Monday, September 11, 2006


Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης σας καλεί την Τρίτη, 12/9/2006, στην προβολή της ταινίας Los Olvidados (1950) του αξεπέραστου σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Πρωταγωνιστούν: Αλφόνσο Μέγια, Εστέλα Ίντα, Ρομπέρτο Κόμπο.



Οι προβολές γίνονται στις 8:30 και 10:30 μμ στο θερινό Δημοτικό Κινηματογράφο Ηλιούπολης «Μελίνα Μερκούρη» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Άνω Ηλιούπολη από στάσεις σε Πανεπιστημίου και Ακαδημίας καθώς και από στάση Δάφνη του Μετρό, τηλ. 9919818, 9941199, 9914732).









Μια ομάδα «παραβατικών νέων» ζει μια βίαιη και γεμάτη έγκλημα ζωή στις παρηκμασμένες φτωχογειτονιές της Πόλης του Μεξικού. Ο Πέντρο είναι ένα παιδί εγκαταλελειμμένο από τη μητέρα του και την κοινωνία, όπως και τα άλλα παιδιά του δρόμου. Τα παιδιά προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν στους δρόμους της πόλης.



Ένα κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας είναι η μοντέρνα αρχιτεκτονική. Σχεδόν κάθε επεισόδιο βίας, έκδηλης ή υπονοούμενης – απειλή, καυγάς, μικροληστεία, φόνος, πυροβολισμοί αστυνομικών – διαδραματίζεται με φόντο κάποιο άδειο κτίριο. Οι σκελετοί των κτιρίων από ατσάλι και οπλισμένο σκυρόδεμα στέκουν σιωπηλοί μάρτυρες και φέρνουν στη μνήμη τα τρία παιδιά που φονεύθηκαν στη διάρκεια του φιλμικού χρόνου. Αυτά είναι τα παιδιά που ξεχάστηκαν –οι olbidados – του άψυχου αστικού εκσυγχρονισμού στον οποίο οδηγήθηκε η μεξικάνικη επανάσταση.



Ο Μπουνιουέλ ταλαντυεόμενος μεταξύ σουρεαλισμού και νεορεαλισμού μένει έκθαμβος από την ένταση της δραματικότητας της φτώχειας, της βαριάς αδικίας και της κτηνωδίας του πραγματικού κόσμου. Πίσω από τα νέα «θαύματα» του τεχνικού πολιτισμού –του Πύργου του Άιφελ, των ουρανοξυστών του Μανχάτταν και του Μπιγκ Μπεν – κρύβονται τα φτωχά παιδιά που βιώνουν το χειρότερο εφιάλτη αλλά δεν παύουν, κάποια από αυτά να ονειρεύονται…



Σας περιμένουμε,

Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://www.klh.gr

Wednesday, September 06, 2006

Quiz No. 1

1) Ποιος ήταν ο Léon Gingembre ;

2) Τι σημαίνει CNT/AIT;

Monday, September 04, 2006

Η εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ και η τάση του κομμουνισμού
http://www.socialforum-media.gr/forum/viewtopic.php?p=7411#7411
του Άκη Γαβριηλίδη

Με αφορμή τις επιτυχίες της εθνικής
μπάσκετ, με ακρίβεια και
προβλεψιμότητα ρολογιού, βγήκαν στα
παράθυρα και στα λοιπά ΜΜΕ
πολιτικοί, ιερείς, μάνατζερ και άλλοι
διαχειριστές της ανθρώπινης
υποκειμενικότητας και παρήγαγαν ακόμη
μια φορά μια τεράστια ποσότητα
λόγου. Μία από τις σταθερές του
λεκτικού τους οπλοστασίου, τώρα όπως
και κάθε άλλη φορά, ήταν ότι «ο
ελληνισμός πρέπει να παραδειγματισθεί
από αυτές τις επιτυχίες».
Αυτό θα μπορούσαμε να το παρακάμψουμε
ως μια τελετουργική επανάληψη
χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, είναι
αξιοπρόσεκτο ότι αυτή η
«παιδαγωγική» διάσταση εμφανίζεται
εμφατικά στο λόγο πολλών άλλων
παραγόντων που δεν έχουν καμία σχέση με
τον ελληνισμό και τους
παιδονόμους του, αλλά έχουν μεγάλη
σχέση με το μπάσκετ. Τρία τελείως
ενδεικτικά παραδείγματα:
- ο Γιόνας Καζλάουσκας, ο Λιθουανός
προπονητής της εθνικής Κίνας, μετά
τον αγώνα της ομάδας του με την Ελλάδα,
δήλωσε: «μακάρι να παίζουμε
περισσότερα παιχνίδια με την Ελλάδα,
γιατί πραγματικά μαθαίνουμε»
(http://new.e-go.gr/sports/article.asp?catid=8606&subid=2&pubid=366317).
- Κατά τη μετάδοση του αγώνα Ελλάδας-ΗΠΑ
από την τουρκική τηλεόραση, ο
σπήκερ που περιέγραφε το παιχνίδι
σχολίασε κάποια στιγμή: «ο Έλληνας
γκαρντ Παπαλουκάς παραδίδει μαθήματα
μπάσκετ στους αστέρες του ΝΒΑ»
(αναμεταδόθηκε από το δελτίο της ΝΕΤ).
- Τέλος, σε ένα εξαιρετικά εύστοχο άρθρο
του στην Gazzetta dello
Sport, o Ιταλός αθλητικογράφος Luca Chiabotti,
επικρίνοντας τον
προπονητή της εθνικής των ΗΠΑ,
κατέληγε: «ο κόουτς Krzyzewski, όπως
είχε κάνει προηγουμένως και ο Λάρυ
Μπράουν στους Ολυμπιακούς της
Αθήνας, αφιερώνει υμνητικά λόγια στον
προπονητή και τους παίκτες της
Ελλάδας, αλλά τους αναφέρει με το
νούμερο της φανέλας: δεν ξέρει ούτε
καν τα ονόματα εκείνων που παρέδωσαν
ένα μάθημα τεχνικής, χαρακτήρα
και τακτικής στον Λεμπρόν, τον Καρμέλο,
τον Ουέιντ και τα άλλα
υποτιθέμενα αστέρια του ΝΒΑ»
(http://www.gazzetta.it/Sport_Vari/Basket/Primo_Piano/2006/09_Settembre/01/greusa.shtml).
Όλα αυτά, αν μη τι άλλο, πείθουν ότι η
παρουσία και αγωνιστική
συμπεριφορά της ελληνικής ομάδας
μπορεί να περιέχει διδάγματα και για
άλλους εκτός από τον «ελληνισμό».
Εγώ θα το πάω ένα βήμα παραπέρα και θα
ισχυριστώ ότι περιέχει
διδάγματα για το αντικαπιταλιστικό
κίνημα. Και γι' αυτό μας
ενδιαφέρει.

Η λογική του πλήθους

Καταρχάς, είναι και δια γυμνού οφθαλμού
ορατό ότι η ομάδα αυτή
στηρίζεται σε αυτό που είθισται να
αποκαλείται «συλλογικό παιχνίδι».
Αν κοιτάξουμε τις στατιστικές, θα δούμε
ότι σε όλους τους αγώνες
μοιραζόταν περίπου ισοδύναμα μεταξύ
του συνόλου των παικτών το
σκοράρισμα –αλλά και ο ίδιος ο χρόνος
συμμετοχής. Σε κάθε αγώνα
υπήρχαν τέσσερις και πέντε παίκτες με
διψήφιο αριθμό πόντων, (και
μάλιστα όχι οι ίδιοι κάθε φορά), ενώ
υπήρχαν παίκτες που σε έναν αγώνα
ήταν πρωταγωνιστές ενώ στον επόμενο
σχεδόν δεν χρησιμοποιούνταν καν.
Η διαφορά είναι αισθητή, ιδίως σε
σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο
ανάλογο παράδειγμα, την κατάκτηση του
πανευρωπαϊκού το 1987, όπου
υπήρχε ένας παίκτης που σημείωνε
περίπου το 30% των πόντων σε κάθε
αγώνα, και άλλοι τρεις-τέσσερις που
συμπλήρωναν το υπόλοιπο 60%, ενώ
οι υπόλοιπη δωδεκάδα χρησιμοποιούνταν
μόνο όταν οι πρώτοι αποβάλλονταν
με πέντε φάουλ ή κουράζονταν.
Θεωρώ όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο
περιγράφουμε αυτή τη διαφορά δεν
είναι απολύτως ικανοποιητικός. Συνήθως
λέμε ότι στην ομάδα του 87
«πρωταγωνίστησαν ισχυρές
προσωπικότητες» ενώ σε αυτήν «ο
καθένας βάζει
το άτομό του κάτω από το σύνολο».
Η περιγραφή αυτή είναι λάθος. Οι
παίκτες της ομάδας αυτής βάζουν το
άτομό τους όχι «κάτω» από το σύνολο,
αλλά μέσα σε αυτό. Και, στο βαθμό
που το κάνουν αυτό, μετατρέπουν αυτό το
σύνολο σε ένα πλήθος
[multitude] και όχι σε ένα πειθαρχημένο και
ιεραρχικό στράτευμα.
Αξίζει να προσέξουμε ακόμα μία φράση
από το άρθρο του Κιαμπότι που
αναφέρθηκε παραπάνω: ο Ιταλός
αθλητικογράφος υποστηρίζει ότι οι
Έλληνες «όχι μόνο παρέδωσαν ένα μάθημα
του πώς να παίζεις ομαδικά,
αλλά και επέδειξαν μία εμφανή ατομική
ανωτερότητα» σε σχέση με τους
αμερικανούς.
Πώς μπορούμε να αναγνωρίζουμε το
πλήθος και να το διακρίνουμε από την
κάθετη ιεραρχική δόμηση (στρατιωτική,
βιομηχανική, διανοητική,
γενικότερα κοινωνική) του φορντισμού;
Ένα από τα κριτήρια είναι
ακριβώς αυτό: ότι το πλήθος είναι μία
οριζόντια διασύνδεση και
ανάπτυξη ατομικοτήτων, στην οποία
«όταν κάθε άνθρωπος προσπαθεί να
είναι χρήσιμος στον εαυτό του, τότε
είναι περισσότερο ωφέλιμοι οι
άνθρωποι ο ένας στον άλλο» (1). Με άλλα
λόγια, «ένα πλήθος 'κοινωνικών
ατόμων' —οι οποίοι γίνονται όλο και πιο
υπερήφανοι για την
ανεπανάληπτη ενικότητά τους, όσο
περισσότερο συσχετίζονται ο ένας προς
τον άλλο σε έναν πυκνό ιστό
συνεργατικής αλληλεπίδρασης— [και]
αναγνωρίζονται ως ο Γενικός Νους της
κοινωνίας. Ο 'Γενικός Νους' —'η
σκέψη που επιθυμεί και η επιθυμία που
σκέπτεται', για να
χρησιμοποιήσουμε την όμορφη διατύπωση
του Αριστοτέλη» (2).
Η «συλλογικότητα» λοιπόν με βάση την
οποία λειτουργεί η ομάδα αυτή δεν
είναι μια στρατιωτικού/ προτεσταντικού
τύπου «πειθαρχία» όπου τα άτομα
πρέπει να «θυσιάσουν» ή να
«εκχωρήσουν» κάτι για να υπαχθούν σε
έναν
«γενικό νόμο». Δεν είναι μια
«αυτοσυγκράτηση», αλλά μια
αυτοανάπτυξη.
Παίζοντας έτσι όπως παίζουν (εξάλλου η
ίδια αυτή λέξη είναι πολύ
ενδεικτική: ακριβώς, παίζουν), ο
Χατζηβρέττας, ο Σχορτσιανίτης και ο
Φώτσης δεν «υποτάσσονται» σε μια
υπερκείμενη εξωτερική ανάγκη –με την
έννοια ότι αυτοί «από μέσα τους» θα
επιθυμούσαν να κάνουν κάτι άλλο
και καταστέλλουν αυτή τους την
επιθυμία χάριν κάποιας υπέρτερης
δεοντολογίας-, αλλά ακριβώς
χειρίζονται και εκδηλώνουν την
επιθυμία
τους, δηλαδή την ύπαρξή τους, της δίνουν
χώρο, και μάλιστα την
παράγουν και την ανανεώνουν. Αρκεί να
δούμε τις φάτσες τους, στις
οποίες ακτινοβολεί μια χαρά και μια
απόλαυση. Η χαρά αυτή δεν είναι
(μόνο) η χαρά της νίκης, αλλά, πριν απ'
αυτό, είναι η χαρά του ίδιου
του παιχνιδιού. Η χαρά όποιου
επιδίδεται σε μια δραστηριότητα που τον
γεμίζει, που κινητοποιεί –και εξασκεί
περαιτέρω- τις νοητικές και
σωματικές του δεξιότητες.
Γι' αυτό, η επιτυχία της ομάδας αυτής
είναι μια επιτυχία του «Γενικού
Νου», του General Intellect του Μαρξ.

Ηθικό δίδαγμα;

Όσοι από την πορεία της εθνικής μπάσκετ
θέλουν να βγάλουν το δίδαγμα
ότι «οι Έλληνες ενωμένοι
μεγαλουργούν», ας το βγάλουν' δεν
μπορούμε να
τους εμποδίσουμε. Το ίδιο είχαν κάνει
και σε κάθε άλλη περίπτωση. Αυτό
που μας ενδιαφέρει εμάς είναι η διαφορά
και όχι η επανάληψη' δηλαδή
είναι να κατανοήσουμε τι καινούριο
κομίζει αυτή η επιτυχία σε σχέση με
άλλες, και τι μπορούμε να διδαχθούμε απ'
αυτό.
Το διαφορετικό λοιπόν που κομίζει αυτή
η εθνική ομάδα είναι ο
μεταφορντισμός. Και, εφόσον είναι έτσι,
η λειτουργία της δεν είναι
κάτι που αφορά μερικούς
«πολυεκατομμυριούχους» ή μια «εργατική
αριστοκρατία», ούτε κάτι που «αποσπά το
λαό από τα πραγματικά του
προβλήματα», αλλά είναι κάτι που έχει
τεράστια σχέση με το «λαό» -ή
μάλλον, ακριβώς, όχι με το «λαό» αλλά με
το πλήθος.
Ας διαβάσουμε ακόμα μια φορά τα
λεγόμενα του Πάολο Βίρνο:

«Ο μεταφορντισμός δεν μπορεί φυσικά να
αναχθεί σε ένα σύνολο από
ιδιαίτερες επαγγελματικές
φυσιογνωμίες που χαρακτηρίζονται από
διανοητική εκλέπτυνση ή από
'δημιουργικά' δώρα. Είναι προφανές ότι
οι
εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, οι ερευνητές, οι
μηχανικοί, οι οικολογικοί
λειτουργοί [οι μπασκετμπωλίστες
–προσθέτω εγώ] κ.λπ., είναι και θα
είναι μια μικρή μειοψηφία. Με τον όρο
'μεταφορντισμός' δεν εννοώ αυτό,
αλλά ένα σύνολο χαρακτηριστικών που
συνδέονται με το σύνολο του
σύγχρονου εργατικού δυναμικού, ακόμα
και με αυτούς που μαζεύουν τα
φρούτα ή τους φτωχότερους μετανάστες.
Μερικά απ' αυτά είναι: η
δυνατότητα να αντιδράς κατά τρόπο
έγκαιρο στις συνεχείς καινοτομίες σε
τεχνικές και οργανωτικά μοντέλα, ένας
αξιοπρόσεκτος 'καιροσκοπισμός'
κατά τη διαπραγμάτευση μεταξύ των
διαφορετικών δυνατοτήτων που
προσφέρει η αγορά εργασίας, η
οικειότητα με το ενδεχόμενο και το
απρόβλεπτο, αυτή η ελάχιστη
επιχειρηματική συμπεριφορά που μας
επιτρέπει να αποφασίζουμε ποιο είναι
το 'σωστό' που πρέπει να γίνει
μέσα σε μια μη γραμμική παραγωγική
διακύμανση, μια ορισμένη οικειότητα
με τον ιστό των επικοινωνιών και των
πληροφοριών.
Όπως είναι φανερό, πρόκειται για γενικά
ανθρώπινα δώρα, όχι για
αποτελέσματα 'ειδίκευσης'. Αυτό που
πιστεύω είναι ότι ο μεταφορντισμός
κινητοποιεί όλες τις ικανότητες που
χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος:
τη γλώσσα, την αφηρημένη σκέψη, την
προδιάθεση προς εκμάθηση, την
πλαστικότητα, τη συνήθεια να μην έχουμε
σταθερές συνήθειες. Όταν μιλώ
για 'μαζική διανοητικότητα', δεν
αναφέρομαι βεβαίως στους βιολόγους,
τους καλλιτέχνες, τους μαθηματικούς
κ.λπ., αλλά στον ανθρώπινο νου
γενικά, στο γεγονός ότι έχει 'στρωθεί
στη δουλειά' όπως ποτέ πριν. Εάν
το δούμε προσεκτικά, ο μεταφορντισμός
εκμεταλλεύεται ικανότητες που
μαθαίνονται πριν και ανεξάρτητα από
την είσοδο στον εργασιακό χώρο:
ικανότητες τις οποίες φέρνει στην
επιφάνεια η αβεβαιότητα της
μητροπολιτικής ζωής, το ξερίζωμα, τα
αντιληπτικά σοκ των τεχνολογικών
μεταλλαγών, ακόμη και τα
βιντεοπαιχνίδια και η χρήση κινητών
τηλεφώνων. Όλα αυτά βρίσκονται στη βάση
της μεταφορντικής 'ευελιξίας'.
Αυτές οι εμπειρίες εκτός του
εργασιακού χώρου γίνονται κατόπιν, στο
σύστημα παραγωγής που είναι γνωστό ως
'just in time', αυθεντικές
επαγγελματικές απαιτήσεις με την πλήρη
έννοια του όρου» (από την ίδια
συνέντευξη).

Επομένως, οι παιδονόμοι και οι
χούλιγκαν του ελληνικού
εθνικού-κοινωνικού κράτους, μπορούν αν
θέλουν να αντλούν για πολλοστή
φορά τα διδάγματα για την «δόξα του
έθνους (τους)». Αυτό ομολογουμένως
είναι ενοχλητικό και εκνευριστικό.
Ωστόσο, θα ήταν άσκοπο να
προσπαθήσουμε να τους «νουθετήσουμε»,
υιοθετώντας απέναντί τους μια
στάση «φωτισμένης μειοψηφίας» η οποία
δεν πέφτει στην ίδια παγίδα με
τις «παρορμητικές» μάζες και τις
εγκαλεί να επιστρέψουν στο δρόμο της
λογικής και της ψυχραιμίας. Πολύ πιο
χρήσιμο θα ήτανε να αναρωτηθούμε
αν μπορεί να διδάξει κάτι και σε εμάς,
στους κομμουνιστές και το
αντικαπιταλιστικό κίνημα, η λειτουργία
αυτής της ομάδας.
Για παράδειγμα, το εξής: ότι αυτό που
παράγει τη δόξα και τον «πλούτο
των εθνών», είναι η επιστράτευση των
«γενικών ανθρώπινων ιδιοτήτων και
δεξιοτήτων», δηλαδή της
επινοητικότητας, της ικανότητας
αντίδρασης στο
απρόβλεπτο και αξιοποίησης των
ευκαιριών 'just in time', της
συνεργασίας των εγκεφάλων και των
σωμάτων για την από κοινού παραγωγή
της ζωής, ως καλής ζωής, δηλαδή ως χαράς.
Και το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό, ή
μάλλον είναι το σημαντικότερο
πολιτικό δίδαγμα που πρέπει να
αντλήσει σήμερα το κίνημα. Διότι

«Το αδιέξοδο που πλήττει το παγκόσμιο
κίνημα προέρχεται από την εγγενή
εμπλοκή του στους τρόπους παραγωγής.
Όχι από την αποξένωση ή την
περιθωριοποίησή του, όπως νομίζουν
μερικοί. Το κίνημα είναι η
συγκρουσιακή διεπαφή της
μεταφορντικής εργασιακής διαδικασίας.
Ακριβώς
εξαιτίας –και όχι σε πείσμα- αυτού του
γεγονότος εμφανίζεται στη
δημόσια σκηνή ως ηθικό κίνημα.
Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ. Η
σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή
κινητοποιεί υπέρ αυτής όλες τις
συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν το
είδος μας, στρώνοντας στη δουλειά την
ίδια τη ζωή. Τώρα, εάν είναι
αλήθεια ότι η μεταφορντική παραγωγή
ιδιοποιείται 'τη ζωή' —δηλαδή το
σύνολο των ειδικά ανθρώπινων
ικανοτήτων— είναι μάλλον προφανές ότι
και
η ανυπακοή απέναντί της θα στηριχτεί
στο ίδιο βασικό αντικειμενικό
γεγονός. Στη ζωή που εμπλέκεται στην
εύκαμπτη παραγωγή αντιτάσσεται η
βαθμίδα μιας 'καλής ζωής'. Και η
αναζήτηση μιας καλής ζωής είναι
πράγματι το θέμα της ηθικής. Εδώ
έγκειται ταυτόχρονα η δυσκολία και η
τρομερά ενδιαφέρουσα πρόκληση» (Βίρνο,
ό.π.).

Η αποτελεσματικότητα λοιπόν της
παρέμβασης του κινήματος θα εξαρτηθεί
από την ικανότητά του να αξιοποιήσει
προς δικό του όφελος όλες αυτές
τις ανθρώπινες ικανότητες που
κινητοποιεί ο μεταφορντικός
καπιταλισμός, να τις συνδυάσει και να
αναπτύξει την τάση της
κοινωνικής συνεργασίας πέρα από εκεί
που αντέχει ο καπιταλισμός, προς
την κατεύθυνση της ανατροπής του. Να
διασυνδέσει οριζόντια ισχυρές και
υπερήφανες ατομικότητες, όχι στο
πλαίσιο ενός συλλογικού δημοκρατικού
συγκεντρωτισμού και ενός
αντιπροσωπευτικού-πρωτοπόρου
κόμματος, αλλά
στο πλαίσιο ενός ανοιχτού πλήθους, από
το οποίο ο αντίπαλος δεν θα
ξέρει ποιον να μαρκάρει πρώτο, διότι
ακόμα και αν εξουδετερώσει έναν,
θα υπάρχουν άλλοι 11 (12, 13 … άπειροι).
Και να δουλέψει όχι με την εργαλειακή
ορθολογικότητα, π.χ. για την
επίτευξη ενός «πενταετούς πλάνου» ή
του «σοσιαλισμού», αλλά με τον
αυτοσχεδιασμό του παιχνιδιού, με την
«αξεπέραστη χαρά και ελαφρότητα
του να είσαι κομμουνιστής».

(1) Σπινόζα, Ηθική Θ. 35 Δ΄, Πόρισμα 2.
(2) Paolo Virno, «Μεταφορντισμός – ηθική –
πολιτική», συνέντευξη στον
Branden W. Joseph,
http://mitpress.mit.edu/journals/pdf/GR21_026-037_Joseph.pdf,
δημοσιευμένη στα ελληνικά στο
περιοδικό Πανοπτικόν, νο 9, Ιούλιος
2006.
Αθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2006


ΔΗΛΩΣΗ
ΖΩΗ ΠΕΠΕ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΤΟΕ

Στην δεύτερη συνάντηση ΟΤΟΕ – ΤΡΑΠΕΖΩΝ για τη διαπραγμάτευση της Κλαδικής Σ.Σ.Ε. 2006 οι εκπρόσωποι των Τραπεζών αγνοώντας εντελώς την πραγματικότητα πρότειναν αυξήσεις στους βασικούς μισθούς 3,5%, ενώ η οικονομική πίεση των εργαζομένων είναι πλέον αφόρητη, αφού έχουν βασικούς μισθούς 700-800 ευρώ ενώ τα κέρδη των Τραπεζών έχουν εκτιναχθεί σε ασύλληπτα υψηλά ποσοστά, τα οποία συνεχίστηκαν και αυτό το 6μηνο με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 60% ενώ οι προβλέψεις τους για το 2007 φαίνεται να είναι αντίστοιχες.

Οι απαιτήσεις τους για την ελαστικοποίηση του ωραρίου ήταν προκλητικές αφού εκτός από την επιμονή τους για ελαστικοποίηση μιας ώρας στην έναρξη και μιας ώρας στην λήξη του ωραρίου για κεντρικές υπηρεσίες, ζήτησαν και λειτουργία του 20% ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΆΤΩΝ του δικτύου τους (με ελάχιστο αριθμό 3 καταστημάτων για τις μικρές Τράπεζες) με πλήρη απελευθέρωση.

Δηλαδή 600 – 700 καταστήματα να λειτουργούν απογευματινά – Σάββατο – Αργίες κ.λπ.

Οι εκπρόσωποι των τραπεζών σήμερα ήταν σαφής.

Ζ Υποβαθμίζουν τις ανάγκες των εργαζομένων για αυξήσεις στους βασικούς μισθούς θεωρώντας ότι τα «bonus» με το ανεξέλεγκτο διευθυντικό δικαίωμα είναι η μέθοδος που θα διαμορφώνονται οι αμοιβές των τραπεζοϋπάλληλων.

Ζ Θέλουν τέτοιες συμφωνίες για αλλαγές στο ωράριο λειτουργίας και εργασίας στις τράπεζες που ανεξέλεγκτα θα καθορίζουν με βάση τις δικές τους ανάγκες τα ωράρια των τραπεζών και των τραπεζοϋπαλλήλων.

Με βάση αυτά τα συμπεράσματα πιστεύω ότι η ενημέρωση των εργαζομένων και η προετοιμασία του κλάδου για αγωνιστικές πολύμορφες κινητοποιήσεις είναι μονόδρομος.

Η αποφασιστικότητα της Διοίκησης της ΟΤΟΕ και κυρίως των εργαζομένων μπορεί να εξασφαλίσει στην επόμενη συνάντηση 12/9/2006 τη κάμψη της αδιαλλαξίας των τραπεζιτών για υπογραφή ικανοποιητικής Κλαδικής Σ.Σ.Ε.
«Η εκδίκηση μιας κυρίας»


Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης σας καλεί την Τρίτη, 5/9/2006, στην προβολή της ταινίας «Η εκδίκηση μιας κυρίας» (2005) του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Τσαν-Γουκ Παρκ. Πρωταγωνιστούν οι Yeong-ae Lee, Choi Min-sik.
Οι προβολές γίνονται στις 8:30 και 10:30 μμ στο θερινό Δημοτικό Κινηματογράφο Ηλιούπολης «Μελίνα Μερκούρη» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Άνω Ηλιούπολη από στάσεις σε Πανεπιστημίου και Ακαδημίας καθώς και από στάση Δάφνη του Μετρό, τηλ. 9919818, 9941199, 9914732).


Σε ηλικία 19 ετών, η Lee Geum-Ja καταλήγει στη φυλακή για την απαγωγή και το φόνο ενός παιδιού για λογαριασμό του συνένοχού της Mr. Baek, ο οποίος την πρόδωσε. Όσο διάστημα βρίσκεται στη φυλακή προετοιμάζει προσεκτικά την εκδίκησή της κερδίζοντας παράλληλα τις καρδιές των συγκρατούμενών της γυναικών με την ευγένεια και την καλοσύνη της αποκτώντας έτσι το παρατσούκλι «η ευγενική δεσποινίς Ms. Geum-Ja». Όταν μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού απολύεται από τη φυλακή, επιδίδεται στην αναζήτηση του Baek για να τον εκδικηθεί έχοντας τη βοήθεια των πρώην συγκρατούμενών της γυναικών. Δεν είναι, όμως, τόσο η εκδίκηση αυτή καθαυτή όσο η εσωτερική της ισορροπία που είναι το ζητούμενο γι’ αυτήν.

Η ταινία αποτελεί ένα εκπληκτικά ποιητικό φινάλε της «Τριλογίας της Εκδίκησης» του Τσαν-Γουκ Παρκ, που μας συγκλόνισε με τις άλλες δύο ταινίες της τριλογίας που προβάλαμε τις προηγούμενες Τρίτες. Η ταινία συνδυάζει το μαύρο χιούμορ του “Old Boy” και τους χαμηλούς τόνους της «Τελευταίας Εκδίκησης», αλλά χωρίς τις υπερβολικές δόσεις βίας. Αναρωτηθήκαμε αν ο Παρκ είναι ο Ασιάτης Ταραντίνο ή Πέκιμπα. Ας σκεφτούμε μήπως είναι τελικά πιο κοντά στη λογική του Σέρτζιο Λεόνε.
Η Yeong-ae Lee είναι υπέροχη στο ρόλο της ταραγμένης πρωταγωνίστριας που, ως πρώην κατάδικος, αναζητεί τόσο τη λύτρωση όσο και την εκδίκηση και είναι η καρδιά της ταινίας. Αυτό δε σημαίνει ότι και οι άλλοι πρωταγωνιστές είναι υποδεέστεροι αλλά ότι στηρίζουν συλλογικά την έξοχη ερμηνεία της Lee. Η ταινία κλιμακώνεται με τη χρήση της τραγωδίας και του κωμικού στοιχείου σε ένα ανεπανάληπτο μίγμα που μόνο σκηνοθέτες σαν τον Παρκ ξέρουν να συνθέτουν.
Λένε πολλοί κριτικοί –Νοτιοκορεάτες και μη- αλλά και πολλοί/ες φίλοι/ες ότι οι ταινίες του Παρκ γίνονται «με το μυαλό και όχι με την καρδιά». Πρόκειται για μια αποκλειστικά δυτικότροπη λογική που πάντα κρίνει αποκλειστικά με τη μία ή την άλλη πλευρά του Καρτεσιανού διπόλου και αγνοεί τις αλληλεπιδράσεις. Έτσι, για άλλη μια φορά πρέπει να τονιστεί ότι παρά τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις φιλοσοφίες της σύγχρονης Δύσης και της σύγχρονης Ανατολής που διατηρεί πολύ πιο ζωντανά τα παραδοσιακά στοιχεία της, αν «μπούμε στο πετσί» του Άλλου μπορούμε να τον κατανοήσουμε καλύτερα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το διάλογο των πολιτισμών κόντρα σε αυτούς που μας μιλούν για τη «σύγκρουση των πολιτισμών».

Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://www.klh.gr

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...