ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ 2020: ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΗΣ "ΕΠΟΧΗΣ" (8 και 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)
Διεθνή
Νίκη Μπάιντεν, Ρεπουμπλικάνοι στη Γερουσία
Μέγκαν Ντέι |
08 Νοεμβρίου, 2020
Τίποτα δεν είναι ακόμα βέβαιο, αλλά μπορεί να χρειαστεί να
προετοιμαζόμαστε για μια κυβέρνηση συνεργασίας Μπάιντεν-ΜακΚόνελ (ΣτΜ: ο
επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία). Η Αριστερά θα εναντιωθεί σε μια
συγκυβέρνηση δύο κομμάτων που θα υπηρετήσουν τη λιτότητα και τον πόλεμο.
Επιρρεπής
Είναι ακόμα πολύ νωρίς και είναι πολλές μάχες που είναι πολύ
κοντά στη λήξη τους, αλλά αρχίζει να διαμορφώνεται μια εικόνα, μέσα από αυτή
την ομιχλώδη εκλογική νύχτα. Από τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής, η
προεδρική εκλογή του Τζο Μπάιντεν είναι πολύ πιθανή, όπως και η διατήρηση του
ελέγχου της Γερουσίας από τους Ρεπουμπλικάνους. Ας το επαναλάβουμε, αυτό δεν
είναι το αποτέλεσμα, καθώς όλα μπορεί να ανατραπούν. Αλλά αξίζει, για μια
στιγμή, να σκεφτούμε αυτή την εκδοχή, ώστε η Αριστερά να προετοιμαστεί κατάλληλα.
Όταν εξελέγησαν ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα και ο αντιπρόεδρος
Τζο Μπάιντεν το 2008, το Δημοκρατικό Κόμμα είχε τον έλεγχο και των δύο
νομοθετικών σωμάτων, της βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Παρότι ο
Ομπάμα είχε δείξει την προθυμία, από πολύ νωρίς στην καριέρα του, να βρεθεί στο
πλευρό των ελίτ και των εμπόρων της εξουσίας, είχε καταφέρει επίσης να
καλλιεργήσει τη φήμη ενός σταυροφόρου της αλλαγής, η οποία αποδείχθηκε
δημοφιλής στους ψηφοφόρους. Ο αδιαμφισβήτητα κεντριστής Μπάιντεν, ο οποίος είχε
από καιρό σταθεί πολέμιος του «ταξικού πολέμου και του λαϊκισμού», είχε
εμφανιστεί στο κάδρο ως αντιστάθμισμα. Και έτσι, χάθηκαν όλες οι ευκαιρίες που
είχαν οι Δημοκρατικοί να ελέγξουν τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο.
Τούτων δοθέντων, έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε κατά πόσο
σε περίπτωση που κερδίσει την προεδρία ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί τον Λευκό
Οίκο και τη Γερουσία, η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος με τον Μπάιντεν στο
τιμόνι θα συνεχίσουν τις όποιες φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις –τουλάχιστον όχι χωρίς
να τους ασκείται μαζική λαϊκή πίεση που θα τους αναγκάζει για εκλογικούς λόγους
να πάρουν θέση, προκειμένου να μην χάσουν το κόμμα.
Μέρος του συστήματος
Αν, ωστόσο, κερδίσει ο Μπάιντεν και οι Ρεπουμπλικανοί
διατηρήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας, η ηγεσία θα είναι ακόμα πιο αδρανής, αφού
θα μεσολαβεί ένα θεσμικό εμπόδιο (το οποίο, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν
είναι και εντελώς αιτιολογία): μια Γερουσία ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους
δεν θα περάσει ούτε μικρές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, πόσω μάλλον τις πιο
φιλόδοξες. Μόλις πριν από έξι μήνες, το Υγεία για Όλους (Medicare for All), ένα
πολιτικό πρόγραμμα που προτάσσει τη λαϊκή στήριξη, ήταν σημείο αντιπαράθεσης
στο Δημοκρατικό Κόμμα. Αν ο Μπάιντεν έρθει στην εξουσία, με μια Γερουσία με
επικεφαλής τον Μιτς ΜακΚόνελ, μην περιμένετε ούτε μια απειροελάχιστη εκδοχή
αυτού του προγράμματος.
Μιας και αναφέραμε τον ΜακΚόνελ, ο Μπάιντεν δεν είναι και
άσπονδος εχθρός του. Στην πραγματικότητα, κατά την προεδρία του Ομπάμα, ο
Μπάιντεν προκάλεσε την αντίδραση των Δημοκρατικών καθώς έδειξε μεγάλη
υποχωρητικότητα στις διαπραγματεύσεις με τον ΜακΚόνελ, πουλώντας την ασφάλιση
ανέργων, συναινώντας στη μείωση της φορολόγησης υψηλού εισοδήματος, ακόμα και
σε περικοπές του ασφαλιστικού συστήματος (πρόταση που ο Μπάιντεν υποστήριξε
πολλές φορές κατά τη διάρκεια της καριέρας του). Με άλλα λόγια, ο Μπάιντεν έχει
μια μακρά ιστορία υποχωρητικότητας στον ΜακΚόνελ, χωρίς ο τελευταίος να το
προσπάθησε ιδιαίτερα.
Ο Μπάιντεν μίλησε καμιά φορά σε λαϊκίστικο τόνο, κατά τη
διάρκεια της καμπάνιας, αλλά ας μην γελιόμαστε: είναι μέρος του συστήματος. Οι
προσωπικές πολιτικές απόψεις του δεν είναι δυσδιάκριτες. Ο Μπάιντεν υπερψήφισε
τη NAFTA (Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής), την ΤΡΡ (Συμφωνία
Ελεύθερου Εμπορίου του Ειρηνικού) και την Ανάκληση της Glass Steagall [ΣτΜ:
ρυθμίσεις του τραπεζικού συστήματος σχεδιασμένες να περιορίσουν την ασύστολη
κερδοσκοπία. Η νομοθεσία καθιέρωνε το διαχωρισμό των τραπεζών σε επενδυτικές
και εμπορικές]. Υποστήριξε τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας του Κλίντον και
μετείχε στη σύνταξη του αντιδημοφιλούς αντεγκληματικού νόμου του 1994. Θα
πρέπει λοιπόν να γίνει κατανοητό πως αντί να ηγηθεί μιας προσπάθειας του
κόμματος να περάσει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις μέσα από την Γερουσία, ο
Μπάιντεν θα είναι απρόθυμος.
Δεν υπάρχουν περιθώρια
Μπορούμε να αναμένουμε πως η κυβέρνηση Μπάιντεν στο όνομα
των ισορροπιών στο Κογκρέσο θα στρέψει προς τα δεξιά την ατζέντα, ακόμα
δεξιότερα και από την προεκλογική καμπάνια. Θα είναι αποτέλεσμα της έλλειψης
πολιτικής βούλησης, για παράδειγμα, αν ακούσουμε πως δεν υλοποιείται το
προοδευτικό πρόγραμμα. Φυσικά, με την οικονομία στη δίνη της κρίσης και την
εργατική τάξη να συμπιέζεται από όλες τις πλευρές, εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν
σέρνεται τα πρώτα δύο χρόνια της θητείας της, τότε οι Δημοκρατικοί είναι πολύ πιθανό
να χάσουν ακόμα περισσότερη επιρροή στην Γερουσία και να περιχαρακωθούν.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ακόμα μια υπόθεση εργασίας, αφού
δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν κέρδισε ο Μπάιντεν ή ποιος έχει πάρει την
Γερουσία. Αλλά αν το σενάριο που αναπτύξαμε γίνει πραγματικότητα, η Αριστερά
πρέπει να συνειδητοποιήσει άμεσα πως δεν υπάρχει περιθώριο για πανηγυρισμούς.
Η Αριστερά θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να ασκηθεί ισχυρή
πίεση, εκτός του κόμματος, από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν θα δουν τα
προβλήματά τους να λύνονται από την άψυχη κυβέρνηση Μπάιντεν. Είναι ένα καθήκον
που θα απαιτεί οργάνωση στο πεδίο, κυρίως σε εργασιακούς χώρους, και που οι
εκλεγμένοι εκπρόσωποί μας θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο πίεσης. Όποια
και αν είναι η τακτική μας, ένα είναι σίγουρο: αυτή θα πρέπει να σχεδιαστεί
ανεξάρτητα από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
* Αναδημοσίευση από το jacobinmag.com
Διεθνή
Αριστερή διεθνιστική ενσυναίσθηση
Χάρης Γολέμης |
08 Νοεμβρίου, 2020
Μέσα στη νύχτα
ούρλιαζε η κορνέτα,
λευκοί και νέγροι
δίνανε τα χέρια,
ε... γέρο νέγρο Τζιμ
Τέσσερις στίχοι από το ποίημα του Γιάννη Νεγρεπόντη «Ο γέρο
νέγρο Τζιμ»,
που έγινε τραγούδι το 1966 από τον Μάνο Λοΐζο.
Κάποιοι/ες είχαμε την τύχη να ακούσουμε ζωντανά τη Μαρία
Φαραντούρη
να το τραγουδά σε συναυλία που διοργάνωσε η ΕΦΕΕ
στο θέατρο Κεντρικό, δύο μέρες πριν από τη δικτατορία του
1967.
Γιατί οι περισσότεροι αριστεροί στην Ελλάδα και αλλού
εύχονταν να ηττηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, έστω και αν
νικητής δεν θα ήταν ο ριζοσπάστης σοσιαλιστής Μπέρνι Σάντερς, αλλά ο Τζο
Μπάιντεν, ένας γηραλέος κύριος του κατεστημένου των Δημοκρατικών, που στήριξε
τον βομβαρδισμό της Σερβίας, την στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, τον πόλεμο στο
Αφγανιστάν, και ήταν πάντα στο πλευρό των ισραηλινών κυβερνήσεων; Και γιατί ο
«Ριζοσπάστης» με τον δυσανεκτικό ισαποστακισμό του απέδειξε, για μια ακόμα
φορά, ότι είναι εκτός του κόσμου τούτου, που διαμορφώθηκε μετά την
κατάρρευση-χωρίς μια τουφεκιά-του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά το γεγονός ότι
έχει το δογματικό του δίκιο όταν γράφει ότι η εκλογική σύγκρουση στην Αμερική
είναι απλώς μια «σφοδρή ενδοαστική διαπάλη»;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι απλή: γιατί οι αριστεροί
δεν ενδιαφέρονται μόνο για όσα συμβαίνουν ή αφορούν τη χώρα τους, αλλά με τη
διεθνιστική τους ενσυναίσθηση νοιάζονται για τους φτωχούς και τους
αποκλεισμένους που πεθαίνουν από τον κορονοϊό σε όλες τις αμερικανικές
πολιτείες, επειδή ο ακροδεξιός, δήθεν αντισυστημικός, πρόεδρος της χώρας δίνει
προτεραιότητα όχι στην υγεία αλλά στην καπιταλιστική οικονομία, και γιατί είναι
αλληλέγγυοι με τα αμερικανικά κινήματα: το κίνημα Black Lives Matter που
αρνείται να υποταγεί στη δολοφονική αστυνομική καταστολή, το γυναικείο κίνημα
που αλληλομισείται με τον μισογύνη Τραμπ, και το κίνημα κατά της κλιματικής
αλλαγής, την οποία σαρκάζει αυτός ο επικίνδυνος τύπος, στηρίζοντας τις
αμερικανικές εξορυκτικές εταιρείες. Όλοι αυτοί δεν θέλουν να ζήσουν άλλη μια
τετραετία με τον ίδιο ένοικο του Λευκού Οίκου. Είμαστε μαζί τους γιατί τους
θεωρούμε αδέλφια μας, γιατί οι αριστερές αξίες υπερβαίνουν τα σύνορα, γιατί η
αριστερή ταυτότητα είναι διεθνική, γιατί αν θέλουμε τον σοσιαλιστικό
μετασχηματισμό δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για τις εξελίξεις στην ισχυρότερη
χώρα του κόσμου.
Το καλό είναι ότι οι έλληνες αριστεροί στην προτίμηση που
είχαν για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δεν ήταν μόνοι. Είχαν μαζί
τους και κάποιους δημοκράτες κεντροαριστερούς και κεντροδεξιούς, και δεν εννοώ
τους εξ αυτών ακροπατριώτες που θα εύχονταν να εκλεγεί ο Τραμπ, αν αυτός έτριζε
τα δόντια στον Ερντογάν. Όσο για το ερώτημα που αφορά τον «Ριζοσπάστη», και
προφανώς το ΚΚΕ, η απάντηση είναι όσα ανέφερα προηγουμένως, μαζί με την
υπενθύμιση ότι και η ανατροπή της δεξιάς κυβέρνησης Κανελλόπουλου το 1967 από
την χούντα, καθώς και αντιστρόφως η μεταπολίτευση θα μπορούσαν επίσης να
θεωρηθούν αποτελέσματα μιας «ενδοαστικής διαπάλης», χωρίς αυτό να μας εμπόδισε
να είμαστε κατά της πρώτης και υπέρ της δεύτερης. Όμως, ας μην μπερδεύομαστε.
Όπως είπε η Νατάσσα Ρωμανού στην συνέντευξή της στην «Εποχή» του προηγούμενου
Σαββάτου, «ακόμα και αν κερδίσει ο Μπάιντεν, δεν θα έχουμε κερδίσει, ακόμα, εμείς».
Διεθνή
ΗΠΑ: Ραντεβού στα δικαστήρια και τους δρόμους
Θανάσης Τσακίρης
|
08 Νοεμβρίου, 2020
H Τρίτη, 3 Νοεμβρίου 2020, θα μείνει στην ιστορία τόσο των
ΗΠΑ όσο του πλανήτη μας. Η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές των ΗΠΑ ήταν η
μεγαλύτερη όλων των εποχών. Οι εκλογές αυτές, που έγιναν την μέρα της πιο
θανατερής επίθεσης του COVID-19, χαρακτηρίστηκαν από πόλωση και πάθος.
Την ώρα που γράφονται αυτές γραμμές οι προεδρικές εκλογές
δεν έχουν κριθεί. O υποψήφιος του Δημοκρατικού κόμματος, Τζο Μπάιντεν,
προηγείται έχοντας εξασφαλίσει 253 εκλέκτορες και ο σημερινός πρόεδρος και
υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού, Ντόναλντ Τραμπ, 214. Πρόεδρος των ΗΠΑ θα
εκλεγεί όποιος συγκεντρώσει 270 εκλέκτορες. Οι πολιτείες Αριζόνα, Νεβάδα,
Τζόρτζια, Βόρεια Καρολίνα, Πενσιλβάνια και Αλάσκα δεν έχουν ανακοινώσει ακόμη
τελικά αποτελέσματα και σε κάποιες από αυτές η καταμέτρηση θα συνεχιστεί.
Πρέπει να τονίσουμε ότι το Κολλέγιο των Εκλεκτόρων είναι αντιδημοκρατικός
θεσμός. Δίνει σε πολιτείες, όπου κανείς από τους δυο υποψήφιους δεν κέρδισε την
απόλυτη πλειοψηφία, πολύ μεγάλη δυνατότητα να εκλέγουν Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο και έδειξε ότι
το 61% του κοινού των ΗΠΑ θέλει να καταργηθεί το Κολλέγιο των Εκλεκτόρων και την
αντικατάστασή του με άμεση λαϊκή ψηφοφορία.
Εκλογές στην Γερουσία στην Γεωργία
Καθώς οι αξιωματούχοι της Γεωργίας συνεχίζουν να καταμετρούν
τις προεδρικές ψήφους, τα μάτια πέφτουν στην πολιτεία και για έναν άλλο λόγο:
δύο μάχες για την Γερουσία εξακολουθούν να είναι στον αέρα - και οι δύο θα
μπορούσαν να τραβήξουν έως το 2021. Οι εκλογικοί κανόνες στην Γεωργία
επιβάλλουν εκλογές μεταξύ των δύο πρώτων στις 3 Νοεμβρίου εάν κανένας υποψήφιος
δεν λάβει το 50% των ψήφων. Ένας ειδικός εκλογικός αγώνας για μία από τις έδρες
της Γερουσίας των ΗΠΑ φαίνεται ότι θα καταλήξει σε μια επαναληπτική περίοδο τον
Ιανουάριο μεταξύ του Δημοκρατικού Ραφαήλ Γουόρνοκ και του Ρεπουμπλικάνου Κέλι
Λόφλερ που κατέχει την έδρα. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και στη δεύτερη κούρσα
της Γερουσίας, όπου ο Ρεπουμπλικανός Ντέιβιντ Πέρντου που κατέχει την έδρα
βρίσκεται επί του παρόντος μπροστά από τον Δημοκρατικό Τζον Οσόφ, αλλά οι ψήφοι
εξακολουθούν να καταμετρώνται σε περιοχές με δημοκρατική παράδοση. Εάν ο
Πέρντου δεν μπορεί να διατηρήσει το 50% των ψήφων, θα υπάρξει μια επαναληπτική
διαδικασία. Οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία στην
Γερουσία. Πρέπει να αλλάξουν χέρια τρεις έδρες για να το κάνουν και μέχρι
στιγμής έχουν κερδίσει μόνο μία.
Βουλή των Αντιπρόσωπων
Στη Βουλή των Αντιπρόσωπων τα πράγματα είναι καλύτερα
μολονότι οι Δημοκρατικοί έχασαν έδαφος. Οι Δημοκρατικοί κατέχουν πια 208 έδρες
(-5) και οι Ρεπουμπλικανικοί 190 (-6). Σε αυτό το νομοθετικό σώμα εκλέχτηκαν
μέλη της κινηματικής αριστερής τάσης του Δημοκρατικού κόμματος.
Δημοψηφίσματα
Οι ψηφοφόροι αποφάσισαν για περισσότερα θέματα από το ποιος
θα καταλάβει τον Λευκό Οίκο. Οι πολιτείες έθεσαν πολλά διαφορετικά ζητήματα
στις εκλογές αυτές, όπως εάν θα νομιμοποιήσουν τη μαριχουάνα, θα περιορίσουν
την πρόσβαση σε άμβλωση, να μεταρρυθμίσουν τις εκλογικές διατάξεις κλπ. Σε
Αριζόνα, Νιου Τζέρσεϋ, Νότια Ντακότα αποφάσισαν να νομιμοποιήσουν τη μαριχουάνα
για ιατρικούς και ψυχαγωγικός λογούς.
Κριτικές
Ο Πολ Μέισον τονίζει τρία σημεία.1 Το πρώτο είναι ότι,
δίνοντας τρισεκατομμύρια δολάρια ως δημοσιονομικά κίνητρα, ενισχύοντας τα
πορτοφόλια των αμερικανών μεσαίας τάξης μέσω ποσοτικής χαλάρωσης, και
στιγματίζοντας τους μαύρους και την αριστερά, ο Τραμπ ενεργοποίησε τη βάση υποστήριξής
του. Ακόμα κι αν χάσει, θα έχει πάρει περισσότερες ψήφους από το 2016. Σε μια
κουλτούρα γεμάτη νεοφιλελεύθερά παραμύθια- ότι η ασθένεια είναι ένα σημάδι
αδυναμίας, ότι η ευημερία έρχεται όταν όλοι κοιτάζουν αδιάκοπα τον εαυτό τους -
αφήνοντας περισσότερους από 233.000 ανθρώπους να πεθάνουν από το Covid-19,δεν
πρόκειται ποτέ να σπάσει ο δεσμός μεταξύ των λευκών ρατσιστών ψηφοφόρων και του
πρόεδρού τους.
Το δεύτερο είναι ότι το Δημοκρατικό κατεστημένο δεν έχει
στρατηγική: για αυτές τις εκλογές, για την κυβέρνηση, για τις επόμενες εκλογές
ή για τον υπόλοιπο 21ο αιώνα. Αντιμέτωπο με μια ολιγαρχική κλίκα έτοιμη να
αναπτύξει αφηγήματα κατευθείαν από το ακροδεξιό τυφλοσούρτη, το προοδευτικό
ήμισυ της πολιτικής των ΗΠΑ δεν έχει καν μια στρατηγική λειτουργία για να
ταιριάξει με τους παίκτες. Δεν υπάρχει κανείς στην προοδευτική πτέρυγα του
οποίου δουλειά είναι να σχεδιάσει μια διαδρομή προς την εξουσία υπό τις
δεδομένες συνθήκες, και ακόμη και αν υπήρχαν, δεν υπάρχουν μοχλοί για να
τραβήξουν. Με τη διεξαγωγή πολέμου ενάντια στους ανθρώπους της βάσης- εναντίον
των Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν, των οποίων οι ομάδες εκστρατείας, η
εμπειρογνωμοσύνη και οι ακτιβιστές απομακρύνθηκαν από την εκστρατεία του
Μπάιντεν - η Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή κατάντησε μια μηχανή διαχείρισης
ψήφων. Και ακόμη και αυτή δεν λειτούργησε.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι σημαντικό για το μέλλον. Ο Τραμπ
προσέλκυσε μεγάλους αριθμούς Ισπανόφωνων, παρά την πολιτική του να κλειδώνει τα
παιδιά τους σε κλουβιά και να επιτίθεται στο πρόγραμμα Dreamer. Υπήρξε ακόμη
και μια μετατόπιση στον Τραμπ μεταξύ των μαύρων εκλογέων. Αυτό σημαίνει ότι,
ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, ο Ρεπουμπλικανός προεδρικός
υποψήφιος το 2024 είναι βέβαιο ότι θα είναι κάποιος που θα επιλέξει να συγχωνεύσει
τη λευκή βάση (ιδίως αυτούς της «λευκής υπεροχής) με τα αναδυόμενα δημογραφικά
κοινωνικά συντηρητικά άτομα.
Σημείωση
1. « Even
if Joe Biden wins, the Democrats’ weaknesses have been mercilessly exposed»,
4-11-2020.
https://www.newstatesman.com/world/2020/11/even-if-joe-biden-wins-democrats-weaknesses-have-been-mercilessly-exposed
***
Μετρήστε τις καταραμένες ψήφους
Του Τζόνα Φούρμαν
Όλοι έχουν ένα σχέδιο, μέχρι να φάμε τα μούτρα μας. Όπως
φάνηκε και κατά τη Νύχτα των Εκλογών όσοι από εμάς αφιερωθήκαμε στον αγώνα για
να χάσει ο Τραμπ, νιώσαμε να μας τραβά από το λαιμό ο γάντζος της ακροδεξιάς.
Τα συστημικά ΜΜΕ μας κουνούσαν χάρτες βαμμένους κόκκινους και έκαναν λόγο για
Δημοκράτες που χρειάζονται «από κάτι να κρατηθούν». Κάποιοι από την Αριστερά
έσπευσαν να τονίσουν την αποτυχία του κόμματος και την οπισθοχώρηση στην
ατζέντα.
Να σκεφτούμε όμως το ενδεχόμενο αυτό να είναι το σχέδιο, να
φάμε τα μούτρα μας; Εδώ και βδομάδες ξέρουμε για το σχέδιο του «κόκκινου
αντιπερισπασμού», που στρέφεται εναντίον των επιστολικών ψήφων, που στάλθηκαν
σε πολλές πολιτείες και θα προσμετρηθούν ή και θα παραληφθούν ακόμα, μετά τα
μεσάνυχτα της Νύχτας των Εκλογών. Τα σωματεία οργανώθηκαν για αυτή την
περίπτωση, προγραμματίστηκαν μαζικές κινητοποιήσεις και το Ρεπουμπλικανικό
κόμμα προσέφυγε στα δικαστήρια, προσμένοντας σε καθυστέρηση της καταμέτρησης. Ο
Τραμπ ξεκάθαρα έδωσε διαταγή στο Ανώτατο Δικαστήριο να σταματήσει την
καταμέτρηση.
Το σημείο κλειδί σε αυτό το σχέδιο είναι ότι στηρίζεται στη
συγκαταβατικότητα του κόσμου. Εδώ και εβδομάδες φωνάζαμε ότι δεν θα κάνουμε τη
χάρη στον Τραμπ και το κόμμα του, πως δεν θα χαρίσουμε τα αποτελέσματα στους
Ρεπουμπλικάνους (…)
Το ζήτημα τώρα είναι να καταμετρηθεί κάθε ψήφος. Ναι, να
καταργήσουμε το Κολέγιο Εκλεκτόρων. Ναι να κατηγορήσουμε το Δημοκρατικό κόμμα
για αδράνεια και οπισθοχώρηση. Ναι να αγωνιστούμε ενάντια στη συστημική,
ρατσιστική καταπίεση της ψήφου. Ωστόσο, το σχέδιό μας δεν εξαρτάται από αυτά.
Απλά καταμετρήστε τις ψήφους.
Εάν αποδεχθούμε κυριολεκτικά, θεωρητικά ή παθητικά το σχέδιο
του Τραμπ, τότε δεν θα χρειάζεται να επιχειρήσει ένα πραξικόπημα, θα του έχουμε
επιτρέψει να το κάνει. Ο Τραμπ έχασε την πλειονότητα των ψήφων και όταν αυτές
καταμετρηθούν θα φανεί ότι έχει χάσει το Κολέγιο Εκλεκτόρων. Μόνη μας μέριμνα
είναι τα ψηφοδέλτια να καταμετρηθούν, και ο αγώνας μας ξεκινάει την επόμενη
μέρα.
Ο Τζόνα Φούρμαν ήταν στο οργανωτικό του εργατικού τμήματος
της καμπάνιας του Μπέρνι Σάντερς. Αναδημοσίευση από το jacobinmag.com.
Διεθνή
Το τελευταίο σόου του Ντόναλντ Τραμπ
Τζούντιθ Μπάτλερ
|
09 Νοεμβρίου, 2020
Ουδέποτε υπήρχε αμφιβολία ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα έκανε μια
ευγενική και γρήγορη έξοδο. Το μόνο θέμα για πολλούς από εμάς ήταν πόσο
καταστροφικός θα γινόταν στην πορεία προς την πτώση του. Ξέρω ότι η «πτώση»
είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται για τους βασιλιάδες και τους τυράννους, αλλά
η κατάσταση σήμερα είναι ουσιαστικά η ίδια, με μόνη διαφορά ότι στη
συγκεκριμένη περίπτωση ο βασιλιάς είναι ταυτόχρονα ο κλόουν, και ο άνδρας που
βρίσκεται στην εξουσία είναι και ένα παιδί που κάνει πείσματα χωρίς οι ενήλικοι
στο δωμάτιο να του δίνουν σημασία.
Το καθεστώς Τραμπ
Ξέραμε ότι ο Τραμπ θα έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρήσει
την εξουσία, για να αποφύγει την απόλυτη καταστροφή στη ζωή -να γίνει ένας
«λούζερ». Πράγματι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Νοέμβρη ζήτησε να
σταματήσει η καταμέτρηση στις «κρίσιμες» πολιτείες όπου φοβόταν ότι θα χάσει.
Κάποιοι/ες από εμάς σοκαριστήκαμε από το γεγονός ότι ήταν διατεθειμένος να το
πάει τόσο μακριά, αλλά αυτός ήταν ο τρόπος που λειτουργούσε από την αρχή της
πολιτικής του καριέρας. Αυτό που χαρακτήριζε πάντοτε το καθεστώς Τραμπ ήταν ότι
η κυβέρνηση έκανε συνεχώς επιθέσεις στους νόμους της χώρας, την ίδια στιγμή που
ισχυριζόταν ότι εκπροσωπεί το νόμο και την τάξη. Ο μόνος τρόπος για να
αποκτήσει νόημα αυτή η αντίφαση είναι ο
νόμος και η τάξη να είναι ενσωματωμένοι σ’ αυτόν τον ίδιο. Πρόκειται για μια
σύγχρονη μορφή ναρκισσισμού που προωθείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και
μορφοποιείται σε μια θανάσιμη μορφή τυραννίας. Αυτός που εκπροσωπεί το νομικό
καθεστώς ισχυρίζεται ότι είναι ο νόμος, ότι είναι εκείνος που κάνει τους νόμους
και τους παραβαίνει, με αποτέλεσμα να είναι ένας εγκληματίας το όνομα του
νόμου.
Διαφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι ο εθνικοσοσιαλισμός είναι
το μόνο μοντέλο φασισμού. Ο φασισμός και η τυραννία μπορούν να πάρουν διάφορες
μορφές. Και παρά το γεγονός ότι η πολιτική που στηρίζεται στις εκλογές δεν
είναι πόλεμος με στρατιωτικά μέσα (και πάντως όχι ακόμα εμφύλιος πόλεμος),
υπάρχει μια καταστροφική τάση που ενεργοποιείται όταν η πτώση του είναι σχεδόν σίγουρη.
Τον Μάρτιο του 1945, όταν τόσο οι συμμαχικές δυνάμεις όσο και ο Κόκκινος
Στρατός είχαν εξαφανίσει κάθε αμυντικό οχυρό των Ναζί, ο Χίτλερ αποφάσισε να
καταστρέψει το ίδιο το έθνος, διατάζοντας την καταστροφή των συγκοινωνιακών και
επικοινωνιακών συστημάτων, των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, και των επιχειρήσεων
κοινής ωφέλειας. Το σημείωμα του Χίτλερ έφερε την ονομασία «Μέτρα καταστροφής
στο έδαφος του Ράιχ», αλλά όλοι το θυμούνται ως το «Διάταγμα του Νέρωνα», του
Ρωμαίου αυτοκράτορα που σκότωσε την οικογένειά του και τους φίλους του,
τιμωρώντας τους για την υποτιθέμενη απιστία απέναντί του. Όταν οι υποστηρικτές
του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν, ο Νέρωνας αυτοκτόνησε. Λέγεται ότι αυτό που
είπε πριν πεθάνει ήταν: «μαζί μου πεθαίνει ένας μεγάλος καλλιτέχνης».
Μόνος του
Ο Τραμπ δεν ήταν ούτε ένας Χίτλερ ούτε ένας Νέρωνας, αλλά
ένας πολύ κακός καλλιτέχνης που επιβραβεύτηκε από τους υποστηρικτές του για τις
άθλιες παραστάσεις του. Η απεύθυνσή του στο μισό πληθυσμό της χώρας, στηρίχθηκε
στη διαμόρφωση μιας πρακτικής ενθουσιώδους σαδισμού, απαλλαγμένου από
οποιαδήποτε δέσμευση ηθικής ντροπής ή νόρμας.
Ο εξουθενωμένος πρόεδρος, ωστόσο, διακήρυξε πως έχει
κερδίσει, αν και όλοι γνωρίζουν πως αυτό δεν είχε συμβεί, τουλάχιστον όταν
έκανε τη δήλωσή του. Ούτε καν το δίκτυο Fox δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του,
ακόμα και ο Πενς είπε πως κάθε ψήφος πρέπει να προσμετρηθεί. Ο σχεδόν έκπτωτος
τύραννος ήθελε να βάλει ένα τέλος στα τεστ κορονοϊού, στην καταμέτρηση, στην
επιστήμη, ακόμα και στον εκλογικό νόμο και στις μεθόδους επαλήθευσης, που
καθόλου δεν τον εξυπηρετούν, προκειμένου να πει την ψεύτικη αλήθεια του για μια
ακόμα φορά. Αν έπεφτε, θα προσπαθούσε να πάρει μαζί του και τη δημοκρατία.
Όταν, όμως, ο πρόεδρος αυτοανακηρύσσεται νικητής και
γελοιοποιείται, αφού ακόμα και οι φίλοι του καλούν ταξί για να το πάρει να
φύγει, μένει μόνος του με την ψευδαίσθηση πως είναι ένα πανίσχυρος ισοπεδωτής.
Μπορεί να προσφύγει σε όσα δικαστήρια θέλει, όταν όμως οι δικηγόροι του
σκορπιστούν στον άνεμο, και τα δικαστήρια, εξουθενωμένα, παύσουν να τον ακούν,
θα βρεθεί μόνος του να κυβερνά το νησί που λέγεται Τραμπ, με την ψευδαίσθηση
της πραγματικότητας. Φαίνεται ότι, επιτέλους, θα έχουμε την ευκαιρία να
αφήσουμε τον Τραμπ να γίνει το υπερθέαμα ενός προέδρου, ο οποίος, στην
προσπάθειά του να καταστρέψει τους νόμους που οικοδομούν τη δημοκρατία, έγινε η
μεγαλύτερη απειλή της. Δώσε τα όλα, κοιμισμένε Τζο!
Το κείμενο είναι απόσπασμα άρθρου της Τζούντιθ Μπάτλερ με
τίτλο «Is the slow finally over for Donald Trump?» (Τέλειωσε το σόου του
Ντόναλντ Τραμπ;), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Guardian», στις 5 Νοεμβρίου
2020. Ελπίζοντας ότι τα αποτελέσματα θα μας δικαιώσουν, αφαιρέσαμε το
ερωτηματικό από τον τίτλο.
ΚΕΑ: Κάθε βήμα μπροστά θα αποτελέσει νέα μάχη στις ΗΠΑ
Χάιντς Μπιερμπάουμ
|
15 Νοεμβρίου, 2020
Συγχαίρουμε όλες τις δυνάμεις που εργάστηκαν για να μπει ένα
τέλος στην εποχή διακυβέρνησης του Τραμπ. Ανυπομονούσαμε για μία τέτοια είδηση.
Θέλουμε να συγχαρούμε όλες τις οργανώσεις, από τους Δημοκράτες Σοσιαλιστές της
Αμερικής (DSA) έως το κίνημα Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία (BLM), από τα
συνδικάτα έως τους υπερασπιστές του περιβάλλοντος, τους πολυφυλετικούς
ακτιβιστές και τους ακτιβιστές του κόμματος, τους άνδρες και τις γυναίκες που
κατάφεραν να δώσουν ένα τέλος σε αυτή τη φασιστική ντροπή, που πάλεψαν ενάντια
στο ρατσισμό και τη λευκή υπεροχή, χαρακτηριστικά στοιχεία της διακυβέρνησης
του Τραμπ (…)
Ο Τζο Μπάιντεν είναι αδιαμφισβήτητα ένας νεοφιλελεύθερος,
βαθιά συνδεδεμένος με το καπιταλιστικό σύστημα, που υποστηρίζεται από το μεγάλο
κεφάλαιο και την Γουόλ Στριτ. Ωστόσο, δεσμεύεται από τους δημοκρατικούς θεσμούς
και το σύνταγμα των ΗΠΑ, τα οποία απειλήθηκαν από τον προκάτοχό του.
Τώρα είναι η ώρα να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η
πανδημία, με σεβασμό και συμπόνοια για τους ανθρώπους που υποφέρουν από τις
τρομερές συνέπειες αυτής, και για έναν με σοβαρούς όρους διάλογο με το κίνημα
BLM και άλλα αντιρατσιστικά, δημοκρατικά κινήματα (…)
Οι Δημοκρατικοί ανέκτησαν τρεις πολιτείες κλειδιά
(Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν και Πενσυλβάνια), όπου ο Τραμπ την προηγούμενη τετραετία
είχε κερδίσει την ψήφο της εργατικής τάξης. Προσοχή, όμως. Είναι πρόωρο να
πούμε ότι ηττήθηκαν οι ιδέες του ρατσισμού και της ανωτερότητας. Ο Τραμπ
κατάφερε σε αυτές τις εκλογές να διευρύνει την εκλογική του βάση. Ας μην
θρέφουμε αυταπάτες με τη διακυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις: κάθε βήμα μπροστά θα
αποτελέσει και μια νέα μάχη. Κάθε πρόοδος για τους ανθρώπους της εργασίας θα
είναι αποτέλεσμα δικών τους αγώνων και αφοσίωσης.
Για τις αμερικάνικες δυνάμεις της Αριστεράς ο δρόμος δεν θα
είναι εύκολος, όμως δεν είναι πια το ίδιο δύσβατος, καθώς έχουν τεθεί νέες
βάσεις για τον αγώνα για περισσότερη δικαιοσύνη, περισσότερη κοινωνική πρόοδο,
περισσότερες επενδύσεις στο δημόσιο τομέα και για δραματικές αλλαγές στις
περιβαλλοντικές και κλιματικές πολιτικές. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν
έχει δηλώσει ήδη την πρόθεσή του να επαναφέρουν οι ΗΠΑ την υπογραφή τους στη
συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα (…)
Η επιστροφή στην πολιτική και στο ρόλο που πρέπει να έχει
δεν θα είναι εύκολη, ωστόσο ακτιβιστές και συνδικάτα, οι γυναικείες οργανώσεις
και κάθε είδους οργάνωση βάσης μας γεμίζουν ελπίδα, αυτές τις σκοτεινές εποχές.
Ήρθε η στιγμή να προστατευθεί η βούληση της πλειοψηφίας του
αμερικάνικου λαού, πρώτα και κύρια από κάθε προσπάθεια της προηγούμενης
κυβέρνησης να αμφισβητηθεί η επιλογή που έκανε υπέρ της δημοκρατίας.
Για τις εποχές που θα έρθουν, ευχόμαστε στους διαταλαντικούς
φίλους μας και συντρόφους μας κάθε επιτυχία και δεσμευόμαστε πως το Κόμμα της
Ευρωπαϊκής Αριστεράς θα σταθεί στο πλευρό σας.
Διεθνή
ΗΠΑ: Επιστροφή στην κανονικότητα
Νίκος Σερβετάς
|
15 Νοεμβρίου, 2020
Όταν η ήττα κάποιου υποψήφιου σε ενδιαφέρει περισσότερο από
την επικράτηση του αντιπάλου του, αυτό σηματοδοτεί κρίση. Όταν αυτός που τελικά
επικρατεί δημιουργεί ευφορία, παρ’ όλο που είναι άχρωμος και άοσμος, σημαίνει
ότι το λιγότερο κακό είναι ορισμένες φορές η προτιμότερη λύση, αυτή που δεν
οδηγεί στην καταστροφή.
Το αμερικανικό κατεστημένο έδειξε ξεκάθαρα την προτίμηση
του. «Άδειασε» με κάθε τρόπο τον Ντόναλντ Τραμπ, απτή απόδειξη η διακοπή
μετάδοσης ομιλίας του από μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς με την αιτιολογία «δεν
μπορούμε να μεταδίδουμε ψέματα», και τώρα ποντάρει στο δοκιμασμένο χαρτί του
Τζο Μπάιντεν προκειμένου να επανέλθει η κανονικότητα.
Η αντιπρόεδρος, Κάμαλα Χάρρις, η οποία ουσιαστικά θα
αναλάβει την διοίκηση του Λευκού Οίκου, είναι γέννημα - θρέμμα αυτού του
συστήματος. Πέρασε ανάμεσα από τις σταγόνες της βροχής και έφθασε στεγνή σε
αυτή τη θέση, προκειμένου η εικόνα που θα παρουσιάζει τα επόμενα χρόνια η χώρα
της να αποκαταστήσει τις βλάβες που προξένησε ο Τραμπ. Σήμερα εμφανίζονται τα
πολύ καλά στοιχεία της διαδρομής της, καλύπτονται τα αρνητικά και είναι σαν να
μην έγιναν ποτέ οι τρίπλες που έκανε για να βγάλει από το παιχνίδι τον Μπέρνι
Σάντερς, όταν και οι δύο ήταν υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Ο Μπέρνι Σάντερς, από την πλευρά του, στις δύο εκλογικές
αναμετρήσεις που ήταν υποψήφιος, δημιούργησε γύρω του έναν ισχυρό πόλο με
εμφανή πλέον δράση και διακριτό λόγο. Η φωνή των ριζοσπαστών Δημοκρατικών
ακούγεται στην αμερικανική κοινωνία και δημιουργούνται βάσεις στην αντίθετη
πλευρά των «τραμπιστών».
Αν και έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον μία εβδομάδα έως ότου
επικυρωθούν τα τελικά αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών και στο εσωτερικό των
ΗΠΑ οι πληγές του τραμπισμού θα αργήσουν να επουλωθούν, από τις δηλώσεις του
ιδίου του Μπάιντεν και στελεχών των Δημοκρατικών διαγράφεται η πολιτική που
αναμένεται να ακολουθήσει στη διεθνή σκηνή:
Η Ευρώπη ελπίζει σε βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, ειδικά
μετά τη δήλωση του Μπάιντεν για επιστροφή στην συμφωνία του Παρισιού για το
κλίμα και το γενικό ύφος του, που είναι αντίθετο του «Η Αμερική πρώτα», που
χαρακτήριζε τον Τραμπ. Βέβαια οι σχέσεις αυτές δεν θα αλλάξουν με μαγικό ραβδί.
Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απαιτούν οι χώρες της Ευρώπης να συνεισφέρουν
περισσότερα χρήματα στο ΝΑΤΟ, ενώ παραμένουν έντονες οι εμπορικές διαφορές.
Ένα σημείο όπου μπορεί να υπάρχει ριζική διαφορά, σε σχέση
με την κυβέρνηση Τραμπ, είναι οι διαπραγματεύσεις αναφορικά με τις συμφωνίες
μετά το Brexit. Ο ίδιος ο Μπάιντεν είχε μετάσχει παλαιότερα στις ειρηνευτικές
συνομιλίες για τη Βόρεια Ιρλανδία και το επιτελείο του έχει επισημάνει ότι οι
Βρετανοί θα πρέπει να ξεχάσουν τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αν καθ’ οιονδήποτε
τρόπο θέσουν σε αμφισβήτηση της συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.
Για την Μέση Ανατολή κυριαρχεί παλαιότερη δήλωση, σύμφωνα με
την οποία όταν αναλάβει ο Μπάιντεν, θα προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τη Συμφωνία
για τα πυρηνικά του Ιράν, αν αυτό είναι ακόμα εφικτό. Όπως ο Τραμπ, έτσι και ο
Μπάιντεν θέλει να αποσύρει τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από τη Μέση
Ανατολή. Αναμένεται ότι ο Μπάιντεν θα αλλάξει τακτική απέναντι στους Κούρδους,
προκειμένου να εμποδίσει την ανασυγκρότηση του ISIS, όπως αναφέρεται, ενώ έχει
γίνει ήδη γνωστό ότι η αμερικανική πρεσβεία θα παραμείνει μεν στην Ιερουσαλήμ, αλλά
η Κάμαλα Χάρις έχει υποσχεθεί την λειτουργία γραφείων της Παλαιστινιακής Αρχής
στην Ουάσιγκτον και την επαναφορά της οικονομικής βοήθεια προς τους
Παλαιστίνιους.
Η Κίνα ήταν μία χώρα που είχε επισκεφθεί πολλές φορές ο
Μπάιντεν όταν ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα, για να έχει συνομιλίες με τον Ξι
Ζιπίνγκ. Σήμερα η κινεζική κυβέρνηση ελπίζει σε επανεκκίνηση των καλών σχέσεων
μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, με την προϋπόθεση ότι «τον μισό δρόμο για αυτόν
τον σκοπό θα πρέπει να την κάνει η Ουάσιγκτον η οποία θα πρέπει να σταματήσει
να εκτοξεύει απειλές και να κατανοήσει τον κινεζικό πολιτισμό». Σήμερα οι
σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο ψυγείο, καθώς η Ουάσιγκτον κατηγορεί το
Πεκίνο λέγοντας ότι από εκεί άρχισε η πανδημία και το Πεκίνο την Ουάσιγκτον για
την εξάπλωσή της.
Διεθνή
Λίο Πάνιτς: «Η Αριστερά βγήκε ζωντανή από τη μάχη των
αμερικανικών εκλογών»
Ιωάννα Δρόσου |
15 Νοεμβρίου, 2020
Σήμερα φιλοξενούμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Λίο
Πάνιτς για τις αμερικανικές εκλογές, την οποία έδωσε μέσω skype στην Ιωάννα
Δρόσου. Ο Πάνιτς είναι Διακεκριμένος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο
Πανεπιστήμιο του Γιορκ στον Καναδά, συν-εκδότης του εμβληματικού μαρξιστικού
περιοδικού Socialist Register, και καλός φίλος της Εποχής από πού παλιά. Πολύ
καλός γνώστης της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, έχει τη δυνατότητα να αναλύει
τις εξελίξεις σ’ αυτήν τη χώρα εντάσσοντάς τες σε ένα σταθερό διανοητικό
πλαίσιο. Οι απαντήσεις του, σκληρές πολλές φορές, έχουν ένα στέρεο θεωρητικό
υπόβαθρο. Δεν διστάζει να αποκαλεί τον Τραμπ νεοφασίστα (σημειωτέον ότι τον
ίδιο όρο χρησιμοποιεί και ο εκδότης του περιοδικού Monthly Review, αμερικανός
καθηγητής Τζον Μπέλαμι Φόστερ), αλλά και να επιμένει ότι ο φασισμός ενυπάρχει
εγγενώς ως τάση στον καπιταλισμό. Αν και δεν κρύβει την προτίμησή του για το
DSA, το κόμμα των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής-το οποίο παρομοιάζει με
τον ΣΥΡΙΖΑ πριν αναλάβει την κυβέρνηση-στηρίζει τον Μπάιντεν ελπίζοντας ότι θα
παλέψει κατά του τραμπισμού που είναι ένα σημαντικό ρεύμα στην αμερικανική
κοινωνία. Η φιλία και η συντροφικότητά του με τον σοσιαλιστή (και όχι
σοσιαλδημοκράτη) Σάντερς δεν τον εμποδίζει να παραδεχθεί ότι αν αυτός ήταν ο
υποψήφιος των Δημοκρατικών το πιθανότερο είναι ότι τις εκλογές θα τις είχε
κερδίσει ο Τραμπ.
Ρεαλιστής, αλλά και συγκρατημένα αισιόδοξος ο Πάνιτς, μας
υπενθυμίζει για μια ακόμα φορά ότι τίποτα δεν κατακτάται μόνο με την ψήφο, και
ότι οι εξελίξεις στην Αμερική θα εξαρτηθούν τόσο από την προσπάθεια αλλαγής
ορισμένων αντιδραστικών νοοτροπιών του λαού, όσο και από την πάλη της Αριστεράς
μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Χ.Γο.
Η Αριστερά βγήκε ζωντανή από τη μάχη των προεδρικών εκλογών
των ΗΠΑ
Συνέντευξη με τον Λίο Πάνιτς, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών
στο πανεπιστήμιο του Γιορκ στον Καναδά
Αφού πήραμε μια βαθιά ανάσα με τη μη επανεκλογή του Τραμπ
αρχίζουν νέες αγωνίες και αγώνες, καθώς ο Μπάιντεν κάθε άλλο παρά πρόεδρος με
το βλέμμα προς τα αριστερά μπορεί να θεωρηθεί. Το πιθανότερο είναι, στο όνομα
των ισορροπιών, να στραφεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, η
επανεκλογή αριστερών βουλευτών και βουλευτριών μας και το μεγάλωμα της
αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, το ρεύμα που απέκτησε το πρόγραμμα του
Μπέρνι Σάντερς και η κινητοποίηση χιλιάδων νέων, που δεν φοβούνται να μιλήσουν
για σοσιαλισμό, μας κάνει να αισθανόμαστε αισιόδοξοι, από όποια μεριά του
πλανήτη και αν είμαστε. Αυτές οι σκέψεις αποτέλεσαν και το αντικείμενο
συζήτησης στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον Λίο Πάνιτς.
Τώρα, που ο «χειρότερος πρόεδρος στη σύγχρονη ιστορία των
ΗΠΑ» μοιάζει να ηττήθηκε, πώς σχολιάζεις το αποτέλεσμα των αμερικάνικων
εκλογών;
Αυτή που θεωρώ πρωτεύουσας σημασίας είναι η αντιφασιστική
παράμετρος της νίκης του Μπάιντεν. Και αυτός είναι ένας κυρίαρχος λόγος που
καταψηφίστηκε ο Τραμπ, και όχι γιατί ήταν ο χειρότερος πρόεδρος. Τίποτα δεν
έχει τελειώσει ακόμα. Βέβαια, πιστεύω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά τη
συντηρητική σύνθεσή του, θα απορρίψει τους ισχυρισμούς του Τραμπ, όπως βλέπουμε
ήδη να κάνουν οι δικαστές σε όλες τις πολιτείες. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των Νιου
Γιορκ Τάιμς, ομόφωνα οι δικαστές σε κάθε πολιτεία αποφάνθηκαν πως δεν
εντοπίστηκαν παρατυπίες. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία του Τραμπ, που στηρίζεται
ως επί το πλείστον στα ψέματα και τις διαστρεβλώσεις, έχει ευρεία αποδοχή και
αυτό με κάνει ιδιαίτερα ανήσυχο. Δεν έχουμε, ακόμα, αποφύγει τον κίνδυνο να
υπάρξουν συγκρούσεις στους δρόμους. Μπορεί, μάλιστα, αυτές να ξεκινήσει η
Αριστερά ή το κίνημα Black Lives Matter
(Οι ζωές των Μαύρων έχουν Αξία) εάν αμφισβητηθεί η εκλογή του Μπάιντεν.
Ταυτόχρονα, όμως, θα βγουν στο δρόμο οι παραστρατιωτικές δυνάμεις, που είναι
κάτι σαν τη Χρυσή Αυγή, με ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης και στήριξης με την
αστυνομία. Φοβάμαι εξαιρετικά μία τέτοια εξέλιξη. Δεδομένης της στάσης του
Τραμπ τολμώ να πω πως ο φόβος μου δεν είναι αστήρικτος. Ο Φρεντ Καπλάν σε άρθρο
του στο περιοδικό Slate περιγράφει πώς ο Τραμπ προσπαθεί να ελέγξει τις ένοπλες
δυνάμεις, καθώς καθαίρεσε τον Γενικό Γραμματέα Άμυνας και διορίζει σε
νευραλγικές θέσεις δικούς του ανθρώπους. Δεδομένων τούτων, θα έλεγα πως τα
συναισθήματά μου από τις αμερικάνικες εκλογές είναι ενθουσιασμός και ταυτόχρονα
επιφυλακτικότητα.
Θαρρώ πως η ψήφος δεν είχε μόνο αντιφασιστικό χαρακτήρα,
αλλά και δημοκρατικό. Το δίλημμα, όπως διαμορφώθηκε, ήταν Τραμπ εναντίον
Δημοκρατίας. Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν ώστε να μην τεθεί εν αμφιβόλω ξανά η
Δημοκρατία;
Είναι αδύνατον να διασφαλιστεί. Ο Χορκχάιμερ είπε τη
δεκαετία του ’30 πως «όποιος μιλά για το φασισμό χωρίς να αναφέρεται και στον
καπιταλισμό, θα πρέπει να παραμένει σιωπηλός». Αυτή η ρήση τον 21ο αιώνα αντιστρέφεται: «όποιος μιλά για
τον καπιταλισμό, χωρίς να αναφέρεται στο φασισμό, θα πρέπει να σωπάσει», καθώς,
σήμερα, η συζήτηση για τον καπιταλισμό μπορεί να αποκρύψει τα φασιστικά
στοιχεία που αυτός εμπεριέχει. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία είναι σύμφυτα με το
αμερικάνικο πολιτικοοικονομικό μας σύστημα. Φυσικά, ο Μπάιντεν μπορεί να πάρει
πρωτοβουλίες, που θα ελαχιστοποιούν αυτά τα στοιχεία και την επίδρασή τους,
όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί την εξάλειψή τους.
Κατανοώ πως υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη Δημοκρατία και το
Σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, ωστόσο η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς
μίλησε ανοιχτά για το σοσιαλισμό και, μάλιστα, μετεκλογικά ο Μπέρνι Σάντερς
όπως και η Squad που δήλωσαν δημόσια πως
θα καταθέσουν νομοσχέδια και προτάσεις στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Αυτή η
αποδαιμονοποίηση του σοσιαλισμού είναι μια μεγάλη νίκη της προεκλογικής
καμπάνιας του Σάντερς.
Φυσικά. Ο λόγος που πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι δεν
εδράζεται στην εκλογή του Μπάιντεν, παρότι προκάλεσε μεγάλη ανακούφιση, αλλά
στην αναζωπύρωση μιας σοσιαλιστικής ατζέντας, όπως και στη γιγάντωση του
σοσιαλιστικού κόμματος (Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής, DSA), που πλέον
μετρά 16.000 μέλη, ενώ προσέλκυσε –όπως έκανε κάποτε και ο ΣΥΡΙΖΑ- δεκάδες
χιλιάδες νέες και νέους στο να οργανωθούν κομματικά και να μην περιορίσουν την
ενεργό τους δράση στα κινήματα. Δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση ότι ο Μπέρνι
Σάντερς είναι σοσιαλιστής, όπως μάλιστα αυτοπροσδιορίζεται. Το γεγονός ότι οι
πολιτικές που προτείνει και υπερασπίζεται κινούνται σε ένα σοσιαλδημοκρατικό
πλαίσιο, δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν είναι σοσιαλιστής. Για όσους αυτοπροσδιορίζονται στο
σοσιαλιστικο χώρο, για όσους διαβάζουν το περιοδικό Jacobin, το οποίο είναι το
πιο δημοφιλές σοσιαλιστικό περιοδικό του δυτικού κόσμου, είναι εξαιρετικής
σημασίας η ανάδειξη του προγράμματος του Μπέρνι Σάντερς. Αυτό, ωστόσο, που με
ανησυχεί, είναι ότι κατά την ανάδειξη του υποψηφίου των Δημοκρατικών, ο Σάντερς
ηττήθηκε αφού συνασπίστηκαν οι υπόλοιποι υποψήφιοι, και ύστερα από παρέμβαση
του Μπάρακ Ομπάμα. Αυτές οι κινήσεις έδειξαν τα ηθικά όρια των Δημοκρατικών.
Ωστόσο, πλέον στο εσωτερικό των Δημοκρατικών αλλά και στο πρόγραμμά τους έχει
δημιουργηθεί ένα ρήγμα, και φαίνεται πως απορρίπτεται πια το θέσφατο ότι οι
Αμερικανοί δεν θα υποστήριζαν ποτέ έναν σοσιαλιστή υποψήφιο. Παρότι, αυτό ήταν
ένα από τα επιχειρήματα του Τραμπ, το οποίο μάλιστα επηρέασε πράγματι το
αποτέλεσμα σε κάποιες πολιτείες, όπως είναι η Φλόριντα, αν και για να είμαστε
ειλικρινείς η πολιτεία αυτή έχει παράδοση στη στήριξη των ελίτ, είδαμε πως η
σοσιαλιστική ατζέντα, όπου προωθήθηκε –καθώς δεν είναι ατυχές το επιχείρημα ότι
η καμπάνια του Μπάιντεν απέφυγε να παρουσιάσει προεκλογικό πρόγραμμα-
κινητοποίησε περισσότερο κόσμο. Αυτό μας δείχνει ότι το ρεύμα του σοσιαλισμού
διαπερνά τις πολιτείες και συγκρούεται με το αντιδημοκρατικό, νεοφασιστικό
ρεύμα, ιδιαίτερα όπου η Αριστερά είναι ισχυρή. Ένα από τα συμπεράσματα που
βγάζουμε από τις αμερικάνικες εκλογές είναι πως η Αριστερά βγήκε ζωντανή από
αυτή τη μάχη και τη μη εκλογή του Σάντερς στη θέση του υποψήφιου των
Δημοκρατικών, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχανε τις εκλογές, και τότε η
Αριστερά θα ήταν αυτή που θα δεχόταν τα πυρά για αυτή την ήττα. Και έτσι η
«απόρριψη» του σοσιαλισμού θα έφτανε μέχρι και τις σημερινές γενιές. Αυτό είναι
όντως παράδοξο, αλλά νομίζω ότι περιγράφει την πραγματικότητα. Με την καμπάνια
του Σάντερς κερδήθηκε πολιτικός χώρος, ο οποίος θα αξιοποιηθεί κατά τη
διακυβέρνηση Μπάιντεν, για την προώθηση προοδευτικών νομοσχεδίων και
μεταρρυθμίσεων, θα δυναμώσει τα συνδικάτα, που έχουν αλώσει οι Ρεπουμπλικάνοι
και έχουν μετατραπεί, στην πλειονότητά τους, σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς
και θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια για ταξικό μετασχηματισμό.
Και όσο ο σοσιαλισμός, ως εναλλακτική, θα κερδίζει έδαφος, τόσο θα βλέπουμε να
αποκτά λαϊκή αποδοχή.
Η κοινωνία βγήκε από τις εκλογές τρομακτικά διχασμένη. Πώς
θα επιλυθεί η πολιτική πόλωση;
Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με αυτή την
ανάγνωση. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο εργάτες ή στελέχη επιχειρήσεων, άνδρες ή
γυναίκες, υποστηρικτές του Μπάιντεν ή του Τραμπ. Είναι συνδυασμός όλων αυτών
των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών, κάποια από τα οποία είναι δομικά και κάποια
συγκυριακά. Νομίζω ότι ένα σημαντικό –αν και όχι πλειοψηφικό- μέρος όσων
εργατών ψήφισαν τον Τραμπ, θα στήριζαν κριτικά τον Σάντερς, και στήριξαν τον
Τραμπ γιατί είναι αντισυμβατικός, γιατί δεν μοιάζει με έναν τυπικό υποψήφιο
πρόεδρο, γιατί τους πρόσφερε όσα έχουν
περισσότερη ανάγκη. Αντίστοιχα, δείτε τι συνέβη στην Καλιφόρνια, όπου
υπερψηφίστηκε –με ποσοστό κοντά στο 70%- ο Μπάιντεν και ταυτόχρονα,
υπερψηφίστηκε η «πρόταση 22», σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι πλατφορμών
μετακίνησης όπως είναι η Uber, δεν θεωρούνται εργαζόμενοι αλλά «εργολάβοι» και
επομένως δεν δικαιούνται συμβάσεις, ασφαλιστική κάλυψη και άλλα δικαιώματα. Η
εκστρατεία του «ναι» σε αυτό το δημοψήφισμα έφτασε τα 200 εκατ. δολάρια, ενώ η
εκστρατεία του «όχι» μόλις τα 20 εκατ., και έτσι ορισμένοι ψηφοφόροι του
Μπάιντεν έφτασαν να υπερψηφίσουν αυτή την αντεργατική νομοθεσία, την ίδια
στιγμή που οι ίδιοι έχουν ριχτεί στην αρένα του ταξικού αγώνα. Είναι, λοιπόν,
μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση αυτή που έχει διαμορφωθεί, και κάθε άλλο παρά
μπορούμε να πούμε πως ο πληθυσμός είναι διχασμένος ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους
και Δημοκράτες, σε υποστηρικτές του Τραμπ και του Μπάιντεν. Για αυτό είναι πολύ
σημαντικό να πλησιάσουν αυτόν τον κόσμο οι σοσιαλιστές ή τα μέλη του κινήματος
Black Lives Matter ή όσοι ανήκουν στην
εργατική τάξη. Είναι αδιανόητο, όταν κάποιος ακούει την έννοια συστημικός
ρατσισμός, να νιώθει ένοχος για κάτι που δεν δημιούργησε ο ίδιος και η Αριστερά
να μην παρεμβαίνει. Και δεν εννοώ ότι η ανάλυση είναι λάθος, το αντίθετο,
υπάρχει συστημικός ρατσισμός στις ΗΠΑ, όμως δεν φταίνε για αυτό οι άνθρωποι του
μόχθου. Είναι κρίσιμης σημασίας για την Αριστερά να καταφέρει να δεσμευτεί στον
αγώνα για ταξικό μετασχηματισμό, ώστε να αλλάξει τις αναφορές όσων ψήφισαν τον
Τραμπ. Δεν λέω πως ο Τραμπ ψηφίστηκε κυρίως από εργάτες, άλλωστε δεν ισχύει
κάτι τέτοιο, όμως ήταν απίστευτη η διεισδυτικότητά του. Είναι αδιανόητο το
γεγονός ότι τον ψήφισε το 45% των γυναικών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αν το
ποσοστό αυτό ήταν 15%, τότε θα μιλούσαμε για μια τελείως διαφορετική κατάσταση.
Γνωρίζω πως δεν τον στήριξε η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ωστόσο είχε τη
στήριξη ενός σημαντικού ποσοστού. Το ίδιο συνέβη και με τις μειονότητες.
Αυτά τα ποσοστά μάς δείχνουν πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο
τραμπισμός στην αμερικάνικη κοινωνία. Πώς μπορεί αυτή η κατάσταση να
αντιστραφεί;
Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση. Πέρα από το συστημικό
ρατσισμό, υπάρχει μια συστημική «άγνοια». Βλέπετε, τη δεκαετία του 1850 υπήρχε
ένα κόμμα που λεγόταν Know Nothing (Δεν ξέρω τίποτα) με τους υποστηρικτές του
να εμφανίζονται ως αντι-ελίτ και να έχει μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη. Το
κόμμα αυτό έχει βαθιές ρίζες στην αμερικάνικη κοινωνία, καθώς το περίβλημά του
ήταν η υπεράσπιση του –βλακώδους- αμερικάνικου ονείρου, της δυνατότητας να
γίνει ο καθένας (λευκός αμερικάνος) διευθυντικό στέλεχος ή ακόμα και πρόεδρος
των ΗΠΑ. Φυσικά, το κόμμα αυτό χάθηκε στο χρόνο με τη βοήθεια του σύγχρονου
φεμινιστικού κινήματος και των αντιρατσιστικών αγώνων. Πλέον, με την εκλογή της
Καμάλα Χάρις στη θέση της αντιπροέδρου των ΗΠΑ, κάθε μαύρο κορίτσι που ζει στην
Αμερική μπορεί να ονειρεύεται πως και εκείνο μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ.
Δεν θα είναι εύκολο να ξεριζωθούν αυτές οι νοοτροπίες από την αμερικάνικη
κοινωνία, ωστόσο το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων μετρά ξανά νίκες στα πεδία των
συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών παροχών. Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο
ενός πρώην Μαύρου Πάνθηρα που φυλακίστηκε για τριάντα χρόνια. Ο ίδιος οργάνωσε
διαλέξεις μέσα στη φυλακή για τους μαύρους κρατούμενους. Η ομιλία που είχε
μακράν τη μεγαλύτερη προσέλευση ήταν αυτή ενός λευκού διάσημου επιχειρηματία,
που είχε και εκπομπή στην τηλεόραση για το πώς μπορεί κανείς να γίνει πλούσιος.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που ως Αριστερά πρέπει να αναγνωρίσουμε και να
αντιμετωπίσουμε.
Ενδεχομένως, η υπερψήφιση της Πράσινης Νέας Συμφωνίας ή του
προγράμματος Υγεία για Όλους να πετύχαιναν αυτή την ανατροπή;
Μα δεν θα τα περάσουν αυτά τα νομοσχέδια. Αν οι Δημοκρατικοί
έπαιρναν και τη Γερουσία, σενάριο εξαιρετικά απίθανο πλέον, ίσως και να ήταν τα
νομοσχέδια αυτά στο τραπέζι. Όμως, δεν έχουν τη στήριξη του Μπάιντεν, ο οποίος
φημίζεται για τους συμβιβασμούς του. Αυτή είναι η σφραγίδα του, είναι άνθρωπος
των συμφωνιών, προκειμένου να μειώσει την πόλωση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και
Δημοκρατών στο Κογκρέσο. Για αυτό το λόγο αξιοποιήθηκε και από τον Ομπάμα, στη
δική του θητεία.
Έχω την αίσθηση ότι έρχονται μέρες ανατροπής, ότι έρχεται
ξανά η στιγμή των κινημάτων. Ότι θα ζήσουμε ξανά στιγμές του 2012, με τα
κινήματα ενάντια στη λιτότητα και υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, όταν μάλιστα
είδαμε την Αριστερά (και τον ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα να γίνεται πλειοψηφικό ρεύμα.
Η πανδημία μοιάζει να μας προετοιμάζει για κάτι τέτοιο, όπως και τα κινήματα
Black Lives Matter στην Αμερική ή υπέρ του δικαιώματος των εκτρώσεων στην
Πολωνία. Είναι έτσι;
Όσα ζήσαμε το 2012 αποτελούν ορόσημο. Και η μετριοπαθής
διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανάτρεψε πολλά από αυτά τα συναισθήματα. Όπως και να
έχει, στην περίπτωση του Μπάιντεν, ξέρουμε ποιος είναι αυτός που εξελέγη. Και
δεν είναι ο Τσίπρας του 2012. Ακόμα και αν ο Μπάιντεν έφερνε νέο συνδικαλιστικό
νόμο ή την Πράσινη Νέα Συμφωνία δεν θα περνούσαν από το Κογκρέσο. Η καθολική
ασφάλιση δεν είναι στην ατζέντα αυτής της διακυβέρνησης. Επομένως, δεν είναι
αυτός ο δρόμος της ανατροπής. Θεωρώ, ωστόσο, ότι έχεις δίκιο πως πρέπει να
αφουγκραστούμε τα κινήματα και πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε γιατί νέοι
σοσιαλιστές συνέρρευσαν στο πλευρό του Σάντερς, έγιναν μέλη του DSA και
διαμόρφωσαν ένα δημοφιλές, προοδευτικό πρόγραμμα. Πρέπει να ασκηθεί όση
περισσότερη πίεση γίνεται στη νέα διακυβέρνηση και στο εσωτερικό του κόμματος
των Δημοκρατικών. Είναι πολύ σημαντικό όσοι εκλέχτηκαν και προέρχονται από την
Αριστερά να μην απορροφηθούν από τη δίνη των Δημοκρατικών και να συνεχίσουν να
εκπροσωπούν τους ψηφοφόρους τους· αυτούς που είναι από την πλευρά της
υπεράσπισης του περιβάλλοντος, του φεμινισμού, του αντιφασισμού, ώστε να
συμπαρασύρουν και άλλους στο ρεύμα του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε
πολύ προσεκτικοί στην ανάλυσή μας.
Συμφωνώ. Επιμένω ωστόσο πως είναι η στιγμή των κινημάτων,
ύστερα από την τρομακτική αύξηση των ανέργων, τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων
της κοινωνίας, τη διακινδύνευση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που
προκαλεί η πανδημία. Και θα πρέπει να είναι μέλημα όσων αυτοπροσδιοριζόμαστε ως
αριστεροί αυτός ο απογοητευμένος και οργισμένος κόσμος να στραφεί προς τα
αριστερά, διαφορετικά θα δούμε την ακροδεξιά να σαρώνει κάθε γωνιά του πλανήτη.
Συμφωνώ και γι’ αυτό πρέπει να αντιστραφούν και οι
ισορροπίες εντός του Δημοκρατικού κόμματος, που τώρα κυριαρχείται από τους
πολιτικούς καριέρας. Θα πρέπει να γίνει πιο ριζοσπαστικό, να βοηθήσει τον κόσμο
που επλήγη από την πολιτική του Τραμπ να σταθεί ξανά στα πόδια του, να μην
χαριστεί κανένας στην άλλη πλευρά. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι αυτοί οι πραγματιστές
πολιτικοί θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα νέα κοινωνικά
προβλήματα με ένα συμβιβαστικό τρόπο που θα αναπαράγει τους κοινωνικούς
αυτοματισμούς που φοβόμαστε. Παρασκηνιακά, θα προσπαθήσουν να αλλάξουν ορισμένους
νόμους προς όφελος των εργατών, ενδεχομένως αρκετούς περιβαλλοντικούς νόμους
και όλα αυτά είναι καλά, αλλά η κεντρική κατεύθυνση της διακυβέρνησης θα είναι
όπως αυτή που είδαμε στη θητεία του Ομπάμα. Και αυτή η πολιτική δημιουργεί χώρο
για την Αριστερά να δράσει, κάτι που δεν θα γινόταν αν επανεκλεγόταν ο Τραμπ,
και επομένως είμαι και εγώ αισιόδοξος. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, αλλά
αυτό είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο, ακόμα και αν δεν δούμε να υλοποιούνται
προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Ο Λίο Πάνιτς είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο
Πανεπιστήμιο του Γιορκ στον Καναδά και συν-εκδότης του εμβληματικού μαρξιστικού
περιοδικού Socialist Register.
Διεθνή
Παναγιώτης Κουστένης: «ΗΠΑ, απολύτως διχοτομημένο το
εκλογικό σώμα»
Ιωάννα Δρόσου |
15 Νοεμβρίου, 2020
Ο εξειδικευμένος στις αμερικάνικες εκλογές διδάκτορας
Πολιτικής Επιστήμης Παναγιώτης Κουστένης αναλύει την εκλογική συμπεριφορά των
ψηφοφόρων και αποτιμά το αποτέλεσμα και τους παράγοντες που το επηρέασαν τους
τελευταίους προεκλογικούς μήνες.
Η αμερικάνικη κοινωνία βγαίνει διχασμένη από τις εκλογές. Τι
έδειξε η κάλπη, προς τα που κινείται;
Αυτή είναι η εικόνα που επικρατεί, αρχικά πολιτικά αλλά και
κατεξοχήν εκλογικά. Μία χώρα ισομοιρασμένη σχεδόν μεταξύ των δύο αντιπάλων,
τόσο αριθμητικά σε ψήφους όσο και γεωγραφικά, με το χάσμα ακτών-ενδοχώρας να
επιβεβαιώνεται στο έπακρο, όπως και η εντυπωσιακά ενεργή ακόμα διαφοροποίηση
πόλης-υπαίθρου, που σαφώς αντανακλά στους εσωτερικούς της ιδεολογικούς και
πολιτισμικούς διαχωρισμούς. Διχασμένη δε και κοινωνιολογικά, με ένα απολύτως
διχοτομημένο εκλογικό σώμα, που παρουσιάζει εντελώς συμμετρικές πλειοψηφίες σε
κάθε μια από τις βασικές δημογραφικές-κοινωνιολογικές μεταβλητές.
Θα μπορούσες να μας περιγράψεις πώς ψήφισαν οι Αμερικανοί;
Γενικότερα, η ανάλυση της ψήφου της πρόσφατης αναμέτρησης
αναπαράγει χάσματα που ήδη είχαν καταγραφεί διογκωμένα και στην προηγούμενη.
Συγκεκριμένα, οι Δημοκρατικοί στο πρόσωπο του Τζο Μπάιντεν διατήρησαν, και σε
κάποιες περιπτώσεις επέκτειναν, την κυριαρχία τους στις γυναίκες, στις
μειονότητες, στους μη προτεστάντες στο θρήσκευμα, στις πιο νεαρές ηλικίες,
στους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου. Αντιστρόφως, οι Ρεπουμπλικάνοι με τον
Ντ. Τραμπ διατήρησαν την απόλυτη πλειοψηφία στους άνδρες, στους λευκούς, στους
προτεστάντες, στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους μη έχοντες ολοκληρωμένη
πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Μια κρίσιμη μεταβολή που καταγράφηκε ήταν στην
διαστρωμάτωση της ψήφου ανά κλίμακα εισοδήματος, η οποία παλαιότερα αποτελούσε
μεν το κεντρικό στοιχείο του εκλογικού ανταγωνισμού, αλλά το 2016 η σημασία και
η έκτασή της αποδείχθηκε περιορισμένη, λόγω της διείσδυσης του Τραμπ στους
ψηφοφόρους χαμηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών και κυρίως λόγω της αισθητής
υποχώρησης της επιρροής των Δημοκρατικών σε αυτούς. Αντιστρόφως αυτή τη φορά, ο
Τραμπ αύξησε κυρίως τα ποσοστά του στα υψηλά εισοδήματα, όπου ο Μπάιντεν
παρουσίασε μειωμένη απήχηση, αλλά ανασυγκρότησε την εκλογική βάση του κόμματός
του στα χαμηλότερα. Η κυριότερη, ωστόσο, μεταβολή παρατηρήθηκε στα μεσαία
εισοδηματικά στρώματα, όπου το προβάδισμα του Τραμπ κατά 3 μονάδες το 2016 τώρα
αντιστράφηκε πλήρως, σε μια ευρεία υπεροχή του Μπάιντεν με 15%. Η μεταβολή αυτή
υπήρξε κομβική για το αποτέλεσμα των εκλογών. Επίσης μια άλλη σημαντική
μεταβολή, που ως τώρα δεν έχει επισημανθεί ιδιαίτερα, αφορά την ψήφο των
καθολικών, οι οποίοι αντιστοιχούν περίπου στο 25% του εκλογικού σώματος. Το
2016, ο Ντ. Τραμπ είχε πετύχει στην συγκεκριμένη ομάδα μια σπάνια πλειοψηφία
(52%-45%) για τα δεδομένα ενός Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου. Αντιστρόφως τώρα
επικράτησε ο - επίσης καθολικός στο θρήσκευμα - Τζο Μπάιντεν (51%-47%). Η
αλλαγή αυτή αρκεί αριθμητικά από μόνη της για να ερμηνεύσει το τελικό
αποτέλεσμα. Τέλος, παρά τις προσδοκίες για το εκλογικό αντίκρισμα του κινήματος
Βlack Lives Matter, ο Μπάιντεν δεν φαίνεται να βγήκε ενισχυμένος συγκριτικά με
το 2016 από την ψήφο των μειονοτήτων και ιδιαίτερα των μαύρων, οι οποίοι
αντίθετα αύξησαν ελαφρώς τα ποσοστά τους στον Τραμπ (12% από 8% το 2016).
Γενικότερα, ο Μπάιντεν ενισχύθηκε αποκλειστικά σχεδόν από την ψήφο των λευκών
(42% από 37% το 2016), παρότι στην πλειοψηφία τους εξακολουθεί να κυριαρχεί ο Ρεπουμπλικάνος
υποψήφιος (57%).
Το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ απέτυχε; Αποδείχτηκε μη
δημοκρατικό το σύστημα του κολεγίου των εκλεκτόρων;
Είναι ένα εκλογικό σύστημα που κινείται σε εντελώς
διαφορετικό πνεύμα. Η εκλογή του προέδρου στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με άλλες
προεδρικές ή ημιπροεδρικές δημοκρατίες, δεν είναι άμεση αλλά έμμεση. Η εκλογή
δηλαδή δεν γίνεται απευθείας από τον λαό, αλλά από τους εκλέκτορες που
αναδεικνύονται στις εκλογές. Κύριος σκοπός του συστήματος αυτού άλλωστε δεν
είναι τόσο η πιστή τήρηση των εκλογικών συσχετισμών, όσο κυρίως των
γεωγραφικών, μεταξύ των διαφόρων πολιτειών. Η λογική είναι ότι πρόεδρος δεν
εκλέγεται απαραίτητα εκείνος τον οποίο θέλει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, αλλά η
πλειοψηφία των πολιτειών, ανάλογα βέβαια με την πληθυσμιακή βαρύτητα καθεμιάς.
Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι για την ανάδειξη των εκλεκτόρων
χρησιμοποιείται το απλό πλειοψηφικό, όπου σε κάθε πολιτεία ο υποψήφιος που
παίρνει τις περισσότερες ψήφους, ανεξαρτήτως εθνικού ποσοστού, κερδίζει και το
σύνολο των εκλεκτόρων. Αυτός ο μηχανισμός θεωρείται σχεδόν αυτονόητος και
«φυσιολογικός» στην αγγλοσαξονική παράδοση, αλλά ενέχει τον κίνδυνο της
αντιστροφής της λαϊκής ψήφου, του παραδόξου δηλαδή της μετατροπής της
μειοψηφίας σε πλειοψηφία, όπως συνέβη το 2000 ή το 2016. Στις ΗΠΑ ένα τέτοιο
ενδεχόμενο είναι θεωρητικά πιο πιθανό να συμβεί, λόγω της εκλογικής γεωμετρίας,
αφού η εκλογή των εκλεκτόρων δεν γίνεται σε πολυάριθμες μικρές εκλογικές
περιφέρειες (όπως στην Αγγλία), αλλά στις 50 πολιτείες. Μπορεί πράγματι να συμβεί,
όταν η εκλογική πλειοψηφία έχει τις δυνάμεις της περισσότερο συγκεντρωμένες σε
συγκεκριμένες περιοχές, με αποτέλεσμα οι κατά τόπους πλεονάζουσες ψήφοι της να
είναι ουσιαστικά άνευ σημασίας, ενώ η μειοψηφία είναι περισσότερο διασπαρμένη
γεωγραφικά, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει περισσότερες τοπικές, έστω και
οριακές, πρωτιές. Για παράδειγμα το 2016, ο Τραμπ με 3 εκατομμύρια λιγότερες
ψήφους στο σύνολο της χώρας πλειοψήφησε σε 30 πολιτείες, αθροιστικά 306
εκλεκτόρων, με συνολικό ποσοστό 53% έναντι 42% της Χ. Κλίντον, ενώ εκείνη σε
20, με 56%-37% και άθροισμα 232 εκλέκτορες.
Η νίκη του Μπάινεν, από όταν ξέσπασε η πανδημία, φαινόταν
αρχικά σίγουρη. Πώς έφτασε να είναι ντέρμπι η ψηφοφορία;
Πράγματι, ο Τραμπ μέχρι τον Μάρτιο έδειχνε φαβορί για την
επανεκλογή του, λόγω των θετικών αποτελεσμάτων της προεδρίας του στον τομέα της
οικονομίας αλλά και της ανεργίας. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτό ερμηνεύει και το
γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπήκαν στη διαδικασία να τον αντιμετωπίσουν με
κάποιον πιο δυναμικό υποψήφιο από το Τζο Μπάιντεν, ίσως από τη νεότερη γενιά.
Τα δεδομένα ωστόσο άλλαξαν με το ξέσπασμα της πανδημία και
τη φυλετική κρίση που προξένησε η δολοφονία του Τζ. Φλόιντ τον Μάιο, με τη
δημιουργία ενός γενικευμένου και συνεχώς διογκούμενου κλίματος εναντίον του.
Παρόλα αυτά, η εκλογική βάση του απερχόμενου προέδρου αποδείχθηκε εξαιρετικά
συμπαγής, ενώ η διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική ένταση φαίνεται ότι ενεργοποίησε
τα συντηρητικά της αντανακλαστικά, δημιουργώντας συνθήκες συσπείρωσής της,
φτάνοντας τελικά το 47% στην κάλπη. Ακριβώς όμως σε αυτό το πολωμένο κλίμα (που
προκύπτει και από τον διχασμό που περιγράψαμε) οφείλεται και η τελική εκτίναξη
της συμμετοχής, σε συνδυασμό και με την πρόωρη ψηφοφορία, λόγω και των
αντικειμενικών υγειονομικών συνθηκών που επέβαλε ο Covid-19. Ενδεχομένως χωρίς
αυτή την αυξημένη συμμετοχή, το αποτέλεσμα να ήταν εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο
και πάλι, η διαφορά του 4% περίπου που εξασφαλίζει ο Μπάιντεν δεν κατέστησε τη
νίκη του ιδιαίτερα ασφαλή. Εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας της εκλογικής
γεωγραφίας και του εκλογικού συστήματος που συζητάγαμε προηγουμένως. Η αισθητή
υποχώρηση της δύναμης των Δημοκρατικών σε συγκεκριμένες περιοχές (ειδικά π.χ.
στη βιομηχανική ζώνη των Μεσοδυτικών πολιτειών), που είχε παρατηρηθεί έντονα
μετά το 2012, δεν φάνηκε να αποκαθίσταται. Με αποτέλεσμα, ακόμα και μετά την
εκλογική ενίσχυση του Μπάιντεν, ο Τραμπ οριακά να χάνει τις κρίσιμες πολιτείες.
Πράγματι, αν η τελική διαφορά ήταν κατά 1% μικρότερη, σε τέσσερις πολιτείες
συνολικά (Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν, Τζόρτζια, Αριζόνα), ο Τραμπ θα ξανακέρδιζε
και θα επανεκλεγόταν.
No comments:
Post a Comment