Tuesday, October 20, 2020

Επαναστατική Βία και Δημοκρατία στην Ιστορική Κοινωνιολογία (της Αννας Κουμανταράκη)

Επαναστατική Βία και Δημοκρατία στην Ιστορική Κοινωνιολογία Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στις ερμηνείες της επαναστατικής ανατροπής και της δημοκρατίας ως ταξικής συμφιλίωσης στην ιστορική κοινωνιολογία. Στο άρθρο αυτό αναφερόμαστε ειδικά σε ερμηνείες για τα δύο αυτά ζητήματα από ορισμένους από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της Αμερικανικής ιστορικής κοινωνιολογίας. Η επιλογή των συγκεκριμένων συγγραφέων αυτών έγινε στη βάση της προτίμησης τους στον συνδυασμό της εμπειρικής έρευνας με την κοινωνική θεωρία ως εργαλεία κοινωνιολογικής ανάλυσης. Ο στόχος του άρθρου είναι να δείξει σε ποιο βαθμό ο συνδυασμός αυτός καταφέρνει να ευδοκιμήσει και να δώσει ενδιαφέροντα και χρήσιμα συμπεράσματα που μπορούν να διαφωτίσουν την ιστορική εξέλιξη συγκεκριμένων κοινωνιών. Παρουσιάζουν τη σχέση της κοινωνικής δομής με τον κοινωνικό δρώντα και θέτουν το ζήτημα της εξήγησης της ιστορικής εξέλιξης. Οι ιστορικοί κοινωνιολόγοι όπως όλοι οι συνάδελφοι τους ενδιαφέρονται για την κοινωνική συνοχή. Πιο συγκεκριμένα γράφουν για την διατήρηση της κοινωνίας παρά τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που εμφανίζονται σε αυτήν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αποδέχονται τους κοινωνικούς κανόνες που στηρίζουν την συνοχή αυτή πάντοτε ως ηθικά σωστούς. Έτσι οι κοινωνικοί κανόνες αναλύονται κριτικά από τους ιστορικούς κοινωνιολόγους που γι΄ αυτό τον λόγο έχουν βρεθεί πολλές φορές από την πλευρά των ηττημένων της ιστορίας και της κοινωνίας. Όροι όπως παρίες μειονότητες εθνικές διαφορές και ταξικές συγκρούσεις επαναστάσεις και εμφύλιοι πόλεμοι είναι μερικοί από τους όρους βάσει των οποίων οι ιστορικοί κοινωνιολόγοι προσδιορίζουν το ερευνητικό τους πεδίο. Εισαγωγή: Μεθοδολογικά ζητήματα της ανάλυσης του ιστορικού παρελθόντος Το ζήτημα του χρόνου και της ιστορικής αλλαγής υποβάλλει τον ερευνητή στο κύριο ερώτημα της σχέσης του ιστορικού παρελθόντος από το ιστορικό παρόν. Ο Norbert Elias μας διδάσκει ότι είναι λάθος να βλέπουμε το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σαν κάτι αυτόνομο από τις χρονομετρικές μονάδες του έτους του μήνα και των ημερών. Αναζητώντας την σχέση μεταξύ παρελθόντος παρόντος και μέλλοντος μπορεί να βρεθούμε σε μία σύγχυση αν δεν έχουμε υπ΄ όψη μας τις χρονομετρικές μονάδες. Το σωστό σύμφωνα με την αντίληψη του Elias είναι να εξετάσουμε τα γεγονότα στην αυστηρή τους χρονομετρική συνέχεια προσπαθώντας κατόπιν της ανάλυσης αυτής να βρούμε την αλληλοεπίδραση τους (Elias: 2004: 99). Η τελευταία εξάλλου εξαρτάται πολύ περισσότερο από την κυρίαρχη κοινωνική δομή που κατευθύνει τον κοινωνικό δρώντα παρά τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις του σε μία κατεύθυνση όπου η επιβολή της κοινωνικής και ταυτόχρονα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας είναι σε μεγάλο βαθμό απόλυτη. Επαναστατικές ανατροπές μπορούν βέβαια να συμβούν αλλά τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα πολύ -συγκεκριμένων συγκυριών όπου πάλι η υπεροχή της δομής σε σχέση με τον δρώντα παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη. Επιστημολογικά προβλήματα της ιστορικής κοινωνιολογίας Για την Τheda Scocpol η κοινωνιολογία ήταν ανέκαθεν επιχείρημα ιστορικό. Όμως όσο ριζωμένη και αν έμεινε η αντίληψη αυτή στο έργο των θεμελιωτών της, η κοινωνιολογία όταν θεσμοθετήθηκε σαν ακαδημαϊκός κλάδος στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, απώλεσε εν μέρει τον ιστορικό προσανατολισμό της. Στο κοινωνικό σύστημα ο Parsons επεξεργάστηκε ένα θεωρητικό οικοδόμημα προσηλωμένο κατεξοχήν στις κοινωνικές ισορροπίες που περιείχε απλώς περιστασιακές αναφορές στα φαινόμενα της κοινωνικής μεταβολής (Theda Scocpol 1999: 20 -21). Ωστόσο αν και ο ίδιος ήταν μεγάλος θεωρητικός και ο δομολειτουργισμός υπερβολικά φιλόδοξη κοσμοθεώρηση και λόγια αντίληψη, δεν αντιμετώπισε ζητήματα κοινωνικού μετασχηματισμού. Το σχήμα του Parsons περιέχει την έννοια του μετασχηματισμού όχι ως ριζική αλλαγή αλλά ως συνέχεια. Τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν παρουσιάζονται ως προκλήσεις στην καθεστηκυία τάξη, αλλά ως αφορμές για μία αρμονικότερη διαχείριση της κοινωνίας. Λείπει το στοιχείο της σύγκρουσης και της αντιπαλότητας των συμφερόντων. Επίσης, ενώ η ανάλυσή του μένει τυφλή στην κοινωνική μεταβολή, η κοινωνική εξέλιξη αναλύεται ως ένα κυκλικά οργανωμένο σύστημα το οποίο παραμένει σταθερό και κινείται σε ένα αέναο κύκλο γύρω από τον εαυτό του. Στην κοινωνιολογία του Parsons δεν υπάρχει ο άλλος ως εχθρός αλλά η ύπαρξή του αγνοείται. Η εξέλιξη ταυτίζεται με την πρόοδο η οποία δεν μπορεί παρά να είναι ανοδική. Την ανιστορικότητα της "μεγάλης θεωρίας" και του "αφηρημένου εμπειρισμού" θρήνησε ο C. Wright Mills στην παθιασμένη Κοινωνιολογική Φαντασία, όπου κατέγραψε τη διαφωνία του με τις κατεστημένες τάσεις της αμερικανικής κοινωνιολογίας της δεκαετίας του '50. Ο Mills προσπαθεί να καταδείξει τη σημασία της ιστορικής έρευνας για την κοινωνιολογία. Η ιστορική προσέγγιση είναι απαραίτητη σε μία κοινωνιολογία που προσπαθεί να ερμηνεύσει την κοινωνία σαν μία σύγκρουση κοινωνικών φορέων και ιδεολογικών σχημάτων. Η ιστορική έρευνα κάνει την ποιοτική διαφορά σε μία κοινωνιολογία που δεν περιγράφει απλώς αλλά επίσης κρίνει τα γεγονότα. Ο Mills επικρίνει τη μεγάλη θεωρία και την κοινωνιολογική εμπειρική έρευνα ότι αγνοούν την ιστορικότητα των κοινωνιών με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δείξουν σε όλη τους τη δυναμική τις συγκρούσεις και τις αντιπαλότητες μέσα στις κοινωνίες αυτές. Αντίθετα πιστεύει ότι η ιστορικότητα αποτελεί αναγκαία διάσταση της κοινωνιολογικής έρευνας που σέβεται το όνομα της. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η διάσταση της ιστορικότητας δεν υπάρχει στην έρευνα, η κοινωνιολογία μετατρέπεται σε όργανο νομιμοποίησης της γραφειοκρατικής σύγχρονης κοινωνίας όπου οι κοινωνιολόγοι περιγράφουν επιλεκτικά τα γεγονότα και τα φαινόμενα μέσα σε μία προσπάθεια να νομιμοποιήσουν τις κατεστημένες σχέσεις πολιτικής εξουσίας. Για να μπορεί η κοινωνιολογία να κρίνει την πολιτική εξουσία πρέπει να μπορεί να διερευνήσει τις γενεσιουργές της αιτίες. Ο Mills ταυτίζει την εξουσία με την πολιτική ενώ από την ανάλυσή του λείπει η αναφορά στα οικονομικά συμφέροντα και τις ταξικές συγκρούσεις. Αν και αναφέρεται με θετικό τρόπο στο ιστορικό έργο του Κάρλ Μαρξ, εφάμιλλο σεβασμό φανερώνει απέναντι και στο έργο του Μαξ Βέμπερ χωρίς να αναλύει τις μεταξύ των θεωρητικές διαφορές. Επίσης αναφέρεται στο έργο του Καρλ Μανχάιμ με τις ιδέες του οποίου η "Κοινωνιολογική Φαντασία" φαίνεται να συμφωνεί. Η έλλειψη διεξοδικών αναφορών σε ταξικές συγκρούσεις δεν σημαίνει ότι ο Mills δεν είναι γνώστης αυτών των συγκρούσεων. Απλά δεν ασχολείται ειδικά με αυτές. Τούτο φαίνεται από τον τρόπο που μιλάει για τη δημοκρατία: Η δική μου άποψη για τον πολιτικό ρόλο της κοινωνιολογίας - ποιος θα μπορούσε να ναι ο ρόλος, πως θα μπορούσε να ασκηθεί και πόσο αποτελεσματικά - είναι πως η σημασία του ρόλου αυτού βρίσκεται σε πλήρη αναλογία με την επικράτηση της δημοκρατίας. Όταν αναλαμβάνουμε αυτόν τον τρίτο, τον αυτόνομο ρόλο της λογικής προσπαθούμε να ενεργήσουμε με ένα τρόπο δημοκρατικό σε μία κοινωνία που δεν είναι δημοκρατική. Δρούμε ωστόσο "ως εάν" να ζούσαμε σε μία απόλυτα δημοκρατική κοινωνία, και δρώντας έτσι τείνουμε να εξαλείψουμε αυτό το "ως εάν" (C. Wright Mills1985:299). H αναφορά στο "ως εάν" υποδεικνύει διάθεση μερικής συμφιλίωσης με την ανισότητα χωρίς να προσδιορίζεται ο χαρακτήρας της. ενώ παρά την εμμονή του συγγραφέα στις συγκρούσεις ως κοινωνιολογικό αντικείμενο εμφανίζεται εδώ να πιστεύει ότι εφ' όσον υπάρχει ο "αυτόνομος ρόλος της λογικής" μπορούν αυτές οι συγκρούσεις να εξαλειφθούν και να οδηγηθούμε σε μία πραγματικά δημοκρατική κοινωνία. Μήπως όμως με αυτό τον τρόπο η μεγάλη θεωρία που βλέπει τη σύγκρουση σαν ένα στάδιο πριν την ισορροπία ξαναγυρίζει στη σκέψη του Mills από την πίσω πόρτα; Εδώ το ζήτημα που πρέπει να αναλυθεί είναι ποιες είναι οι αντικειμενικές ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες η δημοκρατία, που εδώ ταυτίζεται με την συμφιλίωση, πραγματώνεται. Ιστορική Κοινωνιολογία και εμπειρική έρευνα O Barrington Moore φαίνεται να ακολουθεί τις επιστημολογικές επιταγές του C. Wright Mills για την ιστορική κοινωνιολογία και προσπαθεί ακολουθώντας τις να διερευνήσει τις κοινωνικές συγκυρίες που οδηγούν είτε στη δημοκρατία είτε στη δικτατορία. Το ερευνητικό του υλικό δε στηρίζεται στις πεπατημένες μεθόδους της κοινωνιολογικής εμπειρικής έρευνας δηλαδή συγκέντρωση στατιστικών ερωτηματολογίων και χρησιμοποίηση ποσοτικών μεθόδων. Αντίθετα, στηρίζεται στην αυτοβιογραφία και την ανάλυση κειμένων που έχουν περισσότερη σχέση με την λογοτεχνία παρά με την εμπειρική κοινωνιολογική έρευνα. Η μεθοδολογική επομένως πρόταση του C. Wright Mills που επικεντρώνεται στη λογοτεχνία και την βιογραφία σαν εναλλακτικές μεθόδους έρευνας που μπορούν να αναδείξουν την ιστορικότητα της κοινωνίας, σε αυτή την περίπτωση εισακούεται. Στο έργο του Moore "Injustice", ο συγγραφέας παρουσιάζει εκ βαθέων συνεντεύξεις-απολογισμούς ζωής Γερμανών εργατών κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Στόχος είναι να δειχθεί πως οι εργάτες αυτοί βιώνουν την εκμετάλλευση και την αδικία που υφίστανται από το κοινωνικοοικονομικό σύστημα·αλλά και ο τρόπος που καταλήγουν να προσαρμόζονται σε αυτήν και ο χρόνος που εξεγείρονται. Στόχος του Moore είναι να αναλύσει/ περιγράψει γλαφυρά τα ξεσπάσματα ηθικού θυμού (moral outrage) των εργατών αυτών. Οι εργάτες περιγράφουν τη ζωή τους, την σχέση με τα αφεντικά τους και τα μέλη των ανώτερων τάξεων. Ο συγγραφέας ελέγχει τους λόγους που οδηγούν τους εργάτες είτε στην εξέγερση είτε στην υποταγή. Συγκρίνει την εργατική τάξη τόσο στη Γερμανία όσο και στη Ρωσία και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ενώ στην περίπτωση της Ρωσίας η εξέγερση ήταν μαζική και ανέτρεψε το καθεστώς, στη Γερμανία δεν ήταν και η χώρα οδηγήθηκε στο ναζισμό. Κοινό σημείο εκκίνησης και τον δύο εξεγέρσεων είναι η σχέση της επαναστημένης εργατικής τάξης με τον εθνικισμό. Ενώ στην περίπτωση της Ρωσίας οι εργάτες από το 1905 έχουν υποστεί την πτώση της πίστης τους στο πρόσωπο του Τσάρου ως πατέρα του ρωσικού έθνους, γεγονός που κάνει την εξέγερση εναντίον του πιο εύκολη υπόθεση το 1917, οι Γερμανοί εργάτες παραμένουν και μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου δέσμιοι της εθνικής ιδεολογίας και επομένως εγκλωβισμένοι στην υποταγή τους στην εθνική κυβέρνηση. Ο γερμανικός εθνικισμός που τραυματίζεται από την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο κάνει πιο δύσκολη την αποσκίρτηση σε σοσιαλιστικές ιδέες. Κατά την γνώμη μου, ο Moore στο έργο αυτό προσπαθεί να δείξει τους τρόπους μέσα από τους οποίους το άτομο στην καπιταλιστική κοινωνία προσπαθεί να επιβιώσει αλλά και να αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας τις ατομικές του δυνάμεις/ αντέξει την κοινωνική αδικία. Οι τρόποι αυτοί βρίσκονται σε αντίθεση με αυτά που συμβαίνουν στις μη καπιταλιστικές ασιατικού τύπου κοινωνίες, οι οποίες λόγω του πολιτικού τους συστήματος και των σχέσεων εξουσίας που επικρατούν στην κοινωνία οδηγούν στην εξαφάνιση της αυτονομίας της προσωπικότητας του αδικούμενου. Το πρόβλημα του πολιτισμού από επιστημολογική σκοπιά Στο έργο "Κοινωνικές Ρίζες της Δημοκρατίας και της Δικτατορίας", το πολιτικό πρόβλημα συνδυάζεται με ευρύτερες μεταβολές που έχουν σχέση όχι μόνο με σχέσεις εξουσίας αλλά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα της Δύσης και την Ανατολής. Στο έργο αυτό η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στη Δύση εμφανίζεται σαν μία αργή και επώδυνη διαδικασία με πολλά επιμέρους στάδια που όμως σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μία πραγματική παραχώρηση της άρχουσα τάξης προς τις κυριαρχούμενες. Σε όλες τις περιπτώσεις οι παραχωρήσεις αυτές στηρίζονται όχι μόνο σε πολιτικούς αγώνες αλλά στο συγκεκριμένο πολιτισμό που κυριαρχεί. Έχουμε λοιπόν αξίες οι οποίες ενώ είναι κοινές σε Δύση και Ανατολή οι οποίες έχουν όμως μια διαφορετική ιστορική εξέλιξη. Οι αξίες αυτές είναι ο σεβασμός στην κοινωνική ιεραρχία και συγχρόνως η προστασία του κοινωνικά αδύνατου από τον κοινωνικά ισχυρό. Ενώ στη Δύση αυτές οι αξίες παρέμειναν ανέγγιχτές και διατήρησαν την κυριαρχία τους παρά την κοινωνική μεταβολή, στην Ανατολή αυτό δεν συνέβη αλλά αντίθετα αυτοί που στην παλαιότερη εποχή χρησιμοποιούσαν τη δύναμή τους για να προστατεύουν τους αδύνατους μετατράπηκαν στο τέλος σε εχθρούς της περιουσίας και της ζωής τους. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στις Δυτικές και Ασιατικές κοινωνίες αποτέλεσε το αίτιο της διαφορετικής πολιτικής εξέλιξης στις κοινωνίες αυτές. Ενώ στις Δυτικές κοινωνίες εγκαθιδρύθηκαν δημοκρατικά πολιτικά καθεστώτα, στις Ασιατικές κοινωνίες εγκαθιδρύθηκαν δικτατορικά. Η Γαλλική Επανάσταση αυτή τη σημασία έχει άλλωστε: είναι η καταλυτική σύγκρουση μεταξύ ισχυρών και αδύναμων η οποία αν και δεν εξοβελίζει την κοινωνική ανισότητα, αποτελεί όμως το πρώτο μεγάλο άνοιγμα του πολιτικού συστήματος στους κοινωνικά και οικονομικά αδύνατους. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα πολιτικά ανοίγματα στις λαϊκές τάξεις θα συνεχισθούν στην Ευρώπη και θα πάρουν την μορφή της επέκτασης του δικαιώματος ψήφου στην εργατική τάξη που σημαίνει πολιτική αλλά όχι κοινωνική ισότητα. Ο Barrington Moore κατασκευάζει λοιπόν μία κοινωνική ανάλυση που εξηγεί μεγάλες ιστορικοοικονομικές αλλαγές στηριγμένος στις πολιτιστικές και όχι οικονομικές διαφορές ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Ο Moore εξετάζει τον τρόπο που ο καπιταλισμός διαβρώνει τις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες σε Ανατολή και Δύση. Στη συνέχεια αναδεικνύει τις διαφορές ανάμεσά τους. Τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία η εμφάνιση μιας ισχυρής τάξης εμπόρων και βιομηχάνων συνετέλεσε στην αλλαγή της δομής της αγροτικής κοινωνίας. Στην Αγγλία οι γαιοκτήμονες μετατράπηκαν σε καπιταλιστές ενώ στη Γαλλία μετατράπηκαν σε μία παρασιτική κοινωνική τάξη που συνέχισε όσο μπορούσε να κυριαρχεί λόγω της προνομιακής θέσης που της εξασφάλιζε η γαλλική μοναρχία. Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε την απελευθέρωση μεγάλων αγροτικών μαζών από τα δεσμά της φεουδαρχίας. Στην περίπτωση της Αγγλίας, οι νόμοι για τις περιφράξεις των φεουδαρχικών κτημάτων εξανάγκασαν πολλούς αγρότες να εγκαταλείψουν τη γη και να αναζητήσουν εργασία την βιομηχανία. Η διαδικασία αυτή ήταν ιδιαίτερα βίαιη και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του αγγλικού βιομηχανικού προλεταριάτου και την συνακόλουθη εμφάνιση του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο Μoore τονίζει το γεγονός ότι το συνδικαλιστικό κίνημα των εργατών έμεινε υποταγμένο στο αγγλικό κράτος και όσες προσπάθειες έγιναν για τη βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης από την πλευρά των Χαρτιστών δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Η αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος που προκαλούσε στην εργατική τάξη η βιομηχανική επανάσταση έγινε από την πλευρά της άρχουσας τάξης με τη χρησιμοποίηση της φιλανθρωπίας. Στη Γαλλία η πολιτική αλλαγή έλαβε ένα πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Οι επαναστημένοι αγρότες και μικροαστοί των πόλεων διεκδίκησαν την αναδιανομή της γης και τον έλεγχο του υπέρμετρου πλουτισμού των μεγαλοαστών. Αν και οι προσπάθειές τους απέτυχαν, ο συγγραφέας αναφέρεται ειδικά στον Μπαμπέφ και το κίνημα των Σκαφτιάδων στην Αγγλία. Το κίνημά τους άνοιξε μία προοπτική για μία δικαιότερη κοινωνία. Το δημοκρατικό καθεστώς που επικράτησε τελικά τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία ήταν περισσότερο δημιούργημα της κυρίαρχης αστικής τάξης αφού μέσω της καταστολής περιόρισε την πολιτική ισότητα στους λίγους. Παρ' όλα αυτά η παρουσία των ριζοσπαστών επαναστατών συνετέλεσε στο να διανοιχτεί η προοπτική για την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων στις κατώτερες τάξεις. Η σημασία των επαναστάσεων για την συγκρότηση των εθνών Ο όρος "έθνος" που εμφανίζεται στη Γαλλική Επανάσταση αναφέρεται ακριβώς τόσο στην πολιτική όσο και στην κοινωνική χειραφέτηση. Ο Moore σε αυτό το σημείο εμφανίζεται να συμφωνεί με τον Eric Hobsbawm (1994: 132) που θεωρεί ότι η υποστήριξη της εθνικής ιδεολογίας από την πλευρά της εργατικής τάξης στην Ευρώπη συνδέεται άμεσα με την επέκταση του δικαιώματος ψήφους στις τάξεις αυτές. Αυτό που ενδιαφέρει τους φτωχούς αγρότες δεν είναι τόσο η ελευθερία που τους εξασφαλίζει το αστικό καθεστώς όσο η ισότητα που σημαίνει ουσιαστικά αναδιανομή της γης. Το θέμα της επαναστατικής ορμής φέρνει τον δυτικό λόγιο σε μία δύσκολή θέση γιατί ακριβώς η καλή κουβέντα για τον επαναστατικό ριζοσπαστισμό συγκρούεται με βαθιά ριζωμένα πνευματικά αντανακλαστικά. Η πεποίθηση ότι η βαθμιαία και τμηματική μεταρρύθμιση έχει αποδειχτεί ανώτερη από την βίαιη επανάσταση ως τρόπος για την προώθηση της ανθρώπινης ελευθερίας είναι τόσο γενικά παραδεκτή που ακόμα και να αναρωτηθείς αν πράγματι ισχύει φαίνεται παράξενο (Moore 1984: 580). Από την άλλη πλευρά οι δυτικοί διανοούμενοι και ιστορικοί έχουν την τάση να υπερτονίζουν την ανωτερότητα των μηχανισμών καταστολής σε σχέση με επαναστατικές ανατροπές και να περιγράφουν με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια τους τρόπους μέσα από τους οποίους ο κοινωνικός καταναγκασμός καταστρέφει κάθε δυνατότητα για εξέγερση στην πολιτική εξουσία και οικονομική κυριαρχία. Βλέπουμε ιστορικούς κοινωνιολόγους, όπως και ο Norbert Elias, να τονίζουν ότι η κοινωνική ειρήνη δεν αποτελεί το αποτέλεσμα παραχωρήσεων από την πλευρά της αστικής τάξης στις κυριαρχούμενες όσο το επιστέγασμα μίας διαδικασίας προσαρμογής της εργατικής τάξης στις απαιτήσεις εξουσιαστικών μηχανισμών που παίρνουν τη μορφή μιας αυστηρής διαδικασίας "εκπολιτισμού" των λαϊκών τάξεων με την προσαρμογή τους στις ανώτερες πολιτιστικές αξίες της τάξης των ευγενών (Elias: 1997: 85 - 91, 195 - 209). Ακόμα και στην περίπτωση συγγραφέων που ασχολούνται με επαναστατικές εξεγέρσεις, όπως ο Charles Tilly, το επαναστατικό φαινόμενο εξηγείται με ανάλυση των ιστορικών συγκυριών: Οι επαναστάσεις δεν λαμβάνουν χώρα σε κάποια αποκομμένη σφαίρα κρατικής εξουσίας ανεξάρτητης του περιβάλλοντος κοινωνικού οργανισμού. Αντίθετα, οι κοινωνικές διαδικασίες στο περιβάλλον κάποιου κράτους επηρεάζουν βαθύτατα την προοπτική και τον χαρακτήρα της επανάστασης…Έτσι συνεπάγεται ότι ένας εξασθενημένος κρατικός μηχανισμός είναι περισσότερο εκτεθειμένος σε μία επανάσταση παρά ένας ισχυρός. Αν εστιάσουμε την προσοχή σε μεταβολές της δομής τους κράτους, πρέπει συχνά να στραφούμε στην εξέταση των μεταμορφώσεων του κοινωνικού σκηνικού μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται οι κρατικές μεταβολές και οι επαναστάσεις (Tilly 1998: 30-31). Και ο Moore αναδεικνύει τη σημασία του ισχυρού εθνικού κράτους στην εγκαθίδρυση φασιστικού πολιτικού καθεστώτος όπως στην περίπτωση της Ιαπωνίας. Στη χώρα αυτή, όπως και στην Ινδία, η εθνική ιδεολογία αποτέλεσε το συγκολλητικό στοιχείο μίας παραδοσιακής κοινωνίας και μέσο άμυνας εναντίον εκείνων των δυνάμεων που προσπαθούσαν να τις εκσυγχρονίσουν. Η ενίσχυση της εθνικής ιδεολογίας δε συνδέεται εδώ με την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά μάλλον το αντίθετο. Παρά την τυπική αναγνώριση της πολιτικής ισότητας τόσο στην Ινδία όσο και στην Ιαπωνία, η εθνική ιδεολογία βοηθά στις περιπτώσεις αυτές την παραδοσιακή κοινωνία να διατηρήσει τον ιεραρχικό και πατριαρχικό της χαρακτήρα. Ενώ το εθνικό συμφέρον μπορεί να συνδέεται με την βιομηχανική ανάπτυξη και την καπιταλιστική κυριαρχία, το ζητούμενο δεν είναι μία ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση αλλά η διατήρηση φεουδαρχικού τύπου πολιτικών σχέσεων που εξασφαλίζουν την υποταγή των αγροτών και εργατών στην εξουσία του φεουδάρχη καπιταλιστή. Στην περίπτωση της Ινδίας, η εθνική ομοιογένεια δεν μπορεί να εκμηδενίσει τις πολιτισμικές και εθνικές διαφορές μέσα στον πληθυσμό, βάση των οποίων αποτελούν οι κάστες. Η εθνική ιδεολογία είναι λοιπόν στις ανατολικές κοινωνίες μία δύναμη που επιβάλλεται από τα πάνω και επομένως η κυριαρχία της δεν συνδέεται με την ριζοσπαστική δράση κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η διατήρηση φεουδαρχικού τύπου κοινωνικής ιεραρχίας, πίσω από την επίφαση του κοινωνικού μοντερνισμού, στηρίζεται στην προσωπική σχέση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου και σε ένα εκτεταμένο σύστημα κοινωνικού ελέγχου που ασκείται στο επίπεδο της μικρής αγροτικής κοινότητας. Οι απεργίες και οι κάθε μορφής αγωνιστικές διεκδικήσεις αποτελούν απαγορευμένο είδος και θεωρούνται ότι αντιτίθενται στην κοινωνική ειρήνη και προσβάλλουν το πρόσωπο του πατριάρχη. Ο Moore αναφέρεται σε εξεγέρσεις αγροτών στην Ανατολή, τόσο στην Κίνα και στην Ινδία όσο και στην Ιαπωνία, πράγμα που σημαίνει ότι ο φεουδαρχικός δεσμός δεν έγινε αποδεκτός από τους αγρότες αγόγγυστα. Η αποτυχία όμως αυτών των εξεγέρσεων αποδεικνύει την επιτυχία των δεσμών κοινωνικού ελέγχου πάνω στις λαϊκές τάξεις. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ιδιαίτερα την δύναμή τους στην περίπτωση του ιαπωνικού χωριού. Συγκεκριμένα γράφει: Το γιαπωνέζικο χωριό εκδήλωνε μία έντονη απαίτηση για ομοφωνία που θυμίζει το ρωσικό "ζμπόρνοστ". Στις προσωπικές υποθέσεις δινόταν δημόσιος χαρακτήρας για να μην οδηγήσουν σε αποκλίνουσα συμπεριφορά και ιδέες. Εφόσον οποιοδήποτε μυστικό ήταν αυτόματα ύποπτο, κάθε άνθρωπος που είχε να διεκπεραιώσει μια ιδιωτική υπόθεση με κάποιον σε άλλο χωριό υποχρεούνταν συχνά να τη διεκπεραιώνει μέσω του αρχηγού του. Το κουτσομπολιό, η απομόνωση και άλλες σοβαρότερες κυρώσεις, όπως το να μαζεύονται έξω από την πόρτα ενός χωρικού και να χτυπούν τα κατσαρολικά τους όλοι μαζί, ή ακόμα ο εξοστρακισμός (που σήμαινε την αποκοπή του χωρικού από την ανθρώπινη κοινότητα έτσι που γρήγορα να λιμοκτονήσει ή να γίνει παράνομος) όλα βοηθούσαν να δημιουργηθεί μία πειθαρχία πολύ πιο αυστηρή απ' οποιαδήποτε έχουν διεκτραγουδήσει δυτικοί διανοούμενοι. Ο αρχηγός έπρεπε πρώτα να γνωρίσει τη γνώμη της κοινότητας συζητώντας μαζί με τις άλλες ισχυρές προσωπικότητες του χωριού, προτού εκφράσει την δική του γνώμη για οποιοδήποτε σημαντικό θέμα. Οι χωρικοί έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποφύγουν τις ανοιχτές διαφωνίες. (Moore 1984: 308). Στις "Κοινωνικές ρίζες της δικτατορίας και δημοκρατίας" ο Moore χρησιμοποιεί εκτός από ιστορικές μελέτες και εργασίες ανθρωπολόγων που προσπαθούν να αναδείξουν ιδιαίτερα για τις κοινωνίες της Ανατολής τις κοινωνικές σχέσεις στον μικρόκοσμο της αγροτικής κοινότητας. Το γεγονός αυτό του επιτρέπει να εξηγήσει ιεραρχικές σχέσεις βασισμένες στην προσωπική επαφή μελών διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Επίσης, ενώ φαίνεται να είναι σίγουρος ότι δημοκρατία δεν υπάρχει χωρίς μπουρζουαζία (Moore 1984: 483) φαίνεται να θεωρεί τις υπηρεσίες που το δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να προσφέρει στις λαϊκές τάξεις σημαντικά μειωμένες. Έτσι στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών τονίζει ότι ο θεσμός της δουλείας στις Νότιες Πολιτείες ήταν το αποτέλεσμα της δίψας των καπιταλιστών γαιοκτημόνων για περισσότερο κέρδος ενώ θεωρεί ότι αν και οι Μαύροι απελευθερώθηκαν μετά τον Εμφύλιο πόλεμο τα πολιτικά τους δικαιώματα δεν ήταν σε καμία περίπτωση αναγνωρισμένα. Η αγροτική τάξη παρά τον συντηρητισμό της μετατρέπεται σε επαναστατική δύναμη τόσο στη Γαλλία όσο και στην Κίνα και την Ρωσία. Όμως το αποτέλεσμα της επανάστασης και στις τρεις περιπτώσεις είναι η κοινωνική τάξη που εξεγείρεται να μην είναι αυτή που στην πραγματικότητα ωφελείται από την επαναστατική διαδικασία. Από τη δική τους συμβολή όμως στην επανάσταση μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι: οι νερομάνες της ανθρώπινης ελευθερίας δεν υπάρχουν μόνο εκεί που τις είδε ο Μαρξ, στις προσδοκίες των τάξεων που βρίσκονται κοντά στην κατάκτηση της εξουσίας, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο στις επιθανάτιες κραυγές μίας τάξης που από πάνω της πρόκειται να περάσει το κύμα της προόδου. Η εκβιομηχάνιση, έτσι όπως συνεχίζει να απλώνεται μπορεί κάποτε, στο μακρινό μέλλον να σιγάσει για πάντα αυτές τις φωνές και να κάνει το επαναστατικό ριζοσπαστισμό να φαίνεται τόσο αναχρονιστικός όσο η σφηνοειδής γραφή (Moore 1984: 579 - 580). Αντίθετα στην Ιαπωνία και την Ινδία η πατριαρχική εξουσία που δένει τον αγρότη με τον φεουδάρχη παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτη, πράγμα που δε συμβαίνει στις Δυτικές κοινωνίες. Οι πολιτισμικές διαφορές είναι τόσο μεγάλες που η σύγκρουση Δυτικών και Ανατολικών είναι σε πολλά ζητήματα αναπόφευκτη. Το "σάτι", ινδικό έθιμο με το οποίο οι χήρες πρέπει να καίγονται μετά τον θάνατο του συζύγου τους, οδηγεί ένα φημισμένο βρετανό αξιωματικό να παρατηρήσει: "Το δικό μου έθνος έχει και αυτό ένα έθιμο: όταν οι άντρες καίνε ζωντανές τις γυναίκες τους κρεμάμε… Ας εφαρμόσουμε , λοιπόν, όλοι τα εθνικά μας έθιμα" (Moore 1984: 407). Στη περίπτωση της Ινδίας, ο συγγραφέας πιστεύει ότι παρά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας η ινδική κοινωνία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μία κοινωνία παραδοσιακή με ενισχυμένα αντανακλαστικά εναντίον του καπιταλισμού, ενώ η Βρετανική παρουσία δεν μπόρεσε να επηρεάσει ουσιαστικά τη δομή της κοινωνίας. Το εθνικιστικό κίνημα που με τον Γκάντι έδιωξε τους Βρετανούς από τη χώρα προσέφερε τον προοδευτικό ιδεολογικό μανδύα σε μία κοινωνία βαθιά συντηρητική. Ο συγγραφέας δεν πιστεύει ότι μπορούν εξωτερικοί παράγοντες όπως διεθνείς δυνάμεις κατοχής να αλλάξουν ριζικά την κοινωνική δομή μιας κοινωνίας, αντίθετα υποστηρίζει ότι η κοινωνική αλλαγή αν θα συμβεί θα γίνει εκ των έσω. O Moore θεωρεί ότι πολλοί ιστορικοί κάνουν λάθος όταν διακατέχονται από μία νοσταλγία για την παραδοσιακή αγροτική κοινότητα. Τα αισθήματα αυτά συνδυάζονται με αντικαπιταλιστικές απόψεις. Ο καπιταλισμός συνδέεται εδώ με την εκβιομηχάνιση και την έννοια της κοινωνικής μεταβολής που αυτή συνεπάγεται. Η αντίθεση στην τεχνολογική πρόοδο και στην βελτίωση των μεθόδων αγροτικής καλλιέργειας είναι συνυφασμένες με τη θετική αποτίμηση της παραδοσιακής αγροτικής κοινότητας. Η αντικαπιταλιστική ιδεολογία ενώνει την αριστερά με τη δεξιά και αποκαλύπτει τη νέα αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς της διατήρησης της παραδοσιακής αγροτικής κοινότητας και τους οπαδούς της προόδου. Ο συγγραφέας στέκει κριτικά απέναντι στο νοσταλγικό ρομαντισμό τον οποίο αποκαλεί Κατωνισμό από το όνομα του Κάτωνα του πρεσβύτερου, Ρωμαίου γαιοκτήμονα που καλλιεργούσε το λατιφούντιό του χρησιμοποιώντας σκλάβους. Ο Κατωνισμός αποτελείται από σύμπλεγμα ιδεών που αρνούνται την κοινωνική αλλαγή και είναι υπεύθυνος για την στρατιωτική επέκταση που κατάστρεψε την ρωμαϊκή αγροτιά. Στηρίζεται στην υποταγή και την κοινωνική ιεραρχία και παρ' όλη την ρητορική του για τη θερμότητα των συναισθημάτων μεταξύ των μελών της κοινότητας εκφράζει ένα βαθύ φόβο για την ανθρώπινη αγάπη που την θεωρεί σαν μορφή αδυναμίας (Moore 1984: 567). Την ίδια στιγμή ενώ ο Moore υπογραμμίζει την συμβατότητα του καπιταλιστικού συστήματος με την δουλεία υποστηρίζει ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός δύσκολα μπορεί να εγκατασταθεί στην ίδια περιοχή με ένα σύστημα που καταπιέζει την μισθωτή εργασία (στο ίδιο: 569). Σαν μέρος της προσπάθειας τους να καθυποτάξουν τον πληθυσμό οι ανώτερες τάξεις πρέπει να προβάλουν μία αντιορθολογική, αστική, αντιματεριαλιστική και πιο αόριστα αντικαπιταλιστική θεώρηση του κόσμου - μία θεώρηση που αποκλείει κάθε έννοια προόδου (στο ίδιο: 569-570). Ο Moore πιστεύει ότι η επιστροφή στη αγροτική κοινότητα θα ήταν μία πραγματική οπισθοδρόμηση που θα ανέτρεπε εκείνα τα θετικά που οι επαναστάσεις μέσα από τόσο πόνο και αίμα έφεραν στην ανθρωπότητα. Για τον Μoore η αγροτική κοινότητα ήταν άκρως καταπιεστική και εκμεταλλευτική ενώ η κάθε προσπάθεια για την ανατροπή της ακόμα και όταν παίρνει την μορφή δικτατορικού καθεστώτος είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα μπρος. Η ιδέα της επιστροφής στις ρίζες, μία ιδέα που επικροτεί η εθνικιστική ιδεολογία, συνδέεται εδώ με την ρομαντική αναπόληση του παρελθόντος που παρουσιάζεται εξιδανικευμένο από τους ιστορικούς, ενώ οι τυχόν αναφορές σε συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αγροτικής κοινότητας παραλείπονται επιμελώς. Δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να κατηγορήσουμε τον Moore ότι επιθυμεί να ωραιοποιήσει το παρελθόν και να το παρουσιάσει επιλεκτικά. Η μακρόχρονη ενασχόλησή του με την ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών τον οδηγούν στο δυσοίωνο απόφθεγμα ότι η απόλαυση των ανθρώπων να κάνουν τους συνανθρώπους τους να υποφέρουν είναι πολύ μεγάλη και ίδια σε όλες τις κοινωνίες. Έτσι η ιστορική μελέτη παρουσιάζεται ως μία σπουδή στη βία και την καταπίεση. Το αίτημα των Γάλλων και των Άγγλών Ριζοσπαστών για πολιτική ισότητα αποτελεί ένα θετικό βήμα χωρίς όμως ικανότητα υλοποίησης. Συγχρόνως το έργο του Moore στηλιτεύει τις δυνάμεις του κοινωνικού συντηριτισμού τόσο σε Ανατολή όσο και σε Δύση ανεξάρτητα από τον πολιτικό προσανατολισμό τους και θεωρεί το αίτημα για κοινωνική πρόοδο ως απαραίτητη προϋπόθεση για κοινωνική ευημερία. Από αυτή την πλευρά θεωρεί τις δυσκολίες ενσωμάτωσης των Ανατολικών κοινωνιών στην τεχνολογική ανάπτυξη ως εγγενείς απόρροιες των ισχυρών συντηρητικών κοινωνικών δυνάμεων και όχι ως αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας της Ευρώπης. Εδώ αξίζει να σημειωθεί η περίπτωση της Γερμανίας που κατά τον συγγραφέα είναι μία κοινωνία όπου οι φεουδάρχες έχουν καταφέρει να επανακτήσουν την πρότερή τους δύναμη γεγονός που αποτελεί το αίτιο εγκαθίδρυσης του ναζιστικού καθεστώτος. Η περίπτωση όμως αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί νομίζω ως παρέκκλιση στον ευρωπαϊκό γενικό κανόνα της δημοκρατίας. Η βία του ναζισμού στηλιτεύεται από τον συγγραφέα, όμως για αυτόν η βία των σταλινικών καθεστώτων και η βία της Γαλλικής επανάστασης είναι το ίδιο τυφλή και αδικαιολόγητη. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ο τρόπος που ο Moore περιγράφει τον εθνικισμό που συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση του ναζισμού. Παρομοιάζει τα συναισθήματα του εθνικιστή για την πατρίδα με την αγάπη του παιδιού προς τον πατέρα. Ο εθνικισμός έχει τη μαγική δύναμη να κινητοποιεί και να εξεγείρει ανθρώπους που μέχρι τη στιγμή της ηθικής τους έκρηξης ήταν απόλυτα υποταγμένοι και συμφιλιωμένοι με την κοινωνική αδικία. Στη περίπτωση του εθνικισμού έχουμε τη μόνη περίπτωση που ο κοινωνικός φορέας της δράσης είναι αυτός που διαμορφώνει την κοινωνική δομή. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η δομή προσδιορίζει το υποκείμενο της δράσης. Κάθε μορφή έκρηξης ακόμα και αν αυτή παίρνει τη μορφή της ενεργούς συμμετοχής στις εγκληματικές δραστηριότητες ενός φασιστικού κόμματος πηγάζει από αισθήματα απογοήτευσης και συνειδητοποίησης της αδικίας που το άτομο υφίσταται κοινωνικά. Εδώ η περίφημη θέση του Max Weber για επιστημονική ουδετερότητα μεταλλάσσεται στην άρνηση της μεροληπτικότητας για πολιτικοιδεολογικούς λόγους. Οι ναζιστές για τον Moore εκτός από διαφορές έχουν και ομοιότητες με τους κομμουνιστές. Ταυτίζονται τόσο στην αίσθηση ότι αδικούνται όσο και στις βίαιες πρακτικές που προτείνουν για την επίλυση του προβλήματός τους. Ο Moore προχωράει πιο πέρα. Γι' αυτόν τόσο η φιλελεύθερη δημοκρατία, όσο και ο κομμουνισμός και ο φασισμός αποτελούν μορφές του ίδιου φαινομένου είναι τα αποτελέσματα της εξέγερσης ενάντια στην κοινωνική αδικία. Εδώ η κοινωνική αδικία δεν έχει ένα σαφές νόημα. Σημαίνει είτε εκμετάλλευση με την έννοια της απάτης και της κοινωνικής υποκρισίας είτε προσβολή όλων αυτών που οι αδικημένοι θεωρούν ως ιερά. Η κοινωνική ομάδα που περιλαμβάνει τους αδικημένους δεν είναι πάντοτε η ίδια. Μπορεί να είναι οι ανέγγιχτοι της Ινδικής κοινωνίας, απολυμένοι εργάτες ή εθνικά προδομένοι Γερμανοί στρατιώτες. Για τον συγγραφέα δεν έχει τόση σημασία ο λόγος της εξέγερσης όσο η ίδια η εξέγερση σαν γεγονός γιατί αυτή φέρνει την ανατροπή και την πρόοδο. Με αυτόν τον τρόπο ο Moore δεν θέτει ηθικά κριτήρια αξιολόγησης της εξέγερσης και επομένως πιθανότητας της μη δικαιολόγησης της βίας που συνεπάγεται. Στην ουσία βλέπει την κοινωνιολογία σαν μια επιστήμη της πράξης όπου το γεγονός δεν μπορεί να κριθεί με βάση ηθικά κριτήρια γιατί η κοινωνιολογία εξετάζει πάντα αυτό που έχει ήδη γίνει. Επομένως η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο εναλλακτικές λύσεις, είτε να υποταχθεί στα αποτελέσματα των γεγονότων όποτε υπάρχουν αδικημένοι, είτε οι αδικημένοι να εξεγερθούν οπότε η πρόκληση βίας είναι αναπόφευκτη. Ο Moore, έστω κι αν αυτό δεν φαίνεται τελείως καθαρά φαίνεται να επικροτεί τη δεύτερη λύση περισσότερο τουλάχιστον από ό,τι την πρώτη. Και αυτό φαίνεται τόσο από την κριτική του στάση απέναντι στους δυτικούς λόγιους που φοβούνται την επαναστατική βία όσο και από την εμμονή στην πρόοδο με την έννοια της ανατροπής παραδοσιακών εξουσιαστικών σχέσεων που οδηγούν τον άνθρωπο στην μοιρολατρία και στην αποδοχή της εκμετάλλευσης σαν αναπόφευκτης. O Barrington Moore και η σχολή της Φραγκφούρτης. Επιστημολογικά και Μεθοδολογικά προβλήματα της ιστορικής κοινωνιολογίας Για να διαφωτίσουμε περισσότερο τις θέσεις του πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο Barrington Moore βρίσκεται σε ένα διάλογο με τους εκπροσώπους της σχολής της Φραγκφούρτης και ειδικά τον Theodor W. Adorno και τον Max Horkheimer. Οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται επίσης την κοινωνιολογία σαν μία επιστήμη της πράξης και όχι μία επιστήμη του πνεύματος και επομένως έργο της είναι να περιγράφει πραγματικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο και να αναδεικνύει την κοινωνική αντικειμενικότητα. Συγχρόνως όμως η κοινωνιολογία είναι μία επιστήμη που μελετά την κοινωνικοποίηση και σε αυτό το σημείο συνδέεται και με τη φιλοσοφία. Η κοινωνιολογία λοιπόν βρίσκεται ανάμεσα σε δύο συγκρουόμενα στρατόπεδα από την μία πλευρά, υπάρχουν οι εμπειριστές κοινωνιολόγοι που μελετούν την κοινωνία ως πράξη και την συνδέουν πολλές φορές με ορισμούς και κατά Max Weber "ιδεοτύπους", και καταλήγουν, προκείμενου να επιτελέσουν το στόχο τους, να αγνοούν την ιστορική διάσταση των φαινομένων και από την άλλη πλευρά οι θεωρητικοί που βρίσκονται πάντοτε στο στόχαστρο των εμπειριστών συναδέλφων τους. Η κατάσταση αυτή προκαλεί μία σύγχυση στην κοινωνιολογία ως επιστήμη, είναι όμως απόλυτα δικαιολογημένη λόγω του ίδιου του αντικειμένου της κοινωνιολογίας που είναι τόσο εμπειρικό όσο και θεωρητικό. Κυρίως όμως είναι αντικείμενο ιστορικά καθορισμένο που αποτέλεσε τη συνέπεια της Γαλλικής επανάστασης και της συγκρότησης μίας δημοκρατικής πολιτικής κοινωνίας όπου η Τρίτη τάξη είχε επιτέλους δικαίωμα πολιτικού λόγου. Επίσης, οι Adorno και Horkheimer κάνουν αναφορά στην αγροτική κοινότητα και δικαιώνουν τελικά εν μέρει τις κοινωνιολογικές αναλύσεις για τις κοινότητες, τις οποίες ο Moore θέτει στο στόχαστρο της κριτικής του. Για τους δύο γερμανούς φιλοσόφους η άποψη για την "πολιτιστική καθυστέρηση" (cultural lag) της υπαίθρου είναι ένας από εκείνους τους επικίνδυνους κενούς τόπους όπου μπορεί να εισβάλλει η ολοκληρωτική προπαγάνδα. Εάν είναι δυνατό να συναχθούν από την εμπειρική αγροτική κοινωνιολογία συμπεράσματα σχετικά με την συνολική κοινωνία, συνάγεται η αναγκαιότητα μεταβολής της συνείδησης στην ύπαιθρο. Αν τώρα αυτή η μεταβολή μπορεί να συντελεσθεί μόνο με την παιδεία χωρίς να προϋποτίθενται αλλαγές στις ίδιες τις υλικές σχέσεις είναι κάτι αμφισβητήσιμο. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη για το Ντάρμσταντ συνέβαλε στο να αμφισβητηθούν εκείνες οι παραστάσεις των αγροτών οι οποίες στην Γερμανία επιβίωσαν με την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία περί "αίματος και γης (Adorno, Horkheimer 1987: 194). Σύμφωνα με αυτό το πλαίσιο σκέψης, η κριτική που κάνει ο Moore στην κοινότητα για πολιτιστική οπισθοδρόμηση μπορεί να ειδωθεί σαν απόρροια του τρόπου ανάλυσης της αμερικανικής κοινωνιολογίας που έχοντας μπροστά της μία κοινωνία, την αμερικανική, η οποία σε σύγκριση με την Ευρώπη έχει μία προβληματική σχέση με το παρελθόν, απορρίπτει την αξία του παρελθόντος και την επιρροή του στη ζωή σημερινών ανθρώπων. Με αυτή την έννοια επιθυμεί να καταρρίψει την πολιτισμική συνέχεια ανάμεσα σε παλαιότερες και σε σύγχρονες μορφές κοινωνίας, πράγμα όπως που εξοβελίζει πάλι το ιστορικό πλαίσιο της κοινωνιολογικής έρευνας. Αυτό που εμφανίζεται στην ιστορική κοινωνιολογία σαν παρελθόν είναι ένας μύθος κατασκευασμένος πριν την εμπειρική έρευνα. Ο μύθος αυτός χρησιμοποιείται για να τονιστεί η διαφορά ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, την Ανατολή και τη Δύση. Σαν μύθος που είναι, χρησιμοποιεί επιλεκτικά, όπως ο εθνικισμός τα ιστορικά ευρήματα με σκοπό να υπογραμμίσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην "καλή" και προοδευτική Δύση και την "καθυστερημένη", συντηρητική Ανατολή. Στη προσπάθεια όμως αυτή έρχεται σε αντίφαση με τον ίδιο της τον εαυτό αφού πιστεύει ότι προκειμένου η Ανατολή να προοδεύσει και να γίνει σαν τη Δύση, πολιτικές μέθοδοι που στηρίζονται στον αυταρχισμό άρα σε μη δυτικές δημοκρατικές αξίες, είναι θεμιτές. Επομένως χρησιμοποιεί τον ίδιο τον συντηρητισμό και αυταρχισμό της Ανατολής ως μέσο επίτευξης της ελευθερίας και ισότητας, πράγμα εξαρχής ανέφικτο. Εδώ τίθεται το ζήτημα της μετάφρασης πολιτιστικών αξιών ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Ενώ οι Adorno και Horkheimer πιστεύουν ότι η κοινωνιολογική έρευνα για τις αγροτικές κοινότητες μπορεί να προσφέρει, ο Moore και η σχολή σκέψης που ξεκινά από αυτόν στην ιστορική κοινωνιολογία την απορρίπτει ως ρομαντική φαντασίωση. Έτσι μπορεί να εξηγηθούν και τα αρνητικά σχόλια του για την Αριστερά. Η επίδραση του Moore στην ελληνική κοινωνιολογική σκέψη Το έργο του Moore επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες κοινωνιολόγους που προσπαθούν να συνδυάσουν την κοινωνιολογική με την ιστορική και ανθρωπολογική έρευνα. Έτσι στο έργο της Αδαμαντίας Πόλλις "Κράτος Δίκαιο και Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ελλάδα" εκφράζεται η άποψη ότι η οικογένεια στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία (εδώ δεν προσδιορίζεται περισσότερο η έννοια του παραδοσιακού) λειτουργεί ως μία οργανική ολότητα με δικά της συλλογικά δικαιώματα που επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα μέλη της τα οποία για αυτό το λόγο στερούνται τη δυνατότητα ατομικής αυτονομίας. Η Πόλλις συνδυάζει στο έργο της την ανάλυση για την πατριαρχική ελληνική οικογένεια με αυτήν για το αυταρχικό ελληνικό κράτος με επιτομή την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Εδώ έχουμε λοιπόν ένα κράτος ασιατικού τύπου όπου η εθνική ιδεολογία αποτελεί συγκολλητικό στοιχείο μίας κοινωνίας που ενώ θέλει να παρουσιάζεται σαν δημοκρατική κατά τα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά πρότυπα διατηρεί στο εσωτερικό μία αυστηρά ιεραρχική συγκεντρωτική δομή (Πόλλις: 1988). Το έργο του Moore έχει επίσης επαινεθεί από το Νίκο Μουζέλη στις διαλέξεις του προς φοιτητές στην Οικονομική σχολή του Λονδίνου. Ο Μουζέλης πιστεύει ότι ο Moore καταφέρνει αυτό που στην σημερινή περίοδο έχει καταστεί στην κοινωνιολογία παρά πολύ δύσκολο, να κατασκευάσει μία μεγάλη κοινωνική θεωρία και να καταδείξει πως η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων δεν είναι αδύνατη όπως κάποιοι από τους κοινωνιολόγους φαίνεται να πιστεύουν αλλά αντίθετα η κοινωνιολογική έρευνα μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνίας. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει και ο Μουζέλης στο "Πολιτική στην Ημι-Περιφέρεια: Πρώιμος κοινοβουλευτισμός και καθυστερημένη εκβιομηχάνιση" όπου συγκρίνει την Ελλάδα με χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στη μελέτη αυτή τονίζεται η αδυναμία της κοινωνίας των πολιτών που συνδέεται με το γεγονός ότι η ταξική συγκρότηση των λαϊκών μαζών εμποδίζεται από ένα πατερναλιστικό κράτος το οποίο χρησιμοποιώντας αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές "καρότου και μπαστουνιού" καταφέρνει να τις χειραγωγεί. Εδώ ο Μουζέλης αναφέρεται στα εργατικά σωματεία και στη σχέση τους με το κράτος. Η κριτική που θα μπορούσε να του γίνει είναι ότι ενώ υπερτονίζει στην περίπτωση της Ελλάδας τις πολιτικές του "καρότου" -τέτοιας μορφής είναι οι φιλεργατικοί νόμοι και οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την ίδρυση της ΓΣΕΕ- δεν αναλύει στον ίδιο βαθμό τις πολιτικές του "μπαστουνιού". Πιο ειδικά, δεν αναφέρεται στην αντικομουνιστική νομοθεσία η οποία αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Χωρίς την περιγραφή των κατασταλτικών μηχανισμών η αδυναμία ισχυρής πολιτικής συγκρότησης της ελληνικής εργατικής τάξης παρουσιάζεται ως εγγενής αδυναμία του εργατικού κινήματος και δεν συνδέεται με την κατασταλτική δράση του κράτους. Αυτό άλλωστε είναι ένα σημείο κοινό του Μουζέλη και του Moore- και οι δύο έχουν την τάση να δίνουν έμφαση στην αδυναμία του προλεταριάτου για επαναστατική ανατροπή χωρίς να αναφέρονται πιο διεξοδικά σε δυνάμεις κρατικής καταστολής και ιδεολογικής χειραγώγησης. Επίσης, ενώ για τον Moore η βία αποτελεί στοιχείο κεντρικό της ιστορικής εξέλιξης, εμφανίζεται σαν μία "φυσική" παράμετρος κάθε προσπάθειας για πολιτική αλλαγή. Συμπεράσματα Οι ιστορικοί κοινωνιολόγοι εξετάζουν μακρόχρονες ιστορικές εξελίξεις προσπαθώντας να συγκροτήσουν μια μεγάλη θεωρητική αφήγηση κοινωνικής αλλαγής. Τονίζουν την υπεροχή των κοινωνιών δυτικού τύπου και τις θεωρούν κοινωνίες όπου η συμφιλίωση των κοινωνικών τάξεων είναι εφικτή και έχει ως βάση τη δημοκρατία. Στη περίπτωση των κοινωνιών αυτών οι παραδοσιακές δομές καταστράφηκαν οδηγώντας σε δύο σημαντικά αποτελέσματα: από την μία πλευρά οι δεσμοί αλληλεγγύης που ένωναν τις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες έπαψαν να υπάρχουν μέσα σε ένα κύμα πρωτόφαντης βίας και από την άλλη η ίδια καταστροφή των αγροτικών κοινοτήτων οδήγησε στην επαναστατική ανατροπή στη κατάργηση των προνομίων των ευγενών και εν τέλει στη δημοκρατία. Οι ιστορικοί κοινωνιολόγοι αναλύουν την δημοκρατία ως μία πορεία συμφιλίωσης κοινωνικών τάξεων με συγκρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα και επεξηγούν τις επιπτώσεις της εγκαθίδρυσης της πάνω στις λαϊκές τάξεις τόσο στην πολιτική όσο και στην πολιτιστική τους διάσταση. Τονίζουν δηλαδή ότι κατά τη νεωτερικότητα η πολιτισμική υπεροχή των ανώτερων κοινωνικών τάξεων στη Δύση μετατράπηκε σε υπέροχή ολόκληρων των Δυτικών κοινωνιών πάνω από ταξικές περιχαρακώσεις. Στις ανατολικού τύπου κοινωνίες αντίθετα η ταξική συμφιλίωση δεν έγινε εφικτή με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι κοινωνίες αυτές κατά την ίδια περίοδο σε διδακτορικές λύσεις. Βιβλιογραφία Theodor Adorno, Max Horkheimer (1987) Κοινωνιολογία: Εισαγωγικά Δοκίμια. Αθήνα: Κριτική Norbert Elias (1997) Η Εξέλιξη του Πολιτισμού. Ήθη και Κοινωνική Συμπεριφορά στην Νεώτερη Ευρώπη. Τόμος Α'. Αθήνα. Νεφέλη. Norbert Elias (2004) Περί Χρόνου. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Αιώνα Eric Hobsbawm (1994) Έθνη και Εθνικισμός: Από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος και Πραγματικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα Barrington Moore (1979) Injustice: The Social Bases of Obedience and Revolt. London : MacMillan Barrington Moore (1984) Κοινωνικές Ρίζες της Δημοκρατίας και της Δικτατορίας: Αγρότες, Γαιοκτήμονες, Εργάτες, Αστοί και Διανοούμενοι στη Διαμόρφωση του Σύγχρονου Κόσμου. Αθήνα: Κάλβος Nicos Mouzelis (1985) Politics in the Semi-Periphery: London: MacMillan Αδαμαντία Πόλλις (1988) Κράτος Δίκαιο και Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ελλάδα, Αθήνα: ΙΜΜ Theda Skocpol (1999) Ιστορική Κοινωνιολογία: Όραμα και Μέθοδος. Αθήνα : Κατάρτι Charles Tilly (1998) Οι Ευρωπαϊκές Επαναστάσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα C. Wright Mills (1984) Η κοινωνιολογική φαντασία. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση Άννα Κουμανταράκη Άννα Κουμανταράκη Σύμβουλος – Καθηγήτρια Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύρια σημεία ανάλυσης της ιστορικής κοινωνιολογίας του Barrington Moore 1. Τρόπος λειτουργίας δημοκρατικών θεσμών σε Ανατολή και Δύση Εμπορευματικές και βιομηχανικές σχέσεις. H επέκταση τους διαβρώνει την αγροτική παραδοσιακή κοινωνία. Αγροτικές μάζες μπορούν να αποτελέσουν ριζοσπαστικές δυνάμεις που θα οδηγήσουν στην κοινωνική αλλάγή όχι όμως προς το συμφέρον τους. 2. Συνδυασμός εθνικισμού φασισμού και η σχέση τους με φεουδαρχικές δομές 3. Δημοκρατία δεν υπάρχει χωρίς μπουρζουαζία 4. Δημοκρατία είναι σε μεγάλο βαθμό το δημιούργημα των γαιοκτημονικών και αστικών τάξεων 5. Η αλλαγή στη δομή φέρνει την κοινωνική αλλαγή και η δομή υπερισχύει ως προσδιοριστικός παράγοντας της αλλαγής του φορέα 6. Το ηθικό στοιχείο χρησιμοποιείται για να καλύψει οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. 7. Απόφθεγμα για εμπειρική εξακρίβωση: η απόλαυση του ανθρώπου να βλέπει τον άλλο άνθρωπο να υποφέρει 8. Η αστική επανάσταση φαίνεται να δίνει τη βάση για ριζοσπαστικοποίηση από ομάδες που διεκδικούν την πολιτική ισότητα και την αναδιανομή της γης χωρίς όμως η προσπάθεια να πετυχαίνει 9. Πολιτιστικές διαφορές: το "σάτι" και η θέση των γυναικών

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...