ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ: ΑΠΟ ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ ΚΑΙ ΔΥΣΒΑΤΟΣ
του Θανάση Τσακίρη
http://tsakiris.snn.gr
(To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 2006 του περιοδικού "Το Στίγμα")
Οι δημοτικές εκλογές είναι «εκλογές δεύτερης τάξης» σύμφωνα με τη θεωρία των Κ. Reif. και Η. Schmitt, όπως είναι και οι ευρωεκλογές. Οι εκλογές «πρώτης τάξης» είναι οι εθνικές βουλευτικές εκλογές. Στις πάσης φύσεως εκλογές «δεύτερης τάξης» (αναπληρωματικές, δημοτικές, περιφερειακές, νομαρχιακές και εκλογές για τις περιπτώσεις Άνω Βουλής ή Γερουσίας κ.α.) πολλοί ψηφοφόροι χρησιμοποιούν περισσότερα κριτήρια για τον καθορισμό της τελική επιλογή τους πάνω από την κάλπη. Από τη μια είναι τα τοπικά κριτήρια και από την άλλη άκρη τα εθνικά κριτήρια. Από τη μια παίζει ρόλο το πλέγμα των τοπικών σχέσεων με την τοπική εξουσία που μπορεί να είναι σχέση εξάρτησης ή ιδιοτέλειας, μπορεί, όμως, να είναι σχέση αντίστασης και δημιουργικής κινηματικού χαρακτήρα παρέμβασης σε θέματα όπως το περιβάλλον, οι σχολικές εγκαταστάσεις, η πολιτιστική πολιτική κ.ο.κ. Από την άλλη μια σειρά από γεγονότα της κεντρικής πολιτικής σκηνής μπορούν με τη σειρά τους να βαρύνουν περισσότερο στην τελική ψήφο των πολιτών, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις όπου τα προβλήματα ενός δήμου δεν διαχωρίζονται με στεγανά τείχη από τα προβλήματα των γειτονικών δήμων και χρειάζεται η συνολικότερη κρατική πολιτική για την αντιμετώπισή τους. Πολλοί χρησιμοποιούν τις τοπικές εκλογές για την αποστολή μηνυμάτων αλλαγής πλεύσης των κυβερνήσεων όσον αφορά την εφαρμοζόμενη πολιτική τους, τόσο όσον αφορά τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και την πολιτική στα λεγόμενα «μεγάλα θέματα», π.χ. εργασιακό, ασφαλιστικό, εκπαιδευτικό κλπ. Στη Βρετανία έρευνες έδειξαν ότι περίπου 80% των ψηφοφόρων ψηφίζουν με βάση τα εθνικά κομματικά κριτήρια ενώ το 20% ρίχνει αλλού την ψήφο του.
Στις «δεύτερης τάξης εκλογές» συνήθως η συμμετοχή είναι χαμηλότερη τόσο λόγω της σχετικής νομοθεσίας (βαθμός υποχρεωτικότητας κ.α.) όσο και λόγω του συχνά θεωρούμενου «απολίτικου» χαρακτήρα προβλημάτων που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν «τεχνικά» (π.χ. συγκομιδή σκουπιδιών). Η προσωπικότητα των υποψηφίων παίζει μεγαλύτερο ρόλο εδώ καθώς η επαφή με τους εκλογείς είναι αμεσότερη σε σχέση με τις εθνικές βουλευτικές, έστω και αν ολοένα και περισσότερο εφαρμόζονται οι κανόνες του μαζικού πολιτικού μάρκετινγκ. Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει για πολλούς ότι δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά τις ακολουθητέες πολιτικές των υποψηφίων. Τέλος, πολλοί ψηφοφόροι νοιώθουν μικρότερη πίεση σε σχέση με την περίπτωση των εθνικών εκλογών όσον αφορά τα συγκεκριμένα διακυβεύματα.
Τι εννοούμε λέγοντας «διακύβευμα»; Όταν μια κατάσταση προκαλεί δυσφορία σε ένα τμήμα ή ομάδα του κοινωνικού συνόλου και αυτή η δυσφορία εκφράζει «αρνητική αξιολόγηση των υφιστάμενων σχέσεων ή της συλλογικής ενέργειας που παράγει, συντηρεί ή επιτείνει μια δυσάρεστη κατάσταση» τότε μιλάμε για «κοινωνικό πρόβλημα» . Στην εποχή της μετάβασης από τη βιομηχανική επανάσταση σε μια «μεταβιομηχανική κοινωνία» το περιβάλλον αποτελεί μείζον «κοινωνικό πρόβλημα» . Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε το οικολογικό κίνημα με τα τοπικά και εθνικά κινήματα και αργότερα με τα πολιτικά κόμματα που τα εκπροσωπούσαν. Η παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο των πράσινων και των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων και οργανώσεων από τα τέλη του περασμένου αιώνα έφερε στην ημερήσια πολιτική διάταξη το ζήτημα του περιβάλλοντος ως «διακύβευμα» (issue) των εκλογικών αναμετρήσεων.
Τι είναι αυτό που το λένε…ατζέντα;
Τι είναι, όμως, και πώς διαμορφώνεται η πολιτική ημερήσια διάταξη (ατζέντα); «Ως ημερήσια διάταξη (ατζέντα), ορίζεται το σύνολο των προβλημάτων που θεωρούνται ότι απαιτούν δημόσια συζήτηση ή ακόμη την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας» . Στην δομο-λειτουργική θεωρία του T.Parsons το πολιτικό σύστημα αποτελεί υποσύστημα του κοινωνικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα επικοινωνεί με το γενικό σύστημα της κοινωνικής δράσης και μέσω αυτού με το αρχικό εξωτερικό περιβάλλον του κοινωνικού συστήματος. Στη συστημική θεωρία για την πολιτική η έννοια του αιτήματος κατέχει κεντρική θέση γιατί είναι, τρόπον τινά, η «πρώτη ύλη» των εισροών (inputs) του πολιτικού συστήματος που τις μετατρέπει (conversion process) σε εκροές (outputs) που είναι οι αποφάσεις των κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και της κρατικής μηχανής. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν τους κύριους «θυροφύλακες» (gatekeepers) του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα με τους T. Parsons και D. Easton , οι μελέτες των οποίων για το πολιτικό σύστημα αδυνατούν να διεισδύσουν στις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας και να περιγράψει τις λειτουργίες στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, τους τρόπους σύνδεσης των διαφοροποιημένων μερών του, τους τόπους άρθρωσης των γεγονότων στο εσωτερικό του με τις δυνάμεις που δρουν στα όρια εντός κι εκτός του συστήματος αυτού και των μεταξύ τους συνδετικών αρμών, οι R. Cobb και C. Elder μελετώντας το πολιτικό σύστημα αναλυτικά και διεξοδικά, διέκριναν δυο είδη πολιτικής ατζέντας : τη δημόσια (ή συστημική) ατζέντα και τη θεσμική (ή κυβερνητική ή επίσημη) ατζέντα. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί μας επιτρέπει να εστιάσουμε τους φακούς της ανάλυσης εκεί ακριβώς όπου εμφανίζεται η πολιτική αντιπαράθεση και τα κοινωνικά ζητήματα μετατρέπονται και αναβαθμίζονται σε πολιτικά "διακυβεύματα". Ένα κοινωνικό πρόβλημα μεταβάλλεται σε πολιτικό διακύβευμα όταν γύρω από αυτό συγκρούονται δυο ή και περισσότερες ομάδες και η σύγκρουση αναφέρεται στα ουσιαστικά ή στα διαδικαστικά ζητήματα που συνδέονται με την κατανομή πόρων ή θέσεων . Αυτή η σύγκρουση λαμβάνει χώρα συνήθως κατά τη συγκρότηση της ημερήσιας διάταξης του πολιτικού (δια)λόγου ή και αντιπαράθεσης. Ένα θέμα πρώτα εγγράφεται σ’ αυτήν και κατόπιν στη θεσμική ατζέντα, δίχως βέβαια και να αποκλείεται η άμεση εγγραφή του στη θεσμική. Η δομή της θεσμικής ατζέντας εκφράζει στην ουσία τα θεσμικά και δομικά εμπόδια και τη γενικότερη προδιάθεση του πολιτικού συστήματος απέναντι σε κάποιου τύπου προβλήματα και τα οποία εμπόδια σχετίζονται με την άνιση ικανότητα πρόσβασης των ατόμων ή ομάδων σ’ αυτό. Στη διαδικασία προώθησης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης στους θεσμούς, εκτός από τα ίδια τα μέλη της κρατικής εξουσίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σημαντικός είναι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων, των ομάδων πίεσης ή ομάδων συμφερόντων, των κινήσεων πολιτών για την προώθηση του όποιου κοινωνικού ζητήματος.
Τοπικά κινήματα: Take the Lead
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γνώμης ενός μέρους των ψηφοφόρων παίζουν λοιπόν τα τοπικά κοινωνικά κινήματα που κινητοποιούν τους ενδιαφερόμενους πολίτες επιβάλλοντας συχνά τη δική τους ατζέντα στη δημόσια προεκλογική συζήτηση. Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, δηλαδή στο Δήμο Ηλιούπολης, τοπικά κοινωνικά κινήματα έβαλαν σε συζήτηση μια σειρά από θέματα που σχετίζονται ως επί το πλείστον με το δομημένο και το φυσικό –αστικό και περιαστικό περιβάλλον, αλλά και για ζητήματα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Ξεκινώντας από την αρχή της δεκαετίας του ’90 όταν η Πρωτοβουλία Πολιτών για την Προστασία του Υμηττού δραστηριοποιήθηκε αναδεικνύοντας τα θέματα της Δυτικής Περιφερειακής Λεωφόρου και της προστασίας του δάσους και κινητοποιώντας τόσο την τοπική κοινωνία όσο και τα κινήματα των Δήμων που γειτνιάζουν με τον Υμηττό και το δάσος ως τις τελευταίες χρονιές οπότε έγιναν οι μεγαλύτερες μαζικές διαδηλώσεις που έλαβαν ποτέ χώρα στην Ηλιούπολη με αφορμή την κατασκευή του Κέντρου Υπερυψηλής Τάσης στα όρια Ηλιούπολης και Αργυρούπολης για την εξυπηρέτηση των Ολυμπιακών Αγώνων, τα κοινωνικά κινήματα υποχρεώνουν όλες ανεξαίρετα τις δημοτικές παρατάξεις να απαντάνε στα ερωτήματα που τους θέτουν. Από την εξέταση των προγραμμάτων των παρατάξεων βλέπουμε ότι έχει κινήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τότε που όλες τους πλειοδοτούσαν σε κραυγές υπέρ της μεταφοράς της Περιφερειακής στο χώρο του δάσους, χωρίς να ενδιαφέρονται για το δασικό πλούτο του Υμηττού και την αξία του για το οικοσύστημα. Σήμερα, πια, έχουν αρχίσει να μεταστρέφονται σε διαφορετικές λύσεις. Το 1996 όλες μαζί οι παρατάξεις αποφάσιζαν τη δημιουργία σχολείων δίπλα στο χώρο της ΔΕΗ αγνοώντας (?) ότι πρόκειται να κατασκευαστεί το ΚΥΤ. Σήμερα όλες πλειοδοτούν σε κραυγές αγωνίας μετά την μεγαλειώδη κινητοποίηση και την αστυνομική παρέμβαση επί «εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης Σημίτη» και την κατοχή της πόλης από 27 κλούβες ΜΑΤ.
Αριστερά: Walk the Line
Στις φετινές εκλογές, η ιδιαίτερη φύση των δημοτικών πραγμάτων σε σχέση με την κεντρική πολιτική σκηνή είναι ακόμη μια φορά εμφανής στην Ηλιούπολη. Η δεξιά παράταξη κατεβαίνει δίχως εσωτερικούς διχασμούς απορροφώντας τις όποιες αμφισβητήσεις από τις ακραίες δεξιές φωνές (π.χ.ΛΑΟΣ), το ίδιο και η κυρίαρχη επί 16 χρόνια παράταξη του ΠΑΣΟΚ («Δημοτική Αλλαγή») που κι αυτή με τη σειρά της επανενσωμάτωσε μεγάλο μέρος της παράταξης των «ανταρτών» του 2002. Στην Αριστερά για άλλη μια φορά επικράτησε η πολυδιάσπαση και ο καιροσκοπισμός, η έλλειψη κοινών αναφορών στα κινήματα, ο μικροαρχηγισμός και ο παραγοντισμός. Το ΚΚΕ («Δημοκρατική Ενότητα»), ο Συνασπισμός («Ηλίου-πολις – Ανθρώπινη Πόλη» και το Μ-Λ ΚΚΕ («Αριστερή Πρωτοβουλία» αδυνατούν να δώσουν προοπτική στους κοινούς αγώνες που αναπτύχθηκαν το προηγούμενο διάστημα, προσπαθώντας να περιχαρακώσουν τους ιδιαίτερους κομματικούς χώρους τους και να κερδίσουν κάτι παραπάνω σε ψήφους και ποσοστά εκμεταλλευόμενα τη διάλυση της παράταξης των τέως «ανταρτών» του ΠΑΣΟΚ και λόγω της νέας κατάστασης που δημιουργεί ο τρόπος εκλογής δημάρχου με το όριο του 42% για την πρώτη Κυριακή.
Το Κέντρο Κοινωνικής Παρέμβασης Ηλιούπολης συνεχίζοντας την παράδοση που έχει δημιουργηθεί από τα μέλη του σε παλιότερες εκλογικές αναμετρήσεις θέτει δημόσια ερωτήματα προς τις δημοτικές παρατάξεις από τις οποίες απαιτεί να απαντήσουν σ’ αυτά ανοιχτά και καθαρά. Έτσι απέστειλε τα παρακάτω ερωτηματολόγιο στις παρατάξεις. Μέχρι τώρα μόνο η παράταξη της δεξιάς απάντησε. Οι υπόλοιπες παρατάξεις ακόμη δεν απάντησαν και ακόμη δεν έχουν δημοσιοποιήσει τα προγράμματά τους ως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Αναμένουμε.
12 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
προς
ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΔΗΜΑΡΧΟΥΣ Ηλιούπολης
«ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ»
«ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ»
«ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ»
1. Δημόσια Περιουσία
(α) Τα τελευταία χρόνια οι κληρονόμοι Νάστου έχουν προωθήσει μια σειρά δίκες διεκδικώντας οικόπεδα και κτίσματα που από το 1984 έχουν καταγραφεί ως «ακίνητα του ελληνικού Δημοσίου».
Μερικές από τις δίκες αυτές φαίνεται να τις κερδίζουν.
Τι συμβαίνει, κατά τη γνώμη σας;
- Υπάρχει απλώς «αδράνεια» από τις αρμόδιες υπηρεσίες;
- Υπάρχουν πολιτικές ευθύνες;
(β) Πως σχολιάζετε τον διορισμό από τη σημερινή κυβέρνηση της κας Μάλοβιτς - Νάστου στο Δ.Σ. της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου;
(γ) Θεωρείτε ότι η σημεριvή Δημοτική Αρχή Ηλιούπολης έχει ενημερώσει επαρκώς τους πολίτες για τη σημερινή κατάσταση και έχει κινητοποιηθεί επαρκώς για να υπερασπισθεί τη δημόσια περιουσία;
(δ) Τι θα πρέπει να γίνει τώρα, κατά τη γνώμη σας;
2. Υμηττός
Είστε σύμφωνοι με την συνεχιζόμενη δημιουργία κτιριακών εγκαταστάσεων στην εκτός σχεδίου περιοχή του Υμηττού (περιοχή «ΔΙΑΝΑ», Αγ. Μαύρα, Προφήτης Ηλίας, Σταθμός μεταφόρτωσης απορριμμάτων, γκαράζ οχημάτων Δήμου Ηλιούπολης κ.ά.);
3. Κέντρο Υψηλής Τάσης (Κ.Υ.Τ.) στον Υμηττό
Όπως είναι γνωστό, με πρόσχημα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, κατασκευάστηκε ένα Κέντρο Υψηλής Τάσης της ΔΕΗ 150.000 volt εντός της Β' Ζώνης προστασίας του Υμηττού, δίπλα σε σχολεία, αθλητικές εγκαταστάσεις, κατοικίες. χώρους εργασίας κλπ.
Οι αγώνες των κατοίκων, της Διαδημοτικής Επιτροπής Αγώνα και τοπικών φορέων, απέτρεψαν την κατασκευή και λειτουργία ενός ακόμη μεγαλύτερου Κ.Υ.Τ. 400.000 volt. Παρόλο το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 2005 το Συμβούλιο της Επικρατείας απεφάνθη ότι είναι παράνομη και αυθαίρετη η χωροθέτηση Και η κατασκευή ενός K.Υ.T. στον Υμηττό, η ΔΕΗ, με την κάλυψη του Υπουργείου Ανάπτυξης συνεχίζει τη λειτουργία του κ.Υ.τ. των 150.000 volt.
(α) Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας ευθύνες στην παρούσα δημοτική αρχή για τη διευκόλυνση της παράνομης κατασκευής και αυθαίρετης λειτουργίας του Κ.Υ.Τ. των 150.000 νοlt;
(β) Τι πρέπει κατά τη γνώμη σας να γίνει σήμερα;
4. Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού
Τα προβλήματα από τη διερχόμενη υπερτοπική κυκλοφορία στην Ηλιούπολη, είναι γνωστά.
(α) Πιστεύετε ότι η κατασκευή μιας νέας περιφερειακής λεωφόρου στον Υμηττό θα λύσει αυτά τα προβλήματα ή απλώς θα ανακουφίσει την σημερινή κατάσταση;
(β) Γνωρίζουμε ότι στον νέο αυτοκινητόδρομο προβλέπονται ένας τεράστιος ανισόπεδος κόμβος σύνδεσης με το τοπικό οδικό δίκτυο, μια πελώρια κοιλαδογέφυρα στην περιοχή του Προφήτη Ηλία και υπογειοποιημένα καθώς και επιφανειακά τμήματα, με 6 λωρίδες κυκλοφορίας, βοηθητικές λωρίδες, νησίδες, τοιχεία αντιστήριξης κλπ. Κατόπιν τούτων, εκτιμάτε ότι θα υπάρχουν σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στον δασικό χώρο του Υμηττού, στην περιοχή της Ηλιούπολης, ή όχι;
(γ) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τοποθετείστε υπέρ ή κατά ενός τέτοιου αυτοκινητόδρομου στον Υμηττό;
(δ) Πιστεύετε ότι η κατασκευή αυτού του έργου συνδέεται άμεσα με την εμπορευματοποίηση και τα σχέδια δόμησης μιας «νέας πόλης» στο χώρο του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού;
5. Ρέμα Πικροδάφνης
Στην περιοχή του ρέματος της Πικροδάφνης κατασκευάστηκε τα προηγούμενα χρόνια ένας ανοιχτός αγωγός από τσιμέντο και πέτρα, με αποτέλεσμα την καταστροφή της κοίτης και των φυσικών πρανών του ρέματος.
Ο σημερινός Δήμαρχος Ηλιούπολης, όχι μόνο συναίνεσε, αλλά και πρωτοστάτησε στην κατασκευή αυτού του έργου, το οποίο τελικά σταμάτησε ύστερα από την προσφυγή πολιτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
(α) Συμφωνείτε με το «έργο» αυτό του Δημάρχου Ηλιούπολης;
(β) Συμφωνείτε με την πρόταση που έχει διατυπωθεί από τοπικούς φορείς και πολίτες για αποκατάσταση της φυσικής κοίτης και του μεγαλύτερου μέρους των πρανών του ρέματος;
(γ) Τι άλλο, κατά τη γνώμη σας πρέπει να γίνει;
6. Περιοχή «Χαλικάκη»
Η περιοχή του παλιού λατομείου "Χαλικάκη", αποτελεί εδώ και μερικές δεκαετίες αντικείμενο ανάπλασης και μετατροπής του σε χώρο αθλητισμού και πρασίνου.
(α) Πως αξιολογείτε την απόπειρα της σημερινής Δημοτικής αρχής να παραχωρηθεί τμήμα της έκτασης σε ιδιώτη για την κατασκευή «Αναψυκτηρίου» και μακροχρόνια εκμετάλλευση;
(β) Τι συμπεράσματα εξάγετε από την «αλλαγή πλεύσης» της δημοτικής αρχής, ύστερα από τις κινητοποιήσεις των κατοίκων της περιοχής;
7. Κυκλοφορία - στάθμευση οχημάτων
Το ζήτημα της κυκλοφορίας και της στάθμευσης οχημάτων, αναδεικνύεται και στο Δήμο μας σαν ένα από τα σημαντικότερα. Τα επόμενα χρόνια, θα οξύνεται ακόμα περισσότερο λόγω της συνολικής αύξησης τόσο των οχημάτων που κυκλοφορούν στην Αττική, όσο και του πληθυσμού της Ηλιούπολης.
Το 1992-93 έγινε μια μελέτη «Κυκλοφορίας - Στάθμευσης Δήμου Ηλιούπολης» και το 2005 «επικαιροποιήθηκε» αυτή η μελέτη].
(α) Ποια είναι η γνώμη σας για αυτή τη μελέτη, συνολικά;
(β) Πως σχολιάζετε το γεγονός ότι η επικαιροποίηση αυτής της μελέτης δεν έγινε αντικείμενο μιας δημόσιας συζήτησης, με ευθύνη του σημερινού Δημάρχου, παρότι το ζήτησαν τοπικοί φορείς και δημοτικές παρατάξεις;
(γ) Ποια είναι η γνώμη σας για τα προβλήματα που δημιουργούνται με αφορμή την κατασκευή του σταθμού ΜΕΤΡΟ Ηλιούπολης, σε μια ήδη επιβαρημένη κυκλοφοριακά περιοχή, δηλαδή στη Β' Είσοδο Ηλιούπολης;
(δ) Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή αλλά και την προβλεπόμενη λειτουργία των εισόδων - εξόδων από τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης προς την Ηλιούπολη;
Πιστεύετε, Π.χ. ότι ως κύρια είσοδος - είσοδος θα πρέπει να συνεχίσει να χρησιμοποιείται η Λεωφ. Σοφ. Βενιζέλου - Πύρρωνος όπως γίνεται σήμερα;
Μήπως θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλες «διέξοδοι» προς και από τη Λεωφ. Βουλιαγμέvης (π.χ. Λεωφ. Εργατών Τύπου, Λεωφ. Βίτσι κ.ά.); Πιστεύετε ότι θα πρέπει να συνεχίσει να χρησιμοποιείται η οδός Αγ. Ιωάννου, ένα δρομάκι χωρίς πεζοδρόμια, ως είσοδος από τη Λεωφ. Βουλιαγμένης προς Ηλιούπολη;
(ε) Θεωρείτε ότί η λύση που έχει δοθεί για την κυκλοφορία οχημάτων στην κεντρική πλατεία Εθνικής Αντίστασης είναι ικανοποιητική; Αν όχι, τι πρέπει να γίνει;
(ζ) Πιστεύετε ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται τα πεζοδρόμια του Δήμου μας ως χώρος στάθμευσης ιδιωτικών οχημάτων; Αν όχι, τι πρέπει να γίνει;
8. Δημοτικές Επιχειρήσεις
Στην Ηλιούπολη λειτουργούν δύο Δημοτικές Επιχειρήσεις.
Η ΔΕΚΕΗΛ, για τεχνικά έργα κ.λπ. και η ΔΕΠΑΗΛ, για πολιτιστικές δραστηριότητες κ.λπ.
Θεωρείτε ικανοποιητική τη λειτουργία των δύο αυτών επιχειρήσεων; Αν όχι, γιατί;
9. Κοινωνική Αλληλεγγύη
Τα τελευταία χρόνια, η κεντρική διοίκηση έχει μεταβιβάσει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μια σειρά αρμοδιότητες που αφορούν την «κοινωνική πρόνοια", χωρίς συνήθως, να χρηματοδοτεί και τις απαιτούμενες δραστηριότητες.
(α) Θεωρείτε ικανοποιητικό το σημερινό επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών «κοινωνικής πρόνοιας» στο Δήμο μας;
(β) Αν όχι~ τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνει; Υπάρχουν προτάσεις εκ μέρους σας για μια διευρυμένη παρέμβαση σε ζητήματα «κοινωνικής αλληλεγγύης»;
10. Συμμετοχή πολιτών
Με το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, η συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση των αποφάσεων που τους αφορούν γίνεται έμμεσα, μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους. Το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις εκλογές, η μεγάλη πλειοψηφία των δημοτών δεν συμμετέχει σε καμία διαδικασία για την αντιμετώπιση των συνολικών ζητημάτων που αφορούν το Δήμο.
(α) Κάποτε στο Δήμο μας λειτουργούσαν «Συνοικιακά Συμβούλιο». Για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη σας σταμάτησε η λειτουργία τους;
(β) Θεωρείτε ότι οι τοπικές συνελεύσεις, ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποτελούν μια κατάλληλη διαδικασία για να εκφραστούν οι απόψεις των κατοίκων του Δήμου μας, και να διαμορφωθούν σωστότερες αποφάσεις; Αν ναι, γιατί δεν την επιχειρήσατε μέχρι σήμερα;
(γ) Θεωρείτε ικανοποιητική την δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών της Ηλιούπολης στον "Ευώνυμο", το περιοδικό του Δήμου Ηλιούπολης;
11. Εκπαίδευση
(α) Τι «Σχολείο" έχουμε και τι «Σχολείο» θέλουμε;
(β) Χρειάζονται αλλαγές στο σημερινό «Σχολείο» και ποιες;
Μέσα από ποιους «θεσμούς" θα προωθηθούν οι αλλαγές αυτές;
(γ) Μπορεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση να παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο στην εκπαίδευση, και ποιόν;
Πώς κρίνετε την πρωτοβουλία του Δήμου Αμαρουσίου για την ίδρυση ιδιωτικού πανεπιστημίου;
12. Νεολαία
(α) Θεωρείτε επαρκή την παρέμβαση της Δημοτικής Αρχής στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την νεολαία του Δήμου μας;
(β) Πώς κρίνετε την, ως τώρα, λειτουργία του «Συμβουλίου Νέων» στο Δήμο μας;
(γ) Τι πρωτοβουλίες πρέπει κατά τη γνώμη σας να ληφθούν για μια ουσιαστική συμμετοχή της νεολαίας στα γενικότερης σημασίας ζητήματα που απασχολούν την Ηλιούπολη;
Αποτελέσματα Δημοτικών Εκλογών 2002
Δ. ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ (N. ΑΘΗΝΩΝ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ)
Πληθυσμός 75.904 Εγγεγραμμένοι 54.678 Έδρες 31 Τμήματα 135
Α' Ψήφισαν 44.788 Έγκυρα 41.645 Άκυρα/Λευκά 3.143
B' Ψήφισαν 42.297 Έγκυρα 37.009 Άκυρα/Λευκά 5.288
Υποψήφιος - Συνδιασμός Ψήφοι % Έδρες Ψήφοι % Έδρες
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ-ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 16.959 40,70 7 19.897 53,80 19
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΦ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ 13.367 32,10 5 17.112 46,20 8
ΚΑΛΤΣΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΩΤ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4.110 9,90 2 0 0,00 0
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ-ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 3.343 8,00 1 0 0,00 0
ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΟΛΗ 2.786 6,70 1 0 0,00 0
ΣΟΦΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ 1.080 2,60 0 0 0,00 0
Sunday, October 08, 2006
Monday, September 11, 2006
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης σας καλεί την Τρίτη, 12/9/2006, στην προβολή της ταινίας Los Olvidados (1950) του αξεπέραστου σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Πρωταγωνιστούν: Αλφόνσο Μέγια, Εστέλα Ίντα, Ρομπέρτο Κόμπο.
Οι προβολές γίνονται στις 8:30 και 10:30 μμ στο θερινό Δημοτικό Κινηματογράφο Ηλιούπολης «Μελίνα Μερκούρη» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Άνω Ηλιούπολη από στάσεις σε Πανεπιστημίου και Ακαδημίας καθώς και από στάση Δάφνη του Μετρό, τηλ. 9919818, 9941199, 9914732).
Μια ομάδα «παραβατικών νέων» ζει μια βίαιη και γεμάτη έγκλημα ζωή στις παρηκμασμένες φτωχογειτονιές της Πόλης του Μεξικού. Ο Πέντρο είναι ένα παιδί εγκαταλελειμμένο από τη μητέρα του και την κοινωνία, όπως και τα άλλα παιδιά του δρόμου. Τα παιδιά προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν στους δρόμους της πόλης.
Ένα κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας είναι η μοντέρνα αρχιτεκτονική. Σχεδόν κάθε επεισόδιο βίας, έκδηλης ή υπονοούμενης – απειλή, καυγάς, μικροληστεία, φόνος, πυροβολισμοί αστυνομικών – διαδραματίζεται με φόντο κάποιο άδειο κτίριο. Οι σκελετοί των κτιρίων από ατσάλι και οπλισμένο σκυρόδεμα στέκουν σιωπηλοί μάρτυρες και φέρνουν στη μνήμη τα τρία παιδιά που φονεύθηκαν στη διάρκεια του φιλμικού χρόνου. Αυτά είναι τα παιδιά που ξεχάστηκαν –οι olbidados – του άψυχου αστικού εκσυγχρονισμού στον οποίο οδηγήθηκε η μεξικάνικη επανάσταση.
Ο Μπουνιουέλ ταλαντυεόμενος μεταξύ σουρεαλισμού και νεορεαλισμού μένει έκθαμβος από την ένταση της δραματικότητας της φτώχειας, της βαριάς αδικίας και της κτηνωδίας του πραγματικού κόσμου. Πίσω από τα νέα «θαύματα» του τεχνικού πολιτισμού –του Πύργου του Άιφελ, των ουρανοξυστών του Μανχάτταν και του Μπιγκ Μπεν – κρύβονται τα φτωχά παιδιά που βιώνουν το χειρότερο εφιάλτη αλλά δεν παύουν, κάποια από αυτά να ονειρεύονται…
Σας περιμένουμε,
Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://www.klh.gr
Monday, September 04, 2006
Η εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ και η τάση του κομμουνισμού
http://www.socialforum-media.gr/forum/viewtopic.php?p=7411#7411
του Άκη Γαβριηλίδη
Με αφορμή τις επιτυχίες της εθνικής
μπάσκετ, με ακρίβεια και
προβλεψιμότητα ρολογιού, βγήκαν στα
παράθυρα και στα λοιπά ΜΜΕ
πολιτικοί, ιερείς, μάνατζερ και άλλοι
διαχειριστές της ανθρώπινης
υποκειμενικότητας και παρήγαγαν ακόμη
μια φορά μια τεράστια ποσότητα
λόγου. Μία από τις σταθερές του
λεκτικού τους οπλοστασίου, τώρα όπως
και κάθε άλλη φορά, ήταν ότι «ο
ελληνισμός πρέπει να παραδειγματισθεί
από αυτές τις επιτυχίες».
Αυτό θα μπορούσαμε να το παρακάμψουμε
ως μια τελετουργική επανάληψη
χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, είναι
αξιοπρόσεκτο ότι αυτή η
«παιδαγωγική» διάσταση εμφανίζεται
εμφατικά στο λόγο πολλών άλλων
παραγόντων που δεν έχουν καμία σχέση με
τον ελληνισμό και τους
παιδονόμους του, αλλά έχουν μεγάλη
σχέση με το μπάσκετ. Τρία τελείως
ενδεικτικά παραδείγματα:
- ο Γιόνας Καζλάουσκας, ο Λιθουανός
προπονητής της εθνικής Κίνας, μετά
τον αγώνα της ομάδας του με την Ελλάδα,
δήλωσε: «μακάρι να παίζουμε
περισσότερα παιχνίδια με την Ελλάδα,
γιατί πραγματικά μαθαίνουμε»
(http://new.e-go.gr/sports/article.asp?catid=8606&subid=2&pubid=366317).
- Κατά τη μετάδοση του αγώνα Ελλάδας-ΗΠΑ
από την τουρκική τηλεόραση, ο
σπήκερ που περιέγραφε το παιχνίδι
σχολίασε κάποια στιγμή: «ο Έλληνας
γκαρντ Παπαλουκάς παραδίδει μαθήματα
μπάσκετ στους αστέρες του ΝΒΑ»
(αναμεταδόθηκε από το δελτίο της ΝΕΤ).
- Τέλος, σε ένα εξαιρετικά εύστοχο άρθρο
του στην Gazzetta dello
Sport, o Ιταλός αθλητικογράφος Luca Chiabotti,
επικρίνοντας τον
προπονητή της εθνικής των ΗΠΑ,
κατέληγε: «ο κόουτς Krzyzewski, όπως
είχε κάνει προηγουμένως και ο Λάρυ
Μπράουν στους Ολυμπιακούς της
Αθήνας, αφιερώνει υμνητικά λόγια στον
προπονητή και τους παίκτες της
Ελλάδας, αλλά τους αναφέρει με το
νούμερο της φανέλας: δεν ξέρει ούτε
καν τα ονόματα εκείνων που παρέδωσαν
ένα μάθημα τεχνικής, χαρακτήρα
και τακτικής στον Λεμπρόν, τον Καρμέλο,
τον Ουέιντ και τα άλλα
υποτιθέμενα αστέρια του ΝΒΑ»
(http://www.gazzetta.it/Sport_Vari/Basket/Primo_Piano/2006/09_Settembre/01/greusa.shtml).
Όλα αυτά, αν μη τι άλλο, πείθουν ότι η
παρουσία και αγωνιστική
συμπεριφορά της ελληνικής ομάδας
μπορεί να περιέχει διδάγματα και για
άλλους εκτός από τον «ελληνισμό».
Εγώ θα το πάω ένα βήμα παραπέρα και θα
ισχυριστώ ότι περιέχει
διδάγματα για το αντικαπιταλιστικό
κίνημα. Και γι' αυτό μας
ενδιαφέρει.
Η λογική του πλήθους
Καταρχάς, είναι και δια γυμνού οφθαλμού
ορατό ότι η ομάδα αυτή
στηρίζεται σε αυτό που είθισται να
αποκαλείται «συλλογικό παιχνίδι».
Αν κοιτάξουμε τις στατιστικές, θα δούμε
ότι σε όλους τους αγώνες
μοιραζόταν περίπου ισοδύναμα μεταξύ
του συνόλου των παικτών το
σκοράρισμα –αλλά και ο ίδιος ο χρόνος
συμμετοχής. Σε κάθε αγώνα
υπήρχαν τέσσερις και πέντε παίκτες με
διψήφιο αριθμό πόντων, (και
μάλιστα όχι οι ίδιοι κάθε φορά), ενώ
υπήρχαν παίκτες που σε έναν αγώνα
ήταν πρωταγωνιστές ενώ στον επόμενο
σχεδόν δεν χρησιμοποιούνταν καν.
Η διαφορά είναι αισθητή, ιδίως σε
σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο
ανάλογο παράδειγμα, την κατάκτηση του
πανευρωπαϊκού το 1987, όπου
υπήρχε ένας παίκτης που σημείωνε
περίπου το 30% των πόντων σε κάθε
αγώνα, και άλλοι τρεις-τέσσερις που
συμπλήρωναν το υπόλοιπο 60%, ενώ
οι υπόλοιπη δωδεκάδα χρησιμοποιούνταν
μόνο όταν οι πρώτοι αποβάλλονταν
με πέντε φάουλ ή κουράζονταν.
Θεωρώ όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο
περιγράφουμε αυτή τη διαφορά δεν
είναι απολύτως ικανοποιητικός. Συνήθως
λέμε ότι στην ομάδα του 87
«πρωταγωνίστησαν ισχυρές
προσωπικότητες» ενώ σε αυτήν «ο
καθένας βάζει
το άτομό του κάτω από το σύνολο».
Η περιγραφή αυτή είναι λάθος. Οι
παίκτες της ομάδας αυτής βάζουν το
άτομό τους όχι «κάτω» από το σύνολο,
αλλά μέσα σε αυτό. Και, στο βαθμό
που το κάνουν αυτό, μετατρέπουν αυτό το
σύνολο σε ένα πλήθος
[multitude] και όχι σε ένα πειθαρχημένο και
ιεραρχικό στράτευμα.
Αξίζει να προσέξουμε ακόμα μία φράση
από το άρθρο του Κιαμπότι που
αναφέρθηκε παραπάνω: ο Ιταλός
αθλητικογράφος υποστηρίζει ότι οι
Έλληνες «όχι μόνο παρέδωσαν ένα μάθημα
του πώς να παίζεις ομαδικά,
αλλά και επέδειξαν μία εμφανή ατομική
ανωτερότητα» σε σχέση με τους
αμερικανούς.
Πώς μπορούμε να αναγνωρίζουμε το
πλήθος και να το διακρίνουμε από την
κάθετη ιεραρχική δόμηση (στρατιωτική,
βιομηχανική, διανοητική,
γενικότερα κοινωνική) του φορντισμού;
Ένα από τα κριτήρια είναι
ακριβώς αυτό: ότι το πλήθος είναι μία
οριζόντια διασύνδεση και
ανάπτυξη ατομικοτήτων, στην οποία
«όταν κάθε άνθρωπος προσπαθεί να
είναι χρήσιμος στον εαυτό του, τότε
είναι περισσότερο ωφέλιμοι οι
άνθρωποι ο ένας στον άλλο» (1). Με άλλα
λόγια, «ένα πλήθος 'κοινωνικών
ατόμων' —οι οποίοι γίνονται όλο και πιο
υπερήφανοι για την
ανεπανάληπτη ενικότητά τους, όσο
περισσότερο συσχετίζονται ο ένας προς
τον άλλο σε έναν πυκνό ιστό
συνεργατικής αλληλεπίδρασης— [και]
αναγνωρίζονται ως ο Γενικός Νους της
κοινωνίας. Ο 'Γενικός Νους' —'η
σκέψη που επιθυμεί και η επιθυμία που
σκέπτεται', για να
χρησιμοποιήσουμε την όμορφη διατύπωση
του Αριστοτέλη» (2).
Η «συλλογικότητα» λοιπόν με βάση την
οποία λειτουργεί η ομάδα αυτή δεν
είναι μια στρατιωτικού/ προτεσταντικού
τύπου «πειθαρχία» όπου τα άτομα
πρέπει να «θυσιάσουν» ή να
«εκχωρήσουν» κάτι για να υπαχθούν σε
έναν
«γενικό νόμο». Δεν είναι μια
«αυτοσυγκράτηση», αλλά μια
αυτοανάπτυξη.
Παίζοντας έτσι όπως παίζουν (εξάλλου η
ίδια αυτή λέξη είναι πολύ
ενδεικτική: ακριβώς, παίζουν), ο
Χατζηβρέττας, ο Σχορτσιανίτης και ο
Φώτσης δεν «υποτάσσονται» σε μια
υπερκείμενη εξωτερική ανάγκη –με την
έννοια ότι αυτοί «από μέσα τους» θα
επιθυμούσαν να κάνουν κάτι άλλο
και καταστέλλουν αυτή τους την
επιθυμία χάριν κάποιας υπέρτερης
δεοντολογίας-, αλλά ακριβώς
χειρίζονται και εκδηλώνουν την
επιθυμία
τους, δηλαδή την ύπαρξή τους, της δίνουν
χώρο, και μάλιστα την
παράγουν και την ανανεώνουν. Αρκεί να
δούμε τις φάτσες τους, στις
οποίες ακτινοβολεί μια χαρά και μια
απόλαυση. Η χαρά αυτή δεν είναι
(μόνο) η χαρά της νίκης, αλλά, πριν απ'
αυτό, είναι η χαρά του ίδιου
του παιχνιδιού. Η χαρά όποιου
επιδίδεται σε μια δραστηριότητα που τον
γεμίζει, που κινητοποιεί –και εξασκεί
περαιτέρω- τις νοητικές και
σωματικές του δεξιότητες.
Γι' αυτό, η επιτυχία της ομάδας αυτής
είναι μια επιτυχία του «Γενικού
Νου», του General Intellect του Μαρξ.
Ηθικό δίδαγμα;
Όσοι από την πορεία της εθνικής μπάσκετ
θέλουν να βγάλουν το δίδαγμα
ότι «οι Έλληνες ενωμένοι
μεγαλουργούν», ας το βγάλουν' δεν
μπορούμε να
τους εμποδίσουμε. Το ίδιο είχαν κάνει
και σε κάθε άλλη περίπτωση. Αυτό
που μας ενδιαφέρει εμάς είναι η διαφορά
και όχι η επανάληψη' δηλαδή
είναι να κατανοήσουμε τι καινούριο
κομίζει αυτή η επιτυχία σε σχέση με
άλλες, και τι μπορούμε να διδαχθούμε απ'
αυτό.
Το διαφορετικό λοιπόν που κομίζει αυτή
η εθνική ομάδα είναι ο
μεταφορντισμός. Και, εφόσον είναι έτσι,
η λειτουργία της δεν είναι
κάτι που αφορά μερικούς
«πολυεκατομμυριούχους» ή μια «εργατική
αριστοκρατία», ούτε κάτι που «αποσπά το
λαό από τα πραγματικά του
προβλήματα», αλλά είναι κάτι που έχει
τεράστια σχέση με το «λαό» -ή
μάλλον, ακριβώς, όχι με το «λαό» αλλά με
το πλήθος.
Ας διαβάσουμε ακόμα μια φορά τα
λεγόμενα του Πάολο Βίρνο:
«Ο μεταφορντισμός δεν μπορεί φυσικά να
αναχθεί σε ένα σύνολο από
ιδιαίτερες επαγγελματικές
φυσιογνωμίες που χαρακτηρίζονται από
διανοητική εκλέπτυνση ή από
'δημιουργικά' δώρα. Είναι προφανές ότι
οι
εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, οι ερευνητές, οι
μηχανικοί, οι οικολογικοί
λειτουργοί [οι μπασκετμπωλίστες
–προσθέτω εγώ] κ.λπ., είναι και θα
είναι μια μικρή μειοψηφία. Με τον όρο
'μεταφορντισμός' δεν εννοώ αυτό,
αλλά ένα σύνολο χαρακτηριστικών που
συνδέονται με το σύνολο του
σύγχρονου εργατικού δυναμικού, ακόμα
και με αυτούς που μαζεύουν τα
φρούτα ή τους φτωχότερους μετανάστες.
Μερικά απ' αυτά είναι: η
δυνατότητα να αντιδράς κατά τρόπο
έγκαιρο στις συνεχείς καινοτομίες σε
τεχνικές και οργανωτικά μοντέλα, ένας
αξιοπρόσεκτος 'καιροσκοπισμός'
κατά τη διαπραγμάτευση μεταξύ των
διαφορετικών δυνατοτήτων που
προσφέρει η αγορά εργασίας, η
οικειότητα με το ενδεχόμενο και το
απρόβλεπτο, αυτή η ελάχιστη
επιχειρηματική συμπεριφορά που μας
επιτρέπει να αποφασίζουμε ποιο είναι
το 'σωστό' που πρέπει να γίνει
μέσα σε μια μη γραμμική παραγωγική
διακύμανση, μια ορισμένη οικειότητα
με τον ιστό των επικοινωνιών και των
πληροφοριών.
Όπως είναι φανερό, πρόκειται για γενικά
ανθρώπινα δώρα, όχι για
αποτελέσματα 'ειδίκευσης'. Αυτό που
πιστεύω είναι ότι ο μεταφορντισμός
κινητοποιεί όλες τις ικανότητες που
χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος:
τη γλώσσα, την αφηρημένη σκέψη, την
προδιάθεση προς εκμάθηση, την
πλαστικότητα, τη συνήθεια να μην έχουμε
σταθερές συνήθειες. Όταν μιλώ
για 'μαζική διανοητικότητα', δεν
αναφέρομαι βεβαίως στους βιολόγους,
τους καλλιτέχνες, τους μαθηματικούς
κ.λπ., αλλά στον ανθρώπινο νου
γενικά, στο γεγονός ότι έχει 'στρωθεί
στη δουλειά' όπως ποτέ πριν. Εάν
το δούμε προσεκτικά, ο μεταφορντισμός
εκμεταλλεύεται ικανότητες που
μαθαίνονται πριν και ανεξάρτητα από
την είσοδο στον εργασιακό χώρο:
ικανότητες τις οποίες φέρνει στην
επιφάνεια η αβεβαιότητα της
μητροπολιτικής ζωής, το ξερίζωμα, τα
αντιληπτικά σοκ των τεχνολογικών
μεταλλαγών, ακόμη και τα
βιντεοπαιχνίδια και η χρήση κινητών
τηλεφώνων. Όλα αυτά βρίσκονται στη βάση
της μεταφορντικής 'ευελιξίας'.
Αυτές οι εμπειρίες εκτός του
εργασιακού χώρου γίνονται κατόπιν, στο
σύστημα παραγωγής που είναι γνωστό ως
'just in time', αυθεντικές
επαγγελματικές απαιτήσεις με την πλήρη
έννοια του όρου» (από την ίδια
συνέντευξη).
Επομένως, οι παιδονόμοι και οι
χούλιγκαν του ελληνικού
εθνικού-κοινωνικού κράτους, μπορούν αν
θέλουν να αντλούν για πολλοστή
φορά τα διδάγματα για την «δόξα του
έθνους (τους)». Αυτό ομολογουμένως
είναι ενοχλητικό και εκνευριστικό.
Ωστόσο, θα ήταν άσκοπο να
προσπαθήσουμε να τους «νουθετήσουμε»,
υιοθετώντας απέναντί τους μια
στάση «φωτισμένης μειοψηφίας» η οποία
δεν πέφτει στην ίδια παγίδα με
τις «παρορμητικές» μάζες και τις
εγκαλεί να επιστρέψουν στο δρόμο της
λογικής και της ψυχραιμίας. Πολύ πιο
χρήσιμο θα ήτανε να αναρωτηθούμε
αν μπορεί να διδάξει κάτι και σε εμάς,
στους κομμουνιστές και το
αντικαπιταλιστικό κίνημα, η λειτουργία
αυτής της ομάδας.
Για παράδειγμα, το εξής: ότι αυτό που
παράγει τη δόξα και τον «πλούτο
των εθνών», είναι η επιστράτευση των
«γενικών ανθρώπινων ιδιοτήτων και
δεξιοτήτων», δηλαδή της
επινοητικότητας, της ικανότητας
αντίδρασης στο
απρόβλεπτο και αξιοποίησης των
ευκαιριών 'just in time', της
συνεργασίας των εγκεφάλων και των
σωμάτων για την από κοινού παραγωγή
της ζωής, ως καλής ζωής, δηλαδή ως χαράς.
Και το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό, ή
μάλλον είναι το σημαντικότερο
πολιτικό δίδαγμα που πρέπει να
αντλήσει σήμερα το κίνημα. Διότι
«Το αδιέξοδο που πλήττει το παγκόσμιο
κίνημα προέρχεται από την εγγενή
εμπλοκή του στους τρόπους παραγωγής.
Όχι από την αποξένωση ή την
περιθωριοποίησή του, όπως νομίζουν
μερικοί. Το κίνημα είναι η
συγκρουσιακή διεπαφή της
μεταφορντικής εργασιακής διαδικασίας.
Ακριβώς
εξαιτίας –και όχι σε πείσμα- αυτού του
γεγονότος εμφανίζεται στη
δημόσια σκηνή ως ηθικό κίνημα.
Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ. Η
σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή
κινητοποιεί υπέρ αυτής όλες τις
συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν το
είδος μας, στρώνοντας στη δουλειά την
ίδια τη ζωή. Τώρα, εάν είναι
αλήθεια ότι η μεταφορντική παραγωγή
ιδιοποιείται 'τη ζωή' —δηλαδή το
σύνολο των ειδικά ανθρώπινων
ικανοτήτων— είναι μάλλον προφανές ότι
και
η ανυπακοή απέναντί της θα στηριχτεί
στο ίδιο βασικό αντικειμενικό
γεγονός. Στη ζωή που εμπλέκεται στην
εύκαμπτη παραγωγή αντιτάσσεται η
βαθμίδα μιας 'καλής ζωής'. Και η
αναζήτηση μιας καλής ζωής είναι
πράγματι το θέμα της ηθικής. Εδώ
έγκειται ταυτόχρονα η δυσκολία και η
τρομερά ενδιαφέρουσα πρόκληση» (Βίρνο,
ό.π.).
Η αποτελεσματικότητα λοιπόν της
παρέμβασης του κινήματος θα εξαρτηθεί
από την ικανότητά του να αξιοποιήσει
προς δικό του όφελος όλες αυτές
τις ανθρώπινες ικανότητες που
κινητοποιεί ο μεταφορντικός
καπιταλισμός, να τις συνδυάσει και να
αναπτύξει την τάση της
κοινωνικής συνεργασίας πέρα από εκεί
που αντέχει ο καπιταλισμός, προς
την κατεύθυνση της ανατροπής του. Να
διασυνδέσει οριζόντια ισχυρές και
υπερήφανες ατομικότητες, όχι στο
πλαίσιο ενός συλλογικού δημοκρατικού
συγκεντρωτισμού και ενός
αντιπροσωπευτικού-πρωτοπόρου
κόμματος, αλλά
στο πλαίσιο ενός ανοιχτού πλήθους, από
το οποίο ο αντίπαλος δεν θα
ξέρει ποιον να μαρκάρει πρώτο, διότι
ακόμα και αν εξουδετερώσει έναν,
θα υπάρχουν άλλοι 11 (12, 13 … άπειροι).
Και να δουλέψει όχι με την εργαλειακή
ορθολογικότητα, π.χ. για την
επίτευξη ενός «πενταετούς πλάνου» ή
του «σοσιαλισμού», αλλά με τον
αυτοσχεδιασμό του παιχνιδιού, με την
«αξεπέραστη χαρά και ελαφρότητα
του να είσαι κομμουνιστής».
(1) Σπινόζα, Ηθική Θ. 35 Δ΄, Πόρισμα 2.
(2) Paolo Virno, «Μεταφορντισμός – ηθική –
πολιτική», συνέντευξη στον
Branden W. Joseph,
http://mitpress.mit.edu/journals/pdf/GR21_026-037_Joseph.pdf,
δημοσιευμένη στα ελληνικά στο
περιοδικό Πανοπτικόν, νο 9, Ιούλιος
2006.
http://www.socialforum-media.gr/forum/viewtopic.php?p=7411#7411
του Άκη Γαβριηλίδη
Με αφορμή τις επιτυχίες της εθνικής
μπάσκετ, με ακρίβεια και
προβλεψιμότητα ρολογιού, βγήκαν στα
παράθυρα και στα λοιπά ΜΜΕ
πολιτικοί, ιερείς, μάνατζερ και άλλοι
διαχειριστές της ανθρώπινης
υποκειμενικότητας και παρήγαγαν ακόμη
μια φορά μια τεράστια ποσότητα
λόγου. Μία από τις σταθερές του
λεκτικού τους οπλοστασίου, τώρα όπως
και κάθε άλλη φορά, ήταν ότι «ο
ελληνισμός πρέπει να παραδειγματισθεί
από αυτές τις επιτυχίες».
Αυτό θα μπορούσαμε να το παρακάμψουμε
ως μια τελετουργική επανάληψη
χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, είναι
αξιοπρόσεκτο ότι αυτή η
«παιδαγωγική» διάσταση εμφανίζεται
εμφατικά στο λόγο πολλών άλλων
παραγόντων που δεν έχουν καμία σχέση με
τον ελληνισμό και τους
παιδονόμους του, αλλά έχουν μεγάλη
σχέση με το μπάσκετ. Τρία τελείως
ενδεικτικά παραδείγματα:
- ο Γιόνας Καζλάουσκας, ο Λιθουανός
προπονητής της εθνικής Κίνας, μετά
τον αγώνα της ομάδας του με την Ελλάδα,
δήλωσε: «μακάρι να παίζουμε
περισσότερα παιχνίδια με την Ελλάδα,
γιατί πραγματικά μαθαίνουμε»
(http://new.e-go.gr/sports/article.asp?catid=8606&subid=2&pubid=366317).
- Κατά τη μετάδοση του αγώνα Ελλάδας-ΗΠΑ
από την τουρκική τηλεόραση, ο
σπήκερ που περιέγραφε το παιχνίδι
σχολίασε κάποια στιγμή: «ο Έλληνας
γκαρντ Παπαλουκάς παραδίδει μαθήματα
μπάσκετ στους αστέρες του ΝΒΑ»
(αναμεταδόθηκε από το δελτίο της ΝΕΤ).
- Τέλος, σε ένα εξαιρετικά εύστοχο άρθρο
του στην Gazzetta dello
Sport, o Ιταλός αθλητικογράφος Luca Chiabotti,
επικρίνοντας τον
προπονητή της εθνικής των ΗΠΑ,
κατέληγε: «ο κόουτς Krzyzewski, όπως
είχε κάνει προηγουμένως και ο Λάρυ
Μπράουν στους Ολυμπιακούς της
Αθήνας, αφιερώνει υμνητικά λόγια στον
προπονητή και τους παίκτες της
Ελλάδας, αλλά τους αναφέρει με το
νούμερο της φανέλας: δεν ξέρει ούτε
καν τα ονόματα εκείνων που παρέδωσαν
ένα μάθημα τεχνικής, χαρακτήρα
και τακτικής στον Λεμπρόν, τον Καρμέλο,
τον Ουέιντ και τα άλλα
υποτιθέμενα αστέρια του ΝΒΑ»
(http://www.gazzetta.it/Sport_Vari/Basket/Primo_Piano/2006/09_Settembre/01/greusa.shtml).
Όλα αυτά, αν μη τι άλλο, πείθουν ότι η
παρουσία και αγωνιστική
συμπεριφορά της ελληνικής ομάδας
μπορεί να περιέχει διδάγματα και για
άλλους εκτός από τον «ελληνισμό».
Εγώ θα το πάω ένα βήμα παραπέρα και θα
ισχυριστώ ότι περιέχει
διδάγματα για το αντικαπιταλιστικό
κίνημα. Και γι' αυτό μας
ενδιαφέρει.
Η λογική του πλήθους
Καταρχάς, είναι και δια γυμνού οφθαλμού
ορατό ότι η ομάδα αυτή
στηρίζεται σε αυτό που είθισται να
αποκαλείται «συλλογικό παιχνίδι».
Αν κοιτάξουμε τις στατιστικές, θα δούμε
ότι σε όλους τους αγώνες
μοιραζόταν περίπου ισοδύναμα μεταξύ
του συνόλου των παικτών το
σκοράρισμα –αλλά και ο ίδιος ο χρόνος
συμμετοχής. Σε κάθε αγώνα
υπήρχαν τέσσερις και πέντε παίκτες με
διψήφιο αριθμό πόντων, (και
μάλιστα όχι οι ίδιοι κάθε φορά), ενώ
υπήρχαν παίκτες που σε έναν αγώνα
ήταν πρωταγωνιστές ενώ στον επόμενο
σχεδόν δεν χρησιμοποιούνταν καν.
Η διαφορά είναι αισθητή, ιδίως σε
σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο
ανάλογο παράδειγμα, την κατάκτηση του
πανευρωπαϊκού το 1987, όπου
υπήρχε ένας παίκτης που σημείωνε
περίπου το 30% των πόντων σε κάθε
αγώνα, και άλλοι τρεις-τέσσερις που
συμπλήρωναν το υπόλοιπο 60%, ενώ
οι υπόλοιπη δωδεκάδα χρησιμοποιούνταν
μόνο όταν οι πρώτοι αποβάλλονταν
με πέντε φάουλ ή κουράζονταν.
Θεωρώ όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο
περιγράφουμε αυτή τη διαφορά δεν
είναι απολύτως ικανοποιητικός. Συνήθως
λέμε ότι στην ομάδα του 87
«πρωταγωνίστησαν ισχυρές
προσωπικότητες» ενώ σε αυτήν «ο
καθένας βάζει
το άτομό του κάτω από το σύνολο».
Η περιγραφή αυτή είναι λάθος. Οι
παίκτες της ομάδας αυτής βάζουν το
άτομό τους όχι «κάτω» από το σύνολο,
αλλά μέσα σε αυτό. Και, στο βαθμό
που το κάνουν αυτό, μετατρέπουν αυτό το
σύνολο σε ένα πλήθος
[multitude] και όχι σε ένα πειθαρχημένο και
ιεραρχικό στράτευμα.
Αξίζει να προσέξουμε ακόμα μία φράση
από το άρθρο του Κιαμπότι που
αναφέρθηκε παραπάνω: ο Ιταλός
αθλητικογράφος υποστηρίζει ότι οι
Έλληνες «όχι μόνο παρέδωσαν ένα μάθημα
του πώς να παίζεις ομαδικά,
αλλά και επέδειξαν μία εμφανή ατομική
ανωτερότητα» σε σχέση με τους
αμερικανούς.
Πώς μπορούμε να αναγνωρίζουμε το
πλήθος και να το διακρίνουμε από την
κάθετη ιεραρχική δόμηση (στρατιωτική,
βιομηχανική, διανοητική,
γενικότερα κοινωνική) του φορντισμού;
Ένα από τα κριτήρια είναι
ακριβώς αυτό: ότι το πλήθος είναι μία
οριζόντια διασύνδεση και
ανάπτυξη ατομικοτήτων, στην οποία
«όταν κάθε άνθρωπος προσπαθεί να
είναι χρήσιμος στον εαυτό του, τότε
είναι περισσότερο ωφέλιμοι οι
άνθρωποι ο ένας στον άλλο» (1). Με άλλα
λόγια, «ένα πλήθος 'κοινωνικών
ατόμων' —οι οποίοι γίνονται όλο και πιο
υπερήφανοι για την
ανεπανάληπτη ενικότητά τους, όσο
περισσότερο συσχετίζονται ο ένας προς
τον άλλο σε έναν πυκνό ιστό
συνεργατικής αλληλεπίδρασης— [και]
αναγνωρίζονται ως ο Γενικός Νους της
κοινωνίας. Ο 'Γενικός Νους' —'η
σκέψη που επιθυμεί και η επιθυμία που
σκέπτεται', για να
χρησιμοποιήσουμε την όμορφη διατύπωση
του Αριστοτέλη» (2).
Η «συλλογικότητα» λοιπόν με βάση την
οποία λειτουργεί η ομάδα αυτή δεν
είναι μια στρατιωτικού/ προτεσταντικού
τύπου «πειθαρχία» όπου τα άτομα
πρέπει να «θυσιάσουν» ή να
«εκχωρήσουν» κάτι για να υπαχθούν σε
έναν
«γενικό νόμο». Δεν είναι μια
«αυτοσυγκράτηση», αλλά μια
αυτοανάπτυξη.
Παίζοντας έτσι όπως παίζουν (εξάλλου η
ίδια αυτή λέξη είναι πολύ
ενδεικτική: ακριβώς, παίζουν), ο
Χατζηβρέττας, ο Σχορτσιανίτης και ο
Φώτσης δεν «υποτάσσονται» σε μια
υπερκείμενη εξωτερική ανάγκη –με την
έννοια ότι αυτοί «από μέσα τους» θα
επιθυμούσαν να κάνουν κάτι άλλο
και καταστέλλουν αυτή τους την
επιθυμία χάριν κάποιας υπέρτερης
δεοντολογίας-, αλλά ακριβώς
χειρίζονται και εκδηλώνουν την
επιθυμία
τους, δηλαδή την ύπαρξή τους, της δίνουν
χώρο, και μάλιστα την
παράγουν και την ανανεώνουν. Αρκεί να
δούμε τις φάτσες τους, στις
οποίες ακτινοβολεί μια χαρά και μια
απόλαυση. Η χαρά αυτή δεν είναι
(μόνο) η χαρά της νίκης, αλλά, πριν απ'
αυτό, είναι η χαρά του ίδιου
του παιχνιδιού. Η χαρά όποιου
επιδίδεται σε μια δραστηριότητα που τον
γεμίζει, που κινητοποιεί –και εξασκεί
περαιτέρω- τις νοητικές και
σωματικές του δεξιότητες.
Γι' αυτό, η επιτυχία της ομάδας αυτής
είναι μια επιτυχία του «Γενικού
Νου», του General Intellect του Μαρξ.
Ηθικό δίδαγμα;
Όσοι από την πορεία της εθνικής μπάσκετ
θέλουν να βγάλουν το δίδαγμα
ότι «οι Έλληνες ενωμένοι
μεγαλουργούν», ας το βγάλουν' δεν
μπορούμε να
τους εμποδίσουμε. Το ίδιο είχαν κάνει
και σε κάθε άλλη περίπτωση. Αυτό
που μας ενδιαφέρει εμάς είναι η διαφορά
και όχι η επανάληψη' δηλαδή
είναι να κατανοήσουμε τι καινούριο
κομίζει αυτή η επιτυχία σε σχέση με
άλλες, και τι μπορούμε να διδαχθούμε απ'
αυτό.
Το διαφορετικό λοιπόν που κομίζει αυτή
η εθνική ομάδα είναι ο
μεταφορντισμός. Και, εφόσον είναι έτσι,
η λειτουργία της δεν είναι
κάτι που αφορά μερικούς
«πολυεκατομμυριούχους» ή μια «εργατική
αριστοκρατία», ούτε κάτι που «αποσπά το
λαό από τα πραγματικά του
προβλήματα», αλλά είναι κάτι που έχει
τεράστια σχέση με το «λαό» -ή
μάλλον, ακριβώς, όχι με το «λαό» αλλά με
το πλήθος.
Ας διαβάσουμε ακόμα μια φορά τα
λεγόμενα του Πάολο Βίρνο:
«Ο μεταφορντισμός δεν μπορεί φυσικά να
αναχθεί σε ένα σύνολο από
ιδιαίτερες επαγγελματικές
φυσιογνωμίες που χαρακτηρίζονται από
διανοητική εκλέπτυνση ή από
'δημιουργικά' δώρα. Είναι προφανές ότι
οι
εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, οι ερευνητές, οι
μηχανικοί, οι οικολογικοί
λειτουργοί [οι μπασκετμπωλίστες
–προσθέτω εγώ] κ.λπ., είναι και θα
είναι μια μικρή μειοψηφία. Με τον όρο
'μεταφορντισμός' δεν εννοώ αυτό,
αλλά ένα σύνολο χαρακτηριστικών που
συνδέονται με το σύνολο του
σύγχρονου εργατικού δυναμικού, ακόμα
και με αυτούς που μαζεύουν τα
φρούτα ή τους φτωχότερους μετανάστες.
Μερικά απ' αυτά είναι: η
δυνατότητα να αντιδράς κατά τρόπο
έγκαιρο στις συνεχείς καινοτομίες σε
τεχνικές και οργανωτικά μοντέλα, ένας
αξιοπρόσεκτος 'καιροσκοπισμός'
κατά τη διαπραγμάτευση μεταξύ των
διαφορετικών δυνατοτήτων που
προσφέρει η αγορά εργασίας, η
οικειότητα με το ενδεχόμενο και το
απρόβλεπτο, αυτή η ελάχιστη
επιχειρηματική συμπεριφορά που μας
επιτρέπει να αποφασίζουμε ποιο είναι
το 'σωστό' που πρέπει να γίνει
μέσα σε μια μη γραμμική παραγωγική
διακύμανση, μια ορισμένη οικειότητα
με τον ιστό των επικοινωνιών και των
πληροφοριών.
Όπως είναι φανερό, πρόκειται για γενικά
ανθρώπινα δώρα, όχι για
αποτελέσματα 'ειδίκευσης'. Αυτό που
πιστεύω είναι ότι ο μεταφορντισμός
κινητοποιεί όλες τις ικανότητες που
χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος:
τη γλώσσα, την αφηρημένη σκέψη, την
προδιάθεση προς εκμάθηση, την
πλαστικότητα, τη συνήθεια να μην έχουμε
σταθερές συνήθειες. Όταν μιλώ
για 'μαζική διανοητικότητα', δεν
αναφέρομαι βεβαίως στους βιολόγους,
τους καλλιτέχνες, τους μαθηματικούς
κ.λπ., αλλά στον ανθρώπινο νου
γενικά, στο γεγονός ότι έχει 'στρωθεί
στη δουλειά' όπως ποτέ πριν. Εάν
το δούμε προσεκτικά, ο μεταφορντισμός
εκμεταλλεύεται ικανότητες που
μαθαίνονται πριν και ανεξάρτητα από
την είσοδο στον εργασιακό χώρο:
ικανότητες τις οποίες φέρνει στην
επιφάνεια η αβεβαιότητα της
μητροπολιτικής ζωής, το ξερίζωμα, τα
αντιληπτικά σοκ των τεχνολογικών
μεταλλαγών, ακόμη και τα
βιντεοπαιχνίδια και η χρήση κινητών
τηλεφώνων. Όλα αυτά βρίσκονται στη βάση
της μεταφορντικής 'ευελιξίας'.
Αυτές οι εμπειρίες εκτός του
εργασιακού χώρου γίνονται κατόπιν, στο
σύστημα παραγωγής που είναι γνωστό ως
'just in time', αυθεντικές
επαγγελματικές απαιτήσεις με την πλήρη
έννοια του όρου» (από την ίδια
συνέντευξη).
Επομένως, οι παιδονόμοι και οι
χούλιγκαν του ελληνικού
εθνικού-κοινωνικού κράτους, μπορούν αν
θέλουν να αντλούν για πολλοστή
φορά τα διδάγματα για την «δόξα του
έθνους (τους)». Αυτό ομολογουμένως
είναι ενοχλητικό και εκνευριστικό.
Ωστόσο, θα ήταν άσκοπο να
προσπαθήσουμε να τους «νουθετήσουμε»,
υιοθετώντας απέναντί τους μια
στάση «φωτισμένης μειοψηφίας» η οποία
δεν πέφτει στην ίδια παγίδα με
τις «παρορμητικές» μάζες και τις
εγκαλεί να επιστρέψουν στο δρόμο της
λογικής και της ψυχραιμίας. Πολύ πιο
χρήσιμο θα ήτανε να αναρωτηθούμε
αν μπορεί να διδάξει κάτι και σε εμάς,
στους κομμουνιστές και το
αντικαπιταλιστικό κίνημα, η λειτουργία
αυτής της ομάδας.
Για παράδειγμα, το εξής: ότι αυτό που
παράγει τη δόξα και τον «πλούτο
των εθνών», είναι η επιστράτευση των
«γενικών ανθρώπινων ιδιοτήτων και
δεξιοτήτων», δηλαδή της
επινοητικότητας, της ικανότητας
αντίδρασης στο
απρόβλεπτο και αξιοποίησης των
ευκαιριών 'just in time', της
συνεργασίας των εγκεφάλων και των
σωμάτων για την από κοινού παραγωγή
της ζωής, ως καλής ζωής, δηλαδή ως χαράς.
Και το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό, ή
μάλλον είναι το σημαντικότερο
πολιτικό δίδαγμα που πρέπει να
αντλήσει σήμερα το κίνημα. Διότι
«Το αδιέξοδο που πλήττει το παγκόσμιο
κίνημα προέρχεται από την εγγενή
εμπλοκή του στους τρόπους παραγωγής.
Όχι από την αποξένωση ή την
περιθωριοποίησή του, όπως νομίζουν
μερικοί. Το κίνημα είναι η
συγκρουσιακή διεπαφή της
μεταφορντικής εργασιακής διαδικασίας.
Ακριβώς
εξαιτίας –και όχι σε πείσμα- αυτού του
γεγονότος εμφανίζεται στη
δημόσια σκηνή ως ηθικό κίνημα.
Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ. Η
σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή
κινητοποιεί υπέρ αυτής όλες τις
συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν το
είδος μας, στρώνοντας στη δουλειά την
ίδια τη ζωή. Τώρα, εάν είναι
αλήθεια ότι η μεταφορντική παραγωγή
ιδιοποιείται 'τη ζωή' —δηλαδή το
σύνολο των ειδικά ανθρώπινων
ικανοτήτων— είναι μάλλον προφανές ότι
και
η ανυπακοή απέναντί της θα στηριχτεί
στο ίδιο βασικό αντικειμενικό
γεγονός. Στη ζωή που εμπλέκεται στην
εύκαμπτη παραγωγή αντιτάσσεται η
βαθμίδα μιας 'καλής ζωής'. Και η
αναζήτηση μιας καλής ζωής είναι
πράγματι το θέμα της ηθικής. Εδώ
έγκειται ταυτόχρονα η δυσκολία και η
τρομερά ενδιαφέρουσα πρόκληση» (Βίρνο,
ό.π.).
Η αποτελεσματικότητα λοιπόν της
παρέμβασης του κινήματος θα εξαρτηθεί
από την ικανότητά του να αξιοποιήσει
προς δικό του όφελος όλες αυτές
τις ανθρώπινες ικανότητες που
κινητοποιεί ο μεταφορντικός
καπιταλισμός, να τις συνδυάσει και να
αναπτύξει την τάση της
κοινωνικής συνεργασίας πέρα από εκεί
που αντέχει ο καπιταλισμός, προς
την κατεύθυνση της ανατροπής του. Να
διασυνδέσει οριζόντια ισχυρές και
υπερήφανες ατομικότητες, όχι στο
πλαίσιο ενός συλλογικού δημοκρατικού
συγκεντρωτισμού και ενός
αντιπροσωπευτικού-πρωτοπόρου
κόμματος, αλλά
στο πλαίσιο ενός ανοιχτού πλήθους, από
το οποίο ο αντίπαλος δεν θα
ξέρει ποιον να μαρκάρει πρώτο, διότι
ακόμα και αν εξουδετερώσει έναν,
θα υπάρχουν άλλοι 11 (12, 13 … άπειροι).
Και να δουλέψει όχι με την εργαλειακή
ορθολογικότητα, π.χ. για την
επίτευξη ενός «πενταετούς πλάνου» ή
του «σοσιαλισμού», αλλά με τον
αυτοσχεδιασμό του παιχνιδιού, με την
«αξεπέραστη χαρά και ελαφρότητα
του να είσαι κομμουνιστής».
(1) Σπινόζα, Ηθική Θ. 35 Δ΄, Πόρισμα 2.
(2) Paolo Virno, «Μεταφορντισμός – ηθική –
πολιτική», συνέντευξη στον
Branden W. Joseph,
http://mitpress.mit.edu/journals/pdf/GR21_026-037_Joseph.pdf,
δημοσιευμένη στα ελληνικά στο
περιοδικό Πανοπτικόν, νο 9, Ιούλιος
2006.
Αθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2006
ΔΗΛΩΣΗ
ΖΩΗ ΠΕΠΕ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΤΟΕ
Στην δεύτερη συνάντηση ΟΤΟΕ – ΤΡΑΠΕΖΩΝ για τη διαπραγμάτευση της Κλαδικής Σ.Σ.Ε. 2006 οι εκπρόσωποι των Τραπεζών αγνοώντας εντελώς την πραγματικότητα πρότειναν αυξήσεις στους βασικούς μισθούς 3,5%, ενώ η οικονομική πίεση των εργαζομένων είναι πλέον αφόρητη, αφού έχουν βασικούς μισθούς 700-800 ευρώ ενώ τα κέρδη των Τραπεζών έχουν εκτιναχθεί σε ασύλληπτα υψηλά ποσοστά, τα οποία συνεχίστηκαν και αυτό το 6μηνο με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 60% ενώ οι προβλέψεις τους για το 2007 φαίνεται να είναι αντίστοιχες.
Οι απαιτήσεις τους για την ελαστικοποίηση του ωραρίου ήταν προκλητικές αφού εκτός από την επιμονή τους για ελαστικοποίηση μιας ώρας στην έναρξη και μιας ώρας στην λήξη του ωραρίου για κεντρικές υπηρεσίες, ζήτησαν και λειτουργία του 20% ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΆΤΩΝ του δικτύου τους (με ελάχιστο αριθμό 3 καταστημάτων για τις μικρές Τράπεζες) με πλήρη απελευθέρωση.
Δηλαδή 600 – 700 καταστήματα να λειτουργούν απογευματινά – Σάββατο – Αργίες κ.λπ.
Οι εκπρόσωποι των τραπεζών σήμερα ήταν σαφής.
Ζ Υποβαθμίζουν τις ανάγκες των εργαζομένων για αυξήσεις στους βασικούς μισθούς θεωρώντας ότι τα «bonus» με το ανεξέλεγκτο διευθυντικό δικαίωμα είναι η μέθοδος που θα διαμορφώνονται οι αμοιβές των τραπεζοϋπάλληλων.
Ζ Θέλουν τέτοιες συμφωνίες για αλλαγές στο ωράριο λειτουργίας και εργασίας στις τράπεζες που ανεξέλεγκτα θα καθορίζουν με βάση τις δικές τους ανάγκες τα ωράρια των τραπεζών και των τραπεζοϋπαλλήλων.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα πιστεύω ότι η ενημέρωση των εργαζομένων και η προετοιμασία του κλάδου για αγωνιστικές πολύμορφες κινητοποιήσεις είναι μονόδρομος.
Η αποφασιστικότητα της Διοίκησης της ΟΤΟΕ και κυρίως των εργαζομένων μπορεί να εξασφαλίσει στην επόμενη συνάντηση 12/9/2006 τη κάμψη της αδιαλλαξίας των τραπεζιτών για υπογραφή ικανοποιητικής Κλαδικής Σ.Σ.Ε.
ΔΗΛΩΣΗ
ΖΩΗ ΠΕΠΕ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΤΟΕ
Στην δεύτερη συνάντηση ΟΤΟΕ – ΤΡΑΠΕΖΩΝ για τη διαπραγμάτευση της Κλαδικής Σ.Σ.Ε. 2006 οι εκπρόσωποι των Τραπεζών αγνοώντας εντελώς την πραγματικότητα πρότειναν αυξήσεις στους βασικούς μισθούς 3,5%, ενώ η οικονομική πίεση των εργαζομένων είναι πλέον αφόρητη, αφού έχουν βασικούς μισθούς 700-800 ευρώ ενώ τα κέρδη των Τραπεζών έχουν εκτιναχθεί σε ασύλληπτα υψηλά ποσοστά, τα οποία συνεχίστηκαν και αυτό το 6μηνο με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 60% ενώ οι προβλέψεις τους για το 2007 φαίνεται να είναι αντίστοιχες.
Οι απαιτήσεις τους για την ελαστικοποίηση του ωραρίου ήταν προκλητικές αφού εκτός από την επιμονή τους για ελαστικοποίηση μιας ώρας στην έναρξη και μιας ώρας στην λήξη του ωραρίου για κεντρικές υπηρεσίες, ζήτησαν και λειτουργία του 20% ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΆΤΩΝ του δικτύου τους (με ελάχιστο αριθμό 3 καταστημάτων για τις μικρές Τράπεζες) με πλήρη απελευθέρωση.
Δηλαδή 600 – 700 καταστήματα να λειτουργούν απογευματινά – Σάββατο – Αργίες κ.λπ.
Οι εκπρόσωποι των τραπεζών σήμερα ήταν σαφής.
Ζ Υποβαθμίζουν τις ανάγκες των εργαζομένων για αυξήσεις στους βασικούς μισθούς θεωρώντας ότι τα «bonus» με το ανεξέλεγκτο διευθυντικό δικαίωμα είναι η μέθοδος που θα διαμορφώνονται οι αμοιβές των τραπεζοϋπάλληλων.
Ζ Θέλουν τέτοιες συμφωνίες για αλλαγές στο ωράριο λειτουργίας και εργασίας στις τράπεζες που ανεξέλεγκτα θα καθορίζουν με βάση τις δικές τους ανάγκες τα ωράρια των τραπεζών και των τραπεζοϋπαλλήλων.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα πιστεύω ότι η ενημέρωση των εργαζομένων και η προετοιμασία του κλάδου για αγωνιστικές πολύμορφες κινητοποιήσεις είναι μονόδρομος.
Η αποφασιστικότητα της Διοίκησης της ΟΤΟΕ και κυρίως των εργαζομένων μπορεί να εξασφαλίσει στην επόμενη συνάντηση 12/9/2006 τη κάμψη της αδιαλλαξίας των τραπεζιτών για υπογραφή ικανοποιητικής Κλαδικής Σ.Σ.Ε.
«Η εκδίκηση μιας κυρίας»
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης σας καλεί την Τρίτη, 5/9/2006, στην προβολή της ταινίας «Η εκδίκηση μιας κυρίας» (2005) του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Τσαν-Γουκ Παρκ. Πρωταγωνιστούν οι Yeong-ae Lee, Choi Min-sik.
Οι προβολές γίνονται στις 8:30 και 10:30 μμ στο θερινό Δημοτικό Κινηματογράφο Ηλιούπολης «Μελίνα Μερκούρη» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Άνω Ηλιούπολη από στάσεις σε Πανεπιστημίου και Ακαδημίας καθώς και από στάση Δάφνη του Μετρό, τηλ. 9919818, 9941199, 9914732).
Σε ηλικία 19 ετών, η Lee Geum-Ja καταλήγει στη φυλακή για την απαγωγή και το φόνο ενός παιδιού για λογαριασμό του συνένοχού της Mr. Baek, ο οποίος την πρόδωσε. Όσο διάστημα βρίσκεται στη φυλακή προετοιμάζει προσεκτικά την εκδίκησή της κερδίζοντας παράλληλα τις καρδιές των συγκρατούμενών της γυναικών με την ευγένεια και την καλοσύνη της αποκτώντας έτσι το παρατσούκλι «η ευγενική δεσποινίς Ms. Geum-Ja». Όταν μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού απολύεται από τη φυλακή, επιδίδεται στην αναζήτηση του Baek για να τον εκδικηθεί έχοντας τη βοήθεια των πρώην συγκρατούμενών της γυναικών. Δεν είναι, όμως, τόσο η εκδίκηση αυτή καθαυτή όσο η εσωτερική της ισορροπία που είναι το ζητούμενο γι’ αυτήν.
Η ταινία αποτελεί ένα εκπληκτικά ποιητικό φινάλε της «Τριλογίας της Εκδίκησης» του Τσαν-Γουκ Παρκ, που μας συγκλόνισε με τις άλλες δύο ταινίες της τριλογίας που προβάλαμε τις προηγούμενες Τρίτες. Η ταινία συνδυάζει το μαύρο χιούμορ του “Old Boy” και τους χαμηλούς τόνους της «Τελευταίας Εκδίκησης», αλλά χωρίς τις υπερβολικές δόσεις βίας. Αναρωτηθήκαμε αν ο Παρκ είναι ο Ασιάτης Ταραντίνο ή Πέκιμπα. Ας σκεφτούμε μήπως είναι τελικά πιο κοντά στη λογική του Σέρτζιο Λεόνε.
Η Yeong-ae Lee είναι υπέροχη στο ρόλο της ταραγμένης πρωταγωνίστριας που, ως πρώην κατάδικος, αναζητεί τόσο τη λύτρωση όσο και την εκδίκηση και είναι η καρδιά της ταινίας. Αυτό δε σημαίνει ότι και οι άλλοι πρωταγωνιστές είναι υποδεέστεροι αλλά ότι στηρίζουν συλλογικά την έξοχη ερμηνεία της Lee. Η ταινία κλιμακώνεται με τη χρήση της τραγωδίας και του κωμικού στοιχείου σε ένα ανεπανάληπτο μίγμα που μόνο σκηνοθέτες σαν τον Παρκ ξέρουν να συνθέτουν.
Λένε πολλοί κριτικοί –Νοτιοκορεάτες και μη- αλλά και πολλοί/ες φίλοι/ες ότι οι ταινίες του Παρκ γίνονται «με το μυαλό και όχι με την καρδιά». Πρόκειται για μια αποκλειστικά δυτικότροπη λογική που πάντα κρίνει αποκλειστικά με τη μία ή την άλλη πλευρά του Καρτεσιανού διπόλου και αγνοεί τις αλληλεπιδράσεις. Έτσι, για άλλη μια φορά πρέπει να τονιστεί ότι παρά τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις φιλοσοφίες της σύγχρονης Δύσης και της σύγχρονης Ανατολής που διατηρεί πολύ πιο ζωντανά τα παραδοσιακά στοιχεία της, αν «μπούμε στο πετσί» του Άλλου μπορούμε να τον κατανοήσουμε καλύτερα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το διάλογο των πολιτισμών κόντρα σε αυτούς που μας μιλούν για τη «σύγκρουση των πολιτισμών».
Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://www.klh.gr
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης σας καλεί την Τρίτη, 5/9/2006, στην προβολή της ταινίας «Η εκδίκηση μιας κυρίας» (2005) του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Τσαν-Γουκ Παρκ. Πρωταγωνιστούν οι Yeong-ae Lee, Choi Min-sik.
Οι προβολές γίνονται στις 8:30 και 10:30 μμ στο θερινό Δημοτικό Κινηματογράφο Ηλιούπολης «Μελίνα Μερκούρη» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Άνω Ηλιούπολη από στάσεις σε Πανεπιστημίου και Ακαδημίας καθώς και από στάση Δάφνη του Μετρό, τηλ. 9919818, 9941199, 9914732).
Σε ηλικία 19 ετών, η Lee Geum-Ja καταλήγει στη φυλακή για την απαγωγή και το φόνο ενός παιδιού για λογαριασμό του συνένοχού της Mr. Baek, ο οποίος την πρόδωσε. Όσο διάστημα βρίσκεται στη φυλακή προετοιμάζει προσεκτικά την εκδίκησή της κερδίζοντας παράλληλα τις καρδιές των συγκρατούμενών της γυναικών με την ευγένεια και την καλοσύνη της αποκτώντας έτσι το παρατσούκλι «η ευγενική δεσποινίς Ms. Geum-Ja». Όταν μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού απολύεται από τη φυλακή, επιδίδεται στην αναζήτηση του Baek για να τον εκδικηθεί έχοντας τη βοήθεια των πρώην συγκρατούμενών της γυναικών. Δεν είναι, όμως, τόσο η εκδίκηση αυτή καθαυτή όσο η εσωτερική της ισορροπία που είναι το ζητούμενο γι’ αυτήν.
Η ταινία αποτελεί ένα εκπληκτικά ποιητικό φινάλε της «Τριλογίας της Εκδίκησης» του Τσαν-Γουκ Παρκ, που μας συγκλόνισε με τις άλλες δύο ταινίες της τριλογίας που προβάλαμε τις προηγούμενες Τρίτες. Η ταινία συνδυάζει το μαύρο χιούμορ του “Old Boy” και τους χαμηλούς τόνους της «Τελευταίας Εκδίκησης», αλλά χωρίς τις υπερβολικές δόσεις βίας. Αναρωτηθήκαμε αν ο Παρκ είναι ο Ασιάτης Ταραντίνο ή Πέκιμπα. Ας σκεφτούμε μήπως είναι τελικά πιο κοντά στη λογική του Σέρτζιο Λεόνε.
Η Yeong-ae Lee είναι υπέροχη στο ρόλο της ταραγμένης πρωταγωνίστριας που, ως πρώην κατάδικος, αναζητεί τόσο τη λύτρωση όσο και την εκδίκηση και είναι η καρδιά της ταινίας. Αυτό δε σημαίνει ότι και οι άλλοι πρωταγωνιστές είναι υποδεέστεροι αλλά ότι στηρίζουν συλλογικά την έξοχη ερμηνεία της Lee. Η ταινία κλιμακώνεται με τη χρήση της τραγωδίας και του κωμικού στοιχείου σε ένα ανεπανάληπτο μίγμα που μόνο σκηνοθέτες σαν τον Παρκ ξέρουν να συνθέτουν.
Λένε πολλοί κριτικοί –Νοτιοκορεάτες και μη- αλλά και πολλοί/ες φίλοι/ες ότι οι ταινίες του Παρκ γίνονται «με το μυαλό και όχι με την καρδιά». Πρόκειται για μια αποκλειστικά δυτικότροπη λογική που πάντα κρίνει αποκλειστικά με τη μία ή την άλλη πλευρά του Καρτεσιανού διπόλου και αγνοεί τις αλληλεπιδράσεις. Έτσι, για άλλη μια φορά πρέπει να τονιστεί ότι παρά τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις φιλοσοφίες της σύγχρονης Δύσης και της σύγχρονης Ανατολής που διατηρεί πολύ πιο ζωντανά τα παραδοσιακά στοιχεία της, αν «μπούμε στο πετσί» του Άλλου μπορούμε να τον κατανοήσουμε καλύτερα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το διάλογο των πολιτισμών κόντρα σε αυτούς που μας μιλούν για τη «σύγκρουση των πολιτισμών».
Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://www.klh.gr
Thursday, May 11, 2006
Συλλογικές δράσεις &
κοινωνικά κινήματα στον 21ο αιώνα
Διεθνές συνέδριο
Πρόγραμμα Συνεδρίου
Η ανάδυση υπερεθνικών δομών, η πύκνωση των διεθνικών δικτύων και η γενικευμένη υποχώρηση της εντοπιότητας που χαρακτηρίζει τις δυο τελευταίες δεκαετίες μεταβάλλουν το τοπίο των συλλογικών δράσεων. Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης -και σε αντίθεση με ο,τι ίσχυε έως και πριν λίγα χρόνια- η ταχύτητα διάδοσης του διεκδικητικού μηνύματος είναι ιλιγγιώδης. Όμως η αποτίμηση των συνεπειών αυτής της εξέλιξης προκαλεί αμηχανία. Αν και οι απόλυτες -και μεταξύ τους αντιφατικές(: υπεραισιόδοξες ή ερεβώδεις)- αποτιμήσεις δεν λείπουν, οι περισσότεροι μελετητές προσεγγίζουν τις παραμέτρους του νέου
περιβάλλοντος ως δίλημμα. Όπως έγραψε το 2004 ο Charles Tilly,
[Ο] 21ος αιώνας, θα φέρει άραγε τα κοινωνικά κινήματα στην κορύφωση της επιδιωκόμενης λαϊκής ενδυνάμωσης σε παγκόσμια κλίμακα; Οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες (όπως η αποστολή μηνυμάτων SMS) …θα γίνουν πόροι για κινηματικούς ακτιβιστές και απλούς ανθρώπους ώστε να μεταστραφούν τα ισοζύγια εις βάρος των
καπιταλιστών, των στρατοκρατών και των διεφθαρμένων πολιτικών; Ή, το αντίθετο, μήπως η [πρόσφατη έξαρση]συλλογικών δράσεων...συνιστά την τελευταία αναλαμπή λαϊκής διεκδικητικότητας στο καταθλιπτικά ομοιόμορφο φόντο της παγκοσμιοποίησης; Αποσκοπώντας στη σφαιρική διερεύνηση αυτού του βασικού ερωτήματος, το συνέδριο ανατέμνει κατηγορίες του δυναμικά αναπτυσσόμενου πεδίου της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων για τη διερεύνηση θεματικών όπως:
• Το νέο περιβάλλον ως δομή: παγκόσμια κοινωνία πολιτών ή δημοκρατική απίσχνανση;
H «σύνθετη διεθνικότητα» [complex internationalism] (Tarrow) των υπερεθνικών
οργανισμών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των διεκδικητικών δικτύων τι ακριβώς τοπίο δημιουργεί; Ποιες οι αναδυόμενες σταθερές (ως δομές πολιτικών
ευκαιριών) και πώς διαμορφώνονται τα νέα περιβαλλοντικά ισοζύγια; Αποτελεί η
συνισταμένη τους καταλύτη για την ανάδυση μιας νέας «παγκόσμιας κοινωνίας
πολιτών» ή παγιώνει την πολλαπλώς προβαλλόμενη κανονικότητα του «δημοκρατικού ελλείμματος»; Πώς συνδυάζονται τα παραπάνω με τη χαρακτηριστικά κατασταλτική τροπή που τείνει να πάρει η κρατική αντιμετώπιση σε μια σειρά χώρες (ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της
Γένοβα το 2001);
• Μορφές συλλογικής δράσης: διεθνική παρεμπόδιση, βία και σύμβαση στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης
Πώς διαμορφώνεται το διεκδικητικό ρεπερτόριο στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης; Οι συλλογικές δράσεις μεταβάλλονται πραγματικά, ή μόνο φαινομενικά και κατ’
επίφαση; Ποια η έκταση, η φύση και η δυναμική των διεθνικών διεκδικητικών
πρακτικών, και πώς η πραγματικότητά τους εξειδικεύεται στις διάφορες περιοχές
του πλανήτη; Πρόκειται για μιμητική «διάχυση» [diffusion], ευρηματική εσωτερίκευση [domestication] ή παρεμβατική «εξαγωγή» [externalization] από τις χώρες του Βορρά; Πώς εννοιολογείται ο διεθνισμός, ποιες οι προϋποθέσεις του,
και ποιο το πολιτικό περιεχόμενο των επαγγελιών του; Πώς ακριβώς προσδιορίζεται η σύγχρονη συγκρουσιακή παρεμπόδιση και πώς διαφοροποιείται από την
τρομοκρατία/βία και τη σύμβαση;
• Περιεχόμενα πολιτικής, πολιτισμικές πραγματικότητες, αξιακές πλαισιώσεις
Μια απ’ τις πιο επιφανείς κατακτήσεις της κινηματικής βιβλιογραφίας αποτελεί α-
ναμφίβολα η διαπίστωση πως οι συλλογικές δράσεις ενέχουν, προϋποθέτουν και
απηχούν «γνωστική κινητοποίηση» -την «απελευθέρωση» από συμβατικές-απολογητικές αναγνώσεις της πραγματικότητας και την ουσιολογία του αναπόδραστου παρόντος. Συναφώς, παρότι οι κινηματικές δράσεις κατά κανόνα
συνέχονται από υλικούς στόχους (πολύπλευρους θεσμικούς μετασχηματισμούς και την επιδίωξη δημοκρατικής διεύρυνσης/ εμβάθυνσης) η πραγματικότητά τους δεν εξαντλείται στις επιτελεστικές-εργαλειακές διαστάσεις της. Εκτός από μέσα, τα κινήματα συνιστούν ταυτόχρονα και αποτελέσματα: πυκνά μορφώματα πολιτισμού. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κατίσχυσης, τι νέα πολιτισμικά πρότυπα αναδύονται και με τι είδους πολιτικές επιδιώξεις συμφύονται; Το κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, π.χ., δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επανεμφάνιση συνεκτικών διεκδικητικών αφηγήσεων, ή δεν πρόκειται παρά για μια ακόμη διάττουσα αναλαμπή σε έναν κόσμο χωρίς νοήματα;
• Οργανωτικές δομές: παραδοσιακά διλήμματα και η πρόκληση των νέων διεθνικών δικτύων
Το ατελέσφορο των παραδοσιακών ιεραρχικών δομών (διαπίστωση που
επέτεινε η δραματική κατάρρευση του κομουνισμού και η ανάδυση αδιαφανών
κρατικοδίαιτων μορφωμάτων όπως το «κόμμα καρτέλ») λειτουργεί εδώ και
δεκαετίες ως κίνητρο στη δύσκολη αναζήτηση προσφορότερων εναλλακτικών: δομών που θα βασίζονται σε χαλαρά (έως και ημιαυτόνομα) δίκτυα σε επίπεδο βάσης χωρίς όμως αυτό να αποτρέπει το συντονισμό και την κοινή δράση σε επίπεδο κορυφής. Πώς αποτιμάται το οργανωτικό τοπίο σήμερα, στην εποχή της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, των SMS και των νέων διεθνικών δικτυώσεων
χαμηλού κόστους; Αποτελούν οι μορφές αυτές τη λύση στο πρόβλημα ή απλώς το
ανακυκλώνουν μετασχηματίζοντάς το; Τι γίνεται με τη δημοκρατία (κυρίως ως
λογοδοσία); Μήπως η «συμμετοχική αποκέντρωση» τελικά υποκρύπτει αυθαιρεσία
και προετοιμάζει αδιαφανείς συμβιβασμούς και ανεξέλεγκτη ενσωμάτωση;
Ποιος είναι -τέλος- ο ρόλος των περιεχομένων πολιτικής; Συνιστά η ιδεολογική
πολυμορφία των ημερών μας συμβολή στη διεκδικητική δυναμική, ή είναι απλώς
ένδειξη πολιτικής ανωριμότητας; Επιδίωξη των διοργανωτών αποτελεί ο
θεωρητικός προβληματισμός στη βάση ενός ευρέως και όσο το δυνατόν
εναργέστερου εμπειρικού υπόβαθρου.
Επιστημονική επιτροπή:
+ Στέλιος Αλεξανδρόπουλος, Πανεπιστήμιο Κρήτης
• Χρήστος Λυριντζής, Πανεπιστήμιο Αθηνών
• Άλκης Ρήγος, Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Σεραφείμ Σεφεριάδης, Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γραμματεία συνεδρίου:
• Κώστας Κανελλόπουλος
• Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος
• Γιώργος Μπιθυμήτρης
• Σοφία Πέττα
• Μάγια Στογιάνοβα
• Ελισάβετ Τσιδεμιάδου
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Η μελέτη των κοινωνικών κινημάτων στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πεδίου συγκρουσιακής πολιτικής αποτελεί συστατικό κλάδο της πολιτικής κοινωνιολογίας σε φάση δυναμικής ανάπτυξης. Το τεύχος 27 της Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης, περιλαμβάνει αφιέρωμα με αποτύπωση των γνωστικών τεκταινόμενων των τελευταίων χρόνων, καθώς και κείμενα για τη συγκρότηση ταυτοτήτων και τη σχέση ΜΚΟ- κοινωνίας πολιτών. •Το κείμενο του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, ένα πειραματικό γνωστικό κολάζ, αποδίδει συζητήσεις και ερευνητικά πορίσματα σε ευρύ φάσμα θεματικών: τη γένεση του κοινωνικού κινήματος, την επίδραση των θεσμών, τα είδη και τη μετεξέλιξη των διεκδικητικών ρεπερτορίων, κ.α. • Το δεύτερο κείμενο, γραμμένο από τους συνιδρυτές του πεδίου, Charles Tilly και Sidney Tarrow, εστιάζεται στην κρίσιμη διαδικασία συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων. Οι ταυτότητες δεν είναι αμετάβλητες ουσιολογίες, τονίζουν οι συγγραφείς· είναι σχέσεις και προϊόντα αντιπαράθεσης. • Ο Ιωσήφ Α. Μποτετζάγιας, τέλος, προβληματοποιεί την αντιστοίχηση υψηλού αριθμού ΜΚΟ- ισχυρής κοινωνίας πολιτών. Οι αριθμοί μπορεί να ευτυχούν, αλλά επισταμένη μελέτη των πρακτικών κάποιων ελληνικών περιβαλλοντικών ΜΚΟ αναδεικνύει δυστυχία της ΚΠ. Το αφιέρωμα έχει επιμεληθεί ο Σ. Ι. Σεφεριάδης.
κοινωνικά κινήματα στον 21ο αιώνα
Διεθνές συνέδριο
Πρόγραμμα Συνεδρίου
Η ανάδυση υπερεθνικών δομών, η πύκνωση των διεθνικών δικτύων και η γενικευμένη υποχώρηση της εντοπιότητας που χαρακτηρίζει τις δυο τελευταίες δεκαετίες μεταβάλλουν το τοπίο των συλλογικών δράσεων. Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης -και σε αντίθεση με ο,τι ίσχυε έως και πριν λίγα χρόνια- η ταχύτητα διάδοσης του διεκδικητικού μηνύματος είναι ιλιγγιώδης. Όμως η αποτίμηση των συνεπειών αυτής της εξέλιξης προκαλεί αμηχανία. Αν και οι απόλυτες -και μεταξύ τους αντιφατικές(: υπεραισιόδοξες ή ερεβώδεις)- αποτιμήσεις δεν λείπουν, οι περισσότεροι μελετητές προσεγγίζουν τις παραμέτρους του νέου
περιβάλλοντος ως δίλημμα. Όπως έγραψε το 2004 ο Charles Tilly,
[Ο] 21ος αιώνας, θα φέρει άραγε τα κοινωνικά κινήματα στην κορύφωση της επιδιωκόμενης λαϊκής ενδυνάμωσης σε παγκόσμια κλίμακα; Οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες (όπως η αποστολή μηνυμάτων SMS) …θα γίνουν πόροι για κινηματικούς ακτιβιστές και απλούς ανθρώπους ώστε να μεταστραφούν τα ισοζύγια εις βάρος των
καπιταλιστών, των στρατοκρατών και των διεφθαρμένων πολιτικών; Ή, το αντίθετο, μήπως η [πρόσφατη έξαρση]συλλογικών δράσεων...συνιστά την τελευταία αναλαμπή λαϊκής διεκδικητικότητας στο καταθλιπτικά ομοιόμορφο φόντο της παγκοσμιοποίησης; Αποσκοπώντας στη σφαιρική διερεύνηση αυτού του βασικού ερωτήματος, το συνέδριο ανατέμνει κατηγορίες του δυναμικά αναπτυσσόμενου πεδίου της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων για τη διερεύνηση θεματικών όπως:
• Το νέο περιβάλλον ως δομή: παγκόσμια κοινωνία πολιτών ή δημοκρατική απίσχνανση;
H «σύνθετη διεθνικότητα» [complex internationalism] (Tarrow) των υπερεθνικών
οργανισμών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των διεκδικητικών δικτύων τι ακριβώς τοπίο δημιουργεί; Ποιες οι αναδυόμενες σταθερές (ως δομές πολιτικών
ευκαιριών) και πώς διαμορφώνονται τα νέα περιβαλλοντικά ισοζύγια; Αποτελεί η
συνισταμένη τους καταλύτη για την ανάδυση μιας νέας «παγκόσμιας κοινωνίας
πολιτών» ή παγιώνει την πολλαπλώς προβαλλόμενη κανονικότητα του «δημοκρατικού ελλείμματος»; Πώς συνδυάζονται τα παραπάνω με τη χαρακτηριστικά κατασταλτική τροπή που τείνει να πάρει η κρατική αντιμετώπιση σε μια σειρά χώρες (ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της
Γένοβα το 2001);
• Μορφές συλλογικής δράσης: διεθνική παρεμπόδιση, βία και σύμβαση στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης
Πώς διαμορφώνεται το διεκδικητικό ρεπερτόριο στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης; Οι συλλογικές δράσεις μεταβάλλονται πραγματικά, ή μόνο φαινομενικά και κατ’
επίφαση; Ποια η έκταση, η φύση και η δυναμική των διεθνικών διεκδικητικών
πρακτικών, και πώς η πραγματικότητά τους εξειδικεύεται στις διάφορες περιοχές
του πλανήτη; Πρόκειται για μιμητική «διάχυση» [diffusion], ευρηματική εσωτερίκευση [domestication] ή παρεμβατική «εξαγωγή» [externalization] από τις χώρες του Βορρά; Πώς εννοιολογείται ο διεθνισμός, ποιες οι προϋποθέσεις του,
και ποιο το πολιτικό περιεχόμενο των επαγγελιών του; Πώς ακριβώς προσδιορίζεται η σύγχρονη συγκρουσιακή παρεμπόδιση και πώς διαφοροποιείται από την
τρομοκρατία/βία και τη σύμβαση;
• Περιεχόμενα πολιτικής, πολιτισμικές πραγματικότητες, αξιακές πλαισιώσεις
Μια απ’ τις πιο επιφανείς κατακτήσεις της κινηματικής βιβλιογραφίας αποτελεί α-
ναμφίβολα η διαπίστωση πως οι συλλογικές δράσεις ενέχουν, προϋποθέτουν και
απηχούν «γνωστική κινητοποίηση» -την «απελευθέρωση» από συμβατικές-απολογητικές αναγνώσεις της πραγματικότητας και την ουσιολογία του αναπόδραστου παρόντος. Συναφώς, παρότι οι κινηματικές δράσεις κατά κανόνα
συνέχονται από υλικούς στόχους (πολύπλευρους θεσμικούς μετασχηματισμούς και την επιδίωξη δημοκρατικής διεύρυνσης/ εμβάθυνσης) η πραγματικότητά τους δεν εξαντλείται στις επιτελεστικές-εργαλειακές διαστάσεις της. Εκτός από μέσα, τα κινήματα συνιστούν ταυτόχρονα και αποτελέσματα: πυκνά μορφώματα πολιτισμού. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κατίσχυσης, τι νέα πολιτισμικά πρότυπα αναδύονται και με τι είδους πολιτικές επιδιώξεις συμφύονται; Το κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, π.χ., δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επανεμφάνιση συνεκτικών διεκδικητικών αφηγήσεων, ή δεν πρόκειται παρά για μια ακόμη διάττουσα αναλαμπή σε έναν κόσμο χωρίς νοήματα;
• Οργανωτικές δομές: παραδοσιακά διλήμματα και η πρόκληση των νέων διεθνικών δικτύων
Το ατελέσφορο των παραδοσιακών ιεραρχικών δομών (διαπίστωση που
επέτεινε η δραματική κατάρρευση του κομουνισμού και η ανάδυση αδιαφανών
κρατικοδίαιτων μορφωμάτων όπως το «κόμμα καρτέλ») λειτουργεί εδώ και
δεκαετίες ως κίνητρο στη δύσκολη αναζήτηση προσφορότερων εναλλακτικών: δομών που θα βασίζονται σε χαλαρά (έως και ημιαυτόνομα) δίκτυα σε επίπεδο βάσης χωρίς όμως αυτό να αποτρέπει το συντονισμό και την κοινή δράση σε επίπεδο κορυφής. Πώς αποτιμάται το οργανωτικό τοπίο σήμερα, στην εποχή της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, των SMS και των νέων διεθνικών δικτυώσεων
χαμηλού κόστους; Αποτελούν οι μορφές αυτές τη λύση στο πρόβλημα ή απλώς το
ανακυκλώνουν μετασχηματίζοντάς το; Τι γίνεται με τη δημοκρατία (κυρίως ως
λογοδοσία); Μήπως η «συμμετοχική αποκέντρωση» τελικά υποκρύπτει αυθαιρεσία
και προετοιμάζει αδιαφανείς συμβιβασμούς και ανεξέλεγκτη ενσωμάτωση;
Ποιος είναι -τέλος- ο ρόλος των περιεχομένων πολιτικής; Συνιστά η ιδεολογική
πολυμορφία των ημερών μας συμβολή στη διεκδικητική δυναμική, ή είναι απλώς
ένδειξη πολιτικής ανωριμότητας; Επιδίωξη των διοργανωτών αποτελεί ο
θεωρητικός προβληματισμός στη βάση ενός ευρέως και όσο το δυνατόν
εναργέστερου εμπειρικού υπόβαθρου.
Επιστημονική επιτροπή:
+ Στέλιος Αλεξανδρόπουλος, Πανεπιστήμιο Κρήτης
• Χρήστος Λυριντζής, Πανεπιστήμιο Αθηνών
• Άλκης Ρήγος, Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Σεραφείμ Σεφεριάδης, Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γραμματεία συνεδρίου:
• Κώστας Κανελλόπουλος
• Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος
• Γιώργος Μπιθυμήτρης
• Σοφία Πέττα
• Μάγια Στογιάνοβα
• Ελισάβετ Τσιδεμιάδου
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Η μελέτη των κοινωνικών κινημάτων στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πεδίου συγκρουσιακής πολιτικής αποτελεί συστατικό κλάδο της πολιτικής κοινωνιολογίας σε φάση δυναμικής ανάπτυξης. Το τεύχος 27 της Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης, περιλαμβάνει αφιέρωμα με αποτύπωση των γνωστικών τεκταινόμενων των τελευταίων χρόνων, καθώς και κείμενα για τη συγκρότηση ταυτοτήτων και τη σχέση ΜΚΟ- κοινωνίας πολιτών. •Το κείμενο του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, ένα πειραματικό γνωστικό κολάζ, αποδίδει συζητήσεις και ερευνητικά πορίσματα σε ευρύ φάσμα θεματικών: τη γένεση του κοινωνικού κινήματος, την επίδραση των θεσμών, τα είδη και τη μετεξέλιξη των διεκδικητικών ρεπερτορίων, κ.α. • Το δεύτερο κείμενο, γραμμένο από τους συνιδρυτές του πεδίου, Charles Tilly και Sidney Tarrow, εστιάζεται στην κρίσιμη διαδικασία συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων. Οι ταυτότητες δεν είναι αμετάβλητες ουσιολογίες, τονίζουν οι συγγραφείς· είναι σχέσεις και προϊόντα αντιπαράθεσης. • Ο Ιωσήφ Α. Μποτετζάγιας, τέλος, προβληματοποιεί την αντιστοίχηση υψηλού αριθμού ΜΚΟ- ισχυρής κοινωνίας πολιτών. Οι αριθμοί μπορεί να ευτυχούν, αλλά επισταμένη μελέτη των πρακτικών κάποιων ελληνικών περιβαλλοντικών ΜΚΟ αναδεικνύει δυστυχία της ΚΠ. Το αφιέρωμα έχει επιμεληθεί ο Σ. Ι. Σεφεριάδης.
Thursday, March 16, 2006
"Αντίο στη Μεσαία Τάξη". Διάλεξη του κοινωνιολόγου Ζαν Λοσκίν
Την Παρασκευή, 17 Μαρτίου, στις 7 μ.μ., στα γραφεία του Ινστιτούτου ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ (Σαρρή 14, 2ος όροφος), θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση με εισηγητή το Ζαν Λοζκίν, Κοινωνιολόγο, Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Espaces Marx, με θέμα Αντίο στη Μεσαία Τάξη. Θα υπάρχει συνεχόμενη μετάφραση.
Την Παρασκευή, 17 Μαρτίου, στις 7 μ.μ., στα γραφεία του Ινστιτούτου ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ (Σαρρή 14, 2ος όροφος), θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση με εισηγητή το Ζαν Λοζκίν, Κοινωνιολόγο, Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Espaces Marx, με θέμα Αντίο στη Μεσαία Τάξη. Θα υπάρχει συνεχόμενη μετάφραση.
Thursday, March 09, 2006
New Winds from the Left or Hot Air from a New Right ( James Petras)
Special to Canadian Dimension March 1, 2006
Introduction Several years ago I asked an editor of a leading US business journal (Forbes) about a Mexican President (Echevarria) who was speaking at a Leftist conference commemorating Chilean President Allende.
He answered, “He talks to the Left and works for the Right”.
A factual review of the performance of the recent “Center Left” Presidents in Latin America fits very well with the comment of that Forbes editor, and goes contrary to much of the opinion of the European and US Left.
What is “Left”: Method
Prior to any discussion of the “Center-Left” regimes in Latin America today, it is important to review exactly what it means to be left – from a historical, theoretical and practical perspective. The method for determining “What is left” is based on analyzing the substance and not the symbols or rhetoric of a regime or politician. The practical measures regarding budgets, property, income, employment, labor legislation, priorities in expenditures and revenues. The key is to focus on the present social referents, social configurations of power and alliances – not the past – given the changing dynamics of power and class politics. The third methodological issue is to differentiate between a political campaign and a political party – power – as there is a well known enormous discrepancy between them.
What is Left: Criteria
Historically and empirically there is a consensus among academica and activists as to what constitutes criteria and indicators for defining Left politics. These include: 1. decreasing social inequalities, 2. increasing living standards, 3. greater public and national ownership over private and foreign ownership, 4. progressive taxes (income/corporate) over regressive (VAT, consumption), 5. budget priorities favoring greater social expenditures and public investments in jobs rather than subsidies and foreign debt payments, 6. promoting and protecting national ownership of raw materials over foreign exploitation, 7. diversification of production to value added products as opposed to selling unprocessed raw materials, 8. subordinating export production to the development of the domestic market over export oriented strategies, 9. popular participation and power in decision-making as opposed to elite decision making by businesses, international bankers (IMF) and political elites, 10. consultation with mass movements in selection of key cabinet ministers instead of local and foreign business elites, 11, adoption of anti-imperialist foreign policy against support of free-markets, military bases and imperial wars and occupation, 12. reversing prejudicial privatizations against extending and consolidating privatizations, 13. increasing the minimum wage against excess foreign debt payments .
With these criteria in mind we can proceed to analyze and evaluate the contemporary “Center Left” regimes to determine whether “New Winds from the Left” are sweeping Latin America.
Brazil- President Lula 2003-2006
Lula, even prior to his election, signed a letter of understanding with the IMF (June 2002) to pay the foreign debt, to maintain a budget surplus of 4% (up to 4.5% subsequently), to maintain macro-economic stability and to continue neo-liberal ‘reforms’. Upon election he slashed public employee pensions by 30% (and bragged that he had the “courage” to carry out IMF “reforms” where previous right-wing presidents failed). Agrarian policy was directed toward financing and subsidizing agro-business exports, while the agrarian reform program, which promised Lula’s “ally”, the Landless Workers Movement (MST), to distribute land to 100,000 families stagnated and regressed. Under the previous Center-Right President Cardoso regime 48,000 families received land each year compared to 25,000 per year under Lula, leaving over 200,000 families camped by highways under plastic tents and 4.5 million landless families with no hope. To “promote” capital investment, Lula introduced labor legislation increasing the power of employers to fire workers and lowered the cost of severance pay. Social programs in health and education were sharply reduced by over 5% during the first three years, while foreign debt creditors received punctual (and even early) payments of $150 billion dollars – making Brazil a “model” debtor. Past privatizations of dubious legality of lucrative petrol (Petrobras), mining (Vale del Dose), and banks were extended to public infrastructure, services and telecommunications – reversing seventy years of history – and making Brazil more vulnerable to foreign owned re-locations of production. Brazil’s exports increasingly took on the profile of a primary producer exporter of iron, soya, sugar, citrus juice, and timber while its industrial sector stagnated due to the worlds highest interest rates of 18.5% and the lowering of tariff barriers. Brazil, after Guatemala, remained the country with the greatest inequalities in Latin America. Lula’s pro-agro-export policy led to accelerated exploitation of the Amazon rain forest and deep incursions into Brazilian Indian territory, thanks to budget cuts in the Environment and Indigenous Affairs Agencies.
In foreign policy, Lula sent troops and officials to occupy Haiti and defend the puppet regime resulting from the US orchestrated invasion and deposition of elected President Aristide. Lula’s differences with the US over ALCA were clearly over US compliance with “free trade” and not over any defense of national interests. As Lula stated, “Free trade is the best system, providing everyone practices it” – meaning his opposition revolved around US subsidies and protection of agriculture.
Lula’s key economic ministers and central bankers were dominated by right-wing bankers, corporate executives and neo-liberal ideologues linked to the IMF and multinational corporations: Finance, Economy, Trade and Agriculture Ministry and the Central Bank.
While Lula opposed the US-sponsored coup against Venezuela in April 2002 as well as other extremist measures and spoke for greater Latin American integration via MERCOSUR, in practice his major trade policies focused on deepening his ties outside the region – with Asia, Europe and North America.
The empirical data on all the key indicators demonstrate that Lula fits closer to the profile of a right-wing neo-liberal politician rather than a “Center-Leftist”. Intellectuals and journalists who classify Lula as a leftist rely on his social, trade union and occupational background, twenty to thirty years earlier and his (theatrical) populist symbolic gestures.
Argentina – President Kirchner (2004-present)
Under President Kirchner Argentina has grown at a rate of 8.5% per year, substantially increased export earnings, reduced unemployment from over 20% to approximately 15%, raised pensions and wages, re-negotiated a portion of the private foreign debt and rescinded the laws granting impunity to military torturers. Compared to Lula’s ultra-liberal policies, Kirchner appears as a progressive leader. Looked at from a leftist perspective however, the regime falls far short. Kirchner has not reversed any of the fraudulent privatizations of Argentina’s strategic energy, petroleum and electrical industries. Under his regime profits of major agro-industrial and petroleum sectors have skyrocketed with no commensurate increases in salaries. In other words, inequalities have either increased or remained the same depending on the sectors. While Kirchner has financed and subsidized the revival of industry and promotion of agro-exports, salaries and wages have barely reached the level of 1998 – last year before the economic crisis. Moreover while poverty levels have declined from their peak of over 50% in 2001, they are still close to 40% — for a country which produces enough grain and meat to supply a population six times the size of Argentina. Kirchner’s central banker and economic and finance ministers have long-term ties to international capital and banks. While economic growth and some social amelioration have taken place, much of it can be attributed to the favorable world commodity prices for beef, grains, petroleum and other prime materials. In foreign policy Kirchner, like Lula, opposes ALCA because the US has refused to reciprocate in lowering its tariff barriers.
Kirchner’s foreign policy is hardly anti-imperialist: Argentine troops occupy Haiti at the behest of the US and engage in joint maneuvers with the US. While Kirchner repudiated the law of impunity, no new trials and punishments have yet to be meted out. While Kirchner opposes US attacks on Venezuela, he supports the US proposal to refer Iran to the Security Council of the UN. While unemployment has declined (from what to what) the unemployment relief remains at $50 per family per month. While nominal salaries have increased, growing inflation of over 10% has reduced real earnings for the majority of public employees. The structures of socio-economic power remain in place – in fact Kirchner has played a major role in restoring and consolidating capitalist hegemony after the mass popular uprisings of December 2001. He has neither redistributed property, income or power – except among the different segments of the capitalist class. His criticism of Washington only extends to the most extreme interventionist measures which seek to prejudice Argentine big business and convert it into a powerless client: hence Argentina’s opposition to the State Department’s attempt to form an anti-Chavez bloc. Kirchner’s rejection is based almost exclusively on the facts that Argentina receives petrol-gas (from Venezuela???) at subsidized prices, has secured a major ship-building contract and has signed lucrative trade agreements to market its agricultural and manufactured products with Venezuela. With regard to Cuba, Kirchner has maintained his distance and while on excellent diplomatic terms with Chavez, shares none of his redistributive policies.
In conclusion, Kirchner meets none of our criteria as a leftist. He is more clearly a pragmatic conservative willing to dissent from the US when it is profitable for its agro-business and industrial capitalist social base. At no point has Kirchner shifted any of the budget surplus now used to pay the foreign debt to fund the deteriorated health and educational facilities and provide better salaries for personnel in those vital public sectors.
Uruguay – President Tabare Vazquez
Tabare Vazques was elected by an electoral coalition (The Broad Front and Progressive Encounter), which included Tupamaros, Communists, Socialists and an assortment of Christian Democrats and liberal democrats. However his key appointments to the Central Bank and the Economic Ministry (Danilo Astori) are hardline neo-liberals and defenders of continuing previous budgeting constraints toward social spending while generously financing the agro0export elites.
During the Economic Summit in Mar de Plata (Argentina) in November 2005, while tens of thousands protested against Bush, and Chavez declared ALCA dead, Tabare Vazques and Astori signed a wide reaching ‘investment protection’ agreement, which embraced the major free market principles embodied in ALCA. Astori, with Tabare Vazquez’ backing, has not only rejected re-nationalization of enterprise, but has proposed to proceed to privatize major state enterprises including a water company, despite a popular referendum vote which exceeded 65% in favor of maintaining state ownership. The Tabare Vazquez regime has taken no measures to lessen inequalities and has put in place a paltry “job creation” and emerging food relief program which covers a small fraction of the poor, indigent and unemployed Uruguayans.
Meanwhile the government has laid down the royal carpet for a Finnish-owned, highly contaminating, cellulose factory which will prejudice fishing communities and perhaps even the important tourist facilities downstream. Tabare Vazquez and Astori’s unilateral signing off on the controversial factory has resulted in a major conflict with Argentina which borders the Uruguay River where the plant will be located. The Tabare Vazquez regime has repudiated every major programmatic position embraced by the Broad Front (Frente Amplio) in its 30 years of existence: from sending troops in support of the occupation of Haiti, to privatizing public properties, embracing free trade, welcoming foreign investment and imposing wage and salary austerity controls on the working class. Tabare Vazquez, like Kirchner, re-established diplomatic relations with Cuba, but it avoids any close relationship with Venezuela. Probable the most bizarre aspects of the Broad Front government is the behavior of the Tupamaros, the former urban guerrilla group converted into Senators and Ministers. Minister of Argiculture Mujica supports agro-business and foreign investment in agriculture while upholding the law on evicting landless squatters in the interior. Senator Eleuterio Huidobro attacks human rights groups demanding judicial investigations against military officials implicated in assassinations and disappearances of political prisoners. According to Huidobro, the “past is best forgotten” – embracing the military and turning his back on scores of his former comrades who were tortured, murdered and buried in unmarked graves.
Bolivia — Evo Morales
Probably the most striking example of the “center-left” regimes which have embraced the neo-liberal agenda is the Morales regimes in Bolivia.
Between October 2003 and July 2005, scores of workers, unemployed urban workers, Indian peasants were killed in the struggle for the nationalization of petroleum and gas, Bolivia’s most lucrative economic sector. Two presidents were overthrown by mass uprisings in 2 _ years for defending foreign ownership of the energy resources. Evo Morales did not participate in either uprising, in fact he supported the hastily installed neo-liberal President Carlos Mesa until he,too, was driven from power.
As President, Evo Morales has totally and categorically rejected the expropriation of gas and petroleum, providing explicit long-term, large-scale guarantees that all the facilities of the major energy multinational corporations will be recognized, respected and protected by the state. As a consequence, the MNC’s have not only expressed their support for Morales but have lined up to extend and deepen their control and exploitation of these non-renewable resources. Morales, through a not-too-clever semantic manipulation, claims that “nationalization” is not expropriation and transfer of property to the state. According to Morales “new” definition, minority state ownership of shares, tax increases and promises to “industrialize” the raw materials is equivalent to nationalization. While the exact terms of the new contracts have yet to be published, all the major MNCs are in full agreement with Morales policies. The proof is that Petrobras, the primarily privately owned Brazilian oil and gas giant, is prepared to invest $5 billion dollars over the next 6 years in the exploitation of gas and petroleum and in the construction of a petrol-chemical complex. Repsol (the Spanish MNC), promises the invest $150 million dollars, Total (French MNC), BP (British MNC) and every other major energy and mining MNC is prepared to expand investments and reap billions in profits under the protective umbrella of Morales and his MAS (Movement to Socialism) Regime. No previous regime in Bolivian history has opened the country to mineral exploitation by so many MNCs in such lucrative fields in such a short period of time. In addition to oil and gas sell-offs, Morales has declared he will proceed to privatize the Mutun iron fields (60 square kilometers with an estimated 40 billion tons of iron with an estimated worth of over $30 billion dollars), following the lead of his neo-liberal predecessors. The only changes which Morales will introduce in the bidding is to raise the share of taxes Bolivia will receive from $0.50 (US cents) a ton to an undisclosed “but reasonable” (according to the MNCs) amount.
Contrary to his promises, Morales has refused to triple the minimum wage, his Minister of the Economy has promised to retain the previous regime’s policies of fiscal austerity and “macro-economic stability”, the increase in minimum wage will amount to less than 10%. The Morales government raised the teachers’ base salary a meager 7%, but in real terms less than 2%. The teachers base salary is $75 US dollars a month, so their net gain under the new ‘revolutionary’ Indian president is less than $2 dollars a month (and this at a time of record prices to Bolivian raw material exports).
Evo Morales, the cocalero leader, declared his support for the continued presence of the US military base and the intrusive presence of the US Drug Enforcement Agency while reducing the areas of coca production to less than _ acre for domestic medical uses, in keeping with US policy position.
The principle economic and defense ministers and high ranking officials have been linked to the IMF, World Bank and previous neo-liberal regimes.
Morales and his Agricultural Minister are opposed to any expropriations of any large landowners, whether they are owners of…“5,000, 10,000, or 25,000 or more acres as long as they are productive”. This has effectively put an end to the hopes of millions of landless Indian peasants for a “profound agrarian reform” as promised by the Indian President. Instead Morales is promoting agro-export agriculture with generous subsidies and tax incentives.
Most indicative of Morales pro-big business policies was the February 2006 signing of a pact with the Confederation of Private Businessmen of Bolivia, in which he promised to maintain “macro-economic stability” and “international credibility” of the country. This, in effect, ,meant curtailing social spending, promoting foreign investment, prioritizing exports, maintaining monetary stability and above all promoting private investors. Morales’ abject servility before the Bolivian capitalist elite was evident in his decision to re-activate the National Business Council which will analyze and take decisions on economic and political issues. Morales said, “I am asking the businessmen to support me with their experience.” (Forgetting to add their experience in exploiting the labor force.) He went on to ask the businessmen to advise him on “ALCA, MERCOSUR… on agreements with China, the USA…as to their benefits for the country”. The president of the Business Confederation, Guillermo Morales, immediately emphasized the importance of signing up on the free trade agreement (ALCA).
While Morales was signing a business pact he refused to meet with the leaders of FEJUVE (The Federation of Neighborhood Councils of El Alto), the biggest, most active, democratic urban organization in Bolivia which was most active in leading the struggle overthrowing the previous neo-liberal presidents and demanding the nationalization of gas and petroleum. Morales received 88% of the vote in El Alto, which suffered scores of deaths, and injuries in the run-up to his election. Morales named 2 ministers from FEJUVE, Mamani (Water Minister) and Patzi (Education Minister) without consulting FEJUVE which takes all decisions via popular assemblies. Both Ministers were forced to resign from FEJUVE in part because Patzi rejected the long-standing demand of creating a teachers college for the 800,000 residents of El Alto claiming it was an “unacceptable cost for the system” (given Morales’ austerity budget). Equally reprehensible, Mamani has refused to expel the foreign multi-national Aguas del Illimani, which overcharges consumers and fails to provide adequate services.
According to FEJUVE the Morales regime has failed to deal with the most elementary problem such as the exorbitant electricity rates, the absence of any plan to provide and connect households with heating gas and water lines. The major trade union confederations (COB, Miners and others) have protested Morales’ refusal to abrogate the reactionary labor laws passed by his predecessors which “flexibilized labor” – empowering employers to hire and fire workers with impunity. In reward for his pro-business policies, Japan and Spain have “forgiven” Bolivia’s foreign debt.
Morales has excelled in “public theater” adopting a “populist” folkloric style which engages the lower classes. He delivers his Presidential Speech to Congress in Aymara; he dances with the crowds during carnival; he declares a reduction of his presidential salary… as part of an austerity program lowering living standards for millions of poor Bolivians. He announces a “plot” against him by unspecified oil companies to rally support among his followers, while he prepares to sign away the country’s energy resources…to the oil companies. Needless to say, neither the Defense or Interior Ministries were aware of the “plot”, nor was any evidence ever presented. But the non-existent “plot” served to distract attention from his energy sellout.
While Morales has spoken of his dear friend Hugo Chavez and embraced Fidel Castro, he has conceded US military bases and offices to the DEA and signed off multi-billion dollars of Bolivia’s energy and mining resources to the US, European and Brazilian MNCs. Morales has improved diplomatic relations with Cuba and Venezuela and secured social and economic aid but the economic foundations and dominant economic institutions are oriented toward integration with the Western imperial countries.
The empirical analyses demonstrate that Morales regime is following in the footsteps of his neo-liberal predecessors in terms of his big business outlook and his obedience with IMF fiscal monetary and budgetary policies. His policies, appointments, institutional ties and social beneficiaries link him closer to the Center-Right than to any “Left-Wing”.
A Note on Peru and Ecuador
At an early point in office the Left hailed the election of Toledo in Peru and Gutierrez in Ecuador, citing their plebian beginnings, their alliances with Indian organizations (such as CONAIE in Ecuador) or Indian origins (Toledo spoke Quechua and wore a poncho during his election campaign). Notwithstanding the fact that Toledo was a graduate of Stanford’s neo-liberal graduate program and employment in the World Bank, the Left hailed his opposition to the Fujimori dictatorship (with US backing) as a sign that “change would come”. Indeed change did come in the form of intensified privatizations of mining, water and energy, subsidies for agro-mining exporters, lifting of trade barriers and declining living standards for the poor and middle class. For the last 3 years Toledo’s opinion ratings never exceeded 15% and mostly hovered below 10%.
Gutierrez once in office embraced IMF doctrines, extended support to the US’ Plan Colombia, backed the US military base in Mantu, proposed the privatization of the state oil and electrical companies, jailed protesting trade union leaders, divided the Indian movement through selective funding and ties to right wing evangelical leaders and eventually was ousted in a popular uprising in 2005. The legacy of Gutierrez was a much-weakened Indian social movement (CONAIE), the discrediting of Pachacutik, its fraternal party and a decapitated trade union movement.
It was only after the political damage was an accomplished fact that the Left belatedly recognized the reactionary nature of the Gutierrez and Toledo regimes, that they dissociated themselves from it and stopped referring to it an part of the “New Left Winds”.
The Unfortunate History of the Left Intellectual
Great majorities of Latin America – workers, peasants, unemployed and poor have – suffered grave consequences from their movements’ support for “Center-Left” parties and coalitions. Much of the blame must follow on their immediate leaders, some of whom were co-opted, others deceived, manipulated or sellf-deceived. But part of the fault lies with Leftist intellectuals, journalists, NGOers, and academics who wrote and spoke in favor of the “Center-Left” politicians and parties. They promoted their virtues, their histories and their promises; they lauded their opportunities, their plebian backgrounds, and their probity – in a vastly uninformed, uncritical and superficial manner. The list of Leftist intellectuals covers three continents and reads like a ‘Who’s Who’ of the Left: Emir Sader, Michel Lowy, Heinz Cietrich, Perry Anderson, Atilio Boron, Raul Zibecki, Frei Betto, Ignacio Ramonet among others. All to one degree or another, over a longer or shorter time sang to the chorus of “New Left Winds are blowing in Latin America”. A close reading of their writings reveals that the Left intellectuals were more influenced by the text and rhetoric pf the “Center-Left” personalities and parties and less by their class practices, economic policies, strategic political appointments and their elite linkages prior to and after being elected. In general, the Left intellectuals were seduced by the symbolism?? or symbiology of political forms and identity politics (especially the presence of “Indians” and women in positions of power) and not with the socio-economic content and class nature of their policies. They made much of the “Indian”, ethnic identity or social origins of the party or personality at the expense of their neo-liberal transformation, business elite reference groups, their current socio-economic elite associates. They played into the political gestures and theater: the promises to reduce Presidential salaries (Morales), to pay homage to past struggles (Tupamaros), to weep or ‘feel’ for the poor (Lula) rather than the selling off of the strategic raw materials to foreign multinational corporations.
In part the Left intellectuals’ judgments were impaired by a nostalgic remembrance of years past – when they knew Lula as a trade union leader (25 years before), the Frente Amplio (resisting the military dictatorship in Uruguay), Evo (as the militant coca farmers leader), Kirchner (as a sympathizer to the Montoneros. Writing on the basis of now-faded identities, the Left intellectuals failed to intuit, analyze or understand the vast transformation from left to right, inventing a non-existent but hospitable “Center-Left” which fit in with their wishes and desires to be ‘against’ the system while being part of it.
Not a few left intellectuals were impressed by the “Center-Left’s” diplomatic gestures of friendship to Cuba and Venezuela, the warm reception of Hugo Chavez, even the occasional embrace of the two progressive leaders. No doubt they confused Cuba’s and Venezuela’s favorable diplomatic gestures toward the “Center-Left” regimes (understandable from the view of state policies aimed at undermining US pressures) as a general endorsement of their internal policies. Independently of the reasons for Cuban and Venezuelan support, the Left intellectuals invented a ‘common purpose’, some even fantasizing a new ‘left bloc’ (Dietrich) based presumable on their policies deepening foreign ownership of strategic materials, widening social inequalities and promoting free trade… Symbolic politics is visually accessible on the front pages of the mass media – it does not require a capacity to research, collect and analyze date. Insofar as the Left intellectuals substituted the ‘Symbolic Left” for the real existing converts Neo-Liberalism, they were ar ease in accepting invitations to Presidential inaugurations, imbibing cocktails at receptions, enticed by their chance to be close to power – for many a new experience. The “Left Winds” blow through the empty space between their ears.
Conclusion
There are powerful left-wing forces in Latin America and later or sooner they will contest and challenge the power of the Neo-liberal converts as well as their allies in Washington and in the multinational corporations. Sooner, in the case of Bolivia, where the scale and scope of Morales’ broken promises and embrace of the business elite has already provoked the mobilization of the class-conscious trade unions, the mass urban organizations and the landless peasants. The insurrectionary movements on whose back Morales rode to office are completely intact and their co-opted leaders replaced by new militants. The populist ‘gestures’ and ‘folkloric’ theater have only a limited time span for diversion in the face of the grinding poverty of class-conscious miners and the Indian militants in El Alto. The insurrectionary forces that brought Morales to power can also bring him down.
In the past 4 years over $3 billion dollars of US military assistance has been spent on Plan Colombia by the Uribe terrorist regime which includes 1,500 US Special Forces ‘advisers’ and yet not only have they failed to defeat the FARC (The Revolutionary Armed Forces of Colombia), they have suffered major defeats in late 2005-2006 in the face of a guerrilla offensive. Uribe may win re-election for President but he will at best rule only half of the country.
In Brazil, the Lula regime and its control and co-optation of the class collaborationist labor confederation (CUT) has led to the formation of a new militant confederation ConLuta. The MST’s critical collaboration with the Lula regime has led to a political impasse, internal debates and a sharp decline in support within and outside of the organization, hopefully leading to a political rectification and re-orientation toward class politics. The Brazilian left faces a “long march” toward regaining its formidable presence. The case is similar in Uruguay and Argentina: the new “Center-Left” neo-liberals unlike the old right have co-opted most of the leaders of the major trade unions and some of the peasant groups through government posts, inclusion in Congressional slates and generous stipends.
Venezuela under President Chavez stands as the major political figure representing a real governmental challenge to US imperialism. He has led the fight against ALCA and the US invasion of Haiti; he defeated a US-sponsored coup attempt and has demonstrated that social welfare, nationalism and political independence is viable in the Hemisphere. But as in Cuba, Chavez faces not only US aggression from the outside but contradiction from within: His party (The Fifth Republic) and the state apparatus and sectors of the military are not in favor of his proposed Twentieth or Twenty-First Century Socialism. Between Chavez and the 10 million voters who support him is a political apparatus of dubious political credentials with notable exceptions.
Likewise Fidel Castro has spoken of a profound internal threat from a ‘new class’ of rich emerging from the scarcity of the Special Period (1993-1995) and opening to tourism. He has called for a new revolution within the revolution. If there are ‘New Left Winds blowing in Latin America’ they come from the calls for a new revolution within the Left, from Chavez insistence that socialism is the only alternative to capitalism, from the new and old mass leaders in Bolivia, Brazil and elsewhere as well as from a tempered 25,000-member guerrilla movement in Colombia.
The Center Left regimes and their Left intellectual supporters represent a sad epitaph on the radical generation of the 1970’s and 1980’s: they are a spent force lacking critical ideas and audacious proposals for challenging imperialism and capitalist rule. They will not fade away – they have too much of a stake in the current system. A new generation of popular leaders of self-didactic (taught), young intellectual-militants are emerging in the urban councils of El Alto, in the new class-oriented trade unions of Sao Paolo, among the students joining the peasant fighters in the jungles of Colombia. They are the “Left Winds” of Latin America.
By the commonly understood criteria of the Left, the Latin American regimes hailed by many intellectuals as “New Winds from the Left” fail to meet the test: none pursue redistributive policies; most have implemented regressive budgeting policies, subsidizing big business and reducing expenditures for social policy; class selective austerity programs have been applied prejudicial to minimum wage earners and low-paid public employees in health and education; privatizations – legal and illegal – have been extended and deepened, even of lucrative publicly owned mineral and energy sectors; foreign investors have been given privileged access to local markets, cheap labor and privatized enterprises and banks.
While none of the so-called “Center-Left” regimes can be considered “leftist” there are some variations in the degree of conformity with the neo-liberal model. Kirchner has channeled some of the economic surplus in funding national capitalist development and supported some price controls on electricity rates, while Lula has been at the other extreme prejudicing national manufacturing with an overvalued Brazilian Real and irrationally?? exorbitant interest rates.
Morales combines the extremist pro-foreign investment policies of Lula, especially in minerals and petrol with a policy of increasing tax rates on foreign-owned mining, gas and oil producers. While most provide troops for the US-sponsored occupation of Haiti, and continue to support US military bases in Bolivia and Brazil, they are unanimous in their opposition of US direct intervention in Venezuela. While most promote minimalist subsistence anti-poverty programs, none pursue structural changes in land tenure and public investments toward creating employment to get at the root of poverty.
The US policy designed and executed by one of the most extreme rightist regimes in recent Western history has led to some frictions, particularly in its attempt to impose non-reciprocal free trade agreements and a legal basis to punish electoral regimes for not conforming to US dictates. Within the framework of neo-liberal politics, these regimes face strong pressures from popular organizations and threats of renewed mass direct action. This in itself serves to pressure these regimes into making symbolic gestures of independence and opposition faced with the extremist demands from the ultra-imperialist Bush regime. It would be a mistake however to consider these regime gestures as a sign of a major left revival when in fact the credit is due to the mass movements outside the regime who demand more than symbolic opposition – in the way of substantial socio-economic transformation.
James Petras, Professor Emeritus of Sociology at the State University of New York, is the author of 19 books on Latin America. He is a member of the Canadian Dimension editorial collective
Special to Canadian Dimension March 1, 2006
Introduction Several years ago I asked an editor of a leading US business journal (Forbes) about a Mexican President (Echevarria) who was speaking at a Leftist conference commemorating Chilean President Allende.
He answered, “He talks to the Left and works for the Right”.
A factual review of the performance of the recent “Center Left” Presidents in Latin America fits very well with the comment of that Forbes editor, and goes contrary to much of the opinion of the European and US Left.
What is “Left”: Method
Prior to any discussion of the “Center-Left” regimes in Latin America today, it is important to review exactly what it means to be left – from a historical, theoretical and practical perspective. The method for determining “What is left” is based on analyzing the substance and not the symbols or rhetoric of a regime or politician. The practical measures regarding budgets, property, income, employment, labor legislation, priorities in expenditures and revenues. The key is to focus on the present social referents, social configurations of power and alliances – not the past – given the changing dynamics of power and class politics. The third methodological issue is to differentiate between a political campaign and a political party – power – as there is a well known enormous discrepancy between them.
What is Left: Criteria
Historically and empirically there is a consensus among academica and activists as to what constitutes criteria and indicators for defining Left politics. These include: 1. decreasing social inequalities, 2. increasing living standards, 3. greater public and national ownership over private and foreign ownership, 4. progressive taxes (income/corporate) over regressive (VAT, consumption), 5. budget priorities favoring greater social expenditures and public investments in jobs rather than subsidies and foreign debt payments, 6. promoting and protecting national ownership of raw materials over foreign exploitation, 7. diversification of production to value added products as opposed to selling unprocessed raw materials, 8. subordinating export production to the development of the domestic market over export oriented strategies, 9. popular participation and power in decision-making as opposed to elite decision making by businesses, international bankers (IMF) and political elites, 10. consultation with mass movements in selection of key cabinet ministers instead of local and foreign business elites, 11, adoption of anti-imperialist foreign policy against support of free-markets, military bases and imperial wars and occupation, 12. reversing prejudicial privatizations against extending and consolidating privatizations, 13. increasing the minimum wage against excess foreign debt payments .
With these criteria in mind we can proceed to analyze and evaluate the contemporary “Center Left” regimes to determine whether “New Winds from the Left” are sweeping Latin America.
Brazil- President Lula 2003-2006
Lula, even prior to his election, signed a letter of understanding with the IMF (June 2002) to pay the foreign debt, to maintain a budget surplus of 4% (up to 4.5% subsequently), to maintain macro-economic stability and to continue neo-liberal ‘reforms’. Upon election he slashed public employee pensions by 30% (and bragged that he had the “courage” to carry out IMF “reforms” where previous right-wing presidents failed). Agrarian policy was directed toward financing and subsidizing agro-business exports, while the agrarian reform program, which promised Lula’s “ally”, the Landless Workers Movement (MST), to distribute land to 100,000 families stagnated and regressed. Under the previous Center-Right President Cardoso regime 48,000 families received land each year compared to 25,000 per year under Lula, leaving over 200,000 families camped by highways under plastic tents and 4.5 million landless families with no hope. To “promote” capital investment, Lula introduced labor legislation increasing the power of employers to fire workers and lowered the cost of severance pay. Social programs in health and education were sharply reduced by over 5% during the first three years, while foreign debt creditors received punctual (and even early) payments of $150 billion dollars – making Brazil a “model” debtor. Past privatizations of dubious legality of lucrative petrol (Petrobras), mining (Vale del Dose), and banks were extended to public infrastructure, services and telecommunications – reversing seventy years of history – and making Brazil more vulnerable to foreign owned re-locations of production. Brazil’s exports increasingly took on the profile of a primary producer exporter of iron, soya, sugar, citrus juice, and timber while its industrial sector stagnated due to the worlds highest interest rates of 18.5% and the lowering of tariff barriers. Brazil, after Guatemala, remained the country with the greatest inequalities in Latin America. Lula’s pro-agro-export policy led to accelerated exploitation of the Amazon rain forest and deep incursions into Brazilian Indian territory, thanks to budget cuts in the Environment and Indigenous Affairs Agencies.
In foreign policy, Lula sent troops and officials to occupy Haiti and defend the puppet regime resulting from the US orchestrated invasion and deposition of elected President Aristide. Lula’s differences with the US over ALCA were clearly over US compliance with “free trade” and not over any defense of national interests. As Lula stated, “Free trade is the best system, providing everyone practices it” – meaning his opposition revolved around US subsidies and protection of agriculture.
Lula’s key economic ministers and central bankers were dominated by right-wing bankers, corporate executives and neo-liberal ideologues linked to the IMF and multinational corporations: Finance, Economy, Trade and Agriculture Ministry and the Central Bank.
While Lula opposed the US-sponsored coup against Venezuela in April 2002 as well as other extremist measures and spoke for greater Latin American integration via MERCOSUR, in practice his major trade policies focused on deepening his ties outside the region – with Asia, Europe and North America.
The empirical data on all the key indicators demonstrate that Lula fits closer to the profile of a right-wing neo-liberal politician rather than a “Center-Leftist”. Intellectuals and journalists who classify Lula as a leftist rely on his social, trade union and occupational background, twenty to thirty years earlier and his (theatrical) populist symbolic gestures.
Argentina – President Kirchner (2004-present)
Under President Kirchner Argentina has grown at a rate of 8.5% per year, substantially increased export earnings, reduced unemployment from over 20% to approximately 15%, raised pensions and wages, re-negotiated a portion of the private foreign debt and rescinded the laws granting impunity to military torturers. Compared to Lula’s ultra-liberal policies, Kirchner appears as a progressive leader. Looked at from a leftist perspective however, the regime falls far short. Kirchner has not reversed any of the fraudulent privatizations of Argentina’s strategic energy, petroleum and electrical industries. Under his regime profits of major agro-industrial and petroleum sectors have skyrocketed with no commensurate increases in salaries. In other words, inequalities have either increased or remained the same depending on the sectors. While Kirchner has financed and subsidized the revival of industry and promotion of agro-exports, salaries and wages have barely reached the level of 1998 – last year before the economic crisis. Moreover while poverty levels have declined from their peak of over 50% in 2001, they are still close to 40% — for a country which produces enough grain and meat to supply a population six times the size of Argentina. Kirchner’s central banker and economic and finance ministers have long-term ties to international capital and banks. While economic growth and some social amelioration have taken place, much of it can be attributed to the favorable world commodity prices for beef, grains, petroleum and other prime materials. In foreign policy Kirchner, like Lula, opposes ALCA because the US has refused to reciprocate in lowering its tariff barriers.
Kirchner’s foreign policy is hardly anti-imperialist: Argentine troops occupy Haiti at the behest of the US and engage in joint maneuvers with the US. While Kirchner repudiated the law of impunity, no new trials and punishments have yet to be meted out. While Kirchner opposes US attacks on Venezuela, he supports the US proposal to refer Iran to the Security Council of the UN. While unemployment has declined (from what to what) the unemployment relief remains at $50 per family per month. While nominal salaries have increased, growing inflation of over 10% has reduced real earnings for the majority of public employees. The structures of socio-economic power remain in place – in fact Kirchner has played a major role in restoring and consolidating capitalist hegemony after the mass popular uprisings of December 2001. He has neither redistributed property, income or power – except among the different segments of the capitalist class. His criticism of Washington only extends to the most extreme interventionist measures which seek to prejudice Argentine big business and convert it into a powerless client: hence Argentina’s opposition to the State Department’s attempt to form an anti-Chavez bloc. Kirchner’s rejection is based almost exclusively on the facts that Argentina receives petrol-gas (from Venezuela???) at subsidized prices, has secured a major ship-building contract and has signed lucrative trade agreements to market its agricultural and manufactured products with Venezuela. With regard to Cuba, Kirchner has maintained his distance and while on excellent diplomatic terms with Chavez, shares none of his redistributive policies.
In conclusion, Kirchner meets none of our criteria as a leftist. He is more clearly a pragmatic conservative willing to dissent from the US when it is profitable for its agro-business and industrial capitalist social base. At no point has Kirchner shifted any of the budget surplus now used to pay the foreign debt to fund the deteriorated health and educational facilities and provide better salaries for personnel in those vital public sectors.
Uruguay – President Tabare Vazquez
Tabare Vazques was elected by an electoral coalition (The Broad Front and Progressive Encounter), which included Tupamaros, Communists, Socialists and an assortment of Christian Democrats and liberal democrats. However his key appointments to the Central Bank and the Economic Ministry (Danilo Astori) are hardline neo-liberals and defenders of continuing previous budgeting constraints toward social spending while generously financing the agro0export elites.
During the Economic Summit in Mar de Plata (Argentina) in November 2005, while tens of thousands protested against Bush, and Chavez declared ALCA dead, Tabare Vazques and Astori signed a wide reaching ‘investment protection’ agreement, which embraced the major free market principles embodied in ALCA. Astori, with Tabare Vazquez’ backing, has not only rejected re-nationalization of enterprise, but has proposed to proceed to privatize major state enterprises including a water company, despite a popular referendum vote which exceeded 65% in favor of maintaining state ownership. The Tabare Vazquez regime has taken no measures to lessen inequalities and has put in place a paltry “job creation” and emerging food relief program which covers a small fraction of the poor, indigent and unemployed Uruguayans.
Meanwhile the government has laid down the royal carpet for a Finnish-owned, highly contaminating, cellulose factory which will prejudice fishing communities and perhaps even the important tourist facilities downstream. Tabare Vazquez and Astori’s unilateral signing off on the controversial factory has resulted in a major conflict with Argentina which borders the Uruguay River where the plant will be located. The Tabare Vazquez regime has repudiated every major programmatic position embraced by the Broad Front (Frente Amplio) in its 30 years of existence: from sending troops in support of the occupation of Haiti, to privatizing public properties, embracing free trade, welcoming foreign investment and imposing wage and salary austerity controls on the working class. Tabare Vazquez, like Kirchner, re-established diplomatic relations with Cuba, but it avoids any close relationship with Venezuela. Probable the most bizarre aspects of the Broad Front government is the behavior of the Tupamaros, the former urban guerrilla group converted into Senators and Ministers. Minister of Argiculture Mujica supports agro-business and foreign investment in agriculture while upholding the law on evicting landless squatters in the interior. Senator Eleuterio Huidobro attacks human rights groups demanding judicial investigations against military officials implicated in assassinations and disappearances of political prisoners. According to Huidobro, the “past is best forgotten” – embracing the military and turning his back on scores of his former comrades who were tortured, murdered and buried in unmarked graves.
Bolivia — Evo Morales
Probably the most striking example of the “center-left” regimes which have embraced the neo-liberal agenda is the Morales regimes in Bolivia.
Between October 2003 and July 2005, scores of workers, unemployed urban workers, Indian peasants were killed in the struggle for the nationalization of petroleum and gas, Bolivia’s most lucrative economic sector. Two presidents were overthrown by mass uprisings in 2 _ years for defending foreign ownership of the energy resources. Evo Morales did not participate in either uprising, in fact he supported the hastily installed neo-liberal President Carlos Mesa until he,too, was driven from power.
As President, Evo Morales has totally and categorically rejected the expropriation of gas and petroleum, providing explicit long-term, large-scale guarantees that all the facilities of the major energy multinational corporations will be recognized, respected and protected by the state. As a consequence, the MNC’s have not only expressed their support for Morales but have lined up to extend and deepen their control and exploitation of these non-renewable resources. Morales, through a not-too-clever semantic manipulation, claims that “nationalization” is not expropriation and transfer of property to the state. According to Morales “new” definition, minority state ownership of shares, tax increases and promises to “industrialize” the raw materials is equivalent to nationalization. While the exact terms of the new contracts have yet to be published, all the major MNCs are in full agreement with Morales policies. The proof is that Petrobras, the primarily privately owned Brazilian oil and gas giant, is prepared to invest $5 billion dollars over the next 6 years in the exploitation of gas and petroleum and in the construction of a petrol-chemical complex. Repsol (the Spanish MNC), promises the invest $150 million dollars, Total (French MNC), BP (British MNC) and every other major energy and mining MNC is prepared to expand investments and reap billions in profits under the protective umbrella of Morales and his MAS (Movement to Socialism) Regime. No previous regime in Bolivian history has opened the country to mineral exploitation by so many MNCs in such lucrative fields in such a short period of time. In addition to oil and gas sell-offs, Morales has declared he will proceed to privatize the Mutun iron fields (60 square kilometers with an estimated 40 billion tons of iron with an estimated worth of over $30 billion dollars), following the lead of his neo-liberal predecessors. The only changes which Morales will introduce in the bidding is to raise the share of taxes Bolivia will receive from $0.50 (US cents) a ton to an undisclosed “but reasonable” (according to the MNCs) amount.
Contrary to his promises, Morales has refused to triple the minimum wage, his Minister of the Economy has promised to retain the previous regime’s policies of fiscal austerity and “macro-economic stability”, the increase in minimum wage will amount to less than 10%. The Morales government raised the teachers’ base salary a meager 7%, but in real terms less than 2%. The teachers base salary is $75 US dollars a month, so their net gain under the new ‘revolutionary’ Indian president is less than $2 dollars a month (and this at a time of record prices to Bolivian raw material exports).
Evo Morales, the cocalero leader, declared his support for the continued presence of the US military base and the intrusive presence of the US Drug Enforcement Agency while reducing the areas of coca production to less than _ acre for domestic medical uses, in keeping with US policy position.
The principle economic and defense ministers and high ranking officials have been linked to the IMF, World Bank and previous neo-liberal regimes.
Morales and his Agricultural Minister are opposed to any expropriations of any large landowners, whether they are owners of…“5,000, 10,000, or 25,000 or more acres as long as they are productive”. This has effectively put an end to the hopes of millions of landless Indian peasants for a “profound agrarian reform” as promised by the Indian President. Instead Morales is promoting agro-export agriculture with generous subsidies and tax incentives.
Most indicative of Morales pro-big business policies was the February 2006 signing of a pact with the Confederation of Private Businessmen of Bolivia, in which he promised to maintain “macro-economic stability” and “international credibility” of the country. This, in effect, ,meant curtailing social spending, promoting foreign investment, prioritizing exports, maintaining monetary stability and above all promoting private investors. Morales’ abject servility before the Bolivian capitalist elite was evident in his decision to re-activate the National Business Council which will analyze and take decisions on economic and political issues. Morales said, “I am asking the businessmen to support me with their experience.” (Forgetting to add their experience in exploiting the labor force.) He went on to ask the businessmen to advise him on “ALCA, MERCOSUR… on agreements with China, the USA…as to their benefits for the country”. The president of the Business Confederation, Guillermo Morales, immediately emphasized the importance of signing up on the free trade agreement (ALCA).
While Morales was signing a business pact he refused to meet with the leaders of FEJUVE (The Federation of Neighborhood Councils of El Alto), the biggest, most active, democratic urban organization in Bolivia which was most active in leading the struggle overthrowing the previous neo-liberal presidents and demanding the nationalization of gas and petroleum. Morales received 88% of the vote in El Alto, which suffered scores of deaths, and injuries in the run-up to his election. Morales named 2 ministers from FEJUVE, Mamani (Water Minister) and Patzi (Education Minister) without consulting FEJUVE which takes all decisions via popular assemblies. Both Ministers were forced to resign from FEJUVE in part because Patzi rejected the long-standing demand of creating a teachers college for the 800,000 residents of El Alto claiming it was an “unacceptable cost for the system” (given Morales’ austerity budget). Equally reprehensible, Mamani has refused to expel the foreign multi-national Aguas del Illimani, which overcharges consumers and fails to provide adequate services.
According to FEJUVE the Morales regime has failed to deal with the most elementary problem such as the exorbitant electricity rates, the absence of any plan to provide and connect households with heating gas and water lines. The major trade union confederations (COB, Miners and others) have protested Morales’ refusal to abrogate the reactionary labor laws passed by his predecessors which “flexibilized labor” – empowering employers to hire and fire workers with impunity. In reward for his pro-business policies, Japan and Spain have “forgiven” Bolivia’s foreign debt.
Morales has excelled in “public theater” adopting a “populist” folkloric style which engages the lower classes. He delivers his Presidential Speech to Congress in Aymara; he dances with the crowds during carnival; he declares a reduction of his presidential salary… as part of an austerity program lowering living standards for millions of poor Bolivians. He announces a “plot” against him by unspecified oil companies to rally support among his followers, while he prepares to sign away the country’s energy resources…to the oil companies. Needless to say, neither the Defense or Interior Ministries were aware of the “plot”, nor was any evidence ever presented. But the non-existent “plot” served to distract attention from his energy sellout.
While Morales has spoken of his dear friend Hugo Chavez and embraced Fidel Castro, he has conceded US military bases and offices to the DEA and signed off multi-billion dollars of Bolivia’s energy and mining resources to the US, European and Brazilian MNCs. Morales has improved diplomatic relations with Cuba and Venezuela and secured social and economic aid but the economic foundations and dominant economic institutions are oriented toward integration with the Western imperial countries.
The empirical analyses demonstrate that Morales regime is following in the footsteps of his neo-liberal predecessors in terms of his big business outlook and his obedience with IMF fiscal monetary and budgetary policies. His policies, appointments, institutional ties and social beneficiaries link him closer to the Center-Right than to any “Left-Wing”.
A Note on Peru and Ecuador
At an early point in office the Left hailed the election of Toledo in Peru and Gutierrez in Ecuador, citing their plebian beginnings, their alliances with Indian organizations (such as CONAIE in Ecuador) or Indian origins (Toledo spoke Quechua and wore a poncho during his election campaign). Notwithstanding the fact that Toledo was a graduate of Stanford’s neo-liberal graduate program and employment in the World Bank, the Left hailed his opposition to the Fujimori dictatorship (with US backing) as a sign that “change would come”. Indeed change did come in the form of intensified privatizations of mining, water and energy, subsidies for agro-mining exporters, lifting of trade barriers and declining living standards for the poor and middle class. For the last 3 years Toledo’s opinion ratings never exceeded 15% and mostly hovered below 10%.
Gutierrez once in office embraced IMF doctrines, extended support to the US’ Plan Colombia, backed the US military base in Mantu, proposed the privatization of the state oil and electrical companies, jailed protesting trade union leaders, divided the Indian movement through selective funding and ties to right wing evangelical leaders and eventually was ousted in a popular uprising in 2005. The legacy of Gutierrez was a much-weakened Indian social movement (CONAIE), the discrediting of Pachacutik, its fraternal party and a decapitated trade union movement.
It was only after the political damage was an accomplished fact that the Left belatedly recognized the reactionary nature of the Gutierrez and Toledo regimes, that they dissociated themselves from it and stopped referring to it an part of the “New Left Winds”.
The Unfortunate History of the Left Intellectual
Great majorities of Latin America – workers, peasants, unemployed and poor have – suffered grave consequences from their movements’ support for “Center-Left” parties and coalitions. Much of the blame must follow on their immediate leaders, some of whom were co-opted, others deceived, manipulated or sellf-deceived. But part of the fault lies with Leftist intellectuals, journalists, NGOers, and academics who wrote and spoke in favor of the “Center-Left” politicians and parties. They promoted their virtues, their histories and their promises; they lauded their opportunities, their plebian backgrounds, and their probity – in a vastly uninformed, uncritical and superficial manner. The list of Leftist intellectuals covers three continents and reads like a ‘Who’s Who’ of the Left: Emir Sader, Michel Lowy, Heinz Cietrich, Perry Anderson, Atilio Boron, Raul Zibecki, Frei Betto, Ignacio Ramonet among others. All to one degree or another, over a longer or shorter time sang to the chorus of “New Left Winds are blowing in Latin America”. A close reading of their writings reveals that the Left intellectuals were more influenced by the text and rhetoric pf the “Center-Left” personalities and parties and less by their class practices, economic policies, strategic political appointments and their elite linkages prior to and after being elected. In general, the Left intellectuals were seduced by the symbolism?? or symbiology of political forms and identity politics (especially the presence of “Indians” and women in positions of power) and not with the socio-economic content and class nature of their policies. They made much of the “Indian”, ethnic identity or social origins of the party or personality at the expense of their neo-liberal transformation, business elite reference groups, their current socio-economic elite associates. They played into the political gestures and theater: the promises to reduce Presidential salaries (Morales), to pay homage to past struggles (Tupamaros), to weep or ‘feel’ for the poor (Lula) rather than the selling off of the strategic raw materials to foreign multinational corporations.
In part the Left intellectuals’ judgments were impaired by a nostalgic remembrance of years past – when they knew Lula as a trade union leader (25 years before), the Frente Amplio (resisting the military dictatorship in Uruguay), Evo (as the militant coca farmers leader), Kirchner (as a sympathizer to the Montoneros. Writing on the basis of now-faded identities, the Left intellectuals failed to intuit, analyze or understand the vast transformation from left to right, inventing a non-existent but hospitable “Center-Left” which fit in with their wishes and desires to be ‘against’ the system while being part of it.
Not a few left intellectuals were impressed by the “Center-Left’s” diplomatic gestures of friendship to Cuba and Venezuela, the warm reception of Hugo Chavez, even the occasional embrace of the two progressive leaders. No doubt they confused Cuba’s and Venezuela’s favorable diplomatic gestures toward the “Center-Left” regimes (understandable from the view of state policies aimed at undermining US pressures) as a general endorsement of their internal policies. Independently of the reasons for Cuban and Venezuelan support, the Left intellectuals invented a ‘common purpose’, some even fantasizing a new ‘left bloc’ (Dietrich) based presumable on their policies deepening foreign ownership of strategic materials, widening social inequalities and promoting free trade… Symbolic politics is visually accessible on the front pages of the mass media – it does not require a capacity to research, collect and analyze date. Insofar as the Left intellectuals substituted the ‘Symbolic Left” for the real existing converts Neo-Liberalism, they were ar ease in accepting invitations to Presidential inaugurations, imbibing cocktails at receptions, enticed by their chance to be close to power – for many a new experience. The “Left Winds” blow through the empty space between their ears.
Conclusion
There are powerful left-wing forces in Latin America and later or sooner they will contest and challenge the power of the Neo-liberal converts as well as their allies in Washington and in the multinational corporations. Sooner, in the case of Bolivia, where the scale and scope of Morales’ broken promises and embrace of the business elite has already provoked the mobilization of the class-conscious trade unions, the mass urban organizations and the landless peasants. The insurrectionary movements on whose back Morales rode to office are completely intact and their co-opted leaders replaced by new militants. The populist ‘gestures’ and ‘folkloric’ theater have only a limited time span for diversion in the face of the grinding poverty of class-conscious miners and the Indian militants in El Alto. The insurrectionary forces that brought Morales to power can also bring him down.
In the past 4 years over $3 billion dollars of US military assistance has been spent on Plan Colombia by the Uribe terrorist regime which includes 1,500 US Special Forces ‘advisers’ and yet not only have they failed to defeat the FARC (The Revolutionary Armed Forces of Colombia), they have suffered major defeats in late 2005-2006 in the face of a guerrilla offensive. Uribe may win re-election for President but he will at best rule only half of the country.
In Brazil, the Lula regime and its control and co-optation of the class collaborationist labor confederation (CUT) has led to the formation of a new militant confederation ConLuta. The MST’s critical collaboration with the Lula regime has led to a political impasse, internal debates and a sharp decline in support within and outside of the organization, hopefully leading to a political rectification and re-orientation toward class politics. The Brazilian left faces a “long march” toward regaining its formidable presence. The case is similar in Uruguay and Argentina: the new “Center-Left” neo-liberals unlike the old right have co-opted most of the leaders of the major trade unions and some of the peasant groups through government posts, inclusion in Congressional slates and generous stipends.
Venezuela under President Chavez stands as the major political figure representing a real governmental challenge to US imperialism. He has led the fight against ALCA and the US invasion of Haiti; he defeated a US-sponsored coup attempt and has demonstrated that social welfare, nationalism and political independence is viable in the Hemisphere. But as in Cuba, Chavez faces not only US aggression from the outside but contradiction from within: His party (The Fifth Republic) and the state apparatus and sectors of the military are not in favor of his proposed Twentieth or Twenty-First Century Socialism. Between Chavez and the 10 million voters who support him is a political apparatus of dubious political credentials with notable exceptions.
Likewise Fidel Castro has spoken of a profound internal threat from a ‘new class’ of rich emerging from the scarcity of the Special Period (1993-1995) and opening to tourism. He has called for a new revolution within the revolution. If there are ‘New Left Winds blowing in Latin America’ they come from the calls for a new revolution within the Left, from Chavez insistence that socialism is the only alternative to capitalism, from the new and old mass leaders in Bolivia, Brazil and elsewhere as well as from a tempered 25,000-member guerrilla movement in Colombia.
The Center Left regimes and their Left intellectual supporters represent a sad epitaph on the radical generation of the 1970’s and 1980’s: they are a spent force lacking critical ideas and audacious proposals for challenging imperialism and capitalist rule. They will not fade away – they have too much of a stake in the current system. A new generation of popular leaders of self-didactic (taught), young intellectual-militants are emerging in the urban councils of El Alto, in the new class-oriented trade unions of Sao Paolo, among the students joining the peasant fighters in the jungles of Colombia. They are the “Left Winds” of Latin America.
By the commonly understood criteria of the Left, the Latin American regimes hailed by many intellectuals as “New Winds from the Left” fail to meet the test: none pursue redistributive policies; most have implemented regressive budgeting policies, subsidizing big business and reducing expenditures for social policy; class selective austerity programs have been applied prejudicial to minimum wage earners and low-paid public employees in health and education; privatizations – legal and illegal – have been extended and deepened, even of lucrative publicly owned mineral and energy sectors; foreign investors have been given privileged access to local markets, cheap labor and privatized enterprises and banks.
While none of the so-called “Center-Left” regimes can be considered “leftist” there are some variations in the degree of conformity with the neo-liberal model. Kirchner has channeled some of the economic surplus in funding national capitalist development and supported some price controls on electricity rates, while Lula has been at the other extreme prejudicing national manufacturing with an overvalued Brazilian Real and irrationally?? exorbitant interest rates.
Morales combines the extremist pro-foreign investment policies of Lula, especially in minerals and petrol with a policy of increasing tax rates on foreign-owned mining, gas and oil producers. While most provide troops for the US-sponsored occupation of Haiti, and continue to support US military bases in Bolivia and Brazil, they are unanimous in their opposition of US direct intervention in Venezuela. While most promote minimalist subsistence anti-poverty programs, none pursue structural changes in land tenure and public investments toward creating employment to get at the root of poverty.
The US policy designed and executed by one of the most extreme rightist regimes in recent Western history has led to some frictions, particularly in its attempt to impose non-reciprocal free trade agreements and a legal basis to punish electoral regimes for not conforming to US dictates. Within the framework of neo-liberal politics, these regimes face strong pressures from popular organizations and threats of renewed mass direct action. This in itself serves to pressure these regimes into making symbolic gestures of independence and opposition faced with the extremist demands from the ultra-imperialist Bush regime. It would be a mistake however to consider these regime gestures as a sign of a major left revival when in fact the credit is due to the mass movements outside the regime who demand more than symbolic opposition – in the way of substantial socio-economic transformation.
James Petras, Professor Emeritus of Sociology at the State University of New York, is the author of 19 books on Latin America. He is a member of the Canadian Dimension editorial collective
Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ 26.2.2006*
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ*
Η μελαγχολική διαδρομή του συνδικαλιστικού κινήματος
Δημήτρης Λαβατσής
Τις προηγούμενες εβδομάδες αναλύθηκαν επαρκώς οι αιτίες και οι στόχοι της επίθεσης που εξαπέλυσαν οι Έλληνες εργοδότες εναντίον του κόσμου της εργασίας με αφορμή τις Συλλογικές Συμβάσεις εργασίας και η άρνηση των τραπεζιτών να συζητήσουν για κλαδική σύμβαση με την ΟΤΟΕ. Είναι απαραίτητο όμως να δούμε την ιδεολογική διαδρομή μέσα από την οποία γίνεται σήμερα επίδικο το μέχρι πριν λίγα χρόνια αδιανόητο: η ντε γιούρε αμφισβήτηση των συνδικάτων.
Στην ελληνική αριστερά κυριάρχησε ένα ιδεολογικό όριο το οποίο αποτέλεσε την «οροφή» – με την εξαίρεση κάποιων αιρετικών – των θεωρητικών αναζητήσεών της. Το όριο αυτό ήταν η «ανάπτυξη του έθνους».
Η υπαγωγή της αριστεράς μέσα από διάφορες διαδρομές και η εν τέλει στράτευση της σε αυτό το πρόταγμα είχε συνεχείς, καθοριστικές, και σήμερα πλέον με σαφήνεια ορατές συνέπειες: καθόρισε και καθορίζει ακόμα και τώρα σχεδόν ολοκληρωτικά τις επιλογές της σε όλα τα μέτωπα των ταξικών συγκρούσεων και φυσικά στα συνδικάτα.
Η ιδεολογική αυτή παραδοχή δεν αμφισβητήθηκε, οι δε ήττες και οι χαμένες ευκαιρίες του εργατικού κινήματος ποτέ δεν θεωρήθηκαν πολιτικό αποτέλεσμα «λανθασμένης ανάλυσης» που οφειλόταν στο «λανθασμένο» αυτό ιδεολογικό εργαλείο.
Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους, κατά τις οποίες το «προϊόν» αυτό είχε διαφορετικές επιπτώσεις στην ταυτότητα των πολιτικών της αριστεράς
.
Περίοδος 1η: Τέλος του εμφυλίου έως την Μεταπολίτευση
Οι συνέπειες του εμφυλίου βαραίνουν καθοριστικά και ενώ η αριστερά είχε συντριβεί στρατιωτικά η ηγεμονία των κοινωνικών αξιών της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας – δηλαδή η παραδοχή της ανωτερότητας της από όλο σχεδόν το κοινωνικό φάσμα – ήταν αναμφισβήτητη.
Η ανάγκη για ξεπέρασμα του κράτους των εθνικοφρόνων και για δημοκρατική νομιμότητα, μέχρι το 1974, μπορούσε να παντρεύει το όραμα της «Ανάπτυξης του Έθνους» με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη.
Περίοδος 2η: 1974 – 1981: Η Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή
Μετά τη μεταπολίτευση, η ανάπτυξη και το (αστικό) κράτος δικαίου ήταν δουλειά των αστικών πολιτικών δυνάμεων και η αριστερά παρακολουθούσε αμήχανη και ανίκανη να κατανοήσει ότι η «ανάπτυξη του έθνους» είναι ο οργανωτής της καπιταλιστικής κυριαρχίας, άρα η σημαία του εχθρού. Ανίκανη να κατανοήσει ότι η λαϊκή ευημερία δηλαδή η χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων μπορούσε να προχωρήσει μόνο μέσα από έναν πόλεμο θέσεων στα μέτωπα της καθημερινότητας εναντίον της «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης».
Ο μεταπολιτευτικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός εκφραζόταν με ένα έντονο διεκδικητικό κίνημα, το οποίο πολλές φορές η εξουσία ικανοποιούσε στα πλαίσια της πολιτικής ανάγκης και κυρίαρχης τάσης που εύστοχα ονομάσαμε αστικό εκσυγχρονισμό. Η αριστερά στην καλύτερη περίπτωση, όταν δεν αντιδρούσε σαν γεροντοκόρη σε ανήθικες προ(σ)κλήσεις, υποκλινόταν στον ριζοσπαστισμό των μαζών αλλά βεβαίως δεν τον εγκολπωνόταν και φυσικά δεν τον γονιμοποιούσε. Δεν παρήγαγε πολιτικό σχέδιο – πρόταση δράσης – μέσα από την οποία οι αξίες της θα συνέχιζαν να ηγεμονεύουν. Και βέβαια πλάι στο λαϊκό κίνημα για κοινωνική δικαιοσύνη ετίθετο το αίτημα της ανάπτυξης (διά μέσου της ΕΟΚ τότε).
Περίοδος 3η: 1981 – 1989: Ο Αγώνας Δικαιώθηκε και…χάθηκε…
Από την στιγμή που αποδέχεσαι την ανάπτυξη σαν καθολική αξία η «συζήτηση» είναι ναρκοθετημένη. Θα αποδεχτείς, υποχρεωτικά, τους όρους, τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα αυτής της ανάπτυξης και πρώτα πρώτα τα κριτήρια αυτής της ανάπτυξης, γιατί «άλλη» δεν υπάρχει. Επομένως, περιορίζεται στην σφαίρα της διανομής και αδυνατείς να μεταφέρεις τη σύγκρουση στον σκληρό πυρήνα του συστήματος: τις παραγωγικές σχέσεις. Αλλά βέβαια εάν δεν κάνεις αντικείμενο της σύγκρουσης το ποιος αποφασίζει, τι, πώς, πότε θα παραχθεί και με ποια προοπτική κοινωνικού οφέλους ή ζημίας, ακυρώνεσαι ως αριστερά. Υπάρχεις χωρίς ανατρεπτική πολιτική. Την περίοδο αυτή λοιπόν ο αγώνας δικαιώθηκε, η σοσιαλδημοκρατία συνδιοίκησε, η παραδοσιακή αριστερά ένοιωσε να της κλέβουν το γλυκό, πολλά στελέχη της έφαγαν το γλυκό (πήγαν στο κράτος) και ο χώρος του αριστερισμού απέρριψε μετά βδελυγμίας (ίσως δικαιολογημένα) ως ενσωμάτωση κάθε προσπάθεια παρέμβασης στους θεσμούς. Κάποιες απόπειρες π.χ στον χώρο του τραπεζικού συνδικαλισμού για μελέτη του ρόλου του τραπεζικού συστήματος και του «δέον γενέσθαι» έμειναν χωρίς συνέχεια και ο δικαιωμένος αγώνας θριάμβευσε ως ευδαίμων καταναλωτισμός. Η συνδικαλιστική πρωτοπορία υποκλίθηκε και αυτή βαθμιαία, ακολουθώντας τη λαϊκή της βάση στη συγκίνηση για τις επιτυχίες του μπάσκετ (1987) και την αναζήτηση ενός Life Style. Όπως η φύση έτσι και η κοινωνία απεχθάνεται το κενό και αφού η αριστερά δεν έδωσε πρόταση καθημερινής ζωής συναρθρωμένη με τις αξίες της, αυτές έγιναν «ξύλινος λόγος». Το κενό φυσικά κάλυψε η ιδεολογία του αντιπάλου. Οι αξίες του καταναλωτισμού και η υπερίσχυση του «εγώ» απέναντι στο «εμείς» στο όνομα της απελευθέρωσης της προσωπικότητας από τον καταναγκασμό των ξύλινων συνθημάτων των συλλογικών οργανώσεων, συναρθρώθηκαν με την καριέρα και την ατομική ανέλιξη.
Στο μεταξύ, τα σύννεφα πυκνώνουν και μετά το 1986 αλλά εμφανέστερα μετά το 1988 – 89 έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την αλλαγή των μεταβλητών στο παιχνίδι της ανάπτυξης.
Περίοδος 4η: 1990 – 2005: Η πορεία προς το αδιανόητο
Αν μέχρι τότε η «σταθερά» είναι η κάλυψη των λαϊκών αναγκών, από το 1989 και μετά αδιαπραγμάτευτη σταθερά ανακηρύσσεται η ανάπτυξη του κέρδους χάρη στην οποία θα «αναπτυχθούμε» όλοι. Ο δρόμος είναι ανοικτός και ιδεολογικά ώριμες οι συνθήκες για τη μείωση των ρυθμισμένων αμοιβών μέσω των κλαδικών ΣΣΕ, την ΟΤΟΕ (στο παράδειγμα μας) και για την ενίσχυση αμοιβών που σχετίζονται με την απόδοση και την ανέλιξη στην ιεραρχία. Και βέβαια αφυδατώνονται οι συλλογικοί θεσμοί και κερδίζουν έδαφος οι εργοδοτικοί συνδικαλιστές διότι μεσολαβούν τις ατομικές επιδιώξεις και καριέρες. Έχουμε δηλαδή και μια ακόμη αξιακή ανατροπή. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που αναφέρονται στις ταξικές αντιθέσεις περιθωριοποιούνται και στη καλύτερη περίπτωση θεωρούνται κατάλοιπα ενός επαναστατικού ρομαντισμού. Οι «μεσάζοντες» ηγεμονεύουν. Σήμερα πλέον σε πολλούς εργασιακούς χώρους οι εργαζόμενοι όσο και να αισθάνονται ανασφαλείς, και ακριβώς λόγω της ανασφάλεια τους, ενώ θα ήθελαν ταξικά συνδικάτα «απαγκιάζουν» στους εργοδοτικούς συνδικαλιστές.
Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον θα πρέπει να αποδείξουμε ότι ο εργοδοτικός συνδικαλισμός και η ατομική λύση «βλάπτουν σοβαρά» τις δυνάμεις της εργασίας. Δεν λύνεται το θέμα με καταγγελίες. Διά μέσου αυτής της αξιακής ανατροπής οι εργοδότες παράλληλα με τον πόλεμο θέσεων μέσα από τους θεσμούς και τις ρυθμίσεις (πλάνα ατομικής παραγωγής, ατομικοί στόχοι, μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, εκπαιδευόμενοι κ.λπ.) διέσπασαν την κοινότητα συνθηκών και προοπτικών των εργαζομένων. Ο καθένας πλέον τρέχει να καλύψει το πλάνο του.
Συνέπεια της άλωσης των πρωτοβάθμιων σωματείων από την εργοδοσία ήταν η εξάλειψη της αγωνιστικής κοινωνικής μνήμης, η ανατροφοδότηση του τέλματος και της απαξίωσης όλων των συλλογικών πρακτικών και η απομόνωση των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων από τη βάση τους (στο παράδειγμά μας η ΟΤΟΕ). Η συνδικαλιστική ηγεσία, περιορισμένη σε έναν ισχνό ρόλο μέχρι σήμερα, είτε κλωτσάει τον καιρό είτε σέρνεται από τα γεγονότα.
Η προοπτική των συνδικάτων και τα καθήκοντα της αριστεράς
Στη σημερινή συγκυρία η κυβέρνηση πάτησε «κόκκινο» παρ’ όλη την ιδεολογική υποχώρηση και ήττα του εργατικού κινήματος. Ο ωμός αυταρχισμός του κέρδους όπως εκφράστηκε από τον ΣΕΒ και τους τραπεζίτες αλλά και η πολτοποίηση των ωραρίων και των υπερωριακών αμοιβών (στην οποία βασίζεται μεγάλο τμήμα των μισθωτών) έχουν δημιουργήσει έντονη δυσαρέσκεια και συναίσθημα ταπείνωσης. Αυτό, όμως, δεν αρκεί.
Για να γίνει κατορθωτό να αλλάξει ο συσχετισμός συνολικά πρέπει να υπάρξει πολιτικό σχέδιο που θα βασίζεται σε αξίες ριζικά αντίθετες από τις κυρίαρχες. Χρειάζεται πολιτικό σχέδιο που θα μεταθέτει την ατζέντα της «κοινωνικής συζήτησης» από τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και το Life Style στις ανάγκες των πολιτών-εργαζομένων αυτόνομα και ανεξάρτητα (όχι υπαγόμενες) από την ανάπτυξη, αλλά και κόντρα σ’ αυτήν με βάση αξίες και ανάγκες που οι ίδιοι θα επαναπροσδιορίσουν.
Η χειραφέτηση των εργαζομένων περνάει μέσα από την άρνηση του καταναλωτή και την πρόταξη του πολίτη-εργαζομένου.
Αυτό σημαίνει ότι η αριστερά και τα συνδικάτα πρέπει να «μιλήσουν» στη καρδιά των αντιθέσεων στον χώρο της παραγωγής. Μετά από εμπεριστατωμένη συνολική κριτική να εφορμήσουν θέτοντας το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης της εργασίας όχι στην προοπτική της αύξησης του κέρδους της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά αντίθετα:
Για να γίνει υπόθεση των εργαζομένων η ανατροπή των παραγωγικών δομών και η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιεραρχίας.
Για να γίνει υπόθεση των εργαζομένων το τι, πώς, πότε και γιατί θα παραχθεί το α ή β προϊόν.
Για να πάρουν την ευθύνη οι εργαζόμενοι απέναντι στον συμπολίτη τους, να επαναπροσδιορίσουν τι είναι κοινωνικά ωφέλιμο και αναγκαίο και τι επιβλαβές.
Μπορεί να φαντάζει τολμηρό αλλά είναι ο μόνος δρόμος που απομένει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως «μια πορεία χιλιάδων μιλίων αρχίζει με ένα βήμα».
*Τα παραδείγματα και οι αναφορές που γίνονται στο παρόν αντλούν από την εμπειρία των τραπεζών.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ*
Η μελαγχολική διαδρομή του συνδικαλιστικού κινήματος
Δημήτρης Λαβατσής
Τις προηγούμενες εβδομάδες αναλύθηκαν επαρκώς οι αιτίες και οι στόχοι της επίθεσης που εξαπέλυσαν οι Έλληνες εργοδότες εναντίον του κόσμου της εργασίας με αφορμή τις Συλλογικές Συμβάσεις εργασίας και η άρνηση των τραπεζιτών να συζητήσουν για κλαδική σύμβαση με την ΟΤΟΕ. Είναι απαραίτητο όμως να δούμε την ιδεολογική διαδρομή μέσα από την οποία γίνεται σήμερα επίδικο το μέχρι πριν λίγα χρόνια αδιανόητο: η ντε γιούρε αμφισβήτηση των συνδικάτων.
Στην ελληνική αριστερά κυριάρχησε ένα ιδεολογικό όριο το οποίο αποτέλεσε την «οροφή» – με την εξαίρεση κάποιων αιρετικών – των θεωρητικών αναζητήσεών της. Το όριο αυτό ήταν η «ανάπτυξη του έθνους».
Η υπαγωγή της αριστεράς μέσα από διάφορες διαδρομές και η εν τέλει στράτευση της σε αυτό το πρόταγμα είχε συνεχείς, καθοριστικές, και σήμερα πλέον με σαφήνεια ορατές συνέπειες: καθόρισε και καθορίζει ακόμα και τώρα σχεδόν ολοκληρωτικά τις επιλογές της σε όλα τα μέτωπα των ταξικών συγκρούσεων και φυσικά στα συνδικάτα.
Η ιδεολογική αυτή παραδοχή δεν αμφισβητήθηκε, οι δε ήττες και οι χαμένες ευκαιρίες του εργατικού κινήματος ποτέ δεν θεωρήθηκαν πολιτικό αποτέλεσμα «λανθασμένης ανάλυσης» που οφειλόταν στο «λανθασμένο» αυτό ιδεολογικό εργαλείο.
Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους, κατά τις οποίες το «προϊόν» αυτό είχε διαφορετικές επιπτώσεις στην ταυτότητα των πολιτικών της αριστεράς
.
Περίοδος 1η: Τέλος του εμφυλίου έως την Μεταπολίτευση
Οι συνέπειες του εμφυλίου βαραίνουν καθοριστικά και ενώ η αριστερά είχε συντριβεί στρατιωτικά η ηγεμονία των κοινωνικών αξιών της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας – δηλαδή η παραδοχή της ανωτερότητας της από όλο σχεδόν το κοινωνικό φάσμα – ήταν αναμφισβήτητη.
Η ανάγκη για ξεπέρασμα του κράτους των εθνικοφρόνων και για δημοκρατική νομιμότητα, μέχρι το 1974, μπορούσε να παντρεύει το όραμα της «Ανάπτυξης του Έθνους» με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη.
Περίοδος 2η: 1974 – 1981: Η Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή
Μετά τη μεταπολίτευση, η ανάπτυξη και το (αστικό) κράτος δικαίου ήταν δουλειά των αστικών πολιτικών δυνάμεων και η αριστερά παρακολουθούσε αμήχανη και ανίκανη να κατανοήσει ότι η «ανάπτυξη του έθνους» είναι ο οργανωτής της καπιταλιστικής κυριαρχίας, άρα η σημαία του εχθρού. Ανίκανη να κατανοήσει ότι η λαϊκή ευημερία δηλαδή η χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων μπορούσε να προχωρήσει μόνο μέσα από έναν πόλεμο θέσεων στα μέτωπα της καθημερινότητας εναντίον της «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης».
Ο μεταπολιτευτικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός εκφραζόταν με ένα έντονο διεκδικητικό κίνημα, το οποίο πολλές φορές η εξουσία ικανοποιούσε στα πλαίσια της πολιτικής ανάγκης και κυρίαρχης τάσης που εύστοχα ονομάσαμε αστικό εκσυγχρονισμό. Η αριστερά στην καλύτερη περίπτωση, όταν δεν αντιδρούσε σαν γεροντοκόρη σε ανήθικες προ(σ)κλήσεις, υποκλινόταν στον ριζοσπαστισμό των μαζών αλλά βεβαίως δεν τον εγκολπωνόταν και φυσικά δεν τον γονιμοποιούσε. Δεν παρήγαγε πολιτικό σχέδιο – πρόταση δράσης – μέσα από την οποία οι αξίες της θα συνέχιζαν να ηγεμονεύουν. Και βέβαια πλάι στο λαϊκό κίνημα για κοινωνική δικαιοσύνη ετίθετο το αίτημα της ανάπτυξης (διά μέσου της ΕΟΚ τότε).
Περίοδος 3η: 1981 – 1989: Ο Αγώνας Δικαιώθηκε και…χάθηκε…
Από την στιγμή που αποδέχεσαι την ανάπτυξη σαν καθολική αξία η «συζήτηση» είναι ναρκοθετημένη. Θα αποδεχτείς, υποχρεωτικά, τους όρους, τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα αυτής της ανάπτυξης και πρώτα πρώτα τα κριτήρια αυτής της ανάπτυξης, γιατί «άλλη» δεν υπάρχει. Επομένως, περιορίζεται στην σφαίρα της διανομής και αδυνατείς να μεταφέρεις τη σύγκρουση στον σκληρό πυρήνα του συστήματος: τις παραγωγικές σχέσεις. Αλλά βέβαια εάν δεν κάνεις αντικείμενο της σύγκρουσης το ποιος αποφασίζει, τι, πώς, πότε θα παραχθεί και με ποια προοπτική κοινωνικού οφέλους ή ζημίας, ακυρώνεσαι ως αριστερά. Υπάρχεις χωρίς ανατρεπτική πολιτική. Την περίοδο αυτή λοιπόν ο αγώνας δικαιώθηκε, η σοσιαλδημοκρατία συνδιοίκησε, η παραδοσιακή αριστερά ένοιωσε να της κλέβουν το γλυκό, πολλά στελέχη της έφαγαν το γλυκό (πήγαν στο κράτος) και ο χώρος του αριστερισμού απέρριψε μετά βδελυγμίας (ίσως δικαιολογημένα) ως ενσωμάτωση κάθε προσπάθεια παρέμβασης στους θεσμούς. Κάποιες απόπειρες π.χ στον χώρο του τραπεζικού συνδικαλισμού για μελέτη του ρόλου του τραπεζικού συστήματος και του «δέον γενέσθαι» έμειναν χωρίς συνέχεια και ο δικαιωμένος αγώνας θριάμβευσε ως ευδαίμων καταναλωτισμός. Η συνδικαλιστική πρωτοπορία υποκλίθηκε και αυτή βαθμιαία, ακολουθώντας τη λαϊκή της βάση στη συγκίνηση για τις επιτυχίες του μπάσκετ (1987) και την αναζήτηση ενός Life Style. Όπως η φύση έτσι και η κοινωνία απεχθάνεται το κενό και αφού η αριστερά δεν έδωσε πρόταση καθημερινής ζωής συναρθρωμένη με τις αξίες της, αυτές έγιναν «ξύλινος λόγος». Το κενό φυσικά κάλυψε η ιδεολογία του αντιπάλου. Οι αξίες του καταναλωτισμού και η υπερίσχυση του «εγώ» απέναντι στο «εμείς» στο όνομα της απελευθέρωσης της προσωπικότητας από τον καταναγκασμό των ξύλινων συνθημάτων των συλλογικών οργανώσεων, συναρθρώθηκαν με την καριέρα και την ατομική ανέλιξη.
Στο μεταξύ, τα σύννεφα πυκνώνουν και μετά το 1986 αλλά εμφανέστερα μετά το 1988 – 89 έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την αλλαγή των μεταβλητών στο παιχνίδι της ανάπτυξης.
Περίοδος 4η: 1990 – 2005: Η πορεία προς το αδιανόητο
Αν μέχρι τότε η «σταθερά» είναι η κάλυψη των λαϊκών αναγκών, από το 1989 και μετά αδιαπραγμάτευτη σταθερά ανακηρύσσεται η ανάπτυξη του κέρδους χάρη στην οποία θα «αναπτυχθούμε» όλοι. Ο δρόμος είναι ανοικτός και ιδεολογικά ώριμες οι συνθήκες για τη μείωση των ρυθμισμένων αμοιβών μέσω των κλαδικών ΣΣΕ, την ΟΤΟΕ (στο παράδειγμα μας) και για την ενίσχυση αμοιβών που σχετίζονται με την απόδοση και την ανέλιξη στην ιεραρχία. Και βέβαια αφυδατώνονται οι συλλογικοί θεσμοί και κερδίζουν έδαφος οι εργοδοτικοί συνδικαλιστές διότι μεσολαβούν τις ατομικές επιδιώξεις και καριέρες. Έχουμε δηλαδή και μια ακόμη αξιακή ανατροπή. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που αναφέρονται στις ταξικές αντιθέσεις περιθωριοποιούνται και στη καλύτερη περίπτωση θεωρούνται κατάλοιπα ενός επαναστατικού ρομαντισμού. Οι «μεσάζοντες» ηγεμονεύουν. Σήμερα πλέον σε πολλούς εργασιακούς χώρους οι εργαζόμενοι όσο και να αισθάνονται ανασφαλείς, και ακριβώς λόγω της ανασφάλεια τους, ενώ θα ήθελαν ταξικά συνδικάτα «απαγκιάζουν» στους εργοδοτικούς συνδικαλιστές.
Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον θα πρέπει να αποδείξουμε ότι ο εργοδοτικός συνδικαλισμός και η ατομική λύση «βλάπτουν σοβαρά» τις δυνάμεις της εργασίας. Δεν λύνεται το θέμα με καταγγελίες. Διά μέσου αυτής της αξιακής ανατροπής οι εργοδότες παράλληλα με τον πόλεμο θέσεων μέσα από τους θεσμούς και τις ρυθμίσεις (πλάνα ατομικής παραγωγής, ατομικοί στόχοι, μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, εκπαιδευόμενοι κ.λπ.) διέσπασαν την κοινότητα συνθηκών και προοπτικών των εργαζομένων. Ο καθένας πλέον τρέχει να καλύψει το πλάνο του.
Συνέπεια της άλωσης των πρωτοβάθμιων σωματείων από την εργοδοσία ήταν η εξάλειψη της αγωνιστικής κοινωνικής μνήμης, η ανατροφοδότηση του τέλματος και της απαξίωσης όλων των συλλογικών πρακτικών και η απομόνωση των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων από τη βάση τους (στο παράδειγμά μας η ΟΤΟΕ). Η συνδικαλιστική ηγεσία, περιορισμένη σε έναν ισχνό ρόλο μέχρι σήμερα, είτε κλωτσάει τον καιρό είτε σέρνεται από τα γεγονότα.
Η προοπτική των συνδικάτων και τα καθήκοντα της αριστεράς
Στη σημερινή συγκυρία η κυβέρνηση πάτησε «κόκκινο» παρ’ όλη την ιδεολογική υποχώρηση και ήττα του εργατικού κινήματος. Ο ωμός αυταρχισμός του κέρδους όπως εκφράστηκε από τον ΣΕΒ και τους τραπεζίτες αλλά και η πολτοποίηση των ωραρίων και των υπερωριακών αμοιβών (στην οποία βασίζεται μεγάλο τμήμα των μισθωτών) έχουν δημιουργήσει έντονη δυσαρέσκεια και συναίσθημα ταπείνωσης. Αυτό, όμως, δεν αρκεί.
Για να γίνει κατορθωτό να αλλάξει ο συσχετισμός συνολικά πρέπει να υπάρξει πολιτικό σχέδιο που θα βασίζεται σε αξίες ριζικά αντίθετες από τις κυρίαρχες. Χρειάζεται πολιτικό σχέδιο που θα μεταθέτει την ατζέντα της «κοινωνικής συζήτησης» από τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και το Life Style στις ανάγκες των πολιτών-εργαζομένων αυτόνομα και ανεξάρτητα (όχι υπαγόμενες) από την ανάπτυξη, αλλά και κόντρα σ’ αυτήν με βάση αξίες και ανάγκες που οι ίδιοι θα επαναπροσδιορίσουν.
Η χειραφέτηση των εργαζομένων περνάει μέσα από την άρνηση του καταναλωτή και την πρόταξη του πολίτη-εργαζομένου.
Αυτό σημαίνει ότι η αριστερά και τα συνδικάτα πρέπει να «μιλήσουν» στη καρδιά των αντιθέσεων στον χώρο της παραγωγής. Μετά από εμπεριστατωμένη συνολική κριτική να εφορμήσουν θέτοντας το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης της εργασίας όχι στην προοπτική της αύξησης του κέρδους της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά αντίθετα:
Για να γίνει υπόθεση των εργαζομένων η ανατροπή των παραγωγικών δομών και η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιεραρχίας.
Για να γίνει υπόθεση των εργαζομένων το τι, πώς, πότε και γιατί θα παραχθεί το α ή β προϊόν.
Για να πάρουν την ευθύνη οι εργαζόμενοι απέναντι στον συμπολίτη τους, να επαναπροσδιορίσουν τι είναι κοινωνικά ωφέλιμο και αναγκαίο και τι επιβλαβές.
Μπορεί να φαντάζει τολμηρό αλλά είναι ο μόνος δρόμος που απομένει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως «μια πορεία χιλιάδων μιλίων αρχίζει με ένα βήμα».
*Τα παραδείγματα και οι αναφορές που γίνονται στο παρόν αντλούν από την εμπειρία των τραπεζών.
ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γ.Γ.Ι και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στις 8 Μαρτίου 2006, «Ημέρα της Γυναίκας», τα μέλη του Δικτύου για την αντιμετώπιση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών,- που ανήκουν στο αντίστοιχο Εθνικό Παρατηρητήριο- συνυπογράφουν δε οι «Γυναίκες για μια άλλη Ευρώπη» και το ελληνικό τμήμα της ACT-UP: α) απορρίπτουν το δημοσιοποιηθέν Ν/Σ για την αντιμετώπιση της ενδο-οικογενειακής βίας και β) με στόχο «την προώθηση των δράσεων για την ισότητα των φύλων και τη στήριξη, προώθηση και ενδυνάμωση της θέσης των γυναικών», ζητούν τη σύσταση νέας νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων που προέρχονται από τις γυναικείες συλλογικότητες που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του προβλήματος της βίας κατά των γυναικών», η δε νέα νομοπαρασκευαστική Επιτροπή στο Ν/Σ που θα επεξεργαστεί, για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών στα πλαίσια της οικογένειας, να συμπεριλάβει και τις δικές τους προτάσεις.
Συγκεκριμένα απορρίπτουν το δημοσιοποιηθέν σχετικό Ν/Σ, επειδή, όπως υποστηρίζουν αυτό δεν πληρεί καμία από τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου νόμου, (που, εκτός από την καταστολή, πρέπει να προβλέπει και την πρόληψη των άδικων πράξεων, την προστασία και την ηθική και υλική στήριξη των θυμάτων, καθώς και την προστασία των μαρτύρων τους) και συνεπώς δεν λύνει το πρόβλημα, ενώ αντιθέτως, με το πνεύμα που το διακατέχει, δημιουργεί προβλήματα. Ειδικότερα, το Ν/Σ -δεν επιθυμεί την αλλαγή των νοοτροπιών, -αδιαφορεί πλήρως για την κατάσταση της γυναίκας, έστω και αν πρόκειται για την εξαφάνιση της προσωπικότητάς της, -δεν προβλέπει μέσα πρόληψης, -δεν αναφέρει καθόλου τις συγκεκριμένες μονάδες και τα μέσα βοήθειας και στήριξης των γυναικών θυμάτων και επί πλέον -εισάγει τον απαράδεκτο θεσμό του διαμεσολαβητή.
Ως προς το περιεχόμενο του νέου Ν/Σ ζητούν:
-να περιέχει ακριβή ορισμό και περιγραφή της κολάσιμης συμπεριφοράς. –σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής- και να την αναγνωρίζει ως γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό που αξιώνει βαρύτερες ποινές
-να καλύπτει όλα τα στάδια: την πρόληψη -την προστασία και βοήθεια των θυμάτων –την καταστολή, καθώς και -την αντιμετώπιση των δραστών στα πλαίσια της προσπάθειας αλλαγής της βίαιης συμπεριφοράς τους.
-στο στάδιο της προστασίας και βοήθειας των θυμάτων, να θεσμοθετήσει υπηρεσίες για την αντιμετώπιση όλων των πτυχών του προβλήματος, καθώς και μία Υπηρεσία Οικογενειακών Συμβούλων με στόχο την έρευνα, διαμεσολάβηση, παροχή συμβουλών, νομική και υλική συνδρομή στα θύματα και παράλληλα να προβλέπει μηχανισμούς για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των πιο πάνω υπηρεσιών, καθώς και την εφαρμογή και τήρηση της σχετικής νομοθεσίας
-να θεσμοθετήσει σειρά μέτρων προστασίας των θυμάτων και των μαρτύρων τους
-να προβλέπει την εκπαίδευση και διαρκή επιμόρφωση όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στο σύστημα αντιμετώπισης του προβλήματος (κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, εκπαιδευτικών, γιατρών, δικαστών, δικηγόρων) με πρώτους τους υπηρετούντες στην Αστυνομία.
-να προβλέπει την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
-να θεσμοθετήσει την ίδρυση και λειτουργία ειδικού Ταμείου για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας. Ανάγκη να συμπεριληφθεί στον Προϋπολογισμό ειδικό κονδύλι για τη βία κατά των γυναικών, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
- να θεσμοθετήσει τη συνεργασία με τους μη κυβερνητικούς φορείς (κατά κανόνα φεμινιστικές οργανώσεις, ομάδες και δίκτυα), καθώς και το δικαίωμα τους να παρίστανται ως πολιτική αγωγή στις δίκες που αφορούν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, με τη σύμφωνη γνώμη του θύματος.
-στο στάδιο της καταστολής να εισαγάγει, ως συμπληρωματική στις ποινές φυλάκισης, τη θεραπευτική αγωγή που θα ενθαρρύνει τους άνδρες να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις βίας που διαπράττουν.
-να προβλέπει ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισης του δράστη θα βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία. με το πρόγραμμα υποστήριξης της κακοποιημένης γυναίκας.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γ.Γ.Ι και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στις 8 Μαρτίου 2006, «Ημέρα της Γυναίκας», τα μέλη του Δικτύου για την αντιμετώπιση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών,- που ανήκουν στο αντίστοιχο Εθνικό Παρατηρητήριο- συνυπογράφουν δε οι «Γυναίκες για μια άλλη Ευρώπη» και το ελληνικό τμήμα της ACT-UP: α) απορρίπτουν το δημοσιοποιηθέν Ν/Σ για την αντιμετώπιση της ενδο-οικογενειακής βίας και β) με στόχο «την προώθηση των δράσεων για την ισότητα των φύλων και τη στήριξη, προώθηση και ενδυνάμωση της θέσης των γυναικών», ζητούν τη σύσταση νέας νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων που προέρχονται από τις γυναικείες συλλογικότητες που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του προβλήματος της βίας κατά των γυναικών», η δε νέα νομοπαρασκευαστική Επιτροπή στο Ν/Σ που θα επεξεργαστεί, για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών στα πλαίσια της οικογένειας, να συμπεριλάβει και τις δικές τους προτάσεις.
Συγκεκριμένα απορρίπτουν το δημοσιοποιηθέν σχετικό Ν/Σ, επειδή, όπως υποστηρίζουν αυτό δεν πληρεί καμία από τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου νόμου, (που, εκτός από την καταστολή, πρέπει να προβλέπει και την πρόληψη των άδικων πράξεων, την προστασία και την ηθική και υλική στήριξη των θυμάτων, καθώς και την προστασία των μαρτύρων τους) και συνεπώς δεν λύνει το πρόβλημα, ενώ αντιθέτως, με το πνεύμα που το διακατέχει, δημιουργεί προβλήματα. Ειδικότερα, το Ν/Σ -δεν επιθυμεί την αλλαγή των νοοτροπιών, -αδιαφορεί πλήρως για την κατάσταση της γυναίκας, έστω και αν πρόκειται για την εξαφάνιση της προσωπικότητάς της, -δεν προβλέπει μέσα πρόληψης, -δεν αναφέρει καθόλου τις συγκεκριμένες μονάδες και τα μέσα βοήθειας και στήριξης των γυναικών θυμάτων και επί πλέον -εισάγει τον απαράδεκτο θεσμό του διαμεσολαβητή.
Ως προς το περιεχόμενο του νέου Ν/Σ ζητούν:
-να περιέχει ακριβή ορισμό και περιγραφή της κολάσιμης συμπεριφοράς. –σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής- και να την αναγνωρίζει ως γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό που αξιώνει βαρύτερες ποινές
-να καλύπτει όλα τα στάδια: την πρόληψη -την προστασία και βοήθεια των θυμάτων –την καταστολή, καθώς και -την αντιμετώπιση των δραστών στα πλαίσια της προσπάθειας αλλαγής της βίαιης συμπεριφοράς τους.
-στο στάδιο της προστασίας και βοήθειας των θυμάτων, να θεσμοθετήσει υπηρεσίες για την αντιμετώπιση όλων των πτυχών του προβλήματος, καθώς και μία Υπηρεσία Οικογενειακών Συμβούλων με στόχο την έρευνα, διαμεσολάβηση, παροχή συμβουλών, νομική και υλική συνδρομή στα θύματα και παράλληλα να προβλέπει μηχανισμούς για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των πιο πάνω υπηρεσιών, καθώς και την εφαρμογή και τήρηση της σχετικής νομοθεσίας
-να θεσμοθετήσει σειρά μέτρων προστασίας των θυμάτων και των μαρτύρων τους
-να προβλέπει την εκπαίδευση και διαρκή επιμόρφωση όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στο σύστημα αντιμετώπισης του προβλήματος (κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, εκπαιδευτικών, γιατρών, δικαστών, δικηγόρων) με πρώτους τους υπηρετούντες στην Αστυνομία.
-να προβλέπει την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
-να θεσμοθετήσει την ίδρυση και λειτουργία ειδικού Ταμείου για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας. Ανάγκη να συμπεριληφθεί στον Προϋπολογισμό ειδικό κονδύλι για τη βία κατά των γυναικών, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
- να θεσμοθετήσει τη συνεργασία με τους μη κυβερνητικούς φορείς (κατά κανόνα φεμινιστικές οργανώσεις, ομάδες και δίκτυα), καθώς και το δικαίωμα τους να παρίστανται ως πολιτική αγωγή στις δίκες που αφορούν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, με τη σύμφωνη γνώμη του θύματος.
-στο στάδιο της καταστολής να εισαγάγει, ως συμπληρωματική στις ποινές φυλάκισης, τη θεραπευτική αγωγή που θα ενθαρρύνει τους άνδρες να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις βίας που διαπράττουν.
-να προβλέπει ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισης του δράστη θα βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία. με το πρόγραμμα υποστήριξης της κακοποιημένης γυναίκας.
Monday, February 27, 2006
Εποχή, 12-2-2006
http://www.epohi.gr/1222006_issues_pafilis_interview_vasileiou.htm
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟN ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΦΙΛΗ,
ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΟΤΟΕ
ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΞΑΝΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ
Δημοψήφισμα στους εργαζομένους στις τράπεζες
Τη συνέντευξη πήρε ο Άρης Βασιλείου
Η άρνηση των τραπεζιτών να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις για σύναψη κλαδικής σύμβασης με την ΟΤΟΕ ήταν κεραυνός εν αιθρία;
Αντιθέτως. Τα τελευταία 7-8 χρόνια οι νομοθετικές ρυθμίσεις έδειξαν ότι επιδιώκεται ριζική ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, συρρίκνωση των μισθών και περιορισμός των ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Διαμορφώθηκαν, δηλαδή, από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ ιδανικές συνθήκες για τους εργοδότες και εκτελέστηκαν, με ανοχή τους, ακραία παράνομες πράξεις.
Γιατί όμως τώρα επιδιώκουν ειδικά την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων;
Οι κλαδικές συμβάσεις εκπροσώπων Τραπεζών – ΟΤΟΕ διαμορφώνουν τα ελάχιστα επίπεδα αμοιβής της εργασίας, κοινωνικών παροχών και όρων εργασίας. Ισχύουν για όλες τις τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις ανά Τράπεζα και αντίστοιχο Σύλλογο περιλαμβάνουν επιπλέον παροχές ανάλογα με την πολιτική και τα αποτελέσματα κάθε τράπεζας. Με αυτό το σύστημα αμοιβών οι μέσες αποδοχές των εργαζομένων στην Ελλάδα τραπεζοϋπαλλήλων αντιστοιχούν στο 70% των Ευρωπαίων συναδέλφων τους. Αντίθετα η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι, διαχρονικά, πολλαπλάσια των τραπεζών της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά οι τράπεζες επιχειρούν να αποφύγουν τη νομική προστασία των εργαζομένων από την κλαδική σύμβαση, γιατί στοχεύουν στη συμπίεση της αμοιβής εργασίας, κάτω από τα ελάχιστα όρια των κλαδικών συμβάσεων και στην επιβολή εξουθενωτικών όρων εργασίας.
Η κυβέρνηση καταγγέλλεται για συνενοχή. Πώς αποδεικνύεται;
Από το γεγονός ότι μεταξύ των εκπροσώπων των 6 μεγάλων τραπεζών, που αρνήθηκαν να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη κλαδικής σύμβασης, περιλαμβάνονται και Διοικητές της Εθνικής, Εμπορικής και Αγροτικής Τράπεζας. Αυτοί δεν είναι τραπεζίτες. Διορίστηκαν από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ως εντολοδόχοι της κυβέρνησης που έκανε χρήση του πακέτου μετοχών του Δημοσίου, ΔΕΚΟ, Ασφαλιστικών Ταμείων κ.λ.π. για το σχηματισμό πλειοψηφίας. Στο μείζον εγχείρημα πραξικοπηματικής άρνησης προσέλευσης στη διαπραγμάτευση δεν θα προέβαιναν χωρίς έγκριση του εντολέα τους. Θα είχαν καρατομηθεί!
Ο υπουργός Οικονομίας δήλωσε πως δεν παρεμβαίνει γιατί «το κλειδί στην καλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος είναι ο ανταγωνισμός προς όφελος του πελάτη, της κοινωνίας και της οικονομίας». Έχει βάση ο ισχυρισμός του;
Η επίκληση του ανταγωνισμού, για την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, δήθεν προς όφελος των πελατών και της κοινωνίας, αποτελεί θρασύτατη πρόκληση. Ανταγωνισμός στα επιτόκια καταθέσεων και δανείων δεν υπάρχει. Ο Τύπος γράφει συνέχεια για το καρτέλ των τραπεζών που διαμορφώνει τα ληστρικά επιτόκια καταθέσεων και δανείων, υπολογίζει παράνομα πανωτόκια και χρεώνει με απίθανα έξοδα και προμήθειες που εκτοξεύουν τα κέρδη των τραπεζών σε υπερβολικά ύψη. Τι κάνει ο κ. Αλογοσκούφης; Σφυρίζει αδιάφορα, όπως και οι προκάτοχοί του με αποτέλεσμα την ασύδοτη κερδοσκοπία των τραπεζών σε βάρος των πελατών και της κοινωνίας. Ανταγωνισμός δεν νοείται σε βάρος του ελάχιστου επιπέδου αμοιβής των εργαζομένων γιατί τότε οδηγούμαστε σε κοινωνία ζούγκλα.
Η υποκατάσταση των κλαδικών συμβάσεων με επιχειρησιακές συμβάσεις που προτείνουν οι τραπεζίτες είναι έννομη;
Όχι βέβαια. Ο νόμος 1876/90 για τις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» διακρίνει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας σε τρεις διαβαθμίσεις. α) Εθνική Γενική Σύμβαση, που καθορίζει τα κατώτατα όρια αμοιβής των ανειδίκευτων εργαζομένων β) Κλαδικές Συμβάσεις, που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς επιχειρήσεις και γ) Επιχειρησιακές Συμβάσεις, που αφορούν στους εργαζόμενους μόνο μιας επιχείρησης. Οι κλαδικές συμβάσεις διαφέρουν από τις επιχειρησιακές κατά το αντικείμενο, αφού αυτές καθορίζουν το ελάχιστο αμοιβής και όρων εργασίας στον κλάδο, ενώ οι επιχειρησιακές περιλαμβάνουν επιπλέον αμοιβές και ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Η υποκατάσταση των κλαδικών συμβάσεων από τις επιχειρησιακές επομένως είναι σαφώς αντίθετη στο νόμο και αποτελεί βλαπτική και δόλια πράξη σε βάρος των εργαζομένων.
Ο υπουργός Εργασίας κάλεσε σε διαβούλευση τους τραπεζίτες χωρίς αποτέλεσμα. Μετά δήλωσε ότι «δεν έχει θεσμική δυνατότητα να παρέμβει». Είναι έτσι;
Διαβούλευση υπουργού για παραβίαση Συντάγματος και νόμων, με τους παραβάτες, χωρίς αποτέλεσμα είναι αδιανόητη. Ο κ. Παναγιωτόπουλος έπαιξε θέατρο και μάλιστα κωμωδία, αφού οι Διοικητές τριών τραπεζών όπως είπαμε, είναι εντολοδόχοι της κυβέρνησης. Μη γελάτε. Αν ο κ. υπουργός νομίζει, όπως δηλώνει, ότι «δεν έχει θεσμική δυνατότητα να παρέμβει» οφείλει να δημιουργήσει. Αυτή είναι η δουλειά του υπουργού.
Να νομοθετήσει λοιπόν με ένα άρθρο τη ρητή υποχρέωση των εργοδοτών να προσέρχονται στη διαπραγμάτευση για σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων και σε περίπτωση μη προσέλευσης με βίαιη προσαγωγή. Αδιάφορο αν καταλήξουν ή όχι σε συμφωνία με τους εργαζόμενους. Οφείλει επίσης με άρθρο νόμου να διαγράψει την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νόμου 1876/90 η οποία, ειδικά για τις κλαδικές συμβάσεις των τραπεζών, προβλέπει οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποί τους να καλύπτουν τουλάχιστον το 70% των εργαζομένων στον κλάδο. Ποσοστό εξωπραγματικό, που επιβλήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 από τις ξένες τράπεζες και συνιστά βάναυσα άνιση μεταχείριση των Τραπεζοϋπαλλήλων, αφού για τους άλλους κλάδους δεν υπάρχει κανένας περιορισμός.
Ποια η αντίδραση των τραπεζών μετά την 24ωρη απεργία της ΟΤΟΕ;
Μετά την απεργία διακινήθηκαν φήμες, από όργανα της εργοδοσίας μερικών τραπεζών, για γενναίες αυξήσεις και παροχές με τις επιχειρησιακές συμβάσεις. Στην Εθνική κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά «μήνυμα», της Γενικής Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού που γνωστοποιούσε ότι η τράπεζα είναι πρόθυμη να διαπραγματευθεί με το Σύλλογο εργαζομένων επιχειρησιακή σύμβαση με τα θέματα που τέθηκαν σε κλαδικό επίπεδο, μολονότι πρόσφατα υπογράφηκε επιχειρησιακή σύμβαση. Ναι. Σπέσιαλ προσφορά! Πώς τη χαρακτηρίζω; Δείγμα πανικού και καταφανής προσπάθεια δελεασμού των εργαζομένων. Ασφαλώς καταδεικνύεται από την ενέργεια αυτή ότι στόχος είναι η κατάργηση της κλαδικής σύμβασης και η εξουδετέρωση της ΟΤΟΕ.
Η ΟΤΟΕ έχει άλλες δυνατότητες ανάπτυξης της συμμετοχής των εργαζομένων και έκφρασης της θέλησής τους;
Ναι, να πραγματοποιήσει το ταχύτερο δυνατό Πανελλαδικό Δημοψήφισμα με καθολική μυστική ψηφοφορία σε όλες τις τράπεζες. Με τρία ψηφοδέλτια. Κλαδική σύμβαση, Επιχειρησιακή Σύμβαση και Λευκό. Στα εκλογικά κέντρα που χρησιμοποιούνται στις αρχαιρεσίες των Συλλόγων. Φυσικά, με την παρουσία δικαστικών αντιπροσώπων. Αλίμονο αν αφεθούν να αποφασίσουν μονομερώς οι εργοδότες την κατάργηση των Κλαδικών Συμβάσεων και τον παροπλισμό της ΟΤΟΕ. Είναι αναγκαίο να εκφράσουν οι εργαζόμενοι ελεύθερα και αβίαστα τη θέλησή τους, αφού βέβαια γίνει πλήρης ενημέρωση κατάστημα – κατάστημα.
Τώρα που άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών και σχηματίστηκαν ισχυροί ιδιωτικοί όμιλοι, η κυβέρνηση διαθέτει εργαλεία πίεσης ώστε να επιβάλει την προστασία πελατών και εργαζομένων στις τράπεζες ή οι τράπεζες κάνουν ό,τι θέλουν;
Πράγματι οι τραπεζίτες κάνουν ό,τι θέλουν. Πολιτική βούληση αντιμετώπισής τους δεν υπάρχει. Εργαλεία παρέμβασης υπάρχουν: η Επιτροπή Ανταγωνισμού και οι έλεγχοι της νομιμότητας των πράξεών τους. Όπως γράφτηκε στον Τύπο μόνο από αφορολόγητα ομόλογα που διέθεσαν μερικές τράπεζες προκύπτουν, με τα πρόστιμα, οφειλόμενοι φόροι 600 εκατ. ευρώ. Χρειάζονται λοιπόν αυστηροί έλεγχοι. Ενδεικτικά αναφέρω την εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ καταλήστευση μετόχων συγχωνευομένων Τραπεζών ή Θυγατρικές Εταιρειών που συνθέτουν το πλειοψηφικό πακέτο για την ανάθεση της Διοίκησης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πρόσφερε στις τράπεζες ανοχή και φοροαπαλλαγή τεραστίων ποσών για την απορρόφηση θυγατρικών εταιρειών και τώρα αυτή της ΝΔ φαίνεται ότι προσφέρει, εκτός από την ανοχή και την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και, αν αυτό περάσει, την εξουδετέρωση της ΟΤΟΕ που και η ίδια επιθυμεί διακαώς!
http://www.epohi.gr/1222006_issues_pafilis_interview_vasileiou.htm
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟN ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΦΙΛΗ,
ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΟΤΟΕ
ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΞΑΝΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ
Δημοψήφισμα στους εργαζομένους στις τράπεζες
Τη συνέντευξη πήρε ο Άρης Βασιλείου
Η άρνηση των τραπεζιτών να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις για σύναψη κλαδικής σύμβασης με την ΟΤΟΕ ήταν κεραυνός εν αιθρία;
Αντιθέτως. Τα τελευταία 7-8 χρόνια οι νομοθετικές ρυθμίσεις έδειξαν ότι επιδιώκεται ριζική ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, συρρίκνωση των μισθών και περιορισμός των ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Διαμορφώθηκαν, δηλαδή, από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ ιδανικές συνθήκες για τους εργοδότες και εκτελέστηκαν, με ανοχή τους, ακραία παράνομες πράξεις.
Γιατί όμως τώρα επιδιώκουν ειδικά την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων;
Οι κλαδικές συμβάσεις εκπροσώπων Τραπεζών – ΟΤΟΕ διαμορφώνουν τα ελάχιστα επίπεδα αμοιβής της εργασίας, κοινωνικών παροχών και όρων εργασίας. Ισχύουν για όλες τις τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις ανά Τράπεζα και αντίστοιχο Σύλλογο περιλαμβάνουν επιπλέον παροχές ανάλογα με την πολιτική και τα αποτελέσματα κάθε τράπεζας. Με αυτό το σύστημα αμοιβών οι μέσες αποδοχές των εργαζομένων στην Ελλάδα τραπεζοϋπαλλήλων αντιστοιχούν στο 70% των Ευρωπαίων συναδέλφων τους. Αντίθετα η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι, διαχρονικά, πολλαπλάσια των τραπεζών της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά οι τράπεζες επιχειρούν να αποφύγουν τη νομική προστασία των εργαζομένων από την κλαδική σύμβαση, γιατί στοχεύουν στη συμπίεση της αμοιβής εργασίας, κάτω από τα ελάχιστα όρια των κλαδικών συμβάσεων και στην επιβολή εξουθενωτικών όρων εργασίας.
Η κυβέρνηση καταγγέλλεται για συνενοχή. Πώς αποδεικνύεται;
Από το γεγονός ότι μεταξύ των εκπροσώπων των 6 μεγάλων τραπεζών, που αρνήθηκαν να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη κλαδικής σύμβασης, περιλαμβάνονται και Διοικητές της Εθνικής, Εμπορικής και Αγροτικής Τράπεζας. Αυτοί δεν είναι τραπεζίτες. Διορίστηκαν από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ως εντολοδόχοι της κυβέρνησης που έκανε χρήση του πακέτου μετοχών του Δημοσίου, ΔΕΚΟ, Ασφαλιστικών Ταμείων κ.λ.π. για το σχηματισμό πλειοψηφίας. Στο μείζον εγχείρημα πραξικοπηματικής άρνησης προσέλευσης στη διαπραγμάτευση δεν θα προέβαιναν χωρίς έγκριση του εντολέα τους. Θα είχαν καρατομηθεί!
Ο υπουργός Οικονομίας δήλωσε πως δεν παρεμβαίνει γιατί «το κλειδί στην καλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος είναι ο ανταγωνισμός προς όφελος του πελάτη, της κοινωνίας και της οικονομίας». Έχει βάση ο ισχυρισμός του;
Η επίκληση του ανταγωνισμού, για την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, δήθεν προς όφελος των πελατών και της κοινωνίας, αποτελεί θρασύτατη πρόκληση. Ανταγωνισμός στα επιτόκια καταθέσεων και δανείων δεν υπάρχει. Ο Τύπος γράφει συνέχεια για το καρτέλ των τραπεζών που διαμορφώνει τα ληστρικά επιτόκια καταθέσεων και δανείων, υπολογίζει παράνομα πανωτόκια και χρεώνει με απίθανα έξοδα και προμήθειες που εκτοξεύουν τα κέρδη των τραπεζών σε υπερβολικά ύψη. Τι κάνει ο κ. Αλογοσκούφης; Σφυρίζει αδιάφορα, όπως και οι προκάτοχοί του με αποτέλεσμα την ασύδοτη κερδοσκοπία των τραπεζών σε βάρος των πελατών και της κοινωνίας. Ανταγωνισμός δεν νοείται σε βάρος του ελάχιστου επιπέδου αμοιβής των εργαζομένων γιατί τότε οδηγούμαστε σε κοινωνία ζούγκλα.
Η υποκατάσταση των κλαδικών συμβάσεων με επιχειρησιακές συμβάσεις που προτείνουν οι τραπεζίτες είναι έννομη;
Όχι βέβαια. Ο νόμος 1876/90 για τις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» διακρίνει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας σε τρεις διαβαθμίσεις. α) Εθνική Γενική Σύμβαση, που καθορίζει τα κατώτατα όρια αμοιβής των ανειδίκευτων εργαζομένων β) Κλαδικές Συμβάσεις, που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς επιχειρήσεις και γ) Επιχειρησιακές Συμβάσεις, που αφορούν στους εργαζόμενους μόνο μιας επιχείρησης. Οι κλαδικές συμβάσεις διαφέρουν από τις επιχειρησιακές κατά το αντικείμενο, αφού αυτές καθορίζουν το ελάχιστο αμοιβής και όρων εργασίας στον κλάδο, ενώ οι επιχειρησιακές περιλαμβάνουν επιπλέον αμοιβές και ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Η υποκατάσταση των κλαδικών συμβάσεων από τις επιχειρησιακές επομένως είναι σαφώς αντίθετη στο νόμο και αποτελεί βλαπτική και δόλια πράξη σε βάρος των εργαζομένων.
Ο υπουργός Εργασίας κάλεσε σε διαβούλευση τους τραπεζίτες χωρίς αποτέλεσμα. Μετά δήλωσε ότι «δεν έχει θεσμική δυνατότητα να παρέμβει». Είναι έτσι;
Διαβούλευση υπουργού για παραβίαση Συντάγματος και νόμων, με τους παραβάτες, χωρίς αποτέλεσμα είναι αδιανόητη. Ο κ. Παναγιωτόπουλος έπαιξε θέατρο και μάλιστα κωμωδία, αφού οι Διοικητές τριών τραπεζών όπως είπαμε, είναι εντολοδόχοι της κυβέρνησης. Μη γελάτε. Αν ο κ. υπουργός νομίζει, όπως δηλώνει, ότι «δεν έχει θεσμική δυνατότητα να παρέμβει» οφείλει να δημιουργήσει. Αυτή είναι η δουλειά του υπουργού.
Να νομοθετήσει λοιπόν με ένα άρθρο τη ρητή υποχρέωση των εργοδοτών να προσέρχονται στη διαπραγμάτευση για σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων και σε περίπτωση μη προσέλευσης με βίαιη προσαγωγή. Αδιάφορο αν καταλήξουν ή όχι σε συμφωνία με τους εργαζόμενους. Οφείλει επίσης με άρθρο νόμου να διαγράψει την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νόμου 1876/90 η οποία, ειδικά για τις κλαδικές συμβάσεις των τραπεζών, προβλέπει οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποί τους να καλύπτουν τουλάχιστον το 70% των εργαζομένων στον κλάδο. Ποσοστό εξωπραγματικό, που επιβλήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 από τις ξένες τράπεζες και συνιστά βάναυσα άνιση μεταχείριση των Τραπεζοϋπαλλήλων, αφού για τους άλλους κλάδους δεν υπάρχει κανένας περιορισμός.
Ποια η αντίδραση των τραπεζών μετά την 24ωρη απεργία της ΟΤΟΕ;
Μετά την απεργία διακινήθηκαν φήμες, από όργανα της εργοδοσίας μερικών τραπεζών, για γενναίες αυξήσεις και παροχές με τις επιχειρησιακές συμβάσεις. Στην Εθνική κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά «μήνυμα», της Γενικής Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού που γνωστοποιούσε ότι η τράπεζα είναι πρόθυμη να διαπραγματευθεί με το Σύλλογο εργαζομένων επιχειρησιακή σύμβαση με τα θέματα που τέθηκαν σε κλαδικό επίπεδο, μολονότι πρόσφατα υπογράφηκε επιχειρησιακή σύμβαση. Ναι. Σπέσιαλ προσφορά! Πώς τη χαρακτηρίζω; Δείγμα πανικού και καταφανής προσπάθεια δελεασμού των εργαζομένων. Ασφαλώς καταδεικνύεται από την ενέργεια αυτή ότι στόχος είναι η κατάργηση της κλαδικής σύμβασης και η εξουδετέρωση της ΟΤΟΕ.
Η ΟΤΟΕ έχει άλλες δυνατότητες ανάπτυξης της συμμετοχής των εργαζομένων και έκφρασης της θέλησής τους;
Ναι, να πραγματοποιήσει το ταχύτερο δυνατό Πανελλαδικό Δημοψήφισμα με καθολική μυστική ψηφοφορία σε όλες τις τράπεζες. Με τρία ψηφοδέλτια. Κλαδική σύμβαση, Επιχειρησιακή Σύμβαση και Λευκό. Στα εκλογικά κέντρα που χρησιμοποιούνται στις αρχαιρεσίες των Συλλόγων. Φυσικά, με την παρουσία δικαστικών αντιπροσώπων. Αλίμονο αν αφεθούν να αποφασίσουν μονομερώς οι εργοδότες την κατάργηση των Κλαδικών Συμβάσεων και τον παροπλισμό της ΟΤΟΕ. Είναι αναγκαίο να εκφράσουν οι εργαζόμενοι ελεύθερα και αβίαστα τη θέλησή τους, αφού βέβαια γίνει πλήρης ενημέρωση κατάστημα – κατάστημα.
Τώρα που άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών και σχηματίστηκαν ισχυροί ιδιωτικοί όμιλοι, η κυβέρνηση διαθέτει εργαλεία πίεσης ώστε να επιβάλει την προστασία πελατών και εργαζομένων στις τράπεζες ή οι τράπεζες κάνουν ό,τι θέλουν;
Πράγματι οι τραπεζίτες κάνουν ό,τι θέλουν. Πολιτική βούληση αντιμετώπισής τους δεν υπάρχει. Εργαλεία παρέμβασης υπάρχουν: η Επιτροπή Ανταγωνισμού και οι έλεγχοι της νομιμότητας των πράξεών τους. Όπως γράφτηκε στον Τύπο μόνο από αφορολόγητα ομόλογα που διέθεσαν μερικές τράπεζες προκύπτουν, με τα πρόστιμα, οφειλόμενοι φόροι 600 εκατ. ευρώ. Χρειάζονται λοιπόν αυστηροί έλεγχοι. Ενδεικτικά αναφέρω την εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ καταλήστευση μετόχων συγχωνευομένων Τραπεζών ή Θυγατρικές Εταιρειών που συνθέτουν το πλειοψηφικό πακέτο για την ανάθεση της Διοίκησης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πρόσφερε στις τράπεζες ανοχή και φοροαπαλλαγή τεραστίων ποσών για την απορρόφηση θυγατρικών εταιρειών και τώρα αυτή της ΝΔ φαίνεται ότι προσφέρει, εκτός από την ανοχή και την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και, αν αυτό περάσει, την εξουδετέρωση της ΟΤΟΕ που και η ίδια επιθυμεί διακαώς!
Subscribe to:
Posts (Atom)
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ) του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...
-
Η ΜακΝτοναλντοποίηση της Κοινωνίας του Θανάση Τσακίρη Μακντοναλντοποίηση είναι η διαδικασία με βάση την οποία οι αρχές των εστιατορίων...
-
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Άλφρεντ Σουτς ξεκινά με βάση το έργο του Βέμπερ για τους «ιδεότυπους» και το επεκτείνει αναθεωρώντας ορ...