Στα «Ενθέματα» Κυριακή 28 Φεβρουαρίου
Κείμενα των ΒTS Αnonymous, Στέφανου Δημητρίου, Πηνελόπης Πετσίνη, Τόμας Σπινγκερμπόερ, Στρατή Μπουρνάζου, Έφης Αβδελά, Βασίλη Κρεμμυδά, Τόνιας Κιουσοπούλου
Η μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. ή πώς να αποφύγουμε τα ίδια λάθη. O ΒTS Αnonymous επιχειρηματολογεί γιατί η πολιτική αντιμετώπισης του μεταναστευτικού είναι απάνθρωπη και αναποτελεσματική, αναπαράγοντας λάθη του παρελθόντος. «Δυστυχώς, η Ε.Ε. δεν δείχνει να μαθαίνει από τα λάθη της. Παρόλο που πλασάρει τη νέα συνεργασία της με την Τουρκία ως μια καινοτόμο συντονισμένη απάντηση σε μια «άνευ προηγουμένου κρίση», δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο σ’ αυτήν. […] Αυτό το σχέδιο με τη σειρά του, βασίστηκε πάνω σε μια πιλοτική πολιτική των αρχών της δεκαετίας του 2000 με τη Λιβύη. Πρώτα η Ιταλία και στη συνέχεια η Ε.Ε., σύναψαν συμφωνίες με τον τότε ηγέτη της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, για να εξασφαλίσουν τη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μια «νεκρή ζώνη» γύρω από τα σύνορα της Ε.Ε., που θα σταματούσε τους μετανάστες πριν ακόμη ξεκινήσουν το ταξίδι τους μέσω της θαλάσσης. […] αυτή η πολιτική στην πραγματικότητα αύξησε την επιθυμία και την αποφασιστικότητα των μεταναστών να φτάσουν στην ΕΕ. Πριν, η Λιβύη προσέφερε ελκυστικές συνθήκες εργασίας για πολλούς υποσαχάριους μετανάστες, και πολύ συχνά αποτελούσε τελικό προορισμό της μετανάστευσής τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, η ζωή στη Λιβύη έγινε αφόρητη αυξάνοντας έτσι τα κίνητρα για τους μετανάστες να δοκιμάσουν την τύχη τους αλλού. Ως αποτέλεσμα, και παρά τους κινδύνους που περιέχει ο διάπλους της Μεσογείου, πολλοί αποφάσισαν να συνεχίσουν προς ασφαλέστερες τρίτες χώρες στην Ευρώπη.» (μετάφραση Γιάννης Χατζηδημητράκης)
Η Αριστερά του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Γράφει ο Στέφανου Δημητρίου: «Το πρόβλημα με την κρίση της πολιτικής είναι πρόβλημα όλης της Ευρώπης. Είναι και πρόβλημα αστικής ανοχής του φασισμού. Γι’ αυτό, ο λόγος περί φασισμού, χωρίς αναφορά στον καπιταλισμό, είναι κενόηχος· είναι η αστική «εξημέρωση» του φασισμού. Αποσυνδέεται η πολιτική από την αρχή του γενικού συμφέροντος, δηλαδή από τη δημοκρατική-ρεπουμπλικανική αρχή της, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη. Παγιώνεται η υφαρπαγή των πρωτείων της πολιτικής από την οικονομία, και η νεοφιλελεύθερη, δεσποτική κυριαρχία της δεύτερης επί των δημοκρατικών-κοινωνικών αξιών της πρώτης. Γι’ αυτό, στην Ευρώπη, η νεοφιλελεύθερη, οικονομική ολιγαρχία υποκαθιστά λειτουργίες της πολιτικής εξουσίας, αποδυναμώνοντας τη θεσμική και πολιτική λειτουργία της δημοκρατίας. Απονευρώνεται και η δυναμική της ίδιας της πολιτικής, που έχει μείζονα διακύβευσή της τη δημοκρατία, μαζί με τα συνταγματικά δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις δικαιοκρατικές αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, ως προς τα ατομικά δικαιώματα, τη δημοκρατική αρχή της συλλογικής αυτονομίας, τη θεσμική θωράκιση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη λειτουργία της αντιπροσώπευσης».
Παράξενα Φρούτα. Mια (δυτική) ιστορία του λιντσαρίσματος. Η Πηνελόπη Πετσίνη γράφει για την πρακτική του λιντσαρίσματος στον αμερικάνικο νότο. «Το λιντσάρισμα ως θέαμα, υποστηρίζει η Wood, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την επιβεβαίωση της λευκής υπεροχής κατά την αλλαγή του αιώνα αν και κάποια στιγμή η διάδοση αυτών των εικόνων σε εθνική κλίμακα τροφοδότησε τη δυναμική του κινήματος ενάντια στο λιντσάρισμα και τελικά οδήγησε στην παρακμή του. Για πολλούς σχολιαστές, αυτό που κυρίως ενοχλεί τους θεατές αυτών των εικόνων είναι το να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι οι «απλοί άνθρωποι» που έχουν διαπράξει τέτοιες απίστευτες θηριωδίες «στο όνομα της κοινότητας» αποτελούν τμήμα της δυτικής –αμερικανικής– ιστορίας. Συγκρίνοντας το λιντσάρισμα με πράξεις που διαπράχθηκαν από τη ναζιστική Γερμανία, αλλά και με τις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες, ο ίδιος ο Allen παρατήρησε πως «αυτό αποτελεί πρόβλημα για εμάς τους Αμερικανούς, επειδή εμείς δεν βλέπουμε τους εαυτούς μας «στο ίδιο τραίνο». Στα μάτια μας είμαστε ηθικά ανώτεροι».
Γιατί η δράση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο αντίκειται στο διεθνές δίκαιο. Ο Τόμας Σπιγκερμπόερ τεκμηριώνει το παράνομο της εμπλοκής του ΝΑΤΟ στο προσφυγικό βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του ΟΗΕ και διεθνών συμβάσεων. «Τα κράτη δεσμεύονται από το διεθνές δίκαιο κατά την άσκηση δικαιοδοσίας. Τι ισχύει, για παράδειγμα, αν ένα γερμανικό σκάφος, που βρίσκεται στα τουρκικά χωρικά ύδατα, περισυλλέξει ανθρώπους και τους μεταφέρει στις τουρκικές ακτές; Αυτή είναι μια ερώτηση με κομβική σημασία. Αν κάποιο γερμανικό σκάφος ασκήσει τέτοια δικαιοδοσία, τότε η Γερμανία έχει μια σειρά υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και αφορούν, μεταξύ άλλων, το άσυλο. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποτέλεσε το αντικείμενο αρκετών υποθέσεων στα διεθνή δικαστήρια. […]Η επιχείρηση που σχεδιάζει το ΝΑΤΟ είναι αντίθετη προς αποφάσεις που έχει εκδώσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Hirsi Jamaa), τη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων (Marine Ι) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Burgos). Tα κράτη μπορούν βέβααι να καταγγείλουν (δηλαδή να σταματήσουν να μετέχουν σε) αυτές τις συμβάσεις, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι απλό. Η νομοθεσία της Ε.Ε. ορίζει ότι τα κράτη-μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη αυτών των συμβάσεων. Ως εκ τούτου, η καταγγελία των συμβάσεων θα απαιτούσε τροποποίηση των συνθηκών της Ε.Ε. (καθώς και όλων των δευτερευουσών νομοθεσιών που αφορά την απαγόρευση της επαναπροώθησης)». (μετάφραση: Αγάπιος Λάνδος, Γιάννης Χατζηδημητράκης)
Αφέλειες και βλάβες σοβαρές. Ο Στρατής Μπουρνάζος γράφει για τη μήνυση που υπέβαλε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατά του Σταύρου Τσακυράκη: «Αφού έκανα μια σειρά αναγκαίους ελέγχους (με πρώτο και κυριότερο ότι πηγή της είδησης δεν είναι το «Κουλούρι»), και αφού πείστηκα η μήνυση δεν υποβλήθηκε από τον πρόεδρο της «Βουλής του Ζαππείου» ή του Φιλοπάππου, συνέχισα. […] Το πράγμα γίνεται πολύ σοβαρό, επειδή αυτή που ασκεί τη μήνυση δεν είναι οποιαδήποτε, αλλά η ανώτατη δικαστική λειτουργός, με όλο το κύρος (θεσμικά, όχι προσωπικά) και τις εξουσίες που διαθέτει εντός του δικαστικού σώματος. Και, ακόμα χειροτερότερα, προτείνει ως μάρτυρα μια δικαστή, την Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Πέραν των νομικών, κάθε εχέφρων άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί, νομίζω, ότι οι χαρακτηρισμοί «αφελής» και «πολιτικάντης», όπως και όλο το άρθρο του Σταύρου Τσακυράκη συνιστούν ευπρεπή κριτική. […] Σε κάθε περίπτωση, με τη μήνυσή της, η Βασιλική Θάνου έκανε, πιστεύω, τους δυο παραπάνω χαρακτηρισμούς («αφελής» και «πολιτικάντης») να ακούγονται μάλλον ήπιοι, σχεδόν σαν χάδι για την ίδια.
«Μνημονικοί νόμοι» και ιστορικοί: η ευρωπαϊκή εμπειρία. H συνοπτική εκδοχή της τοποθέτησής της Έφης Αβδελά στη συζήτηση με θέμα «Ιστορία καθ’ υπαγόρευσιν; Νόμοι και διώξεις για το περιεχόμενο της ιστορικής αφήγησης», με αφορμή τη δίκη Ρίχτερ. «Το ερώτημα είναι σαφές: Χρειάζεται νομικό πλαίσιο που να υπερασπίζεται τη μνήμη των θυμάτων του παρελθόντος και μάλιστα να ποινικοποιεί την άρνησή της; Πιστεύω πως όχι. Το ίδιο πιστεύουν και οι περισσότεροι ιστορικοί στην Ευρώπη, μολονότι κάποιοι θέτουν ως όριο την άρνηση της εβραϊκής γενοκτονίας. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι η καθιέρωση της «αλήθειας» με νόμο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνέπειες για το επάγγελμα του ιστορικού και για τη διανοητική ελευθερία εν γένει∙ ότι οι λάθος αντιλήψεις και εκφράσεις δεν ανασκευάζονται στα δικαστήρια αλλά στο δημόσιο πεδίο της κοινής γνώμης και στην εκπαίδευση∙ και ότι η πιο επίπονη δουλειά χρειάζεται ακριβώς στο επίπεδο της διδασκαλίας της ιστορίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Κι εμείς εδώ; Κάποιοι από μας αντιδράσαμε όταν επρόκειτο να ψηφιστεί ο νόμος, αλλά η συλλογική προσπάθειά μας δεν είχε συνέχεια. Στις απειλές για διώξεις (Φίλης) ή στις διώξεις που προκάλεσε (Ρίχτερ) απαντήσαμε με μεμονωμένα –συχνά αμήχανα– άρθρα στον Τύπο και με ψηφίσματα τμημάτων. Το ότι τις περισσότερες φορές θεωρήθηκε απαραίτητο η καταδίκη της δίωξης να συνοδεύεται είτε με διαφοροποίηση από τον υπόλογο ιστορικό είτε με δικαίωση των θυμάτων το θεωρώ εξαιρετικά προβληματικό».
Δ. Και αγώνας και φόβος. Ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς στην στήλη του «Πέρασαν εβδομήντα χρόνια». «Στο Πανεπιστήμιο είχα μπει με καλή σειρά επιτυχίας, με αποτέλεσμα να μου δώσουν από το ΙΚΥ (Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών) μια υποτροφία — με αυτήν, με κάτι ιδιαίτερα μαθήματα που παρέδιδα τα καλοκαίρια και με το «χαρτί» απορίας, ότι είμαι πολύ φτωχός δηλαδή, που είχα εξασφαλίσει και μου επέτρεπε να τρώω πολύ φτηνά στην Πανεπιστημιακή Λέσχη, μπόρεσα να τελειώσω τις σπουδές μου. Η διατήρηση της ιδιότητας του υποτρόφου όμως είχε κάποιες προϋποθέσεις: να είμαι καλός φοιτητής, να «περνάω» τα μαθήματα, τέτοια. Και, βέβαια, να μην φανταστεί κανείς ότι δεν χρησιμοποίησαν και αυτό: Μια μέρα έλαβα πρόσκληση να παρουσιαστώ στο γραφείο του καθηγητή μου της γλωσσολογίας. Πήγα, βέβαια! Ο καθηγητής, με ύφος δέκα καρδιναλίων, μου δήλωσε ότι, αν δεν εγκαταλείψω τη ΔΕΣΠΑ, το συνδικαλισμό μ’ άλλα λόγια, θα με «έκοβε» στις εξετάσεις και θα έχανα την υποτροφία! Στις εξετάσεις, που ήταν προφορικές –υπήρχαν και μάρτυρες δηλαδή– απάντησα σωστά σε ό,τι με ρώτησε· δεν τόλμησε να με κόψει· αντί για δέκα όμως, άντε εννιά, με βαθμολόγησε με έξι!»
Σκέψεις για τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Γράφει η Τόνια Κιουσοπούλου: «Είναι προφανές ότι η συζήτηση για τον ρόλο που έχει να παίξει ένα πανεπιστήμιο σε μια επαρχιακή πόλη δεν αφορά μόνον το Ρέθυμνο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Και είναι ακόμη προφανέστερο ότι η αναζήτηση αυτού του ρόλου γίνεται πιο περίπλοκη στην εποχή της κρίσης που περνάμε. Η κρίση έχει δύο άμεσες συνέπειες, που δεν πρέπει να υποτιμώνται, όταν γίνεται λόγος για τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Η πρώτη αφορά τους φοιτητές: παντού, όλο και λιγότερα παιδιά μπορούν να φοιτήσουν μακριά από το σπίτι τους, γεγονός που περιορίζει τις ωσμώσεις μεταξύ φοιτητών με ποικίλη γεωγραφική, ταξική και πολιτισμική προέλευση. […] Η άλλη συνέπεια είναι η αποψίλωση του διδακτικού προσωπικού με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για το πρόγραμμα σπουδών, την αναλογία διδασκόντων/διδασκομένων και εντέλει την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και για τη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί στις σχέσεις ενός Πανεπιστημίου με το περιβάλλον του, όταν ενταχθούν επαγγελματικά νεώτεροι και νεοφερμένοι διδάσκοντες που έχουν διαφορετικές αφετηρίες. Σημαντική επίπτωση της κρίσης είναι τόσο οι περικοπές στα λειτουργικά έξοδα (βιβλιοθήκες, συνδρομές σε περιοδικά) όσο και σε πράξεις δημοσιότητας που προάγουν ακριβώς τις σχέσεις με την πόλη».
Κείμενα των ΒTS Αnonymous, Στέφανου Δημητρίου, Πηνελόπης Πετσίνη, Τόμας Σπινγκερμπόερ, Στρατή Μπουρνάζου, Έφης Αβδελά, Βασίλη Κρεμμυδά, Τόνιας Κιουσοπούλου
Η μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. ή πώς να αποφύγουμε τα ίδια λάθη. O ΒTS Αnonymous επιχειρηματολογεί γιατί η πολιτική αντιμετώπισης του μεταναστευτικού είναι απάνθρωπη και αναποτελεσματική, αναπαράγοντας λάθη του παρελθόντος. «Δυστυχώς, η Ε.Ε. δεν δείχνει να μαθαίνει από τα λάθη της. Παρόλο που πλασάρει τη νέα συνεργασία της με την Τουρκία ως μια καινοτόμο συντονισμένη απάντηση σε μια «άνευ προηγουμένου κρίση», δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο σ’ αυτήν. […] Αυτό το σχέδιο με τη σειρά του, βασίστηκε πάνω σε μια πιλοτική πολιτική των αρχών της δεκαετίας του 2000 με τη Λιβύη. Πρώτα η Ιταλία και στη συνέχεια η Ε.Ε., σύναψαν συμφωνίες με τον τότε ηγέτη της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, για να εξασφαλίσουν τη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μια «νεκρή ζώνη» γύρω από τα σύνορα της Ε.Ε., που θα σταματούσε τους μετανάστες πριν ακόμη ξεκινήσουν το ταξίδι τους μέσω της θαλάσσης. […] αυτή η πολιτική στην πραγματικότητα αύξησε την επιθυμία και την αποφασιστικότητα των μεταναστών να φτάσουν στην ΕΕ. Πριν, η Λιβύη προσέφερε ελκυστικές συνθήκες εργασίας για πολλούς υποσαχάριους μετανάστες, και πολύ συχνά αποτελούσε τελικό προορισμό της μετανάστευσής τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, η ζωή στη Λιβύη έγινε αφόρητη αυξάνοντας έτσι τα κίνητρα για τους μετανάστες να δοκιμάσουν την τύχη τους αλλού. Ως αποτέλεσμα, και παρά τους κινδύνους που περιέχει ο διάπλους της Μεσογείου, πολλοί αποφάσισαν να συνεχίσουν προς ασφαλέστερες τρίτες χώρες στην Ευρώπη.» (μετάφραση Γιάννης Χατζηδημητράκης)
Η Αριστερά του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Γράφει ο Στέφανου Δημητρίου: «Το πρόβλημα με την κρίση της πολιτικής είναι πρόβλημα όλης της Ευρώπης. Είναι και πρόβλημα αστικής ανοχής του φασισμού. Γι’ αυτό, ο λόγος περί φασισμού, χωρίς αναφορά στον καπιταλισμό, είναι κενόηχος· είναι η αστική «εξημέρωση» του φασισμού. Αποσυνδέεται η πολιτική από την αρχή του γενικού συμφέροντος, δηλαδή από τη δημοκρατική-ρεπουμπλικανική αρχή της, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη. Παγιώνεται η υφαρπαγή των πρωτείων της πολιτικής από την οικονομία, και η νεοφιλελεύθερη, δεσποτική κυριαρχία της δεύτερης επί των δημοκρατικών-κοινωνικών αξιών της πρώτης. Γι’ αυτό, στην Ευρώπη, η νεοφιλελεύθερη, οικονομική ολιγαρχία υποκαθιστά λειτουργίες της πολιτικής εξουσίας, αποδυναμώνοντας τη θεσμική και πολιτική λειτουργία της δημοκρατίας. Απονευρώνεται και η δυναμική της ίδιας της πολιτικής, που έχει μείζονα διακύβευσή της τη δημοκρατία, μαζί με τα συνταγματικά δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις δικαιοκρατικές αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, ως προς τα ατομικά δικαιώματα, τη δημοκρατική αρχή της συλλογικής αυτονομίας, τη θεσμική θωράκιση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη λειτουργία της αντιπροσώπευσης».
Παράξενα Φρούτα. Mια (δυτική) ιστορία του λιντσαρίσματος. Η Πηνελόπη Πετσίνη γράφει για την πρακτική του λιντσαρίσματος στον αμερικάνικο νότο. «Το λιντσάρισμα ως θέαμα, υποστηρίζει η Wood, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την επιβεβαίωση της λευκής υπεροχής κατά την αλλαγή του αιώνα αν και κάποια στιγμή η διάδοση αυτών των εικόνων σε εθνική κλίμακα τροφοδότησε τη δυναμική του κινήματος ενάντια στο λιντσάρισμα και τελικά οδήγησε στην παρακμή του. Για πολλούς σχολιαστές, αυτό που κυρίως ενοχλεί τους θεατές αυτών των εικόνων είναι το να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι οι «απλοί άνθρωποι» που έχουν διαπράξει τέτοιες απίστευτες θηριωδίες «στο όνομα της κοινότητας» αποτελούν τμήμα της δυτικής –αμερικανικής– ιστορίας. Συγκρίνοντας το λιντσάρισμα με πράξεις που διαπράχθηκαν από τη ναζιστική Γερμανία, αλλά και με τις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες, ο ίδιος ο Allen παρατήρησε πως «αυτό αποτελεί πρόβλημα για εμάς τους Αμερικανούς, επειδή εμείς δεν βλέπουμε τους εαυτούς μας «στο ίδιο τραίνο». Στα μάτια μας είμαστε ηθικά ανώτεροι».
Γιατί η δράση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο αντίκειται στο διεθνές δίκαιο. Ο Τόμας Σπιγκερμπόερ τεκμηριώνει το παράνομο της εμπλοκής του ΝΑΤΟ στο προσφυγικό βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του ΟΗΕ και διεθνών συμβάσεων. «Τα κράτη δεσμεύονται από το διεθνές δίκαιο κατά την άσκηση δικαιοδοσίας. Τι ισχύει, για παράδειγμα, αν ένα γερμανικό σκάφος, που βρίσκεται στα τουρκικά χωρικά ύδατα, περισυλλέξει ανθρώπους και τους μεταφέρει στις τουρκικές ακτές; Αυτή είναι μια ερώτηση με κομβική σημασία. Αν κάποιο γερμανικό σκάφος ασκήσει τέτοια δικαιοδοσία, τότε η Γερμανία έχει μια σειρά υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και αφορούν, μεταξύ άλλων, το άσυλο. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποτέλεσε το αντικείμενο αρκετών υποθέσεων στα διεθνή δικαστήρια. […]Η επιχείρηση που σχεδιάζει το ΝΑΤΟ είναι αντίθετη προς αποφάσεις που έχει εκδώσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Hirsi Jamaa), τη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων (Marine Ι) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Burgos). Tα κράτη μπορούν βέβααι να καταγγείλουν (δηλαδή να σταματήσουν να μετέχουν σε) αυτές τις συμβάσεις, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι απλό. Η νομοθεσία της Ε.Ε. ορίζει ότι τα κράτη-μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη αυτών των συμβάσεων. Ως εκ τούτου, η καταγγελία των συμβάσεων θα απαιτούσε τροποποίηση των συνθηκών της Ε.Ε. (καθώς και όλων των δευτερευουσών νομοθεσιών που αφορά την απαγόρευση της επαναπροώθησης)». (μετάφραση: Αγάπιος Λάνδος, Γιάννης Χατζηδημητράκης)
Αφέλειες και βλάβες σοβαρές. Ο Στρατής Μπουρνάζος γράφει για τη μήνυση που υπέβαλε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατά του Σταύρου Τσακυράκη: «Αφού έκανα μια σειρά αναγκαίους ελέγχους (με πρώτο και κυριότερο ότι πηγή της είδησης δεν είναι το «Κουλούρι»), και αφού πείστηκα η μήνυση δεν υποβλήθηκε από τον πρόεδρο της «Βουλής του Ζαππείου» ή του Φιλοπάππου, συνέχισα. […] Το πράγμα γίνεται πολύ σοβαρό, επειδή αυτή που ασκεί τη μήνυση δεν είναι οποιαδήποτε, αλλά η ανώτατη δικαστική λειτουργός, με όλο το κύρος (θεσμικά, όχι προσωπικά) και τις εξουσίες που διαθέτει εντός του δικαστικού σώματος. Και, ακόμα χειροτερότερα, προτείνει ως μάρτυρα μια δικαστή, την Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Πέραν των νομικών, κάθε εχέφρων άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί, νομίζω, ότι οι χαρακτηρισμοί «αφελής» και «πολιτικάντης», όπως και όλο το άρθρο του Σταύρου Τσακυράκη συνιστούν ευπρεπή κριτική. […] Σε κάθε περίπτωση, με τη μήνυσή της, η Βασιλική Θάνου έκανε, πιστεύω, τους δυο παραπάνω χαρακτηρισμούς («αφελής» και «πολιτικάντης») να ακούγονται μάλλον ήπιοι, σχεδόν σαν χάδι για την ίδια.
«Μνημονικοί νόμοι» και ιστορικοί: η ευρωπαϊκή εμπειρία. H συνοπτική εκδοχή της τοποθέτησής της Έφης Αβδελά στη συζήτηση με θέμα «Ιστορία καθ’ υπαγόρευσιν; Νόμοι και διώξεις για το περιεχόμενο της ιστορικής αφήγησης», με αφορμή τη δίκη Ρίχτερ. «Το ερώτημα είναι σαφές: Χρειάζεται νομικό πλαίσιο που να υπερασπίζεται τη μνήμη των θυμάτων του παρελθόντος και μάλιστα να ποινικοποιεί την άρνησή της; Πιστεύω πως όχι. Το ίδιο πιστεύουν και οι περισσότεροι ιστορικοί στην Ευρώπη, μολονότι κάποιοι θέτουν ως όριο την άρνηση της εβραϊκής γενοκτονίας. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι η καθιέρωση της «αλήθειας» με νόμο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνέπειες για το επάγγελμα του ιστορικού και για τη διανοητική ελευθερία εν γένει∙ ότι οι λάθος αντιλήψεις και εκφράσεις δεν ανασκευάζονται στα δικαστήρια αλλά στο δημόσιο πεδίο της κοινής γνώμης και στην εκπαίδευση∙ και ότι η πιο επίπονη δουλειά χρειάζεται ακριβώς στο επίπεδο της διδασκαλίας της ιστορίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Κι εμείς εδώ; Κάποιοι από μας αντιδράσαμε όταν επρόκειτο να ψηφιστεί ο νόμος, αλλά η συλλογική προσπάθειά μας δεν είχε συνέχεια. Στις απειλές για διώξεις (Φίλης) ή στις διώξεις που προκάλεσε (Ρίχτερ) απαντήσαμε με μεμονωμένα –συχνά αμήχανα– άρθρα στον Τύπο και με ψηφίσματα τμημάτων. Το ότι τις περισσότερες φορές θεωρήθηκε απαραίτητο η καταδίκη της δίωξης να συνοδεύεται είτε με διαφοροποίηση από τον υπόλογο ιστορικό είτε με δικαίωση των θυμάτων το θεωρώ εξαιρετικά προβληματικό».
Δ. Και αγώνας και φόβος. Ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς στην στήλη του «Πέρασαν εβδομήντα χρόνια». «Στο Πανεπιστήμιο είχα μπει με καλή σειρά επιτυχίας, με αποτέλεσμα να μου δώσουν από το ΙΚΥ (Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών) μια υποτροφία — με αυτήν, με κάτι ιδιαίτερα μαθήματα που παρέδιδα τα καλοκαίρια και με το «χαρτί» απορίας, ότι είμαι πολύ φτωχός δηλαδή, που είχα εξασφαλίσει και μου επέτρεπε να τρώω πολύ φτηνά στην Πανεπιστημιακή Λέσχη, μπόρεσα να τελειώσω τις σπουδές μου. Η διατήρηση της ιδιότητας του υποτρόφου όμως είχε κάποιες προϋποθέσεις: να είμαι καλός φοιτητής, να «περνάω» τα μαθήματα, τέτοια. Και, βέβαια, να μην φανταστεί κανείς ότι δεν χρησιμοποίησαν και αυτό: Μια μέρα έλαβα πρόσκληση να παρουσιαστώ στο γραφείο του καθηγητή μου της γλωσσολογίας. Πήγα, βέβαια! Ο καθηγητής, με ύφος δέκα καρδιναλίων, μου δήλωσε ότι, αν δεν εγκαταλείψω τη ΔΕΣΠΑ, το συνδικαλισμό μ’ άλλα λόγια, θα με «έκοβε» στις εξετάσεις και θα έχανα την υποτροφία! Στις εξετάσεις, που ήταν προφορικές –υπήρχαν και μάρτυρες δηλαδή– απάντησα σωστά σε ό,τι με ρώτησε· δεν τόλμησε να με κόψει· αντί για δέκα όμως, άντε εννιά, με βαθμολόγησε με έξι!»
Σκέψεις για τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Γράφει η Τόνια Κιουσοπούλου: «Είναι προφανές ότι η συζήτηση για τον ρόλο που έχει να παίξει ένα πανεπιστήμιο σε μια επαρχιακή πόλη δεν αφορά μόνον το Ρέθυμνο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Και είναι ακόμη προφανέστερο ότι η αναζήτηση αυτού του ρόλου γίνεται πιο περίπλοκη στην εποχή της κρίσης που περνάμε. Η κρίση έχει δύο άμεσες συνέπειες, που δεν πρέπει να υποτιμώνται, όταν γίνεται λόγος για τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Η πρώτη αφορά τους φοιτητές: παντού, όλο και λιγότερα παιδιά μπορούν να φοιτήσουν μακριά από το σπίτι τους, γεγονός που περιορίζει τις ωσμώσεις μεταξύ φοιτητών με ποικίλη γεωγραφική, ταξική και πολιτισμική προέλευση. […] Η άλλη συνέπεια είναι η αποψίλωση του διδακτικού προσωπικού με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για το πρόγραμμα σπουδών, την αναλογία διδασκόντων/διδασκομένων και εντέλει την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και για τη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί στις σχέσεις ενός Πανεπιστημίου με το περιβάλλον του, όταν ενταχθούν επαγγελματικά νεώτεροι και νεοφερμένοι διδάσκοντες που έχουν διαφορετικές αφετηρίες. Σημαντική επίπτωση της κρίσης είναι τόσο οι περικοπές στα λειτουργικά έξοδα (βιβλιοθήκες, συνδρομές σε περιοδικά) όσο και σε πράξεις δημοσιότητας που προάγουν ακριβώς τις σχέσεις με την πόλη».