσου για την προστασία και την ανέλιξή τους. Έτσι, η διοίκηση ασκεί μια πολιτική βιομηχανικής αποδιαρρύθμισης της ΔΕΗ χρησιμοποιώντας ανειδίκευτους ή ημι-ειδικευμένους εργαζόμενους, που πολλές φορές δεν τους δίνεται καν αντικείμενο εργασίας. Η συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η κοινωνική από-ομοιογενοποίηση του προσωπικού της επιχείρησης. Από την απασχόληση ως την κοινωνική πρόνοια διαβρώνονται οι υπάρχουσες ρυθμίσεις που αποτελούσαν προϊόντα της συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης των εργαζομένων. Εν τούτοις, η εξέλιξη αυτή δεν είναι γραμμική. Μια νέα γενιά εργαζομένων φαίνεται να αναδεικνύεται στη συνδικαλιστική σκηνή μέσα από την μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση – και μάλιστα με αξιοσημείωτα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, χωρίς άμεση ταύτιση με τα υπάρχοντα κομματικά συνδικαλιστικά σχήματα. Έτσι, κατά τη δεκαετία του ’80, στη ΔΕΗ, όπως και στον ΟΤΕ, υπάρχει μια γενικότερη τάση από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος να αμφισβητεί σε ένα βαθμό την κυβερνητική πολιτική ενσωμάτωσης χωρίς όμως να καταφέρνει λόγω της εν μέρει διαφορετικής κυβερνητικής και διοικητικής πρακτικής – σε αντίθεση με τον ΟΤΕ – να τροποποιεί συσχετισμούς και πολιτικές και μέσα από τα συνδιοικητικά όργανα. Κατά συνέπεια, στο τέλος της δεκαετίας εμφανίζεται μια κατάσταση σύγκρουσης με την κυβερνητική και διοικητική πολιτική, που παίρνει και κάποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός
Αρχικά στο χώρο του εργοστασιακού συνδικαλισμού είχαν χρησιμοποιηθεί οι «απεργιακές επιτροπές» ως οργανωτικά σχήματα. Μέσα στις απεργιακές και άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού συνδικαλιστικού κινήματος τα μέλη του συνειδητοποίησαν ότι χρειάζεται μια μονιμότερη και σταθερότερη μορφή οργάνωσης: το εργοστασιακό σωματείο που συσπείρωνε την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων της επιχείρησης ανεξάρτητα από θέση, επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματική ειδικότητα. Αυτή η οργανωτική μορφή έδινε τη δυνατότητα ανάδειξης των αιτημάτων και προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων «με την ιδιότητα του μέλους της εργατικής τάξης», κάτι που το ομοιοεπαγγελματικό σωματείο δεν μπορούσε από τη φύση του να προωθήσει και το οποίο λειτουργούσε μέσω των εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών μακριά από τους χώρους εργασίας εκπροσωπώντας μόνο ένα τμήμα των εργαζομένων σ’ αυτούς. Ως συνέπεια, καλλιεργούνταν συντεχνιακού χαρακτήρα αντιθέσεις, κατακερματιζόταν η ενότητα των εργαζομένων, κι όταν δεν επικρατούσαν κομματικές παρατάξεις (κυρίως του ΚΚΕ που κατήγγειλε σε πρώτη φάση τα εργοστασιακά σωματεία ) κυριαρχούσε ο εργατοπατερισμός ως επικουρικό μέσο της κρατικής ή εργοδοτικής παρέμβασης στα τεκταινόμενα. Η ανάπτυξη των εργατικών σωματείων συνέβαλε στη μείωση της έντασης των φαινομένων αυτών και τροφοδότησε τους αγώνες για την διεκδίκηση των αιτημάτων του συνόλου των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Επομένως, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός ανταποκρίθηκε στις συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης της εργατικής τάξης και προώθησε σαν μία σημαντική τάση την ταξική τους ενοποίηση απέναντι στο κεφάλαιο, ασκώντας επί της ουσίας σημαντική κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, αμφισβητώντας έτσι και το δικαίωμα της εκάστοτε κυβέρνησης να ακυρώνει, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας μεταξύ μεμονωμένων εργοδοτών και επιχειρησιακού σωματείου που υπερέβαιναν την κρατική εισοδηματική πολιτική. Εκτός από τις μακρόχρονες, τις «άγριες» απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων και δρόμων που εφάρμοσε ως τακτική, το εργοστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα χρησιμοποίησε τη μέθοδο των στάσεων εργασίας για να σταματά την παραγωγή ώστε η εργοδοσία να σκύβει πάνω στο πρόβλημα και να μην στερούνται ολόκληρο το μεροκάματο οι απεργοί. Η κυβέρνηση της ΝΔ βλέποντας την κατάσταση να ξεφεύγει από τα παραδεκτά από το κεφάλαιο όρια αποφάσισε να αλλάξει τακτική και να περάσει σε κατά μέτωπο επίθεση κατά του εργοστασιακού συνδικαλισμού με την ψήφιση του ν. 330/1976 και την καταστολή των απεργιών χρησιμοποιώντας τα ΜΑΤ, τις δίκες για παράνομες και καταχρηστικές απεργίες που προκάλεσαν χιλιάδες απολύσεις συνδικαλιστών. Έτσι, το εργοστασιακό κίνημα μετά την πρωτοφανή για τα ελληνικά συνδικαλιστικά χρονικά δραστηριοποίησή του κατά τη διετία 1974-1976 πήρε μια κατιούσα πορεία, απομονωμένο από το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα και χωρίς να πετύχει μια συμμαχία με τα ανερχόμενα κινήματα (π.χ. φοιτητικό) που αμφισβητούσαν με τη σειρά τους το πολιτικό και κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός αναγνωρίσθηκε από το ΠΑΣΟΚ με το Ν. 1264/82. Επίσης, αναγνωρίσθηκε η Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργοστασιακών Σωματείων (ΟΒΕΣ) η οποία είχε ιδρυθεί το 1979 από 6 σωματεία έξω από το επίσημο συνδικαλιστικό κύκλωμα μιας και η ΕΣΑΚ που κυριαρχούσε στα κλαδικά ομοιοεπαγγελματικά συνδικάτα δεν επιθυμούσε την εγγραφή τους. Στην πορεία τα σωματεία μέλη της ΟΒΕΣ έγιναν 150 ως το 1983. Όμως, μέσω άλλων νόμων και κυβερνητικών πολιτικών επιχειρήθηκε και επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η περιθωριοποίησή της. Κατ’ αρχήν, προωθήθηκε η «συμμετοχή των εργαζομένων» στη διοίκηση ορισμένων επιχειρήσεων (Ν. 1365/1983). Επίσης με το νόμο 1385/1983 για τα «Εποπτικά Συμβούλια Επιχειρήσεων του κλάδου Μεταλλείων-Ορυχείων» η συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων παίρνει ένα ευρύτερα κοινωνικό χαρακτήρα. του». Με το Ν. 1387/1983 περί «Ελέγχου ομαδικών απολύσεων και άλλων διατάξεων επιβάλλεται στον εργοδότη οι υποχρεώσεις «πληροφόρησης» και «διαβούλευσης» και αντίστοιχα αναγνωρίζονται και προστατεύονται τα ίδια δικαιώματα των εργαζομένων. Άλλοι νόμου που ψηφίστηκαν ήταν ο ν. 1568/1985 περί «Υγιεινής και Ασφάλειας εργαζομένων» που προβλέπει τη σύσταση συμβουλίων με συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και ο ν. 1767/1988 περί «Συμμετοχής στα ‘συμβούλια των εργαζομένων’» που ουσιαστικά επικυρώνει άρθρα της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (ΔΣΕ). Η διεκδίκηση της ένταξης των προβληματικών βιομηχανικών επιχειρήσεων στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων πήρε διάφορες μορφές, που ποίκιλαν από την απλή παράσταση και συγκέντρωση ως τις μακρόχρονες καταλήψεις των χώρων εργασίας και των εδρών των επιχειρήσεων, τις πορείες και συγκεντρώσεις των εργαζομένων, που ορισμένες φορές μεταφέρονταν από τις επαρχιακές πόλεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όπου έδρευαν τα υπουργεία που ήταν αρμόδια για την κυβερνητική πολιτική στο συγκεκριμένο θέμα. Με την ένταξη όσων προβληματικών επιχειρήσεων εντάχθηκαν στον ΟΑΕ κλείνει ένας κύκλος κινητοποιήσεων των εργαζομένων των βιομηχανικών σωματείων και αρχίζει σύντομα ένας άλλος που αφορά την αποτροπή του κλεισίματος της λειτουργίας τους ή της ιδιωτικοποίησής τους και την παραμονή τους στον υπό δημόσιο έλεγχο βιομηχανικό τομέα. . Χαρακτηριστικό παράδειγμα δυναμικής εταιρείας του χώρου της κλωστοϋφαντουργίας που πέρασε από τον ιδιωτικό τομέα στον έλεγχο του Δημοσίου μέσω του ΟΑΕ ως «προβληματική επιχείρηση» και της οποίας το εργατικό δυναμικό αποτέλέσε κινητήρια δύναμη μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων ήταν η «Πειραϊκή – Πατραϊκή». Στο νέο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας συμμετείχε ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων. Ποια όμως ήταν η διάσταση της συμμετοχής του εκπροσώπου των εργαζομένων στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας; Πάνω στο θέμα αυτό αναπτύχθηκαν διάφορες απόψεις που δείχνουν ότι το συνδικαλιστικό κίνημα του χώρου δεν είχε ξεκαθαρίσει, όπως όλα τα ελληνικά εργατικά συνδικάτα άλλωστε, την στρατηγική και την τακτική του απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό θέμα. Το δίλημμα που ετίθετο ήταν απλή συμμετοχή ή εργατικός έλεγχος; Παρ’ όλη τη συζήτηση περί αυτοδιαχείρισης δεν υπήρχε άμεση προοπτική για κάτι τέτοιο, ειδικά στο συγκεκριμένο χώρο όπου η πλειοψηφία των παρατάξεων της ΟΚΕ ήταν κατά της αυτοδιαχείρισης (πλειοψηφούσα ΕΣΑΚ και μειοψηφούσα ΔΑΚΕ). Από πλευράς κυβέρνησης επιχειρήθηκε η εξυγίανση της εταιρείας στα πλαίσια του τραπεζικού συστήματος με την πολιτικής της μετοχοποίησης των χρεών των Τραπεζών και της συμμετοχής εκπροσώπων τους στη διοίκηση της εταιρείας. Το 1986 αναδιαρθρώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της Π-Π και το 70% των μετοχών περιήλθε στα χέρια του ΟΑΕ και το 30% στην ΕΤΕ. Στο μεταξύ είχαν συγχωνευτεί μονάδες της εταιρείας ώστε να επέλθει εξυγίανσή της. Παράλληλα όμως μια μελέτη βιωσιμότητας που εκπονήθηκε από κυβερνητικούς παράγοντες – και η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τα χρηματοοικονομικά δεδομένα της επιχείρησης – προέβλεπε την μείωση του προσωπικού κατά 1.221 άτομα σε πέντε εργοστασιακές μονάδες σε Πάτρα, Βόλο και Αθήνα, καθώς και στις Κεντρικές Υπηρεσίες. Η μελέτη πρότεινε επίσης τη δημιουργία μίας εταιρείας holding και εννέα ανεξάρτητων επιχειρηματικών μονάδων στη θέση της ενιαίας Π-Π. Κατά συνέπεια, το γενικό πρόβλημα της Π-Π ως ενιαίας επιχείρησης διαιρέθηκε σε πολλά μικρότερα. Η ενιαία επιχείρηση που είχε ένα διοικητικό συμβούλιο και μία μικρή γραφειοκρατική ομάδα ή ομάδα συμβούλων κατατμήθηκε σε δέκα ανώνυμες εταιρείες με αντίστοιχα διοικητικά συμβούλια, γραφειοκρατίες ή ομάδες συμβούλων. Επίσης, πλήθος λαθεμένων αποφάσεων σε συνδυασμό με την γενικότερη κυβερνητική πολιτική του παγώματος των αυξήσεων των μισθών είχε ως αποτέλεσμα την καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης. Έτσι, χρόνο με το χρόνο, τα προβλήματα της Π-Π διογκώνονταν με συνέπεια την συνεχώς ανακυκλούμενη πρόταση εκ μέρους της κυβέρνησης: κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, μείωση παραγωγής, απόλυση εκατοντάδων εργαζομένων. Η τελική σύγκρουση για την τύχη της Π-Π έγινε λίγα χρόνια αργότερα. Η κυβέρνηση της Ν.Δ., μετά την κατάκτηση της αυτοδυναμίας, αποφάσισε να επιλύσει το πρόβλημα με την εθελουσία έξοδο ή ακόμα και με την απόλυση 1.050 εργαζομένων θέτοντας σε αχρησία την απόφαση της Οικουμενικής Κυβέρνησης για στήριξη και χρηματοδότηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
ii) 1990-1993
Η ανάδειξη της ΝΔ ως κυβερνητικής πλειοψηφίας με τη βοήθεια της μίας ψήφου της ΔΗΑΝΑ στις εκλογές της 6ης Απριλίου 1990 δεν μετέβαλε τους όρους του πολιτικο-συνδικαλιστικού παιχνιδιού. Απλώς αντιστράφηκαν οι ρόλοι: η ΔΑΚΕ έγινε η κυβερνητική συνδικαλιστική παράταξη και η ενωμένη ΠΑΣΚΕ, προσέλκυε με τη σειρά της ως αντιπολίτευση ψήφους από τις φυλλορροούσες συνδικαλιστικές παρατάξεις της παραδοσιακής αριστεράς οι οποίες διασπάστηκαν εκ νέου σε ΕΣΑΚ και Αυτόνομη Παρέμβαση (ΚΚΕ και ΣΥΝ αντίστοιχα). Οι δύο επιτυχημένες απόπειρες των κυβερνήσεων της ΝΔ να επιβάλουν την πολιτική της όσον αφορά το μεγάλο πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης με τους νόμους 1902/1990 και 2084/1992 επιφέροντας δυσμενέστερες αλλαγές στο καθεστώς συνταξιοδότησης των εργαζομένων, παρά τις μακρόχρονες απεργίες, έθεσαν, με έντονο και μαζικό τρόπο, στην ημερήσια διάταξη το θέμα της απεξάρτησης των συνδικαλιστικών παρατάξεων από τα πολιτικά κόμματα. Όμως, δεν ήταν μόνο οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό ζήτημα που η κυβέρνηση της Ν.Δ. άσκησε υλοποιώντας το νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμά της. Η εισοδηματική πολιτική της διετίας 1992-1993 ήταν εξίσου σκληρή με αυτήν του σταθεροποιητικού προγράμματος του 1985. Επίσης, στη διάρκεια αυτής της περιόδου εκδηλώθηκαν μαζικές, δυναμικές και μακροχρόνιες απεργίες στους χώρους των καθηγητών της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στην Εταιρεία Αστικών Συγκοινωνιών (ΕΑΣ) της Αττικής. Οι νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν στο εσωτερικό της ΠΑΣΚΕ δεν είχαν πλέον τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτές του 1985, αλλά ήταν συγκρούσεις μεταξύ “εκσυγχρονιστών” και “παραδοσιακών” που αντανακλούσαν τις εσωκομματικές διαμάχες του ΠΑΣΟΚ, διαμάχες επί της στρατηγικής για την κατάκτηση της εξουσίας και διαμάχες επί του ρόλου του συνδικαλιστικού κινήματος σε περίπτωση επανακατάκτησής της . Γενικότερα, στη δεκαετία του 1990-2000 δοκιμάστηκαν διάφορες πολιτικές από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα. Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε ότι άλλαζε ο ρόλος του κράτους στην κοινωνία και ειδικότερα το θεσμικό καθεστώς που θα πρέπει να ισχύει στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών οργανώσεων. Οι αλλαγές αυτές μπορούν ιδεοτυπικά να περιγραφούν παρ’ όλο που στην πράξη χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μίγματα κρατικών πολιτικών. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ επί πρωθυπουργίας Κ. Μητσοτάκη, το κράτος όφειλε, για να κερδίσει μια νέα νομιμοποίηση, να απαρνηθεί τον παλιό «υπερτροφικό του ρόλο». Η «ουτοπία της αγοράς» (στόχος της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής) είναι η «οικονομικά διαμεσολαβημένη εξουσία». Ισχύει πλέον το καθεστώς της «ευέλικτη συσσώρευση» και στην Ελλάδα:». Παράλληλα, εκπονήθηκαν νέες εργοδοτικές στρατηγικές αντιμετώπισης της δράσης των συνδικάτων, συνεπικουρούμενες από τις κρατικές πολιτικές. Από τη μια επανέρχονται παλιές πρακτικές (πατερναλισμός και αυταρχικός εργοδότης, ως επί το πλείστον σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) και από την άλλη σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα κερδίζουν έδαφος και υιοθετούνται οι λογικές της «διαχείρισης ανθρωπίνων σχέσεων» (HRM). Οι εργοδότες προσπαθούν να πείσουν ότι τα συνδικάτα έχουν πλέον καταστεί άσχετα στη σημερινή συγκυρία και ότι ο μοναδικός ρόλος που τους απομένει είναι η στενή συνεργασία με τους εργοδότες για την υπερνίκηση του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της γενικευμένης επικράτησης του «ατομικισμού», οι εργασιακές σχέσεις υφίστανται μια σημαντική μεταλλαγή και η εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης συνοδεύεται συχνά από πρακτικές ενθάρρυνσης της υπεύθυνης εμπλοκής του εργαζόμενου στην υλοποίηση των επιχειρησιακών στόχων, ανάπτυξης εναλλακτικών διαύλων επικοινωνίας διοίκησης – εργαζομένων, νέων μορφών εκπροσώπησης ομάδων εργαζομένων σε διοικητικά όργανα της επιχείρησης, συγκρότησης αυτοδιευθυνόμενων ομάδων εργασίας, κ.α. Στο ελληνικό αλλά πρώτα και κύρια στο διεθνές επίπεδο, με προεξάρχουσες τις χώρες του αγγλοσαξονικού καπιταλισμού, αμφισβητήθηκε η θέση των συνδικάτων στους συνδιοικητικούς μηχανισμούς και στην τριμερή συνεργασία των «κοινωνικών εταίρων» στα πλαίσια του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου.
Η εκλογή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1993, βρίσκει τα συνδικάτα σε φάση αναμονής ύστερα από ένα 15μηνο συχνών και έντονων απεργιακών κινητοποιήσεων (απεργίες στην ΕΑΣ και στον ΟΤΕ καθώς και σε ΔΕΚΟ-Τράπεζες για τους νόμους περί κοινωνικής ασφάλισης.) Στη διάρκεια των θητειών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εναλλάσσονται σε γενικές γραμμές δύο στρατηγικές σχετικά με την οικονομική και την κοινωνική πολιτική καθώς και με τις εργασιακές σχέσεις και τα συνδικάτα. Πάλι τα μέτωπα δεν είναι σαφή˙ο ρόλος του κόμματος και των οργανώσεών του καθώς και οι προηγούμενες στρατηγικές των κυβερνήσεων 1980-1990 αφήνουν τα ίχνη τους στη διαμορφούμενη πολιτική. Διαπιστώνουμε τη σύγκρουση της τάσης που αναζητούσε τη «συνέχεια» της προηγούμενης κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και της τάσης του «εκσυγχρονισμού».
Ο κλάδος των εργαζομένων στις τράπεζες
Πέρα από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στον κλάδο λόγω του Ν. 2092/90, οι διοικήσεις των τραπεζών εγκαινίασαν μια νέα τακτική παίρνοντας ουσιαστικά την πρωτοβουλία να θέτουν από τη δική τους πλευρά αιτήματα προς τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Μετά το 21ο τακτικό συνέδριο της ΟΤΟΕ (Οκτώβριος 1991) η ΔΑΚΕ αρνείται να πάρει μέρος σε ενωτικό προεδρείο και βοηθά επί της ουσίας την επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής. Το 1992 η κυβέρνηση της ΝΔ (μιμούμενη το ΠΑΣΟΚ του 1985) επέβαλε την εισοδηματική πολιτική με την ψήφιση νόμου που απαγόρευε επί ένα έτος κάθε μισθολογική αύξηση. Για να ψηφιστεί αυτός ο νόμος, αλλά κι όσοι θα ακολουθούσαν, εφαρμόστηκε από τη ΝΔ η αυστηρή κομματική πειθαρχία για τους βουλευτές. Όταν την ίδια χρονιά η κυβέρνηση έφερε νέο νόμο για το Ασφαλιστικό που κατέλυε την αυτοτέλεια και την αυτοδιαχείριση των ασφαλιστικών οργανισμών, έβαζε πλαφόν στο εφάπαξ και αγνοούσε τις προτάσεις αναμόρφωσης του ΙΚΑ και ίδρυσης ενιαίου ταμείου κύριας ασφάλισης που είχε υποβάλει η ΟΤΟΕ, η απεργία κράτησε αρκετές ημέρες και υπονομεύτηκε για άλλη μια φορά από την κυβερνητική παράταξη. Στο τέλος ο νόμος ψηφίστηκε χωρίς καμία ουσιαστική τροποποίηση. Η ΟΤΟΕ εφάρμοσε την τακτική κατάρτισης κατάλογου βουλευτών που ψήφισαν το νόμο. Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζουν νέες διαμάχες για τη σκοπιμότητα των απεργιών διαρκείας ή νέων «ήπιων» μορφών αγώνα.. Βέβαια, αυτή η συζήτηση, που πάντοτε είναι επίκαιρη, συμπίπτει με την ένταση της εσωκομματικής διαμάχης «παραδοσιακών» και «εκσυγχρονιστών» στο ΠΑΣΟΚ και στην ΠΑΣΚΕ. Η υπό έλεγχο διαμάχη αυτή στο εσωτερικό της ΠΑΣΚΕ αντανακλά διαφορετικές στρατηγικές και αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες και στρώματα που θα συγκρουστούν αργότερα όταν το ΠΑΣΟΚ θα επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Στο μεταξύ η ΠΑΣΚΕ εκφράζοντας όλο το προηγούμενο διάστημα την αγανάκτηση των εργαζομένων για την πολιτική της ΝΔ κατακτά συνεχώς μεγαλύτερα ποσοστά σε επιμέρους συλλόγους και φτάνει ενίοτε σε καταστάσεις αυτοδυναμίας, εκμεταλλευόμενη και τη γενικευμένη κρίση της αριστεράς που στο συνδικαλιστικό χώρο γίνεται ιδιαίτερα αισθητή ως μαζική αποστράτευση. Επίσης η ήττα του ανεξάρτητου συνδικαλισμού στην Τράπεζα Πίστεως είχε επιπτώσεις στα εκλογικά ποσοστά των Συσπειρώσεων μειώνοντας αισθητά τη δύναμη και την επιρροή του αναγκάζοντας ορισμένες να αυτοδιαλυθούν και είτε να ενταχθούν στις παρατάξεις του ΣΥΝ είτε να συνεργαστούν πότε με την ΕΣΑΚ και πότε με άλλες εξωκοινοβουλευτικής προέλευσης αριστερές κινήσεις. Ακόμη και η παντραπεζική Συσπείρωση, με κορμό τη ΔΑΣ Πίστεως που συνεργαζόταν με άλλες κινήσεις και προσωπικότητες από το χώρο των ιδιωτικών τραπεζών (π.χ. Πειραιώς), συνεργάστηκε πολλές φορές με την ΠΑΣΚΕ στο προεδρείο της ΟΤΟΕ.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία οι «εκσυγχρονιστές» επικρατούν στη διαμάχη τους με τους «παραδοσιακούς» που περιορίζονται στον έλεγχο του Συλλόγου της Ιονικής Τράπεζας και σε ορισμένους συλλόγους μεγάλων τραπεζών διαφοροποιούνται ανάλογα με την περίσταση (π.χ. Εμπορική). Το 1994 ο εκ της ΠΑΣΚΕ Εθνικής προερχόμενος Δ. Κουσελάς (Πρόεδρος του ΣΥΕΤΕ) εκλέγεται πρόεδρος της ΟΤΟΕ στη θέση του Χ. Πρωτόπαπα, ο οποίος εκλέχτηκε πρόεδρος της ΓΣΕΕ. Αρχίζει μια πορεία της ΟΤΟΕ προς την υιοθέτηση «ήπιων μορφών αγώνα» που θα διαρκέσει μέχρι την έκρηξη του 1998 όταν η κυβέρνηση θα ανακοινώσει την πώληση της Ιονικής Τράπεζας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ξεσπούν μεμονωμένες απεργίες, πχ American Express, που αφορούν θέματα συνδικαλιστικών διώξεων και συνθηκών εργασίας που στηρίζονται από την ΟΤΟΕ αλλά περνούν απαρατήρητες από την μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων. Η ΟΤΟΕ γίνεται ολοένα και περισσότερο μια απόμακρη έννοια, ιδίως για τους νεώτερους. Οι συμμαχίες ολοένα και αλλάζουν στο προεδρείο της. Παλιές συγκρούσεις ξεπερνιούνται και συγκροτείται προεδρείο ακόμη και με συνεργασία της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Οι ενδοπαραταξιακές κόντρες και οι συγκρούσεις των παρατάξεων απασχολούν ολοένα και λιγότερους. Κάθε σύλλογος υπογράφει επιχειρησιακές συμβάσεις προσπαθώντας να κερδίσει κάτι παραπάνω ώστε να αναπληρώνονται οι απώλειες των εισοδημάτων και να πετυχαίνεται ένα καλύτερο καθεστώς διανομής μετοχών στο προσωπικό. Παρουσιάζεται και μια νέα κατάσταση που θα προκαλέσει τριγμούς στο οικοδόμημα της ΟΤΟΕ. Οι γιγαντωμένες ιδιωτικές τράπεζες (συγκροτήματα Λάτση, Alpha Bank) προσπαθούν να επέμβουν στα συνδικαλιστικά πράγματα της Ομοσπονδίας μέσω των προσκείμενων σ’ αυτές συνδικαλιστικών παρατάξεων, ορισμένες εκ των οποίων κυριαρχούν στους Συλλόγους. Η ΔΑΚΕ διασπάται και η παράταξη ΑΣΚΕ που δημιουργείται από αυτές τις παρατάξεις σε παντραπεζικό επίπεδο -θα προσεγγίσει το κόμμα Αβραμόπουλου (ΚΕΠ) που δεν μακροημέρευσε- «χτυπάει στα ίσια» τη μητρική ΔΑΚΕ στο 26ο Συνέδριο. Η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί και με την αλλαγή στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος που θα ενθαρρύνει την «εκσυγχρονιστική πτέρυγα» του συνδικαλιστικού κινήματος. Η κόντρα δεν θα αργήσει και στην περίπτωση της Ιονικής θα πάρει τεράστιες διαστάσεις καθώς πλέον διεξάγεται μέσα στους κοινωνικούς χώρους μπροστά στους εργαζόμενους. Το πρόβλημα του Ασφαλιστικού και η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που όχι μόνο δεν κατάργησε τους αντιασφαλιστικούς νόμους αλλά επέμεινε στην ίδια πολιτική της ΝΔ υποστηριζόμενη από μελέτες της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και άλλων διεθνών οργανισμών Πέραν τούτων, επιχειρήθηκε με τις προτάσεις του Υπουργού Εργασίας, τον Απρίλιο του 2001, συγχώνευση ταμείων, ένταξη των εργαζομένων στις τράπεζες στο ΙΚΑ, καθιέρωση συστήματος τριών πυλώνων και εισαγωγή ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών στο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτή ήταν η αφορμή για την «εξέγερση» των εργαζομένων όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από κομματικές και παραταξιακές εντάξεις και προτιμήσεις. Οι συγκεντρώσεις και πορείες που οργανώθηκαν από τη ΓΣΕΕ και τις Ομοσπονδίες ξεπέρασαν σε όγκο και παλμό όχι μόνο τις καλύτερες προσδοκίες αλλά και τις αντίστοιχες της «ριζοσπαστικής» δεκαετίας του ’70. Η ΟΤΟΕ έδειξε ότι υπό ορισμένους όρους ενδεχομένως και να μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες.
Tράπεζα Πίστεως
Η δεκαετία 1990-2000 είναι η δεκαετία των ανατροπών για το Σύλλογο Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης του συνδικάτου όχι μόνο γενικότερα στις δομές και τη λογική του ευρύτερου πολιτικο-οικονομικού συστήματος αλλά και στη δομή της συγκεκριμένης επιχείρησης. Το πνεύμα και η λογική του επιχειρηματικού ανταγωνισμού καθορίζει πια την στρατηγική και τακτική του συγκεκριμένου σωματείου που επιδιώκει τη συνεργασία αποκλειστικά με τη διοίκηση της Τράπεζας ώστε να αποκομίσει οφέλη μόνο από την αυτόκεντρη ανάπτυξή της και το επιχειρηματικό της κέρδος. Η συνύπαρξη με τις άλλες δυνάμεις στα πλαίσια της ΟΤΟΕ ήταν πλέον δύσκολη. Μια τέτοια ανατροπή ήταν το αποτέλεσμα μιας από τις μεγαλύτερης σε ένταση σύγκρουσης πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων στην ιστορία του μεταπολιτευτικού συνδικαλισμού. Η αρχή γίνεται το χειμώνα του 1989-1990 όταν ηττήθηκε η μεγάλη απεργία των 8 εβδομάδων, επί Οικουμενικής Κυβέρνησης, με μια σειρά οικονομικών και θεσμικών αιτημάτων που αφορούσαν ουσιαστικά ολόκληρο τον τραπεζικό κλάδο. Όμως, παρά την ηρωική στάση των χιλιάδων απεργών που επί 2 μήνες αντιμετώπισαν την εργοδοσία, την δικαστική και αστυνομική καταστολή και τις συκοφαντίες πολλών έντυπων ΜΜΕ, η απεργία δεν άγγιξε τις χορδές που έπρεπε και έμεινε απομονωμένη. Αν και η απεργία είχε τη συμπαράσταση κοινωνικών φορέων εκτός τραπεζικού χώρου (π.χ. ΕΦΕΕ, ΕΚΑ) δεν στάθηκε δυνατή η κινητοποίηση της ΟΤΟΕ και των επιμέρους συλλόγων, με την εξαίρεση στάσεων εργασίας στην Εμπορική και στην Ιονική Τράπεζα. Η κομματική λογική υπερίσχυσε της λογικής της συναδελφικής αλληλεγγύης. Η Οικουμενική Κυβέρνηση εγκαθιδρύθηκε στα συνδικάτα και μόνο ο αυτόνομος συνδικαλισμός απέμενε ως αντιπολίτευση. Έτσι απεικονίζεται σε όλο του το μεγαλείο το πρόβλημα της κομματικοποίησης. Παρ’ όλη την ήττα, η ΔΑΣ στις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων που έγιναν ένα μήνα μετά τη λήξη της απεργίας πήρε περίπου 80% των ψήφων και ο Α. Πουλαρίκας συγκέντρωσε το 55% των σταυρών. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς παραιτείται από Πρόεδρος ο Α. Πουλαρίκας για λόγους ανανέωσης του Συλλογικού οργάνου με νέα αλλά δοκιμασμένα στελέχη. Το 1991 αρχίζει να διαφαίνεται η άνοδος της ΔΑΚΕ και η μείωση της δύναμης του παραδοσιακού ανεξάρτητου συνδικαλισμού που, παρά τις επιτυχίες του, δεν απέφυγε τα λάθη στρατηγικής και τακτικής. Το αποτέλεσμα ήταν η εκμετάλλευση των λαθών και των αδυναμιών από την εργοδοσία και την κομματική παράταξη της ΔΑΚΕ, οι οποίες από κοινού και χωριστά επιτέθηκαν για να καταβάλουν τον «εχθρό» που, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο ανεξάρτητος συνδικαλισμός. Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύθηκε η ΔΑΚΕ και η παρεμβατική πρακτική της Διοίκησης της Τράπεζας σε πολλούς θύμισαν το μετεμφυλιακό καθεστώς: απειλές για μεταθέσεις συνδικαλιστών που διαφωνούσαν με τη διοίκηση και τη ΔΑΚΕ, κατασυκοφάντηση των αντιπάλων ως αναρχικών και «θαμώνων των Εξαρχείων» κλπ. Στρώνεται, επομένως, το έδαφος για την τελική επίθεση που θα πατήσει σε νέα λάθη των αντιπάλων. Η σύγκρουση συνεχίστηκε κατά τη διαδικασία συγκρότησης του νέου ΔΣ σε σώμα και την προσπάθεια εκλογής προεδρείου του ΔΣ. Τόσο η πλειοψηφούσα ΔΑΣ όσο και η ΔΑΚΕ επεδίωξαν τη θέση του προέδρου. Καθώς το αδιέξοδο συνεχιζόταν και μπροστά στον κίνδυνο δικαστικής παρέμβασης συγκροτήθηκε προεδρείο μειοψηφίας από την ΔΑΣ με πρόεδρο τον πλειοψηφίσαντα σύμβουλο Δ. Φωτόπουλο. Έτσι, ο Σύλλογος θα λειτουργούσε, έστω και με προβλήματα, σε μια περίοδο γενικευμένης αστάθειας λόγω της κυβερνητικής πολιτικής και της εργοδοτικής αντεπίθεσης, κατά την οποία χρειαζόταν συνεργασία συλλόγου και ΟΤΟΕ. Μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου Προεδρείου ήταν η συμβολή στην αγορά μεγάλου πακέτου μετοχών για το Ταμείο Αλληλοβοηθείας και η διεκδίκηση υλικής αναγνώρισης της θετικής συμβολής του προσωπικού στην υλοποίηση της αύξησης κεφαλαίου της τράπεζας. Την επόμενη χρονιά η διοίκηση της τράπεζας αγνοούσε το Σύλλογο που αναγκάστηκε να διεκδικήσει δια της δικαστικής οδού και της διαιτησίας την ικανοποίηση αιτημάτων του (ασφαλιστικό, μισθολογικό). Η σύγκρουση μεταξύ της ΔΑΣ και της ΔΑΚΕ συνεχίστηκε. Ο πόλεμος φθοράς που ξεκίνησε η δεύτερη κατά της πρώτης έφτασε σε μια κρίσιμη φάση όταν η ΔΑΚΕ ώθησε τα μέλη και τους ψηφοφόρους της να σταματήσουν να πληρώνουν τη μηνιαία συνδικαλιστική συνδρομή τους και μην λάβουν μέρος στην πανελλαδική ψηφοφορία για την Τροποποίηση του Καταστατικού και τον Απολογισμό του Συλλόγου. Το 1993 η ΠΑΣΚΕ στηρίζει τελικά τη ΔΑΚΕ και γίνεται κοινό προεδρείο. Η ΕΝΟΤΗΤΑ περνά στην αντιπολίτευση. Κατά το 1994, σύμφωνα με ανακοίνωση της τελευταίας, το προεδρείο δεν διεκδίκησε κανένα αίτημα από τη διοίκηση της τράπεζας. Η κατάσταση αυτή θα διαιωνίζεται για αρκετό χρονικό διάστημα, ώσπου μετά από τελική έφοδο καταλαμβάνεται από τη ΔΑΚΕ το οχυρό, δηλαδή η αυτοδυναμία. Η ενσωμάτωση πλέον του Συλλόγου με όρους κοινωνικής ειρήνης, και όχι με όρους κινήματος, είναι γεγονός. Στα τέλη του 2001, με την απόπειρα συγχώνευσης των τραπεζών ΕΤΕ και Alpha Bank (αφού είχε προηγηθεί η εξαγορά της Ιονικής και η απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους του Συλλόγου της), φάνηκε το αδιέξοδο του εργοδοτικού συνδικαλισμού, όταν αντί να βρίσκονται οι Σύλλογοι στην πρώτη γραμμή για την οργάνωση και προώθηση των εργασιακών δικαιωμάτων οριοθετήθηκαν και στεγανοποιήθηκαν πίσω από τη γραμμή που χάραζαν οι διοικήσεις των τραπεζών τους.
Σύλλογος Ιονικής
Στο σύλλογο της Ιονικής Τράπεζας η κατάσταση στη δεκαετία του ’90 αλλάζει. Όσον αφορά τα συλλογικά προβλήματα των εργαζομένων, πέραν του Ασφαλιστικού αρχίζει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας να διαφαίνεται στον ορίζοντα η πολιτική της ιδιωτικοποίησης της Τράπεζας. Η πρώτη αντίδραση των εργαζομένων μέσα από γενικές συνελεύσεις και άλλες διαδικασίες είναι σαφέστατα αρνητική. Σ’ αυτό συμφωνούν όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις (κομματικές και ανεξάρτητες). Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν πρόκειται για το θέμα της αξιοκρατικής λειτουργίας της υπό δημόσιο έλεγχο Ιονικής Τράπεζας. Αν και το θέμα είναι πολυδιάστατο και απασχολεί το σύνολο των υπό δημόσιο έλεγχο τραπεζών και των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών στην Ελλάδα, στην Ιονική αποτέλεσε το κεντρικό θέμα επί μια ολόκληρη εικοσαετία, λόγω της έντασης του φαινομένου των πελατειακών σχέσεων μεταξύ κράτους, κόμματος και συνδικάτου. Η κριτική, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της ΠΑΣΚΕ και των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ για την πλήρη κομματικοποίηση της τράπεζας και του συνδικάτου δεν διατυπώθηκε μόνο από τις αντίπαλες παρατάξεις αλλά και εκ των ένδον, και μάλιστα με ιδιαίτερα οξύ τόνο. Επρόκειτο για μια ιδιόμορφη συνδιοίκηση της τράπεζας από το συνδικαλιστικό τμήμα του ΠΑΣΟΚ στο χώρο, που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες πολύ μεγάλου αριθμού εργαζομένων, ανεξάρτητα από την παράταξη την οποία ψήφιζαν. Η κατάσταση αυτή διαιωνίστηκε έχοντας ως αποτέλεσμα την ευκολότερη προς το τέλος της περιόδου αποδοχή της πολιτικής αποκρατικοποίησης της τράπεζας, παρ’ όλο που η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στήριξε την μεγάλη απεργία εναντίον της πώλησης της τράπεζας το 1998.
Η απεργία πήρε πολύ σύντομα το χαρακτήρα της απεργίας διαρκείας και κηρύχθηκε παράνομη και καταχρηστική από τα δικαστήρια, ιδιαίτερα από τη στιγμή που εγκαινιάστηκαν νέες μορφές αγώνα όπως η κατάληψη του Μηχανογραφικού Κέντρου της τράπεζας στον Πειραιά. Επί 55 ημέρες οι απεργοί συγκρούονταν με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις καταστολής σε πορείες και διαδηλώσεις, στην συγκέντρωση μέσα στο ξενοδοχείο Κάραβελ, όπου διακόπηκε η γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας που θα αποφάσιζε την πώληση. Η ΟΤΟΕ προκήρυξε με τη σειρά της απεργίες σε όλες τις τράπεζες με θέμα την ακύρωση της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν και η απεργία της ΟΤΟΕ κηρύχθηκε παράνομη, ζητήθηκε από τη ΓΣΕΕ να λάβει απόφαση για απεργία καλύπτοντας τον αγώνα του Συλλόγου της Ιονικής. Τελικά η ΓΣΕΕ αποφάσισε την κάλυψη της απεργίας και σύρθηκε στα δικαστήρια. Στη διάρκεια της απεργίας, η κυβέρνηση έπαιξε το χαρτί της κομματικής πειθαρχίας αναγκάζοντας την ΔΗΣΚ της Ιονικής να δηλώσει ότι αποχωρεί από την ΠΑΣΚΕ Τραπεζών και ότι σε επίπεδο ΟΤΟΕ θα εκφράζεται από την ΔΗΣΚ Τραπεζών. Στον απεργιακό αγώνα σημαντική ήταν η συμβολή του αυτόνομου χώρου μέσα από την «Πρωτοβουλία Εργαζομένων» που ανέλαβε δυσανάλογα σε σχέση με τη δύναμή του βάρη στην οργάνωση των γενικών συνελεύσεων και των κλιμακίων ενημέρωσης και περιφρούρησης συμβάλλοντας αντικειμενικά στον αναπροσανατολισμό ενός μεγάλου μέρους των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΔΗΣΚ προς μαζικές και δυναμικές μορφές αγώνα και στην αποδόμηση ενός συνδικαλιστικού λόγου και νοοτροπίας κλειστού και αρχηγικού στυλ που διέκρινε ως τότε την ηγεσία του συλλόγου. Οι αρχές της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας βρήκαν εύφορο έδαφος για να ανθίσουν έστω για μικρό χρονικό διάστημα.
Η απεργία ηττήθηκε και η τράπεζα αγοράστηκε μετά από δύο άγονους διαγωνισμούς στην Alpha Bank. Ο σύλλογος άρχισε να φθίνει καθώς οι περισσότεροι εργαζόμενοι ή γράφτηκαν στον σύλλογο της Alpha Bank ή συνταξιοδοτήθηκαν με τις μεθόδους της εθελουσίας εξόδου. Στον παλιό σύλλογο απέμεινε μία μικρή ομάδα της ΠΑΣΚΕ που δημιουργήθηκε ξανά από το ΠΑΣΟΚ με πολλούς τρόπους οι οποίοι θεωρήθηκαν εκβιαστικοί από την πλευρά της ΔΗΣΚ και των άλλων παρατάξεων. Έτσι έληξε άδοξα μια μεγάλη απεργία και μια ολόκληρη συνδικαλιστική ιστορία. Η κομματικοποίηση, οι πελατειακές σχέσεις, η γραφειοκρατία και μια σειρά άλλοι λόγοι οδήγησαν σε αδιέξοδο μια τράπεζα με ιστορία 150 χρόνων και στην δημιουργία τεράστιων αδιεξόδων στο συνδικαλιστικό κίνημα.
ΟΤΕ
Στη δεκαετία του ΄90 ο ΟΤΕ γνωρίζει τη μεγαλύτερη αναστάτωση της ιστορίας του. Παρά το ότι είναι μια κερδοφόρα – και όχι προβληματική ή ζημιογόνα – δημόσια επιχείρηση, εντάσσεται στο γενικότερο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα και υφίστανται μεγάλες αλλαγές. Ως το 1993 που εξαγγέλθηκε και επιχειρήθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ με την απόδοση του 35% των μετοχών στους ιδιώτες και του 14% σε στρατηγικό επενδυτή που θα αναλάμβανε το μάνατζμεντ της επιχείρησης, λειτουργούσαν οι θεσμοί που είχαν καθιερωθεί από τον Ν.1365/83, δηλαδή η ΑΣΚΕ, τα Εργασιακά Συμβούλια και το Διοικητικό Συμβούλιο με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ, όπως και στους άλλους εργασιακούς χώρους, επανενώνονται σε κοινά ψηφοδέλτια, η δε ΔΑΚΕ εξήλθε ενωμένη από την κρίση που πέρασε κατά τη διάρκεια της προσπάθειας ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ. Από την πλευρά τους οι συνδικαλιστές της αριστεράς και του αυτόνομου χώρου έβαλαν τη σφραγίδα τους στη σύγκρουση για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης με την πρόταξη νέων μορφών πάλης που έφταναν ως τις καταλήψεις χώρων του ΟΤΕ (γραφεία διοίκησης κλπ.). Παράλληλα, ένα δίκτυο συνδικαλιστών γύρω από την παράταξη που επρόσκειτο στο Συνασπισμό (Αυτόνομη Παρέμβαση) και οι οποίοι είχαν διατελέσει εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα της «κοινωνικοποίησης» ανέλαβαν το καθήκον να «σπάσουν το απόρρητο» και με τη γνώση που διέθεταν για την κατάσταση και τις προοπτικές του ΟΤΕ ενημέρωσαν τόσο την κοινή γνώμη μέσω των ΜΜΕ όσο και τα επιτελεία των κομμάτων για τη δημόσια τηλεφωνία, το ρόλο και τις προοπτικές σε μια μεταβαλλόμενη οικονομική πραγματικότητα που εμφανιζόταν να έρχεται με γρήγορα βήματα (απελευθέρωση κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, νέες μορφές τηλεπικοινωνιών, πληροφορική κλπ.). Η μαζική και μακρόχρονη κινητοποίηση απέτρεψε την ιδιωτικοποίηση και συνέβαλε στην τελική πτώση της ΝΔ και στο τέλος του πρώτου νεοφιλελεύθερου πειράματος με πρωταγωνιστές τον τότε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Σ. Μάνο και τον Υπουργό Βιομηχανίας κ. Α. Ανδριανόπουλο. Η νέα πολιτική του ΠΑΣΟΚ μετά την επάνοδό του στην κυβέρνηση προβλέπει την σταδιακή μετοχοποίηση της επιχείρησης και την ταυτόχρονη πώληση μικρού αριθμού μετοχών στους εργαζόμενους. Παράλληλα, καταργούνται η ΑΣΚΕ και τα λοιπά συνδιοικητικά όργανα ενώ διατηρείται υποτυπώδης συμμετοχή στο διοικητικό συμβούλιο και τα εργασιακά συμβούλια μετατρέπονται σε απλά συμβούλια υγιεινής και ασφάλειας. Με τον περιορισμό της συμμετοχής περιορίζονται και οι δυνατότητες της συνδικαλιστικής αριστεράς και των όποιων ρευμάτων αναφέρονται στον αυτόνομο συνδικαλισμό. Σιγά-σιγά υλοποιείται μια νέα πολιτική ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος μέσω της ανάθεσης ανώτατων διευθυντικών καθηκόντων σε κεντρικά στελέχη των συνδικάτων του ΟΤΕ, με ιδιαίτερη βεβαίως προτίμηση στα υψηλόβαθμα στελέχη της ΠΑΣΚΕ, που αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία στους περισσότερους συλλόγους. Ταυτόχρονα, όμως, τα στελέχη αυτά διατηρούν και τη συνδικαλιστική ιδιότητα με αποτέλεσμα να υπάρχει κρίση εκπροσώπησης των εργαζομένων στο βαθμό που τα ίδια πρόσωπα παίζουν δύο διαφορετικούς ρόλους. Η άνοδος των χρηματιστηριακών δεικτών προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 συνέβαλε στο να υπερισχύσει ο λόγος περί ανταγωνιστικότητας σε βάρος του λόγου των διεκδικητικών αγώνων.
ΔΕΗ
Με την πολιτική λογική με την οποία λειτουργούσαν τα συμμετοχικά όργανα τελικά αδρανοποιήθηκαν και να καταργήθηκαν πλήρως κατά τη δεκαετία του ’90 με την απελευθέρωση της ηλεκτρικής ενέργειας στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και την ένταση του ανταγωνισμού διεθνώς και εγχωρίως. Από την άλλη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αναπτύχθηκαν συνδικαλιστικοί αγώνες στη ΔΕΗ που δεν περιορίστηκαν στην συντεχνιακή λογική. Η κυβέρνηση της ΝΔ κατά την περίοδο 1990-1993 εκχώρησε το δικαίωμα κατασκευής εργοστασίων από ιδιώτες, με τα συστήματα BOOT και ΒΟΟ (Κυρατσάκης, μονάδα Λαυρίου). Η στρατηγική που ακολούθησε το συνδικάτο ήταν ο περιορισμός της διαθέσιμης ενέργειας (μειωμένη παραγωγή) ώστε να αναγκάζονται οι διοικήσεις της ΔΕΗ να κάνουν εκτεταμένες διακοπές παροχής ρεύματος σε μεγάλες περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά. Η τακτική ήταν οι κλιμακούμενες 48ωρες κυλιόμενες απεργίες που συνήθως δεν υπερέβαιναν το 12ήμερο λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του παραγόμενου προϊόντος που είναι η ενέργεια και που έχει πιο άμεσες επιπτώσεις τα λαϊκά εργατικά στρώματα και νοικοκυριά. Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ συχνά ανήκει στην ΠΑΣΚΕ που σημαίνει ότι παίρνει συχνά τη θέση της στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής εκτός εξαιρέσεων όπως αυτή του Ασφαλιστικού όπου συντάχθηκε με τις μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις που οργάνωσε η ΓΣΕΕ τον Απρίλιο του 2001.
Εργοστασιακός συνδικαλισμός
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το μέλλον μιας σειράς «προβληματικών» βιομηχανικών επιχειρήσεων. Κατά τη θητεία της Οικουμενικής Κυβέρνησης τίθεται σε εφαρμογή το λεγόμενο «σχέδιο Γιάνναρου» , που προέβλεπε κλείσιμο όσων επιχειρήσεων θα κρίνονταν «μη βιώσιμες», «εξυγίανση» μέσω μαζικών απολύσεων των επιχειρήσεων που θα κρίνονταν απαραίτητες ως «στρατηγικής σημασίας για την εθνική οικονομία» υπό κρατικό έλεγχο και, τέλος, ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων. Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονταν οι δύο επιχειρήσεις που θα απασχολήσουν την επικαιρότητα των αρχών της δεκαετίας του ’90: την «Πειραϊκή-Πατραϊκή» και το μεταλλευτικό συγκρότημα πρώην Σκαλιστήρι στο Μαντούδι της Βόρειας Εύβοιας. Η κινητοποίηση των εργατών και των υπαλλήλων αυτών των επιχειρήσεων έδωσε νέα χαρακτηριστικά στο συνδικαλιστικό κίνημα και ανακάλυψε εκ νέου μεθόδους αγώνα που είχαν εγκαταλειφθεί από το συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’80. Τα αρνητικά χαρακτηριστικά, βεβαίως, δεν εξαλείφθηκαν και βάρυναν στην εξέλιξη των κινητοποιήσεων με αποτέλεσμα την ήττα τους και την καθήλωση του συνδικαλιστικού κινήματος των εργοστασίων μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά τους στόχους, οι κινητοποιήσεις είχαν σαφώς αμυντικό χαρακτήρα: αποτροπή των μαζικών απολύσεων. Όμως, ο αμυντικός χαρακτήρας ξεπερνούσε το στόχο της ανάκλησης των αποφάσεων για απολύσεις, της επαναπρόσληψης ή επανακατάρτισης των ήδη απολυθέντων, και της διατήρησης κεκτημένων δικαιωμάτων˙ ετίθετο ουσιαστικά το ζήτημα της υπόστασης της εργατικής τάξης. Κυρίαρχο ρόλο στο βιομηχανικό συνδικαλισμό παίζει πάντα η ΠΑΣΚΕ, που από τη μια πρέπει να παίξει τον κομματικό της ρόλο και από την άλλη να διατηρήσει την επαφή με την εκλογική της βάση. Η πλειοψηφία των εργαζομένων στα εργοστάσια- βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μετωπική επίθεση της εργοδοσίας και του κράτους που της στερεί το ίδιο το πρωταρχικό δικαίωμα στη δουλειά. Η κυβέρνηση της ΝΔ στις αρχές του ’90 έδειχνε αποφασισμένη να κάνει πράξη τις πολιτικές της ιδιωτικοποίησης και των μαζικών απολύσεων, ξεπερνώντας ακόμη και τα όρια που έθετε η απόφαση της Οικουμενικής Κυβέρνησης. Η ΠΑΣΚΕ ιδιαίτερα μετά την επανένωσή της εθεωρείτο από την πλειοψηφία των εργαζομένων του χώρου ότι μπορούσε να εγγυηθεί τα οικονομικά συμφέροντά τους. Η επιλογή της ρήξης την οποία επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ ανακάλεσε στη μνήμη των εργαζομένων τους σκληρούς αγώνες της δεκαετίας του ’70, έστω και ως «αντεστραμμένο είδωλο». Η σύγκρουση στην Π-Π της Πάτρας ήταν σημαντική καθώς μια ολόκληρη πόλη βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μεγάλης κινητοποίησης για να αποτραπεί το κλείσιμο της εταιρείας που έδινε δουλειά μέσω προμηθειών, εργολαβιών κλπ. και σε πολλές χιλιάδες μικροβιοτέχνες, καταστηματάρχες, εμπόρους και υπαλλήλους της περιοχής. Η απεργία εξαπλώθηκε αμέσως σε πολλά εργοστάσια της Π-Π στην Αττική και στη Σάμο καθώς και στην έδρα στην Αθήνα. Πολλές απεργίες είχαν ως αποτέλεσμα να αναβάλει η κυβέρνησης τις απολύσεις και να τερματιστούν οι κινητοποιήσεις και να μετατραπεί η Πάτρα στο μοναδικό απεργιακό κέντρο. Έτσι στις αρχές Σεπτεμβρίου 1990 η γενική συνέλευση των εργαζομένων στο εργοστάσιο της Πάτρας αποφάσισε την κατάληψή του με στόχο την αποτροπή των 900 απολύσεων. Η αλληλεγγύη των διάφορων κοινωνικών ομάδων προς τους καταληψίες απεργούς ήταν εκπληκτική: εκατοντάδες εργαζόμενοι (ιδιαίτερα από ΟΤΟΕ, ΟΜΕ/ΟΣΕ) φτάνουν στο εργοστάσιο και συμμετέχουν σε απεργιακές φρουρές, ενώ έμποροι και καταστηματάρχες προσφέρουν δωρεάν τρόφιμα στους απεργούς. Οι τελευταίοι ανταπέδωσαν την αλληλεγγύη πηγαίνοντας με τη σειρά τους στις συγκεντρώσεις και πορείες των απεργών για το Ασφαλιστικό και τις περιφρουρούν από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής. Οι οικονομικές εξορμήσεις πετυχαίνουν˙συναυλίες συμπαράστασης οργανώνονται από διάφορες ομάδες και επιτροπές σε Αθήνα και Πάτρα. Οι κινητοποιήσεις των απεργών δεν περιορίστηκαν στην κατάληψη του εργοστασίου αλλά έλαβαν και τη μορφή της κατάληψης της εθνικής οδού, της κεντρικής οδικής αρτηρίας, του λιμανιού και του σιδηροδρομικού σταθμού. Οι δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1990 ήταν μια ευκαιρία ώστε να δοθεί νέα δημοσιότητα στο θέμα και να πιεστούν οι υποψήφιοι δήμαρχοι και τα κόμματα να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Υπάρχει ακόμη ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί: η συντριπτική πλειοψηφία των όσων επρόκειτο να απολυθούν καθώς και η ηγεσία του σωματείου επροσκειντο στις παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ και του ενιαίου ΣΥΝ. Οπότε οι δημοτικές εκλογές, και συνεπώς η πολιτικοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων, «λειτούργησαν ταυτόχρονα σαν δικλείδα ασφαλείας στην απέναντι στη γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, εγκλωβίζοντάς την σε τελευταία ανάλυση στα ασφυκτικά πλαίσια του κομματικού παιχνιδιού». Έτσι μετά τις δημοτικές εκλογές τα πράγματα πήραν μια άλλη κατεύθυνση. Αντί για κλιμάκωση και διεύρυνση των κινητοποιήσεων και του κοινωνικού κύκλου της αλληλεγγύης, τόσο οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΝ πρότειναν την αλλαγή πλεύσης προς ηπιότερες μορφές πάλης υπό τη μορφή του διαλόγου. Η δικαστική απόφαση της 19/10/1990 περί «παράνομης και καταχρηστικής απεργίας», «έλλειψης προσωπικού ασφαλείας» κλπ. έπαιξε το ρόλο τα ταφόπετρας για την απεργιακή κινητοποίηση, η οποία έληξε άδοξα με απόφαση γενικής συνέλευσης που έγινε σε διαφορετικό χώρο εκτός πόλης και χωρίς να προηγηθεί γενική ειδοποίηση των εργαζομένων. Ο διάλογος συνεχίστηκε με μοναδικό αποτέλεσμα την συμφωνία μεταξύ διοίκησης και σωματείου που δεν τηρήθηκε και απολύθηκαν σύντομα όσοι είχαν ξαναπροσληφθεί. Το 1991 γίνεται λόγος για νέες μαζικές απολύσεις και εκκαθάριση της Π-Π., η οποία τελικά αφέθηκε στην τύχη της παρά τις προτάσεις που έγιναν από τη ΓΣΕΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξή.
3. ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ;
Κατά τη γνώμη μου η ύπαρξη κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα πήρε τέτοια ένταση λόγω της προϊστορίας της εμφάνισής τους. Οι ρίζες τους βρίσκονται ήδη στην προδικτατορική περίοδο. Ο πλήρης αποκλεισμός από τη ΓΣΕΕ της Αριστεράς (ενίοτε και του Κέντρου) και των οργανώσεων όπου πλειοψηφούσε, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων ως βασικό κριτήριο πρόσληψης στο Δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις του, η κατασταλτική πολιτική ενάντια στην Αριστερά και τους οπαδούς της, η πληθώρα των μικρών επιχειρήσεων στις οποίες ο συνδικαλισμός ήταν από ανύπαρκτος έως απαγορευμένος, η κοινωνική “πολυσθένεια” και πολυαπασχόληση στο πλαίσιο των ελληνικών οικογενειών που έβρισκαν διεξόδους ασφαλείας και η μετανάστευση είχαν ως αποτέλεσμα την καχεξία και αναποτελεσματικότητα των συνδικαλιστικών κινημάτων των εργαζομένων και την προσφυγή των “μη προνομιούχων” κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων στα πολιτικά κόμματα που πολιτεύονταν με τα συνθήματα της “αλλαγής” για την ικανοποίηση των άμεσων οικονομικών και κοινωνικών αιτημάτων και αναγκών τους. Τα πολιτικά κόμματα από τη μεριά τους ανταποκρίθηκαν σ’ αυτή την κατάσταση εντάσσοντας με κάθετο τρόπο τις μάζες των πολιτικά και κοινωνικά αποκλεισμένων τάξεων και στρωμάτων στην πολιτική τους και, αργότερα, με το ΠΑΣΟΚ κυρίως, στο πολιτικό σύστημα. Έτσι η “κοινωνία των πολιτών”, μέρος της οποίας αποτελεί το συνδικαλιστικό κίνημα, ήταν με τη σειρά της ισχνή, διαπερατή από τη στρατηγική των κομμάτων και του κράτους, ανήμπορη σε πολύ μεγάλο βαθμό να οικοδομήσει δικούς της αυτοδιοικούμενους και αυτοδιαχειριζόμενους θεσμούς και οργανώσεις. Βέβαια, κάθε ζωντανό, έστω και ισχνό, κοινωνικό σώμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οικοδομεί στοιχειώδεις θεσμούς και οργανώσεις. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν τα εργοστασιακά σωματεία. Ατελείς εκδηλώσεις της ήταν οι αυτόνομες προσπάθειες για αποκομματικοποίηση του συνδικαλισμού και ανάδειξη των μελών των συνδικάτων σε πρωταγωνιστές των εξελίξεων (καθηγητές, τράπεζες το 1988). Για τα ελληνικά ιστορικά δεδομένα αυτή ήταν η μέση οδός ανάμεσα στην πλήρη κομματικοποίηση που σίγουρα έχει ως απώτατο όριο την ισοπέδωση της “κοινωνίας των πολιτών” και την πλήρη αυτονομία που ενδεχομένως να έχει ως απώτατο όριο έναν αντικοινωνικό συντεχνιασμό.
Τα συνδικαλιστικά μοντέλα που επικρατούν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής δεν είναι “καθαρά” και “ελεύθερα” από παραταξιακές και κομματικές αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες. Είναι μάταιος κόπος το να αναζητούμε μια τέτοια “καθαρότητα” σε πολιτικές κοινωνίες που διαπερνώνται από πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις. Κάθε σύγχρονη κοινωνία έχει τη δική της ιστορική πορεία κρατικής συγκρότησης και τις διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές ιδιαιτερότητες που αντανακλώνται και στη συγκρότηση και δράση του συνδικαλιστικού κινήματος παρά τα όποια κοινά βασικά χαρακτηριστικά. Η Ελληνική περίπτωση της ενιαίας ΓΣΕΕ και των αντιμαχόμενων κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων επί της ουσίας δεν απέχει πολύ από την Ιταλική ή τη Γαλλική όπου τα πολιτικά κόμματα έχουν όχι απλά τις δικές τους παρατάξεις αλλά και δικές τους συνομοσπονδίες με συνέπεια τα προβλήματα εκπροσώπησης να είναι τόσο έντονα ώστε να απαξιώνεται η έννοια του συνδικαλισμού με πολύ πιο γρήγορα βήματα. Η ιδιάζουσα περίπτωση των συνδικάτων της Βρετανίας , της ΟΔΓ και των Σκανδιναβικών κρατών δεν αναιρεί αυτή τη θέση. Ακόμη και στα συνδικάτα των ΗΠΑ και του Καναδά, όπου οι δομές του πολιτικού συστήματος ενσωματώνουν τις ταξικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις στα πλαίσια των δύο κυρίαρχων κομμάτων και τα συνδικάτα είχαν επί δεκαετίες ολόκληρες υποστηρίξει την εργασιακή ειρήνη, οι συγκρούσεις για την εξουσία στους κόλπους των συνδικάτων παίρνουν τη μορφή της συσπείρωσης σε αντίπαλες συνδικαλιστικές παρατάξεις το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρουσης της τελευταίας 25ετίας είναι αυτό του συνδικάτου οδηγών φορτηγών “Teamsters” όπου η παράταξη “Teamsters for a Democratic Union” συγκρούεται με την παράταξη του J. Hoffa Jr.
Συνεπώς, οι κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις δεν αποτελούν ελληνικό μοναδικό φαινόμενο. Αν μπορούσε κανείς να διατυπώσει με δύο λόγια το αίτημα που μπορεί να ενώσει αυτό είναι το αίτημα της συνδικαλιστικής δημοκρατίας και της αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος η δημοκρατική αυτονομία δεν προϋποθέτει κατάργηση των παρατάξεων αλλά εκδημοκρατισμό τους και ανάδειξη του ρόλου της βάσης των εργαζομένων – μελών του κινήματος.
4. ΤΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Η πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον σίγουρη για μια σειρά από λόγους. Η βασική αιτία της ασταθούς κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ, μετά την τελευταία οριακή εκλογική νίκη του τον Απρίλιο του 2000, είναι η οριστική ρήξη των δεσμών του με τα λαϊκά-εργατικά στρώματα που το στήριξαν σε όλη την διάρκεια της 28χρονης πορείας του. Είναι σαφές ότι η κατάσταση αυτή δεν έχει μόνο εθνικά χαρακτηριστικά αλλά είναι αποτέλεσμα και της γενικότερης κατάστασης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που εγκατέλειψε τον αντικειμενικό στόχο της ισότητας και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και αντί να μεταρρυθμίσει τον καπιταλισμό μεταρρυθμίστηκε η ίδια. Τον Απρίλιο του 2001 η λανθάνουσα δυσαρέσκεια των λαϊκών-εργατικών στρωμάτων βγήκε στην επιφάνεια και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέκλυσαν τους δρόμους των μεγάλων ελληνικών πόλεων, με αφορμή τις κυβερνητικές προτάσεις για το ασφαλιστικό, σε μια αυθόρμητη συλλογική προσπάθεια να αποκρούσουν τις ακραίες συνέπειες των πολιτικών απορύθμισης του στοιχειώδους κράτους πρόνοιας. Ως συνέπεια αυτής της στιγμιαίας εξέγερσης της ευρύτερης εργατικής τάξης εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής, άρχισε πάλι να σπέρνεται το «ζιζάνιο» της αμφισβήτησης.
«Αμφισβητώ», κατά τον Ευ. Παπανούτσο, «δεν σημαίνει (για την ακρίβεια: δεν σημαίνει ακόμα) αποδοκιμάζω, αποκηρύττω, απαρνιέμαι. Αλλά οπωσδήποτε υπονοεί ότι έπαψα να αποδέχομαι μια κατάσταση πραγμάτων (ή μια σειρά ιδεών) όπως έκανα ως τώρα, γιατί γεννήθηκαν μέσα μου αμφιβολίες που με αναγκάζουν να άρω την εμπιστοσύνη μου και να θέσω κάτω από αυστηρότερο έλεγχο το αντικείμενό μου». Μια περίοδος ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις δομές και στη λογική του δεδομένου πολιτικού συστήματος άρχισε πλέον να γίνεται κατανοητό πως φτάνει στο τέλος της. Η αμφισβήτηση αυτή έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια ολοένα και περισσότεροι/ες εργαζόμενοι/ες θεωρούν ότι τα συνδικάτα είναι ακόμη χρήσιμοι φορείς για την προώθηση των συμφερόντων και των αιτημάτων τους και πως πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή στις αντιλήψεις, στη στρατηγική και στη λειτουργία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Από την άλλη, η ατομικιστική νοοτροπία που ενισχύεται με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και οι εξελίξεις στο χώρο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων ωθούν τους εργαζόμενους στις προσωπικές λύσεις των προβλημάτων τους. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν, όμως, ότι η αποσυνδικαλιστικοποίηση εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα. Ο Πίνακας 1 δείχνει το μέγεθος του προβλήματος και την διαχρονική εξέλιξή του ενώ ο Πίνακας 2 δείχνει την μείωση της αναλογίας συνδικαλισμένων/εργαζομένων, δηλαδή της συνδικαλιστικής πυκνότητας.
Η ανάγκη για επανεξέταση και αναδιάρθρωση των δομών και των λειτουργιών του συνδικαλιστικού κινήματος καθώς και για αναπροσανατολισμό των πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεών του στη βάση της ταξικής, δημοκρατικής και αυτόνομης αντίληψης είναι επιτακτική. Το παράδειγμα του Συλλόγου Προσωπικού Τράπεζας Πίστεως κατά τη δεκαετία του ’80 ήταν ενδεικτικό και μπορεί να χρησιμεύσει στη σημερινή φάση ως πρότυπο μη ενσωματώσιμου, αγωνιστικού συνδικάτου που δεν μεταβάλλεται «δια της ΄διαβρώσεως’ της αυτόνομης υπάρξεώς του».
Πίνακας Απεργιακής Δραστηριότητας στην Ελλάδα (1975-1996)
ΕΤΗ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΑΠΕΡΓΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ
1975 142 46.374 1.743.353
1976 947 300.759 6.145.245
1977 569 559.858 9.643.823
1978 616 471.305 7.406.087
1979 588 1.262.443 12.255.273
1980 726 1.407.821 20.933.506
1981 466 401.757 5.690.988
1982 968 354.315 9.731.263
1983 585 224.265 3.881.889
1984 280 155.318 3.350.324
1985 456 785.725 7.660.879
1986 214 1.106.330 8.839.369
1987 249 1.609.175 16.537.686
1988 320 449.441 6.523.896
1989 207 795.744 9.280.631
1990 200 1.303.970 23.440.770
1991 161 476.582 5.839.663
1992 824 243.173 2.830.017
1993 596 181.737 1.602.316
1994 215 73.859 665.666
1995 110 52.246 449.960
1996 171 76.060 765.336
1997 Άγνωστο 216.799 1.522.577
1998 Άγνωστο 214.546 1.515.347
1999 Άγνωστο 4.411 45.618
Πηγές: ΥπουργείοΕθν. Οικονομίας και Υπουργείο Εργασίας (αναδημοσίευση από Κουκουλές Γ., 1998, «Συλλογικές εργασιακές σχέσεις», σε Πετρινιώτη Ξ. και Κουκουλές Γ. (επιμ.), Επετηρίδα Εργασίας 1998, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Παντείου) και Κατσορίδας Δ.Α., & Κολλιάς Γ. (2002) «Η εξέλιξη των απεργιών στην Ελλάδα», στο Εργασία 2002, Εκδ. Ινστιτούτο Αστ. Περιβάλλοντος και Ανθρωπίνου Δυναμικού Παντείου Πανεπιστημίου).
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Διακρίνονται από αριστερά: Ο πρόεδρος του Συλλόγου της τράπεζας ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ (Πρόεδρος Συλλόγου Τράπεζας ΚΡΗΤΗΣ), ο ΑΛΕΚΟΣ ΠΟΥΛΑΡΙΚΑΣ, (Πρόεδρος Συλλόγου Τράπεζας ΠΙΣΤΕΩΣ), ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΦΙΛΗΣ, (Πρόεδρος Συλλόγου Τράπεζας ΕΤΒΑ και πρόεδρος της ΟΤΟΕ), ο ΤΑΣΟΣ ΛΙΟΥΔΑΚΗΣ, (Πρόεδρος Συλλόγου AMERICAN EXPRESS), ο ΓΙΩΤΗΣ ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ, (Πρόεδρος Συλλόγου NATIONAL WESTMINSTER BANK), και ο ΝΙΚΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΣ, (Νομικός Σύμβουλος ΟΤΟΕ).http://ananeotikigenikis.blogspot.com/2011/05/11-1982-42.html
Ένας ειλικρινής φίλος, ένας πραγματικός μαχητής, ένας πιστός σύντροφος, μια ιστορική μορφή της ΟΤΟΕ και ευρύτερα του συνδικαλιστικού κινήματος, μετέπειτα ένας άνθρωπος της αγοράς με αρχές και αξίες, ένα άξιο μέλος της οικογένειας της Attica Bank, ο Αλέκος Πουλαρίκας, «αναχώρησε» για το αιώνιό του ταξίδι σε ηλικία 84 ετών.
Ως Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Γενικός Σύμβουλος της ΟΤΟΕ, πρωτοστάτησε σε όλους τους ιστορικούς απεργιακούς αγώνες της Ομοσπονδίας και με την αγωνιστική του διάθεση καθώς και την ανοιχτή στις εκάστοτε προκλήσεις των καιρών σκέψη του άνοιξε νέους ορίζοντες και χάραξε καινούριες πορείες για τον επαγγελματικό μας κλάδο.
Επί 20 σχεδόν χρόνια αδιάλειπτα δίπλα στο Συνδικάτο μας και τα μέλη του - εργαζόμενους στην Τράπεζα, συνεισέφερε με το ασίγαστο πάθος του και την πολιτική του οξυδέρκεια πολύτιμες βοήθειες.
Θα τον θυμόμαστε και θα τον μνημονεύουμε παντοτινά.
Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει τη Δευτέρα, 16/8/2021 και ώρα 16:00 στο κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου.
Ο Σύλλογος Υπαλλήλων Τράπεζας Αττικής θα παραστεί, ενώ θα κατατεθεί και στεφάνι στη μνήμη του.
No comments:
Post a Comment