Πέρασαν εννέα χρόνια από τότε που ο Κ. Σημίτης κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2000. Έκτοτε το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε ως κυβέρνηση και ως κόμμα τη μεγάλη πτώση του. Σήμερα οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν ξανά στην πρώτη θέση και μάλιστα το δείχνουν να φλερτάρει (όχι μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και) με την κυβερνητική αυτοδυναμία. Λένε ότι "ο λαός ξεχνάει". Μεγάλο λάθος, όχι γιατί "ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά" και η Δεξιά του μικρού Καραμανλή που κυβερνά για λίγες εβδομάδες ακόμη του το θυμίζει, αλλά γιατί δεν υπάρχει ένας "ενιαίος λαός". Ο λαός είναι μια πλασματική οντότητα. Υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και στρώματα που τα συμφέροντά τους διακυβεύονται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, ανεξάρτητα από το βάθος των διαιρέσεων και των αντιθέσεων που χωρίζουν τα κόμματα εξουσίας. Ας δούμε, λοιπόν, τι παιζόταν στις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000. Πρώτα-πρώτα,ιδού τα αποτελέσματα:
Αποτελέσματα (από τη Βικιπέδια)
Κόμματα Αρχηγοί Ψήφοι Έδρες
Αριθμός % +− % Αριθμός +−
Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) Κωνσταντίνος Σημίτης 3.007.596 43,79 +2,30 158 -4
Νέα Δημοκρατία Κωνσταντίνος Α. Καραμανλής 2.935.196 42,74 +4,62 125 +17
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.) Αλέκα Παπαρήγα 379.454 5,52 -0,09 11 0
Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ) Νίκος Κωνσταντόπουλος 219.880 3,20 -1,92 6 -4
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗ.Κ.ΚΙ.) Δημήτρης Τσοβόλας 184.598 2,69 -1,74 0 -9
Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση (Δ.Π.Ε.) Μιχάλης Χαραλαμπίδης 32.068 0,47 - 0 -
Ένωση Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης 23.228 0,34 -0,38 0 0
Ένωση Οικολόγων Δημοσθένης Βεργής 20.446 0,30 +0,01 0 0
Εθνική Συμμαχία Γρηγόρης Μιχαλόπουλος 14.703 0,21 - 0 -
Πρώτη Γραμμή Κωνσταντίνος Πλεύρης 12.125 0,18 - 0 -
Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς 8.132 0,12 -0,03 0 0
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας μαρξιστικό-λενινιστικό (ΚΚΕ-μλ) 7.301 0,11 - 0 -
Κόμμα Ελληνισμού Σωτήρης Σοφιανόπουλος 6.272 0,09 -0,09 0 -
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Μ.Λ.-Κ.Κ.Ε.) 5.866 0,09 +0,03 0 -
Οικολόγοι Εναλλακτικοί 3.321 0,05 -0,03 0 0
Κόμμα Φιλελευθέρων 2.091 0,03 - 0 -
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας 2.026 0,03 +0 0 0
Αυτόνομο Κίνημα Εργατικής Πολιτικής (Α.Κ.Ε.Π.) 1.145 0,02 - 0 -
Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ (Ο.Α.Κ.Κ.Ε.) 1.126 0,02 - 0 -
Άλλα 1.437 0,0 - - -
Έγκυρες ψήφοι 6.868.011 100,00 300
Άκυρες ψήφοι 158.516
Σύνολο 7.026.527(74,96%)
Αυτά όσον αφορά τα αριθμητικά στατιστικά στοιχεία. Παρακάτω δημοσιεύω ένα παλιό μου σεμιναριακό κείμενο που αφορά την εργασία και πώς την αντιλαμβάνονταν τα πολιτικά κόμματα και πώς εκφραζόταν αυτό στις προγραμματικές διακηρύξεις τους.
Θανάσης Τσακίρης
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΣΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2000
του Θανάση Τσακίρη
Το άρθρο αυτό αναφέρεται στις αντιλήψεις των πολιτικών κομμάτων της χώρας μας, σχετικά με την εργασία και τις προτάσεις τους στο θέμα αυτό, όπως αποτυπώνονται στα προγράμματα και τις διακηρύξεις τους κατά την προεκλογική περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 2000. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία από τις θεωρίες που επηρεάζουν τον πολιτικό προγραμματικό λόγο των κομμάτων στη συγκεκριμένη περίοδο ώστε να μπορέσουμε σε επόμενη φάση να κρίνουμε τις δυνατότητες εφαρμογής των προτεινόμενων μέτρων μέσα από τις προγραμματικές δηλώσεις και τις πράξεις της κυβέρνησης καθώς και τις αντιπροτάσεις και τη δραστηριότητα της αντιπολίτευσης.
Η αντιμετώπιση του θέματος δεν θα είναι ολοκληρωμένη αν δεν αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η «ατζέντα» των «διακυβευμάτων» στην προεκλογική περίοδο. Γιατί η διαδικασία διαμόρφωσης ενός πολιτικού προγράμματος δεν είναι μια διαδικασία που αφορά μόνο το ανώτερο πολιτικό προσωπικό των κομμάτων αλλά προσδιορίζεται από πολλές παραμέτρους που έχουν αναφορά στην κοινωνία και τις διεργασίες της που άμεσα ή έμμεσα επιδρούν.
ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
Όταν μια κατάσταση προκαλεί δυσφορία σε ένα τμήμα ή ομάδα του κοινωνικού συνόλου και αυτή η δυσφορία εκφράζει «αρνητική αξιολόγηση των υφιστάμενων σχέσεων ή της συλλογικής ενέργειας που παράγει, συντηρεί ή επιτείνει μια δυσάρεστη κατάσταση» τότε μιλάμε για «κοινωνικό πρόβλημα» . Ήδη από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης η «εργασία» αποτελεί το μείζον «κοινωνικό πρόβλημα» . Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε από την ολοένα και διογκούμενη εργατική τάξη το εργατικό κίνημα με τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα που την εκπροσωπούσαν. Η παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο των εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών μαζικών κομμάτων από τα τέλη του περασμένου αιώνα έφερε στην ημερήσια πολιτική διάταξη το ζήτημα της εργασίας ως «διακύβευμα» (issue) των εκλογικών αναμετρήσεων.
Τι είναι, όμως, και πώς διαμορφώνεται η πολιτική ημερήσια διάταξη (ατζέντα); «Ως ημερήσια διάταξη (ατζέντα), ορίζεται το σύνολο των προβλημάτων που θεωρούνται ότι απαιτούν δημόσια συζήτηση ή ακόμη την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας» . Η δομο-λειτουργική θεωρία του T.Parsons το πολιτικό σύστημα αποτελεί υποσύστημα του κοινωνικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα επικοινωνεί με το γενικό σύστημα της κοινωνικής δράσης και μέσω αυτού με το αρχικό εξωτερικό περιβάλλον του κοινωνικού συστήματος. Στη συστημική θεωρία για την πολιτική η έννοια του αιτήματος κατέχει κεντρική θέση γιατί είναι, τρόπον τινά, η «πρώτη ύλη» των εισροών (inputs) του πολιτικού συστήματος που τις μετατρέπει (conversion process) σε εκροές (outputs) που είναι οι αποφάσεις των κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και της κρατικής μηχανής. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν τους κύριους «θυροφύλακες» (gatekeepers) του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα με τους T. Parsons και D. Easton , οι μελέτες των οποίων για το πολιτικό σύστημα αδυνατούν να διεισδύσουν στις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας και να περιγράψει τις λειτουργίες στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, τους τρόπους σύνδεσης των διαφοροποιημένων μερών του, τους τόπους άρθρωσης των γεγονότων στο εσωτερικό του με τις δυνάμεις που δρουν στα όρια εντός κι εκτός του συστήματος αυτού και των μεταξύ τους συνδετικών αρμών, οι R. Cobb και C. Elder μελετώντας το πολιτικό σύστημα αναλυτικά και διεξοδικά, διέκριναν δυο είδη πολιτικής ατζέντας : τη δημόσια (ή συστημική) ατζέντα και τη θεσμική (ή κυβερνητική ή επίσημη) ατζέντα. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί μας επιτρέπει να εστιάσουμε τους φακούς της ανάλυσης εκεί ακριβώς όπου εμφανίζεται η πολιτική αντιπαράθεση και τα κοινωνικά ζητήματα μετατρέπονται και αναβαθμίζονται σε πολιτικά "διακυβεύματα". Ένα κοινωνικό πρόβλημα μεταβάλλεται σε πολιτικό διακύβευμα όταν γύρω από αυτό συγκρούονται δυο ή και περισσότερες ομάδες και η σύγκρουση αναφέρεται στα ουσιαστικά ή στα διαδικαστικά ζητήματα που συνδέονται με την κατανομή πόρων ή θέσεων . Αυτή η σύγκρουση λαμβάνει χώρα συνήθως κατά τη συγκρότηση της ημερήσιας διάταξης του πολιτικού (δια)λόγου ή και αντιπαράθεσης. Ένα θέμα πρώτα εγγράφεται σ’ αυτήν και κατόπιν στη θεσμική ατζέντα, δίχως βέβαια και να αποκλείεται η άμεση εγγραφή του στη θεσμική. Η δομή της θεσμικής ατζέντας εκφράζει στην ουσία τα θεσμικά και δομικά εμπόδια και τη γενικότερη προδιάθεση του πολιτικού συστήματος απέναντι σε κάποιου τύπου προβλήματα και τα οποία εμπόδια σχετίζονται με την άνιση ικανότητα πρόσβασης των ατόμων ή ομάδων σ’ αυτό. Στη διαδικασία προώθησης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης στους θεσμούς, εκτός από τα ίδια τα μέλη της κρατικής εξουσίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σημαντικός είναι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων, των ομάδων πίεσης ή ομάδων συμφερόντων, των κινήσεων πολιτών για την προώθηση του όποιου κοινωνικού ζητήματος.
Ως εκ τούτου προκύπτει από τα παραπάνω ένα διπλής όψεως ερώτημα: πώς συμβάλλει ένα πολιτικό κόμμα στη διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας και πώς διαμορφώνεται η δική του ατζέντα, ή αλλιώς το εκλογικό πρόγραμμά του και η γενικότερη κομματική πολιτική του; Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε μόνο με τη μία όψη του ερωτήματος, δηλαδή τη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος του κόμματος.
Είναι αυτονόητο ότι μιλάμε για ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στο οποίο τα κόμματα αποτελούν «το πλέον σημαντικό τμήμα των αντιπροσωπευτικών δομών στις σύνθετες δημοκρατικές κοινωνίες» , χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζουμε πλευρές της κριτικής που έχει υποστεί αυτή η κάπως «απόλυτη» διατύπωση» . Η ύπαρξη του κομματικού συστήματος έρχεται να αναδείξει την ιστορική μεταβολή του πολιτικού συστήματος, όπου η προγενέστερη κυρίαρχη σχέση μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της νομοθετικής εξουσίας ήταν σε βάρος της δεύτερης αλλοιώνεται, με την καθολίκευση του δικαιώματος της ψήφου και την ορμητική είσοδο της εργατικής τάξης στο προσκήνιο, υπέρ της νομοθετικής εξουσίας και την συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας στην κυβέρνηση, η οποία έχει την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης μετά από την έγκρισή της από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου (αρχή της δεδηλωμένης). Ο πολιτικός αγώνας μεταξύ ανωτάτου άρχοντος και κοινοβουλίου μεταβλήθηκε σε πολιτικό αγώνα μεταξύ της κυβερνώσας πλειοψηφίας και της αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας (ή μειοψηφιών). Τα πολιτικά κόμματα και η λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν την «κεντρική συνιστώσα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και βασικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της θεσμικής ισορροπίας στο πολιτικό σύστημα».
Στη σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα συναντάμε, κατά τη γνώμη μου, όλων των ειδών τα πολιτικά κόμματα που έχουν ιστορικά χαρακτηριστεί ανάλογα με τον τύπο της οργάνωσής τους: κόμματα καρτέλ (cartel parties) πανσυλλεκτικά κόμματα (catch-all parties), κόμματα μαζών (mass parties) και κόμματα στελεχών (notables parties or cadre parties). Τα πολιτικά κόμματα είναι, πρώτα απ’ όλα, οργανώσεις μέσω των οποίων η κοινωνία συναντά την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα και αιτήματα μετατρέπονται σε πολιτικά. Συνεπώς, το κύριο καθήκον τους είναι η συνάρθρωση των αιτημάτων σε πρόγραμμα προτάσεων κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι, τα κόμματα οργανώνονται με τρόπο τέτοιο ώστε να υποδέχονται και να διηθούν τα κοινωνικά αιτήματα καταστρώνοντας αποτελεσματικότερους τρόπους προώθησή τους στο εσωτερικό του πολιτικού και κρατικού συστήματος. Τα κόμματα αποτελούν, εκτός των άλλων, και παράγωγα της «δομής πολιτικών ευκαιριών» .
Στην ελληνική μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, το κόμμα που αξιοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την αλλαγή της δομής των πολιτικών ευκαιριών ήταν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα σε αντίθεση με τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο. Η οργανωτική του συγκρότηση και η πολιτική του σύνθεση, ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων και η δυναμική του αντανακλώνται κάθε φορά στον τρόπο διατύπωσης και καταγραφής των κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό του πρόγραμμα. Με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως ένα κόμμα το οποίο στην 26ετή πορεία του συμπύκνωσε όλα τα παραπάνω ιστορικά στάδια της εξέλιξης των πολιτικών κομμάτων: 1974-κόμμα στελεχών, 1975 ως 1977 κόμμα μαζών, 1977 ως 93-πανσυλλεκτικό και 1993-2000 κόμμα-καρτέλ . Κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής διαδρομής, ο συνεχής επαναπροσδιορισμός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο επίπεδο των προγραμματικών θέσεων οφείλεται στην αλλαγή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών μεταξύ των τριών διαφορετικών συνιστωσών του («αριστεροί-σοσιαλιστές», «παλαιοκομματικοί-κεντρώοι», «τεχνοκράτες»). Δείγμα της δυναμικής ανασύνθεσης και αναδιάρθρωσης του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων αποτελεί και το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που παρουσιάστηκε για τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2000 στο οποίο θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Η περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας είναι σχετικά διαφορετική. Αν και συγκεντρώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά του κόμματος-καρτέλ, εν τούτοις θα μπορούσαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια να την χαρακτηρίσουμε ως πανσυλλεκτικό κόμμα λόγω της μακρόχρονης παραμονής στην αντιπολίτευση, κατάσταση που δυσκολεύει το κόμμα να αξιοποιήσει πλήρως τους πόρους και τους μηχανισμούς του κράτους . Για την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, κατά την οποία κυριαρχούσε πολιτικά η ΝΔ υπό την ηγεσία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κόμμα αυτό είχε θεωρητικοποιήσει την πανσυλλεκτικότητα με την ταύτιση του λαού με το έθνος και την επιδίωξή της να εκφράσει αυτή την ταύτιση. Όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες , η σημερινή ΝΔ διευρύνει ξανά, μετά το (νέο)φιλελεύθερο πείραμα της περιόδου 1989-1993, το εκλογικό της ακροατήριο προς τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και της υπαίθρου , με αποτέλεσμα τόσο στο επίπεδο της οργάνωσης όσο και του προγραμματικού λόγου να συνυπάρχουν στοιχεία του παραδοσιακού της ακροατηρίου (προερχόμενα από τις αμιγώς αστικές και μικροαστικές τάξεις και περιοχές) όσο και των νέων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Με τη σειρά τους τα κόμματα της αριστεράς – παραδοσιακής και ανανεωτικής – αναπτύχθηκαν ιστορικά σύμφωνα με το πρότυπο του κόμματος μαζών. Βέβαια, η ελληνική πολιτική παράδοση και κουλτούρα καθώς και η ιδιαίτερη ιστορία των κομμάτων αυτών είχε ως αποτέλεσμα στη μεταπολιτευτική περίοδο να αναπτυχθούν με ιδιότυπο τρόπο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας , το οποίο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου ηγεμονεύει, πολιτικά και ιδεολογικά, στο χώρο της αριστεράς, αποπειράθηκε με ένα ιδιόμορφο τρόπο να προβληθεί ως ένα μεσαίου μεγέθους «πολυσυλλεκτικό» κόμμα συμβάλλοντας στη δημιουργία του ενιαίου «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» κατά την τριετία 1988-1991. Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη συμμετοχή του κόμματος στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη (συγκυβέρνηση με ΝΔ) και Ζολώτα (οικουμενική κυβέρνηση) και τις αλλεπάλληλες διασπάσεις (νεολαία-1989, αποχώρηση ανανεωτικής πτέρυγας-1991) το ΚΚΕ αποσύρθηκε από το «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» αρνούμενο τη μετεξέλιξη του τελευταίου σε ενιαίο κομματικό οργανισμό. Η οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση του ΚΚΕ στη δεκαετία του ’90 είχε μεν ως αποτέλεσμα τη μαζικοποίησή του στο χώρο της νεολαίας, των επαγγελματοβιοτεχνών και των εργατών σε φθίνοντες και μη ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους αλλά δεν στάθηκε δυνατό να προσεγγίσει τα επίπεδα των δεκαετιών ’80 και ’90. Η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος του ΚΚΕ διαφέρει από αυτή των πανσυλλεκτικών κομμάτων και κομμάτων – καρτέλ, που αναθέτουν τη διαδικασία σε ειδικούς τεχνοκράτες ή σε εταιρείες πολιτικής έρευνας, και προσιδιάζει περισσότερο στα ιεραρχικά και γραφειοκρατικά οργανωμένα κόμματα μαζών που έχουν έντονες ιδεολογικές αναφορές: εισήγηση – έγκριση του προγράμματος ή των τροποποιήσεών του από το Πολιτικό Γραφείο και την Κεντρική Επιτροπή και προώθηση για τελική έγκριση στο Συνέδριο του Κόμματος. Ανάλογη είναι η διαδικασία που ακολουθείται στα άλλα δύο κόμματα της σημερινής κοινοβουλευτικής αριστεράς. Βέβαια, υπάρχουν διαφορές: π.χ. στο σημερινό «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» το πρόγραμμα αποφασίζεται μετά από εισήγηση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής στο Διαρκές Συνέδριο που ενδέχεται να κληθεί εκτάκτως για το σκοπό αυτό.
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Τα ζητήματα της εργασίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Πρωθυπουργού και Προέδρου του Ε.Γ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Κώστα Σημίτη, εντάσσονται στη γενικότερη προγραμματική αντίληψη του κινήματος που προκρίνει «την πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας, "την άλλη σύγκλιση", τη μεταρρύθμιση σε κρίσιμους τομείς, όπως η Δημόσια Διοίκηση, η Παιδεία, η Υγεία, το Κοινωνικό Κράτος». Στα δε πλαίσια της «ισχυρής και δίκαιας» Ελλάδας εντάσσεται ο προγραμματισμός για «δυνατότητες απασχόλησης, νέες ευκαιρίες δημιουργίας, μια καλύτερη ζωή, προοπτική για τη νέα γενιά». Η επιλογή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Επιτροπή (ΟΝΕ) αποτελεί το πλαίσιο «προστασίας της χώρας από τους κραδασμούς της διεθνοποίησης» και μοχλό «ανάπτυξης, ταυτόχρονα στο εσωτερικό της χώρας».
Πώς όμως αντιλαμβάνεται το ΠΑ.ΣΟ.Κ. την ίδια την εργασία στο πλαίσιο αυτό; Στη συγκεκριμένη ομιλία του Πρωθυπουργού δεν διατυπώνεται σαφώς το «νέο όραμα». Η νέα αντίληψη για την εργασία αποσαφηνίζεται πολύ παραστατικά στο αναλυτικό πρόγραμμα για τη νέα τετραετία :«…πιστεύουμε ότι η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα συνδέεται αναπόσπαστα με την απόρριψη της αντίληψης που κατατέμνει τη ζωή στον κλειστό και στεγανό κύκλο: εκπαίδευση – εργασία – συνταξιοδότηση». Επίσης αναφέρεται ότι το γενικό πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. «σηματοδοτείται από μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης "ευελιξίας γνώσης" στην αγορά εργασίας και την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού με νέες κομβικές δεξιότητες, ώστε να καθίσταται ικανό να ανταπεξέρχεται στις νέες απαιτήσεις που δημιουργεί η εφαρμογή νέων τεχνολογιών σε όλο και περισσότερους τομείς της οικονομίας» .
Η κεντρική ιδέα, λοιπόν, είναι αυτή της απόρριψης του παλιότερου προτύπου ζωής που αντιστοιχούσε, σε γενικές γραμμές, στην «παλιά οικονομία» του βιομηχανικού καπιταλισμού και της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης και η αντικατάστασής της από το νέο πρότυπο της «νέας οικονομίας» που στηρίζεται στη «γνώση» και την τεχνολογία της πληροφορικής. Στο πρόγραμμα καθίσταται σαφής η ιδέα αυτή: «Η "νέα οικονομία" απαιτεί στέρεες, γενικές γνώσεις, αλλά και εξειδίκευση. Βασίζεται στο πνεύμα πρωτοβουλίας, την ευελιξία, τη δυνατότητα δημιουργικής προσαρμογής σε συνθήκες που μεταβάλλονται ραγδαία».
Με βάση την παραπάνω συλλογιστική προκύπτουν οι προτεινόμενοι κεντρικοί άξονες χάραξης της πολιτικής για την εργασία. Πρώτος άξονας είναι αυτός της ανάπτυξης: υψηλότεροι ρυθμοί, ισχυροποίηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας και της εγχώριας ζήτησης, ανάπτυξη επιχειρησιακού πνεύματος για ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τόνωση της επιχειρηματικότητας για τις μεγαλύτερες μονάδες ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους. Δεύτερος άξονας θεωρείται η επένδυση στη γνώση: κατοχύρωση του κοινωνικού δικαιώματος στην ελεύθερη πρόσβαση, αναδιάρθρωση προγραμμάτων σπουδών σε όλες τις βαθμίδες, βελτίωση εκπαιδευτικού αποτελέσματος της διδασκαλίας και της αξιολόγησης, σύνδεση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης με την αγορά εργασίας, προώθηση της δια βίου εκπαίδευσης. Τρίτος άξονας είναι η δυναμική αναπροσαρμογή της εργασίας στην κοινωνία της πληροφορίας: ένταξη της τηλεργασίας με ταυτόχρονη κατοχύρωση των εργατικών δικαιωμάτων και μεταρρύθμιση του συνολικού θεσμικού πλαισίου. Τέταρτος άξονας θεωρείται η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου συνεργασίας με το ιδιωτικό κεφάλαιο: «θέσπιση ειδικών κινήτρων και επενδύσεων για προγράμματα ανάπτυξης ανθρωπίνου δυναμικού, προώθηση της εταιρικότητας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση». Πέμπτος άξονας είναι η πρόληψη: πέρασμα από «τη λογική των επιδοτήσεων στην προληπτική δράση» στην «έγκαιρη διάγνωση των αναγκών και εξελίξεων στην αγορά εργασίας» και με «ενεργά μέτρα προώθησης της απασχόλησης, στη βάση της εξατομικευμένης προσέγγισης και της ισότητας στην πρόσβαση». Ο έκτος και τελευταίος, αλλά σημαντικότερος κατά το πρόγραμμα, άξονας είναι η διασφάλιση των ίσων ευκαιριών: καταπολέμηση κάθε μορφής διάκρισης και διαχωρισμού και ένταξη στην ενεργό ζωή των νέων, των γυναικών, των εργαζομένων μεγάλης ηλικίας, των ατόμων με ειδικές ανάγκες και ικανότητες και αποτροπή του κοινωνικού αποκλεισμού τους.
Στη συνέχεια του προγράμματος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προτείνονται διάφορα γενικά μέτρα όπως το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Απασχόληση», το «Εθνικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης», η «Ποιότητα στην επαγγελματική κατάρτιση και σύνδεση με την απασχόληση», οι «Ενέργειες υπέρ της απασχόλησης και της προστασίας των ανέργων», οι «Ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες» και οι «Ίσες ευκαιρίες για τα άτομα με ειδικές ανάγκες».
Ένας από τους στόχους του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όπως περιγράφεται στο πρόγραμμα, είναι η μετατροπή του ρόλου κράτους σε αυτόν του ευέλικτου μηχανισμού και στρατηγείου ανάπτυξης» που θα συνεργάζεται με τους «κοινωνικούς εταίρους» . Στο πλαίσιο αυτό προτείνει προς την πλευρά των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε μέτρα συμμετοχής των εργαζομένων «στο θετικό αποτέλεσμα που παράγει μια επιχείρηση»,δηλαδή «χορήγηση μετοχών / συμμετοχή στα κέρδη». Στο 35ωρο αφιερώνεται όλη κι όλη μία γραμμή: «Το 35ωρο εξακολουθεί να είναι στόχος. Συνεχίζουμε και διευρύνουμε τις πιλοτικές εφαρμογές του».
Τέλος, αναφέρεται ότι ως αποτέλεσμα της πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατά την επόμενη τετραετία, θα δημιουργηθούν, με τη βοήθεια του ΟΑΕΔ και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και χάρη στην εκταμίευση του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (15,7 τρις. Δρχ.), 300.000 νέες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας, 300.000 νέες ευκαιρίες κατάρτισης για ανέργους, 300.000 ευκαιρίες κατάρτισης που απευθύνονται σε ήδη εργαζόμενους.
ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΝΔ θεωρεί ότι «ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται στο τέλος μιας εποχής και στην αρχή μιας άλλης». Διανύουμε το πρώτο στάδιο της μεταβιομηχανικής εποχής» που είναι «το στάδιο της παγκοσμιότητας, της τεχνολογίας και της γνώσης». Χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι ότι οι εξελίξεις σε όλους τους τομείς «προσλαμβάνουν μια πρωτόγνωρη ταχύτητα» και επηρεάζονται «οι συνήθειες, οι συμπεριφορές, οι νοοτροπίες των ανθρώπων». Στα πλαίσια της προσπάθειας ένταξης στην ΟΝΕ η ΝΔ θεωρεί ότι έπρεπε να είχε καταρτιστεί «πλήρες και εφαρμόσιμο πρόγραμμα σύγκλισης» που θα είχε ως στόχο την «ταχύρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας» με αναγκαία συνθήκη την «ανακούφιση των οικονομικά ασθενέστερων» σε συνεργασία «με όλους τους κοινωνικούς εταίρους και τους φορείς». Η ΝΔ τονίζει ότι επιβάλλεται «ένα νέο ποιοτικό άλμα» ώστε να γίνει δυνατή η λύση των προβλημάτων που έρχονται από το παρελθόν και να αντιμετωπίζονται οι καινούργιοι κίνδυνοι της νέας εποχής κατά την οποία υπάρχει μια «διαρκής αναζήτηση στο χώρο του συγκεκριμένου και του αποτελεσματικού». Γι’ αυτό επισημαίνεται ότι πρέπει να υιοθετηθεί ουσιαστικά ο φιλελευθερισμός και οι βασικές αρχές του από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις.
Η ΝΔ αναγνωρίζει ότι «το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας στο ξεκίνημα του νέου αιώνα είναι η έκρηξη της ανεργίας». Η αιτία, σύμφωνα με τη ΝΔ, βρίσκεται στο ότι «η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τα ονομαστικά κριτήρια σύγκλισης» άφησε την ανεργία «να πάρει τρομακτικές διαστάσεις».
Μετά την παράθεση μιας σειράς στοιχείων, σχετικά με την οικονομική κατάσταση των εργαζόμενων και των ανέργων, στο πρόγραμμα αντιπαρατίθενται οι στόχοι της ΝΔ. Πρώτη προτεραιότητα αποδίδεται στην αντιμετώπιση του προβλήματος της απασχόλησης και στη διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία μέσα σε ένα πλαίσιο ίσων ευκαιριών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται μια πολιτική που «να προσανατολίζεται προς την οικονομική ανάπτυξη, τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και την αύξηση της απασχόλησης». Η ΝΔ στο πρόγραμμά της δεν κρύβει την αγωνία της για τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που «οδηγεί στην κοινωνία των 2/3, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών εθνικής διχοστασίας» που τη θεωρεί ως την πλέον σοβαρή απειλή της νέας εποχής. Η ΝΔ δηλώνει ότι, με την οικονομική πολιτική που προτείνει, στοχεύει «στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης». Οι άξονες του προγράμματος της ΝΔ αφορούν την προώθηση «μιας δυναμικής και ισόρροπης ανάπτυξης», την εφαρμογή ενεργητικών μορφών απασχόλησης «με έμφαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση», την άρση «των γραφειοκρατικών και φορολογικών αντικινήτρων» που δυσχεραίνουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ενίσχυση νέων δραστηριοτήτων».
Τα άμεσα μέτρα που προτείνονται είναι: η αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης, η στήριξη του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα για να σταματήσει η φυγή κυμάτων ανέργων προς τις πόλεις, η αποφασιστική ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις οποίες δημιουργούνται, σύμφωνα με τη ΝΔ, 7 στις 10 νέες θέσεις εργασίας, η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και η επέκταση της μερικής απασχόλησης, η δυναμική παρέμβαση στο πλαίσιο της Ε.Ε. για την ενίσχυση των προγραμμάτων απασχόλησης στην κατεύθυνση μιας πιο κοινωνικής και πιο ανθρώπινης Ευρώπης, η εξυγίανση του χώρου της υγείας και η αξιοποίηση του ιατρικού δυναμικού της χώρας στην κατεύθυνση μετατροπής της Ελλάδας σε κέντρο υπηρεσιών στον άνθρωπο, η εξασφάλιση των δυνατοτήτων στον τομέα της Παιδείας, η πραγματοποίηση αποτελεσματικών επενδύσεων στην εκπαίδευση, στην πληροφορική, στις νέες τεχνολογίες και στη μόρφωση.
Η ΝΔ δηλώνει ότι δεσμεύεται να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες: Αύξηση του ύψους του επιδόματος ανεργίας σε πρώτη φάση στο 60% του βασικού μισθού και παροχή πλήρους ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης όλων των ανέργων με επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, επίσπευση της οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης μέσω της φορολογικής μεταρρύθμισης, δυναμική φορολογική παρέμβαση για την ανάπτυξη και την απασχόληση μέσω της δημιουργίας τριών τεχνολογικών πάρκων για την εγκατάσταση εταιριών δημιουργίας προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πλήρης φοροαπαλλαγή των κερδών που μπορεί να διανέμουν οι επιχειρήσεις σε εργαζόμενους, διαδικασία συνδιαμόρφωση κοινών αποφάσεων για την αξιοποίηση καινοτόμων ιδεών, απελευθέρωση της αγοράς από τον κρατικό εναγκαλισμό και ιδιαίτερα απελευθέρωση των επικοινωνιών, των μεταφορών και της ηλεκτρικής ενέργειας, ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης μέσω της περιφερειακής ανάπτυξης και αξιοποίηση του περιφερειακού σκέλους του Γ΄ ΚΠΣ, θέσπιση αυξημένων επενδυτικών κινήτρων σε περιοχές με ιδιαίτερα προβλήματα και ιδιαίτερη μέριμνα για τη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα, ενίσχυση της απασχόλησης μέσω της συμμετοχής των εργαζομένων στα κέρδη των επιχειρήσεων, διεξαγωγή ευρέως κοινωνικού διαλόγου μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων (σε θέματα όπως οι ώρες εργασίας και η ελαστικότερη διευθέτησή τους, η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, η ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών για την τόνωση της απασχόλησης και η εφαρμογή προγραμμάτων κατάρτισης), εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος με αιχμές την επαγγελματική κατάρτιση και τη δια βίου εκπαίδευση, χρηματοδότηση και επιδότηση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών ώστε οι μαθητές να αποκτήσουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, διάθεση σημαντικών για προγράμματα επαγγελματικής επανακατάρτισης και διαρκούς επανεκπαίδευσης του προσωπικού (τα χορηγούμενα από την Ε.Ε. κονδύλια να κατευθύνονται αποκλειστικά στους ανέργους), οργανωτική αναδιάρθρωσης του Ο.Α.Ε.Δ., επιβολή αυστηρών ελέγχων σε ό,τι αφορά τη φύλαξη των συνόρων αλλά και την παράνομη απασχόληση λαθρομεταναστών, τόνωση της απασχόλησης μέσω της ουσιαστικής και άμεσης πληροφόρησης με τη χρήση του Διαδικτύου, θεσμοθέτηση κινήτρων εθελουσίας πρόωρης συνταξιοδότησης , γενναία στήριξη της μητρότητας σε άνεργες μητέρες που δεν διαθέτουν εναλλακτικές πηγές εισοδήματος και λήψη αυστηρών νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων κατά των γυναικών και, τέλος, ενθάρρυνση της αυτοαπασχόλησης με τη διευκόλυνση των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων.
Η παρουσίαση του προγράμματος της ΝΔ για τις βουλευτικές εκλογές 2000 δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν λαμβάναμε υπόψη το γεγονός ότι στο ψηφοδέλτιό της συμπεριλαμβάνονται ως υποψήφιοι και μέλη του κόμματος «Οι Φιλελεύθεροι» που διαθέτουν δικές τους προγραμματικές, ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με αυτές της ΝΔ.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα των Φιλελευθέρων, στις μέρες μας η ανάπτυξη της τεχνολογίας «καταργεί στην πράξη πολλά από τα παραδοσιακά φυσικά μονοπώλια και έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό τοπικών μονοπωλίων». Όπως το κεφάλαιο και η πληροφόρηση έτσι και η εργασία «γίνονται ολοένα και πιο ευέλικτα» μέσα σε ένα κλίμα εσωτερικών κοινωνικών διαφοροποιήσεων και διαρκούς αμφισβήτησης του κράτους και του ρόλου του. Η θέση των Φιλελευθέρων σχετικά με την εργασία προσδιορίζεται από την ανάγκη «να προχωρήσουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές» παρά και ενάντια στην «αντίδραση των οργανωμένων συντεχνιών και του κομματισμού» που αγωνίζονται «για τη διατήρηση του STATUS QUO και των ισχυρών κρατικοδίαιτων οικονομικών δυνάμεων». Το τρίπτυχο των αρχών τους είναι «λιγότερη κρατική παρέμβαση, περισσότερη ελευθερία και υπευθυνότητα για τους πολίτες» . Οι διαρθρωτικές αλλαγές, που υποτίθεται ότι θα εξυπηρετήσουν τους στόχους που προκύπτουν από τις αρχές αυτές, αφορούν την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων ιδίως στους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, της ανώτατης εκπαίδευσης και της υγείας. Ως αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων θα καταστεί δυνατόν να επικεντρωθεί η οικονομική πολιτική «στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, διότι οι νέες επιχειρήσεις και όχι οι παλαιές δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας» και κυρίως στους κλάδους της πληροφορικής όπου δημιουργούνται «θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης». Τονίζεται επίσης ότι δεν πρέπει οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό με χαμηλούς μισθούς και δεξιότητες αλλά «στις αυξημένες ικανότητες και δεξιότητες» που θα αποκτούν οι πολίτες από «ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα» που «θα ενισχύει την επιχειρηματικότητα». Ο ρόλος της ελεύθερης αγοράς, που υπόσχονται οι Φιλελεύθεροι, είναι καθοριστικός και στην πρότασή τους για την αναδιαμόρφωση του κοινωνικού κράτους και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Εν κατακλείδι, η κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να στοχεύει όχι στη συνεχή επιδότηση αλλά στην «μελλοντική εργασία που θα αποφέρει ικανοποιητικό μισθό».
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας υποστηρίζει στο πρόγραμμά του ότι κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα επήλθαν σημαντικές μεταβολές στην καπιταλιστική κοινωνία. «Διαμορφώθηκε ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Διαμορφώθηκαν τα μονοπώλια που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή, γεννώντας την τάση για στασιμότητα και σήψη. Η καπιταλιστική οικονομία πέρασε σε μια νέα βαθμίδα διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής. Το τραπεζικό κεφάλαιο συγχωνεύτηκε με το βιομηχανικό. Δημιουργήθηκε το χρηματιστικό κεφάλαιο και η ολιγαρχία. Απέκτησε εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίων σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Συγκροτήθηκαν διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών για το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις. Διαμορφώθηκε ο κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός (ΚΜΚ)». Με την «αντεπανάσταση» που έλαβε χώρα, κατά το ΚΚΕ, στις «σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης» ανατράπηκε ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων υπέρ των ιμπεριαλιστικών κρατών που ανταγωνίζονται για το μοίρασμα νέων αγορών προκαλώντας νέες εστίες τοπικών πολεμικών συγκρούσεων. Στα πλαίσια αυτά «η δράση των μονοπωλίων συνοδεύεται από μια πρωτόγνωρη επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, στις εργασιακές και κοινωνικές κατακτήσεις τους, καθώς και από την καταλήστευση των πηγών του πλανήτη». Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι τη δράση αυτή των μονοπωλίων, και κατά κύριο λόγο των μονοπωλίων των Η.Π.Α., στηρίζουν οι παλαιοί και νέοι υπερεθνικοί θεσμοί όπως ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ του «νέο δόγματος», ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η NAFTA και η Ε.Ε. Οι «εγχώριες ολιγαρχίες» των χωρών του δεύτερου κύκλου που συγκεντρώνονται «γύρω από τις ηγέτιδες δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος» αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο «του περιφερειάρχη και του διαμεσολαβητή, με στόχο να αναβαθμίσουν τη θέση τους και να αποσπάσουν μέρος των υπερκερδών». Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, σύμφωνα με το ΚΚΕ, είναι «η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων», η ένταση «της μεταναστευτικής έκρηξης», «η ανεργία, (…) η έλλειψη στέγης η μαύρη εργασία, η εγκληματικότητα» κ.ο.κ. Επισημαίνεται επίσης ότι «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών συμβαδίζει με την καταστροφή άλλων».
Το ΚΚΕ θεωρεί ότι «η Ελλάδα βρίσκεται σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα» και ότι «ο μονοπωλιακός καπιταλισμός στη χώρα μας αναπτύχθηκε αργότερα από ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και ενώ είχε ήδη διαμορφωθεί το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα να στηριχθεί σε σχετικά χαμηλή υλικοτεχνική βάση». Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και, ιδιαίτερα, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ «οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια κατάκτησαν νέες θέσεις, διείσδυσαν βαθύτερα και ασκούν άμεσο ρόλο σε τομείς καίριους για τη διαμόρφωση της πολιτικής συμπεριφοράς, της κοινωνικής συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού». Συνέπειες της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια αυτά, κατά το ΚΚΕ, είναι η στροφή προς τον τομέα των υπηρεσιών, η συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγικής βάσης της χώρας, η ένταση των φαινομένων χρεοκοπίας εξαγορών και συγχωνεύσεων, τα βαριά πλήγματα κατά της γεωργίας, η διεύρυνση του χάσματος που χωρίζει την Ελλάδα από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και οι δυσβάστακτες αρνητικές εξελίξεις για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, του λιγότερου κράτους και της απελευθέρωσης της αγοράς.
Το ΚΚΕ θεωρεί ότι είναι «ο δρόμος της συγκρότησης της αντιιμπεριαλιστικού δημοκρατικού μετώπου πάλης, που μπορεί να δόσει προοπτική για την εργατική τάξη, τα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και τη νεολαία» με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Το Μέτωπο, σύμφωνα με το ΚΚΕ, «πραγματοποιείται στο έδαφος του αγώνα για τα οξυμένα προβλήματα που απασχολούν το λαό και τη χώρα, της πολιτικής και ιδεολογικής αναμέτρησης με την ολιγαρχία του τόπου, τους πολύμορφους μηχανισμούς του κράτους της» κ.ο.κ. Στην αρχική φάση του Μετώπου επέρχεται «συσπείρωση κυρίως κοινωνικών δυνάμεων γύρω από αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα και στόχους, από επιμέρους μέτωπα πάλης που κινητοποιούν διάφορα τμήματα των εργαζομένων προς ένα ενιαίο ισχυρό λαϊκό ρεύμα».
Η πραγματοποίηση της συμμαχίας αυτής κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων επιτεύχθηκε, σύμφωνα με το ΚΚΕ, στις βουλευτικές εκλογές 2000, με τη συνεργασία πολιτικών παραγόντων και πολιτικών σχημάτων όπως η Κομμουνιστική Ανανέωση . Η δράση του Μετώπου, σύμφωνα με το ΚΚΕ, έχει στόχο να αντιμετωπίσει «το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας», να αγωνιστεί για την «προστασία και πραγματική αύξηση του λαϊκού εισοδήματος», να προωθήσει την «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή στους μισθούς, συντάξεις και επιδόματα», να συντονίσει την πάλη «κατά της επιβολής των νέων εργασιακών σχέσεων» για τη «μείωση των ωρών εργασίας με πλήρη διασφάλιση των οικονομικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, Ελλήνων και αλλοδαπών», για την «κατάργηση των υπερωριών», για τη «λήψη μέτρων που αντιπαλεύουν και καταργούν τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και των νέων», για την «ανάπτυξη και χρήση των νέων τεχνολογιών σε όφελος των εργαζομένων», για «μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια στους εργασιακούς χώρους», για να καθιερωθούν «θεσμοί εργατικού και λαϊκού ελέγχου», για να παρέχεται «ίση αμοιβή για ίση δουλιά ανδρών και γυναικών, νέων και αλλοδαπών εργαζομένων», για να χορηγείται «επιδότηση αόριστης διαρκείας στους άνεργους, επιδόματα στο 80% του βασικού μεροκάματου», για να υπάρχει «διασφάλιση των κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των ανέργων στη διάρκεια της ανεργίας» κ.ο.κ.
Απώτερος στόχος του ΚΚΕ είναι η σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή «η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη σε συνεργασία με τους συμμάχους της», η «κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής» και «ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός της οικονομίας». Στο σοσιαλισμό «τα επιτεύγματα της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών θα χρησιμοποιούνται για την ολόπλευρη ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και της κοινωνικής παραγωγής, για την εξασφάλιση δουλιάς σε όλους τους ικανούς προς εργασία, για τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, για την άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής και πολιτιστικής ευημερίας του λαού με βάση τη σοσιαλιστική αρχή: στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του». Μέσα στο σοσιαλιστικό καθεστώς, που στο επίπεδο οργάνωσης της κρατικής εξουσίας θα έχει τη μορφή της «δικτατορίας του προλεταριάτου», «οι μαζικές κοινωνικές οργανώσεις, ιδιαίτερα, τα εργατικά συνδικάτα, είναι οι φορείς με τους οποίους η εργατική τάξη ελέγχει το κράτος της, προστατεύεται από κινδύνους αυθαιρεσίας, γραφειοκρατίας, απόσπασης από το γενικό συμφέρον». Το ΚΚΕ, στην περίπτωση αυτή, θα παίζει το ρόλο του βασικού κόμματος εξουσίας που θα καθοδηγεί και θα ελέγχει την πορεία της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε συνεργασία με τα συνδικάτα των εργαζομένων και τους φορείς των κοινωνικών κινημάτων.
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, που στις εκλογές αυτές συμπεριέλαβε στους συνδυασμούς του υποψήφιους προερχόμενους από την Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά και τους χώρους των Οικολόγων – Εναλλακτικών και των κοινωνικών κινημάτων, τονίζει στο πρόγραμμά του ότι «αγωνίζεται για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, για την εξασφάλιση του πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου επί των διαδικασιών και των δυνάμεων της αγοράς» και ότι η Ελλάδα μπαίνει στην ΟΝΕ «με αυξημένα ποσοστά ανεργίας, με διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες, με τις περισσότερες περιφέρειες της χώρας να αποκλίνουν (…) με ένα κοινωνικό κράτος ανίκανο να στηρίζει τους κοινωνικά αδύναμους και με ένα δημόσιο χρέος, μεγαλύτερο του εθνικού εισοδήματος». Τέλος, επισημαίνει στον αναγνώστη – ψηφοφόρο ότι το πρόγραμμα σύγκλισης που πρότεινε και ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα πρόκειται να επιφέρει: «τη συνέχιση της μονομερούς λιτότητας σε βάρος των μισθών και των συντάξεων, την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την εκχώρηση του 51% των στρατηγικής σημασίας δημοσίων επιχειρήσεων στα χέρια ιδιωτών, την σε βάρος των εργαζομένων αλλαγή του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος».
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κινούμενη στο πλαίσιο αυτό, «επέλεξε το δρόμο της επίτευξης των ονομαστικών δεικτών μέσα από πολιτικές μονόπλευρης πίεσης των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και μέσα από πολιτικές που περιορίστηκαν στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερης έμπνευσης υποδείξεων των ευρωπαϊκών οικονομικών οργάνων». Απέναντι στην πολιτική στην οποία ασκεί κριτική ο ΣΥΝ αντιπροτείνει, στα πλαίσια της ΟΝΕ, «τη γενικότερη στροφή στο σχεδιασμό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με προτεραιότητες στην αντιμετώπιση της ανεργίας, την ανθεκτική οικονομία στο ανταγωνιστικό περιβάλλον, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, που θα αποτρέπει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και το κοινωνικό "ντάμπινγκ"». Προτείνεται, δηλαδή, ένα «σύνολο διαρθρωτικών αλλαγών που θα αναβαθμίζουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και θα δημιουργούν ένα ανθεκτικό κοινωνικό κράτος».
Το πρόγραμμα του ΣΥΝ έχει ως κεντρικό πυλώνα την καταπολέμηση της ανεργίας και την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Η αντιμετώπιση της ανεργίας στηρίζεται στους εξής άξονες πολιτικής: «α). Συγκεκριμένοι στόχοι και χρονοδιάγραμμα για τη μείωση της ανεργίας. β) Μέτρα και πολιτικές για την υλοποίηση των στόχων με πυρήνα την νομοθετική κατοχύρωση του 35ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών και αύξηση των θέσεων εργασίας. γ) Διπλασιασμός των πόρων που διατίθενται από το κράτος για την απασχόληση. δ) Αύξηση και χρονική επιμήκυνση της χορήγησης των επιδομάτων ανεργίας. Ειδική μέριμνα για τους νέους, μακροχρόνια και ηλικιωμένους άνεργους. ε) Ειδικές πολιτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας των γυναικών και την ισότιμη πρόσβασή τους στην απασχόληση. στ) Ενίσχυση της απασχόλησης στους τομείς του περιβάλλοντος, των κοινωνικών υπηρεσιών, της ποιότητας ζωής. ζ) Αναδιάρθρωση του συστήματος «εκπαίδευση –κατάρτιση - επανακατάρτιση» εργαζομένων και ανέργων που να συνδυάζεται με την απασχόληση».
Στα πλαίσια αυτά ο ΣΥΝ με ειδικό φυλλάδιο αλλά και με ειδική σελίδα στο site του κόμματος στο διαδίκτυο προβάλλει τις «προτάσεις νόμων για το 35ωρο, για τους ηλικιωμένους και τους μακροχρόνια ανέργους, και για την αύξηση και χρονική επιμήκυνση των επιδομάτων ανεργίας» τις οποίες υπέβαλε στην απερχόμενη Βουλή. Ειδικά για το 35ωρο προτείνεται «νομοθετική ρύθμιση πλαισίου εφαρμογής του με άμεση εφαρμογή στο Δημόσιο, ΔΕΚΟ, Τράπεζες και επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας και σταδιακή εφαρμογή του, με ειδική στήριξη στις μικρές επιχειρήσεις (…) δραστικός περιορισμός των υπερωριών και αύξηση της αμοιβής τους και κατάργηση της υπερεργασίας». Θεωρώντας ότι η συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων ελαφρύνει το δημόσιο προϋπολογισμό και, συνεπώς, είναι δυνατή η χορήγηση των «ουσιαστικών διορθωτικών αυξήσεων» σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους. Προτείνει επίσης «την κατοχύρωση ενός ικανοποιητικού ελάχιστου εισοδήματος για όλους (…) την ανασυγκρότηση του ασφαλιστικού συστήματος (…) καθιέρωση κατώτατου μισθού και κατώτατης σύνταξης» και «ειδικά μέτρα (…) για τους ημερομίσθιους εργαζόμενους». Πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτή η πολιτική; Προτείνεται η «δημιουργία ταμείου αλληλεγγύης (…) με ειδική φορολογία στις χρηματιστηριακές πράξεις, στις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας καθώς και στα υψηλά εισοδήματα».
Χρειάζεται επίσης να αναφερθεί και η ειδική θέση του ΣΥΝ σχετικά με την «ανάπτυξη κινήματος για: 1) Σταμάτημα της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων και σε άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και τομείς κοινωνικής πολιτικής. 2) Αποτελεσματικό Δημόσιο Management με πλήρη και διοικητική αυτοτέλεια. 3) Μη επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων στις ήδη μετοχοποιημένες ΔΕΚΟ και αποτροπής εκχώρησης πλειοψηφικού πακέτου τους και του Management σε ιδιώτες. 4) Ανάπτυξη και πραγματικός εκσυγχρονισμός των ΔΕΚΟ με κριτήριο τη συμβολή στη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας, στην αύξηση της απασχόλησης, στην εξυπηρέτηση των πολιτών, στην προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος και 5) Ολοκληρωμένη πολιτική ανθρώπινου δυναμικού στην κατεύθυνση της αξιοποίησης και αναβάθμισής του».
Στα πλαίσια της παρουσίασης του προγράμματος του ΣΥΝ αξίζει να αναφερθεί και η ειδικότερη παρέμβαση της Νομαρχιακής Επιτροπής Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Ασφαλιστικών Εταιρειών που με φυλλάδιό της παρουσιάζει τους υποψήφιους του κλάδου και τις θέσεις του κόμματος. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι χρειάζεται «να συνεχιστεί η ανάπτυξη του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού συστήματος (…) με απαραίτητη προϋπόθεση τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με ειδικό νόμο για τις συγχωνευθείσες και τις συγχωνευθεισόμενες Τράπεζες». Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την Εμπορική Τράπεζα για την οποία προτείνεται να συγχωνευθεί με την Εθνική Τράπεζα και άλλες σε ένα ισχυρό όμιλο κρατικού ελέγχου «ώστε να αποτελέσει πρότυπο εφαρμογής καλών εργασιακών σχέσεων και αναπτυξιακής λειτουργίας, χαμηλών τιμών προϊόντων και άριστης εξυπηρέτησης των πελατών». Επισημαίνεται ότι πρέπει «να θεσπιστούν ριζικές αλλαγές στον Προγραμματισμό, τη Διοίκηση, τη λειτουργία και τον έλεγχο των τραπεζών κρατικής ευθύνης που σήμερα λεηλατούνται από την πολιτική των πελατειακών σχέσεων» και ότι υπάρχει ανάγκη «να ιδρυθεί ενιαίος ασφαλιστικός φορέας κύριας και επικουρικής σύνταξης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα».
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα, που ιδρύθηκε στις 20 Δεκέμβρη 1995 και είναι το νεότερο από τα κόμματα που συμμετέχουν στην απερχόμενη Βουλή, είναι, σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξή του, «πολιτική κίνηση, ανοιχτή σε όλους τους Έλληνες, χωρίς κανέναν αποκλεισμό, ανεξάρτητα από προηγούμενες πολιτικές εντάξεις» . Αναλύοντας τη σημερινή κατάσταση του καπιταλισμού διαπιστώνει ότι «το έθνος είναι αυτό που πρέπει να συκοφαντηθεί, να τιθασευτεί, να εκφυλιστεί, να γίνει μουσειακό είδος, για να επιτύχει το νέο στάδιο του καπιταλισμού, τη μεταβιομηχανική εποχή» . Για την αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης το ΔΗΚΚΙ καλεί σε συσπείρωση και αγώνα τους «μη προνομιούχους» που «είναι όσοι δεν μπορούν να αντέξουν στον τύπο της μεταβιομηχανικής εποχής που το κεφάλαιο μεθοδεύει». Στη συσπείρωση αυτή εντάσσονται όσοι θεωρούν ότι η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί «προϋπόθεση για κάθε άλλη αξία εντός εθνικής κοινότητας» και «παίρνει, στην εποχή μας, το περιεχόμενο της Εθνικής Επιβίωσης και οδηγεί σε μια στρατηγική συμμαχία επιβίωσης των δυνάμεων της εργασίας με τις δυνάμεις της παραγωγής σε εθνικό επίπεδο». Αξίζει να τονιστεί ότι το ΔΗΚΚΙ προβλέπει ότι «η εθνικής κλίμακας επιχείρηση θα είναι και αυτή ο προλετάριος της μεταβιομηχανικής εποχής, αν πετύχουν τα σχέδια του διεθνούς κεφαλαίου», ο δε ρόλος του ελληνικού κράτους «θα είναι ρόλος μακρινής Νομαρχίας των Βρυξελλών» και οι εθνικές δυνάμεις θα «διεκδικούν, στην καλύτερη περίπτωση, ρόλο υπεργολάβου».
Μέσα στο πλαίσιο της πρότασης του ΔΗΚΚΙ περί «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης» πρωτεύουσα θέση κατέχει, ως προϋπόθεση, η «εθνική ομοψυχία», η οποία στηρίζεται στη «βεβαιότητα του λαού μας, ότι η δημοκρατική πολιτεία και η κοινωνία, που του προτείνουμε, δίνει θέση και ρόλους σε όλους, δείχνει στοργή προς όλους, ιδιαίτερα στους απόμαχους της εργασίας και τους πάσχοντες». Όσον αφορά τη σταθεροποίηση της «εθνικής οικονομίας», το ΔΗΚΚΙ θεωρεί ότι «θα επιδιώκεται μέσα από ανάπτυξη με κοινωνική προστασία και όχι με μείωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών». Ο αναγκαίος, κατά το ΔΗΚΚΙ, εκσυγχρονισμός που σκοπεύει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης πρέπει να στηρίζεται σε μη διαπραγματεύσιμες αρχές που είναι «η ανθρωπιά, ο σεβασμός στον άνθρωπο και η κοινωνική δικαιοσύνη». Γι’ αυτό, υποστηρίζει το ΔΗΚΚΙ, «η ανεργία αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινωνική αδικία». Το ΔΗΚΚΙ επαναφέρει την συνδιαχειριστική λογική της δεκαετίας του ’80 και της κλασικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, με αιτιολογικό την «εθνική επιβίωση» που «επιβάλλει την εθνική συνεννόηση μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων της παραγωγής, στα πλαίσια ενός αποκεντρωμένου δημοκρατικού προγραμματισμού, με τη συμμετοχή όλου του λαού, μέσα από θεσμούς λαϊκής συμμετοχής». Στη διαδικασία της ανάπτυξης αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη συμμετοχή των μαζικών κινημάτων και, ειδικά στο συνδικαλισμό που πρέπει να είναι «χειραφετημένος από κόμματα και εξαρτήσεις» και καλείται «να αναδειχτεί σε γνήσια πρωτοπορία, χαράσσοντας στρατηγική σαν αυτόνομο, δομικό στοιχείων της Δημοκρατικής Πολιτείας». Η ίδια η επιχείρηση ως θεσμός αυτής της πολιτείας, που οραματίζεται το ΔΗΚΚΙ, «θα πρέπει να αντιληφθεί, ότι ο κοινωνικός της ρόλος αποδεικνύεται μόνον με τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας» στα πλαίσια μιας «επιθετικής παραγωγικής αναπτυξιακής πολιτικής, που θα φέρει απασχόληση με κοινωνική προστασία».
Ενώ στις προγραμματικές διακηρύξεις και στις προεκλογικές ομιλίες του Προέδρου και των υποψηφίων βουλευτών του ΔΗΚΚΙ δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη λογική που πρέπει να διέπει τις εργασιακές σχέσεις αλλά και σε επιμέρους πολιτικές αντιμετώπισης της ανεργίας, πέραν της ανάγκης η (δημόσια) παιδεία «να εφοδιάζει με άριστα στελέχη την αναπτυξιακή προσπάθεια κυρίως στους τομείς που δίνεται η μάχη», εν τούτοις, σε αντίθεση με τη ΝΔ και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που δεν έχουν ιδιαίτερα συγκεκριμένες αναφορές, στον τομέα του ασφαλιστικού το ΔΗΚΚΙ έχει συγκεκριμένες προτάσεις που πηγάζουν από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική λογική : «καμία αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γιατί κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην αύξηση της ανεργίας», «καμία αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, εργαζομένων και εργοδοτών», «θεσμοθέτηση της τριμερούς συμμετοχής κράτους – εργαζομένων – εργοδοτών στις δαπάνες του ασφαλιστικού συστήματος, κατά 1/3 για κάθε μέρος», «εκσυγχρονισμός, αναδιάρθρωση και ενίσχυση των αρμόδιων υπηρεσιών της Πολιτείας, με το απαιτούμενο κατάλληλο προσωπικό, αλλά και τεχνολογικό εξοπλισμό», «είσπραξη των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ληξιπρόθεσμων χρεών των μεγαλοφειλετών προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία» και, τέλος, «προγραμματισμένη και ελεγχόμενη υποδοχή οικονομικών μεταναστών, για τους οποίους θα ισχύει ασφαλιστικά, ό,τι και για τους Έλληνες εργαζομένους».
Αυτά τα αιτήματα θα μπορούν να γίνουν πράξη, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΔΗΚΚΙ, όταν υπάρξει «αλλαγή προσανατολισμού και περιεχομένου της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, ώστε να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση είναι ο πιο πρόσφατα δημιουργημένος πολιτικός κομματικός οργανισμός. Συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία ομάδας πολιτών γύρω από το πάλαι ποτέ μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Κ.Ε. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Μιχάλη Χαραλαμπίδη . Το ελληνικό ιστορικό πρόβλημα, σύμφωνα με το πρόγραμμα του κόμματος, είναι η «απουσία της πολιτικής στις μεγάλες της διαστάσεις, της πολιτικής ως πρόβλεψη και σχέδιο». Με βάση αυτή την κεντρική θέση, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. κατάρτισε ένα πρόγραμμα για μια διαφορετική οργάνωση της Ελληνικής κοινωνίας, η οποία σήμερα «στις αρχές του νέου αιώνα αντιμετωπίζει κρίση εθνικής κυριαρχίας στον τόπο όπου γεννήθηκε ιστορικά». Απόδειξη του ολοένα και συρρικνούμενου ρόλου του ελληνισμού, θεωρείται από τη ΔΗ.ΠΕ.Ν., η συνεχής μείωση του αριθμού των προϊόντων «που παράγονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα». Στη μεταπολιτευτική περίοδο κυριάρχησαν πολιτικά κόμματα που σήμερα «δεν έχουν τη μορφή αυτού που ονομάστηκε πολιτικό κίνημα και πολιτικό κόμμα. Πρόκειται για μη-κόμματα. Αποτελούν και αντιπροσωπεύουν ένα στρώμα που κινείται ανάμεσα στο κράτος, τα λόμπι και τα λεγόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η αιχμαλωσία αυτή της πολιτικής βάζει σε κρίση τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα (…) αντί για τους συνταγματικούς κανόνες καθορίζει την πολιτική ζωή και την οικονομία ένα αδιαφανές, σιωπηλό και κρυφό σύνταγμα».
Εκείνο που χρειάζεται, κατά τη ΔΗ.ΠΕ.Ν., είναι η «έναρξη μιας διαδικασίας που θα αποκαταστήσει, με την επανακατοίκηση της ελληνικής περιφέρειας , την αρμονία του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού, χωροταξικού, πολεοδομικού, φυσικού σώματος». Η ΔΗ.ΠΕ.Ν. υποστηρίζει ότι πρέπει να στηριχτεί η τάση «που παρατηρείται ειδικά στους νέους ανθρώπους για μια νέα, γόνιμη, απελευθερωμένη και δημιουργική σχέση με την εργασία που τροφοδοτεί μια έννοια ζωής, ανθρώπινης ύπαρξης και ολοκλήρωσης. Σε σύγκρουση με τη μέχρι σήμερα παθητική στάση του βολέματος».
Στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση η ΔΗ.ΠΕ.Ν. αντιπαραθέτει την «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω», τη δημιουργία «των θεσμών μιας παγκόσμιας κοινωνικής και οικονομικής διακυβέρνησης για μια Κοσμοπολιτική Οικουμενική Δημοκρατία» που θα δημιουργήσει ένα «νέο νομισματικό και χρηματιστικό καθεστώς που θα στηρίζεται στην αρχή της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής επί των χρηματιστηριακών αγορών, τη θεσμοθέτηση κανόνων, όρων και ρυθμίσεων». Στα πλαίσια αυτά, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. θεωρεί ότι με τις προτάσεις της για την θεσμική και γεωγραφική «περιφερειακότητα» και την «πολυκεντρικότητα» αναδεικνύεται και τροφοδοτείται η αναπτυξιακή διάσταση. Έτσι, θα αναγεννηθούν «τα τοπικά και περιφερειακά παραγωγικά συστήματα που αποδιαρθρώθηκαν και εξαφανίστηκαν τις δεκαετίες του συγκεντρωτισμού», η εθνική οικονομία «θα αποτελεί σύνθεση των περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων που σήμερα είναι αδύναμα και συρρικνωμένα» και τα οποία «θα εξελιχθούν σε σύγχρονα συστήματα και προϊόντα δια μέσου της σύνδεσής τους με την κωδικοποιημένη γνώση των συστημάτων εκπαίδευσης, των πανεπιστημίων, των Πόλων Τεχνολογίας, των Περιφερειακών Κέντρων Έρευνας». Κατά τη ΔΗ.ΠΕ.Ν., «το πλούσιο θεσμικά, ανθρώπινο, επιστημονικό και τεχνολογικό περιβάλλον της κάθε περιφέρειας θα αποτελεί ένα βασικό θεμέλιο της ανάπτυξής της» και «θα δημιουργεί προϋποθέσεις έλξης και διαρκούς παραμονής μονάδων και επιχειρήσεων σε αυτήν». Για κάθε περιφέρεια, η «ιστορική πολιτισμική συνείδησή» της αποτελεί «το μεγαλύτερο εφόδιο, το μεγαλύτερο κεφάλαιο για την παραγωγική, δημογραφική και πολιτική ολοκλήρωση».
Τοποθετώντας σε ένα τέτοιο προγραμματικό πλαίσιο το θεμελιώδες πεδίο της κοινωνικής εξέλιξης, δηλαδή την οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής και της σχέσης τους με τη γνώση, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. τονίζει ότι «η γνώση, το πνεύμα αποτελεί την κυρίαρχη σήμερα μορφή κεφαλαίου». Απορρίπτοντας το Φορντισμό και τον Ταιηλορισμό ως ξεπερασμένα συστήματα εργασίας, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. θεωρεί ότι με τη συμβολή των νέων τεχνολογιών δημιουργούνται «συνθήκες αναζήτησης, επανακατάκτησης από τον άνθρωπο των γνώσεων και του ελέγχου των διαδικασιών παραγωγής των προϊόντων». Προτείνει τη ρύθμιση των μετασχηματισμών αυτών μέσω κοινωνικών «αντιπροσωπευτικών, αυτοκυβερνητικών και αυτοδιαχειριστικών θεσμών» ώστε να αρχίσει περίοδος «απελευθέρωσης της εργασίας και του ανθρώπου». Αυτές «οι διαδικασίες αποκέντρωσης της παραγωγής αποτελούν τη βάση για την επανεμφάνιση των νέων δημιουργών, μαστόρων με νέες σύγχρονες μορφές». Η οργάνωση αυτού του τύπου παραγωγής «θα στοχεύει στην παραγωγή προσωποποιημένων προϊόντων ποιότητας» που για την Ελλάδα αποκτούν ζωτική σημασία στο βαθμό που γίνεται δυνατή «η ανάκτηση της ιστορικής εθνικής παραγωγικής μνήμης, που χαρακτηριζόταν από την ποιότητα» ώστε να «συμβάλλει στην ανάκτηση της ανθρωπολογίας» η οποία «υπέστη μεγάλες αλλοιώσεις τις τελευταίες δεκαετίες».
Η σχέση των πολιτών με την εργασία και τη γνώση «θα στηρίζεται στην εκπαίδευση όλων των πολιτών, στη συνάντηση – ταύτιση των στιγμών γνώσης και εργασίας, στην εναλλαγή των περιόδων εργασίας και εκπαίδευσης, στη συνεχή δια βίου εκπαίδευση».
Μέσα στο πλαίσιο αυτό «η κινητικότητα, η ελαστικότητα στην εργασία που προκαλείται δια μέσου των αλλαγών στην τεχνολογία θα κυβερνάται σε μία προοπτική εγγυημένης επιμόρφωσης, επανεκπαίδευσης, ολοκλήρωσης των εργαζομένων, των δημιουργών και όχι στην περιθωριοποίηση και αποκλεισμό τους». Οι εργαζόμενοι θα «εμβαθύνουν στη γνώση και την εργασία», θα έχουν «διαρκή, πλήρη απασχόληση στους τομείς παραγωγής και αναπαραγωγής του ελεύθερου χρόνου και όχι ανεργία, πλήξη και καταναλωτική αλλοτρίωση».
ΕΞΩΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
1. ΜΕΤΩΠΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Η σημαντικότερη δύναμη του Μετώπου Ριζοσπαστικής Αριστεράς , το Νέο Αριστερό Ρεύμα ,συγκροτήθηκε το 1990, αρχικά ως οργάνωση των διαφωνούντων της ΚΝΕ και του ΚΚΕ μετά τη συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και την οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα και κατόπιν συσπείρωσε στις γραμμές του αρκετούς ανένταχτους αριστερούς. Το ΝΑΡ αναφέρει στην «Εκλογική Διακήρυξη» ότι βουλευτικές εκλογές στις 9 Απριλίου είναι μια κρίσιμη πολιτική μάχη που φέρνει επί τάπητος την ανάγκη για ‘εφ’ όλης της ύλης’ απαντήσεις στα προβλήματα του καιρού μας» και ότι «κάτω από τη σημαία της OΝΕ, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις ετοιμάζουν νέες σταυροφορίες εναντίον των ιστορικών κατακτήσεων και των σημερινών αναγκών των εργαζομένων και της νεολαίας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής» και ότι πρόκειται για μια μάχη με μακροπρόθεσμο, στρατηγικό ορίζοντα, για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού πολιτικού πόλου της ανεξάρτητης, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ενός νέου κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος, ικανού να κερδίσει πολλά διεκδικώντας τα πάντα». Ανεξάρτητα από το αν θα νικήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή η ΝΔ, τονίζει πώς είναι αναπόφευκτο ότι θα επέλθουν τα ακόλουθα: «η εκθεμελίωση του συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η λεγόμενη ‘απελευθέρωση της αγοράς εργασίας’ που μεταφράζεται σε απολύσεις χωρίς φραγμούς, ελαστικά ωράρια χωρίς όρια, γενίκευση της προσωρινής και της εποχιακής απασχόλησης με μισθούς πείνας, η ιδιωτικοποίηση του OΤΕ, της ΔΕΗ και των Τραπεζών, η βίαιη αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, που θα στείλει στις πόλεις στρατιές ξεκληρισμένων αγροτών, και η διαρκής κατάψυξη των μισθών, αποτελούν βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, τον ‘ακάνθινο στέφανο’ της OΝΕ που θα κληθούν να φορέσουν τα λαϊκά στρώματα». Τονίζεται επίσης ότι «ποτέ στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, η εργατική τάξη δεν παρήγαγε τόσο πλούτο, ικανό να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή, ελεύθερη από τα δεσμά της ανέχειας, της ανασφάλειας και της καταπίεσης, στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού». Αλλά και «ποτέ η ανισότητα στη ζωή και στο θάνατο δεν ήταν τόσο κραυγαλέα, τόσο βάρβαρη, τόσο προκλητική για κάθε έννοια πολιτισμού, όσο είναι σήμερα».
Ως λύση προτείνεται η δημιουργία «ενός νέου εργατικού κινήματος». Αυτό το κίνημα έχει, κατά τους συντάκτες της διακήρυξης, ήδη αρχίσει να συγκροτείται: «Μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, η κερδισμένη ‘μάχη του Σιάτλ’ έφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητα ενός νέου αντικαπιταλιστικού συνασπισμού των εργατών, της επιστημονικοτεχνικής διανόησης και της νεολαίας του αναπτυγμένου Βορρά, των προλετάριων του Τρίτου Κόσμου και του διεθνούς οικολογικού κινήματος. Oλοένα και πιο καθαρά, ολοένα και πιο μόνιμα, η ‘παγκοσμιοποίηση’ της εκμετάλλευσης σέρνει μαζί της, σαν δυσοίωνη σκιά από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, τη διεθνοποίηση της ταξικής πάλης. Ακόμα και στις παγωμένες κορφές των ελβετικών Άλπεων, στο Νταβός». Στη διακήρυξη τονίζεται επίσης ότι τόσο το ΝΑΡ όσο και το ΜΕ.Ρ.Α. θα επιχειρήσουν να συμβάλλουν «στην επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής με την πεποίθηση ότι η χειραφέτηση των εργαζομένων είτε θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων είτε δεν θα υπάρξει καθόλου».
Το σύνθημα του κομματικού αυτού φορέα είναι: «Για μια νέα ζωή, σε μια Εργατική Δημοκρατία». Το γεγονός ότι οραματίζεται το κόμμα αυτό μια μελλοντική κοινωνία τέτοιου τύπου δεν σημαίνει, όπως τονίζει, δραπέτευση «από το σκληρό παρόν και τα αγωνιώδη προβλήματα επιβίωσης του λαού και της νεολαίας» και δεν υποτιμάται «η σημασία, έστω μικρών αλλά χειροπιαστών, κατακτήσεων της εργατικής πάλης προς όφελος της ενότητας, της αυτοπεποίθησης, της αυτοπεποίθησης και της μαχητικής ικανότητας του λαϊκού κινήματος». Η εργατική πάλη, για την οποία κάνει λόγο η διακήρυξη, πρέπει να ενταχτεί σήμερα «[σ]την πολιτική του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου» που δεν θα είναι «σημαία ευκαιρίας για τις εκλογικές ανάγκες της στιγμής» αλλά θα είναι «στην κατεύθυνση της απόκρουσης, ρήξης και ανατροπής της καπιταλιστικής επίθεσης και των όποιων κυβερνητικών διαχειριστών της, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πολέμου και της NATOϊκής Νέας Τάξης» και θα μπορεί «να επιβάλλει κατακτήσεις και να συγκεντρώνει τις πιο ζωντανές, κριτικές και μαχόμενες δυνάμεις του λαού και της νεολαίας για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική δημοκρατία».
Τα αιτήματα που προωθούνται για διεκδίκηση έχουν ως εξής: «Διεκδικούμε την επιστροφή των «λαφύρων» από την τελευταία δεκαπενταετία της διαρκούς ληστείας των εργαζομένων. Πενθήμερη εργασία τριάντα ωρών, με σταθερό ωράριο (έξι ώρες την ημέρα), χωρίς ελαστική εργασία και ατομικές συμβάσεις, με αυξήσεις αποδοχών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να ζούμε αξιοπρεπώς με ένα μισθό. Επίδομα ανεργίας ίσο με το βασικό μισθό και εργατικό βέτο στις απολύσεις (…)Απαιτούμε την πλήρη κοινωνική και ιατροφαρμακευτική ασφάλιση όλων των εργαζομένων και των ανέργων, Ελλήνων και ξένων, και την κατάργηση της συνεισφοράς των εργαζομένων στην ασφάλισή τους. Μείωση των ορίων συνταξιοδότησης. Απαλλαγή των χαμηλόμισθων μισθοσυντήρητων από τη φορολογία και δραστική αύξηση των φόρων εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας και κατανάλωσης για τα προνομιούχα στρώματα, φορολόγηση κάθε χρηματιστηριακής συναλλαγής, κατάργηση της έμμεσης φορολογίας στα είδη πρώτης ανάγκης. Δήμευση της περιουσίας των καπιταλιστών που φοροδιαφεύγουν (…) Τασσόμαστε υπέρ της πλήρους κοινωνικοποίησης της ενέργειας, του ορυκτού πλούτου, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, των τραπεζών, της Χημικής Βιομηχανίας, των πετρελαιοειδών, της Παιδείας, της Υγείας, της Ναυτιλίας και άλλων κλάδων στρατηγικής σημασίας για τη ζωή των εργαζομένων και τη λειτουργία τους υπό καθεστώς εργατικής διεύθυνσης και κοινωνικού ελέγχου. Ζητάμε την καθιέρωση ουσιαστικού εργατικού ελέγχου στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας».
2. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (μαρξιστικό-λενινιστικό)
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό-λενινιστικό) δημιουργήθηκε το 1976 ως αποτέλεσμα της διάσπασης της μαοϊκής Οργάνωσης Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ). Παρά τις αλλεπάλληλες διασπάσεις που έχει υποστεί διατηρεί μια μικρή οργάνωση έτοιμη για δράση τόσο σε προεκλογικές περιόδους όσο και στη διάρκεια αγωνιστικών κινητοποιήσεων. Η ιδεολογική του αναφορά είναι ο «μαρξισμός-λενινισμός», όπως κωδικοποιήθηκε σε γενικές γραμμές στην εποχή του σταλινισμού. Στηριγμένο στις αναλύσεις περί «κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού» το ΚΚΕ (μ-λ) θεωρεί ότι «ζούμε στην εποχή της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στον κόσμο της δουλειάς, της επέλασης της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας ενάντια στους λαούς σε παγκόσμια κλίμακα, της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών με αντικείμενο μια νέα διανομή του κόσμου, της έξαρσης της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία» . Στο πλαίσιο αυτό «στόχος της επίθεσης είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων μαζών μέσα από την πλήρη συμμόρφωσή τους στους όρους του κεφαλαίου», η «καθυπόταξή τους μέσα από τη διάλυση κάθε δυνατότητας οργανωμένης αντίστασης, η αφαίρεση και ο ευνουχισμός κάθε δικαιώματος και στα όρια της μετατροπής των εργαζομένων μαζών σε σύγχρονους δουλοπάροικους του νέου καπιταλιστικού μεσαίωνα».
Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη που, κατά το ΚΚΕ (μ-λ) είναι εκμεταλλεύτρια τάξη και ταυτόχρονα έχει μεταπρατικό εμπορομεσιτικό χαρακτήρα επιδιώκει με την ένταξη στην ΟΝΕ και την προσαρμογή στις επιταγές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ να διασφαλίσει «την κυριαρχία της πάνω στην εργατική τάξη, το λαό και τη χώρα». Το πολιτικό προσωπικό του ΠΑ.ΣΟ.Κ., της Ν.Δ. και άλλων συγγενών κομμάτων που παίζουν το ρόλο «οργάνων του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου αναλαμβάνει δράση «αναπτύσσοντας και κλιμακώνοντας την επίθεση ενάντια στις εργαζόμενες μάζες και για λογαριασμό του κεφαλαίου», με τις «πολιτικές λιτότητας και τη συνεχή μείωση των αμοιβών και συνολικά του εισοδήματος των εργαζομένων, με τις απολύσεις, τη θεσμοποίηση της ανεργίας, το χτύπημα του δικαιώματος στη δουλειά, με την προώθηση ‘νέων σχέσεων’ εργασίας, τα ελαστικά ωράρια και τους ‘απασχολήσιμους’ που θεσμοθετούν τη μετατροπή των εργαζομένων σε αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούνται ή να ‘αποσύρονται’ κατά τη βούληση και τα συμφέροντα της εργοδοσίας, με το χτύπημα των δικαιωμάτων περίθαλψης και ασφάλισης και την παράδοση των αντίστοιχων πεδίων στην αδηφάγα κερδοσκοπική διάθεση του κεφαλαίου».
Απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου και των πολιτικών του το ΚΚΕ (μ-λ) δεν αντιτάσσει πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων των εργαζομένων και της εργατικής τάξης μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αντιθέτως, προτάσσει ένα «διεθνές μέτωπο πάλης των λαών» το οποίο «θα στηρίζεται στην τεράστια πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων της γης», θα «χαρακτηρίζεται από την ιδεολογία της απόλυτης άρνησης ενός συστήματος που στηρίζεται και εκφράζει την εκφράζει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την καταπίεση και τον πόλεμο» και θα «καθοδηγείται από την κατεύθυνση της ασυμβίβαστης πάλης και της ανατροπής της κυριαρχίας του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος». Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων για τη βελτίωση της θέσης τους εντάσσονται στα πλαίσια μιας τέτοιας προοπτικής.
3. ΕΝΩΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ! Μ-Λ ΚΚΕ
Ο ενωτικός αυτός συνδυασμός περιλαμβάνει δύο οργανώσεις της «μαοϊκής» αριστεράς που προέκυψαν και αυτές μετά από τη διάσπαση της ΟΜΛΕ. Συγκεκριμένα, άμεσα από την ΟΜΛΕ, εκτός του ΚΚΕ (μ-λ), προέκυψε το Μαρξιστικό-Λενινιστικό ΚΚΕ . Μετά τις εκλογές του 1981 και την αποτυχία της «Κίνησης για μια Επαναστατική Αριστερά» να πραγματοποιήσει μια αξιοπρεπή καταγραφή ενός «αριστερού πόλου» πέρα από το ΚΚΕ και το ΚΚΕ (εσωτ.) πραγματοποιήθηκε συνέδριο του ΚΚΕ (μ-λ) που δεν είχε θετική κατάληξη. Από το συνέδριο αυτό προέκυψαν τρεις, ισοδύναμες αρχικά, οργανώσεις: ΚΚΕ (μ-λ) με την εφημερίδα Αριστερή Πολιτική και δυνάμεις κυρίως στην Αθήνα, ΚΚΕ (μ-λ) με την εφημερίδα Προλεταριακή Σημαία και δυνάμεις κυρίως στη Θεσσαλονίκη και, τέλος, η εκδοτική ομάδα «Α/Συνέχεια». Το ΚΚΕ (μ-λ) – Αριστερή Πολιτική δεν υπάρχει πλέον και η «Α/Συνέχεια» εξελίχθηκε σε πολιτική οργάνωση και εκδίδει τη μηνιαία εφημερίδα Αριστερά! και την τριμηνιαία επιθεώρηση Α/Συνέχεια. Οι δύο οργανώσεις Μ-Λ ΚΚΕ και «Α/Συνέχεια» έχοντας δράσει από κοινού στο αντιπολεμικό κίνημα το 1999 και στις εργατικές κινητοποιήσεις της ίδιας χρονιάς αποφάσισαν την κάθοδό τους στις βουλευτικές εκλογές 2000.
Στην εκλογική διακήρυξη του συνδυασμού αναφέρεται ότι «φιλοδοξεί να θέσει τις βάσεις ενός νέου κύκλου διεργασιών και αγώνων που θα ανασυγκροτούν την κομμουνιστική Αριστερά, σε αντιπαράθεση με τη συμβιβαστική πολιτική των ρεφορμιστικών κομμάτων που τόση ζημιά προξένησαν στο αριστερό κίνημα» καθώς και «να διαμoρφώσει τoυς όρoυς πoυ θα επιτρέψoυν στo κίνημα να μάχεται και να συγκρoύεται με την πoλιτική της αστικής τάξης και τoυ ιμπεριαλισμoύ, να έχει την ικανότητα να κινητoπoιεί και να εμπνέει όλo και περισσότερoυς αγωνιστές στη χώρα μας, να κατoρθώνει να δίνει διέξoδo στη δυσαρέσκεια και βήμα - βήμα να ξαναχτίζει την εμπιστoσύνη των λαϊκών μαζών στo δρόμo τoυ αγώνα». Ο συνδυασμός απευθύνει έκκληση στους οποαδούς της «πραγματικής αριστεράς» για εκλογική συστράτευση αλλά και «τους λαούς, τα κινήματα, τους σκεπτόμενους ανθρώπους» σε καθημερινή κινητοποίηση ενάντια στο δρόμο «της παγκοσμιοποίησης, του ‘αποφασίζομεν και διατάσσομεν’ των 200 πολυεθνικών, των 3-4 βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών, των διεθνών οικονομικών, πολιτικών και πληροφοριακών χωροφυλάκων». Τονίζεται ότι «η ΟΝΕ και τo ΕΥΡΩ σε συνδυασμό με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, τις συγχωνεύσεις και τις εξαγoρές των επιχειρήσεων, την ‘απελευθέρωση των αγoρών’ και τις ιδιωτικoπoιήσεις, oδήγησαν στην κατεδάφιση τoυ κράτoυς πρόνoιας (δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία και κoινωνική ασφάλιση), στην εκτίναξη της ανεργίας, στoν πoλλαπλασιασμό της φτώχειας, στην αύξηση τoυ χρόνoυ εργασίας (όταν υπάρχει) για μια στoιχειώδη επιβίωση. Η κoινωνία των 2/3 είναι ήδη πραγματικότητα, μόνo πoυ τα 2/3 και όχι τo 1/3 βρίσκεται στην κατάσταση πoυ αναφέραμε και πoυ πρέπει ακόμη κι άλλo να χειρoτερεύσει για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των κερδών των πoλυεθνικών. Αυτή είναι η αλήθεια για τoν δήθεν παράδεισo πoυ μας τάζoυν. Στη χώρα μας oι συνέπειες είναι ακόμη βαρύτερες μια και η επίτευξη τoυ ‘εθνικoύ στόχoυ’ της, έχει σαν απoτέλεσμα εκτός από τη φτώχεια, την ανεργία και τη διάλυση κάθε ίχνoυς κράτoυς πρόνoιας, την απoβιoμηχάνιση και τη διάλυση τoυ παραγωγικoύ ιστoύ της χώρας, την ερήμωση της υπαίθρoυ, την εξόντωση των μικρών επαγγελματιών. Η ένταξη στην ΟΝΕ είναι ένας ακόμη σταθμός στην ατελείωτη πoρεία πρoς την oικoνoμική και κoινωνική περιθωριoπoίηση χιλιάδων ανθρώπων της δoυλειάς, για να εξασφαλίζoνται τα υπερκέρδη μιας μικρής μειoψηφίας και των μονοπωλίων πoυ βρίσκoνται πίσω τους». Τέλος, προτείνεται ένα πρόγραμμα πάλης που περιλαμβάνει τους εξής στόχους για τους εργαζόμενους: «Να αντισταθoύμε στην αντιδραστική πoλιτική πoυ απoρρίπτει και περιθωριoπoιεί oλόκληρα κoμμάτια των εργαζoμένων από την παραγωγή και τη ζωή. Κάτω η αντεργατική πoλιτική. Ενιαίoς, μαζικός, απoφασιστικός αγώνας: Ενάντια στην κατάπνιξη και τo ξεθεμελίωμα των εργατικών δικαιωμάτων, την ανατρoπή των εργασιακών σχέσεων, την κατεδάφιση της κoινωνικής ασφάλισης, της υγείας, της πρόνoιας, ενάντια στις ιδιωτικoπoιήσεις. Όχι στo συνδικαλισμό της υπoταγής - Συνδικάτα ταξικά. Όχι στις νέες ευλύγιστες - εκμεταλλευτικές εργασιακές σχέσεις. Όχι στις συμφωνίες εργασιακής ειρήνης, συμφωνίες υπoταγής των εργαζoμένων. Όχι στα τoπικά σύμφωνα απασχόλησης. Ενάντια στις απoλύσεις, την κρατική και εργoδoτική τρoμoκρατία. Ενάντια στην ανεργία και την εξαθλίωση, δoυλειά για όλoυς. Να καταργηθoύν όλoι oι αντεργατικoί νόμoι και διατάξεις. Πραγματικές αυξήσεις σε μισθoύς, συντάξεις και στα επιδόματα των ανέργων. Πλήρης δωρεάν δημόσια ιατρoφαρμακευτική περίθαλψη για όλo τo λαό. Να υπερασπίσoυμε τα δικαιώματα των μεταναστών κόντρα στo ρατσισμό και την ξενoφoβία. Ίσα δικαιώματα για όλoυς τoυς ξένoυς εργάτες - Νoμιμoπoίηση όλων των μεταναστών. Όχι στην αστυνόμευση και την κoρoϊδία μέσω της άσπρης και πράσινης κάρτας. Άδεια παραμoνής και άδεια εργασίας σε όλoυς τoυς ξένoυς μετανάστες. Δωρεάν ιατρoφαρμακευτική περίθαλψη για τoυς μετανάστες και αλλoδαπoύς. Μόνo ένα ενιαίo μέτωπo εργαζoμένων, αγρoτών, ανέργων, μεταναστών μπoρεί να εναντιωθεί απoφασιστικά και απoτελεσματικά στo εφιαλτικό μέλλoν πoυ πρoετoιμάζoυν για τo λαό κυβέρνηση -κεφάλαιo - ΕΕ.»
ΑΚΡΑ ΔΕΞΙΑ
1. ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ
Το ψηφοδέλτιο αυτό αποτελεί συμμαχία ακροδεξιών οργανώσεων και παραγόντων που «έρχεται να σηματοδοτήσει την εξέλιξη του πατριωτικού χώρου και να του δώσει αυτό που τόσα χρόνια του έλλειπε, την Οργάνωση» με στόχο «την αντιμετώπιση της κρίσης που πλήττει τη χώρα σε όλους τους τομείς». Η κύρια απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα, κατά το συνδυασμό, είναι η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με την αύξηση της παρουσίας λαθρομεταναστών που «προξενεί μη αναστρέψιμα προβλήματα». Λύση που προτείνει ο συνδυασμός είναι η «απέλαση των λαθρομεταναστών» γιατί προκαλείται «περαιτέρω έξαρση της εγκληματικότητας, της ανεργίας, της ανασφαλείας (…) αλλοίωση της δημογραφικής συστάσεως του Ελληνισμού (…) αποσάρθρωση της ελληνικής ταυτότητας και του Ελληνικού Πολιτισμού» . Εκτός από την πρόταση για απέλαση των λαθρομεταναστών και τη χάραξη «ορθολογικής μεταναστευτικής πολιτικής» για την αντιμετώπιση της ανεργίας μεταξύ των Ελλήνων ο συνδυασμός αγωνίζεται «για την δημιουργία μιας επιθετικής οικονομίας προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του γεωπολιτικού μας χώρου, που θα επιτρέψει στους Έλληνες να ξαναζήσουν ως μέλη ενός έθνους κυριάρχων και ηγετών», για «την απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τον ασφυκτικό έλεγχό της από το Κράτος, για «την κατάργηση των συνθηκών του Σένγκεν και του Μάαστριχτ» και για την κατάργηση των οικονομικών προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων».
2. ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Η «Εθνική Συμμαχία» είναι το κόμμα των «καθαρόαιμων» χουντικών υπό την ηγεσία του Γρ. Μιχαλόπουλου, ιδιοκτήτη της εφημερίδας Ελεύθερη Ώρα και του τηλεοπτικού σταθμού Τηλετώρα. Υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο αυτό είναι και νεοναζιστές της οργάνωσης «Χρυσή Αυγή». Το κεντρικό σύνθημα του συνδυασμού είναι: «Όχι στην αλλοίωση του εθνικού πληθυσμιακού στοιχείου» . Με βάση αυτή τη θέση συγκροτείται, όπως και στην περίπτωση της «Πρώτης Γραμμής», το στοιχειώδες πρόγραμμα του συνδυασμού και το οποίο περιγράφεται καθαρά από τη «Χρυσή Αυγή» . Σχετικά με το ζήτημα της εργασίας αναφέρονται τα εξής: «Άμεση εφαρμογή των νόμων για απέλαση όλων των λαθρομεταναστών που οδηγούν τους Έλληνες στην ανεργία, αυξάνουν την εγκληματικότητα και οδηγούν τα ασφαλιστικά ταμεία στη χρεοκοπία (…) δίωξη των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα ξένους εργαζόμενους.» Σύμφωνα με τη «Χρυσή Αυγή», τα «φτηνά εργατικά χέρια των εγχρώμων, και η παραοικονομία, εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Έξω τώρα όλοι οι ξένοι. Ανάπτυξη των παραδοσιακών τομέων της Ελληνικής Οικονομίας (γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία και σχετικές βιομηχανίες, τουρισμός, πολιτισμός). Προστασία των ανέργων, ταχύρρυθμη επανένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία. Επιδόματα και δουλειά με κοινωνική ευαισθησία. Η εργασία είναι δικαίωμα και υποχρέωση όλων των Ελλήνων».
Κριτήρια αξιολόγησης
Η αξιολόγηση των προγραμμάτων των κομμάτων σχετικά με το θέμα της εργασίας πρέπει να γίνει με βάση ορισμένα κριτήρια που να σχετίζονται με τη γενικότερη ιδεολογική τοποθέτησή τους και την προσπάθεια σύλληψης της κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας στη σημερινή συγκυρία ώστε να σταθεί δυνατή η καταγραφή και κατάταξή τους. Η σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, στην ομάδα των οποίων ανήκει πλέον και η Ελλάδα, οδηγεί στην αναδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων και του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Ποια είναι, όμως, σε γενικές γραμμές, αυτή η πραγματικότητα και με ποιους τρόπους εκφράζονται οι κοινωνικές μεταβολές στο κομματικό σύστημα;
Το κεντρικό σύνθημα του νέου ΠΑ.ΣΟ.Κ επί προεδρίας Κ. Σημίτη είναι ο «εκσυγχρονισμός». Το διακύβευμα της στρατηγικής αυτής επιλογής αφορά ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που αναφέρονται στο στόχο της αλλαγής του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι πολιτικοί στόχοι του εκσυγχρονισμού είναι η ενίσχυση της πολιτικής θέσης των διοικήσεων σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του Δημοσίου και η εξαίρεση του κράτους από το πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Οι μεταρρυθμίσεις που εξυπηρετούν την επίτευξη των δύο αυτών στόχων είναι οι εξής: όσον αφορά τον πρώτο στόχο, αλλαγή νομικού καθεστώτος, ανατροπή εργασιακών σχέσεων, περιορισμένες ιδιωτικοποιήσεις και όσον αφορά το δεύτερο, θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων, αυτόνομο σώμα προσλήψεων, κατάργηση αναχρονιστικών διαδικασιών πρόσληψης, μη πολιτικά διοριζόμενες διοικήσεις σε Δ.Ε. και οργανισμούς, επανίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατάργηση προνομίων.
Το «νέο ΠΑ.ΣΟ.Κ.» ορίζει ως «εκσυγχρονισμό» της αντίληψης για την εργασία την «ευελιξία» και την «προσαρμοστικότητα» σε αντίθεση, όπως τονίστηκε παραπάνω, με την νοοτροπία του κλειστού κύκλου «εκπαίδευση – εργασία – συνταξιοδότηση», που χαρακτήρισε την εποχή του κεϋνσιανισμού ή, στην ελληνική περίπτωση, του «λαϊκισμού».
Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει στο πρόγραμμά του σχετικά με την εργασία εμφορούνται από την αντίληψη ότι η «ευελιξία γνώσης» είναι ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο (asset) για τη σημερινή επιχείρηση και προσωπικό πλεονέκτημα (asset) για το εργατικό δυναμικό στην αγορά εργασίας. Οι νέες τεχνολογίες και η εφαρμογή τους σε επιχειρήσεις και οργανισμούς δημιουργούν νέες απαιτήσεις και δεξιότητες για τους εργαζόμενους. Η άποψη αυτή κυριαρχεί στους κύκλους της κεντροαριστεράς αλλά και στη νέο-φιλελεύθερη πανεπιστημιακή διανόηση, με την τελευταία να επικρατεί στις Η.Π.Α και τη Βρετανία. Κατά τη δεκαετία του ’80 στο διεθνή διάλογο για την εργασία κατατέθηκαν αρκετές απόψεις που αντιμετώπιζαν υπ’ αυτό το πρίσμα το θέμα. Ο Peter Glotz θεωρείται, κατά κάποιο τρόπο, ο εισηγητής πολλών από τις θέσεις που σήμερα κυριαρχούν στα προγράμματα των κομμάτων της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Η θέση για την «κοινωνία των 2/3» πρωτοδιατυπώθηκε από τον Peter Glotz , η δε βασική του μέριμνα είναι η ταυτόχρονη προώθηση του «εκσυγχρονισμού» και της «κοινωνικής ευαισθησίας», μια «κοινωνική ευαισθησία» που δεν διαθέτουν, σύμφωνα με την άποψή του, οι διευθυντικές ομάδες. Η κατάρρευση των παλιών δομών, που για τη στήριξή τους απαιτούσαν την ύπαρξη κοινωνικών συλλογικοτήτων, δημιούργησε το έδαφος για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου εργασίας το οποίο είναι παράγωγο της «τρίτης βιομηχανικής επανάστασης» και στηρίζεται στην «υποκειμενικοποίηση» η οποία σημαίνει «νέα κινητικότητα ή απομόνωση, πολλαπλασιασμό των ευκαιριών ή εξοστρακισμό από κάθε κοινότητα». «Υποκειμενικοποίηση», κατά τον Glotz, είναι «η ευκαιρία απελευθέρωσης από πολλούς εξαναγκασμούς της εργασίας, της οικογένειας, της καθημερινής κουλτούρας, αλλά ενέχει τον κίνδυνο της πλήρους απομόνωσης, της μοναχικότητας και της καταστροφής της αλληλεγγύης». Η ελληνική λέξη για την ίδια έννοια θα μπορούσε να είναι «εξατομίκευση». Στο σημείο αυτό συναντάμε το πνεύμα των προτάσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την εργασία και την ανεργία, όταν μιλάει για πέρασμα από τη λογική των επιδοτήσεων στην προληπτική δράση, στην έγκαιρη διάγνωση των αναγκών και εξελίξεων στην αγορά εργασίας και στη λήψη ενεργών μέτρων για την προώθηση της απασχόλησης με βάση την εξατομικευμένη προσέγγιση και την ισότητα στην πρόσβαση. Θα μπορούσαμε επίσης να τονίσουμε ότι το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διέπεται από μια νέα αρχή ή μάλλον από μια νέα μορφή ερμηνείας της αρχής της ισότητας: από την γενική ισότητα στην ισότητα των ευκαιριών.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Glotz επηρεασμένος ακόμα από τον απόηχο του Γαλλικού Μάη του ’68 αλλά και από τα διάφορα πειράματα εργατικής συμμετοχής σε ορισμένους τομείς των επιχειρήσεων προβαίνει στη διατύπωση προτάσεων οικονομικής δημοκρατίας και ιδιαίτερα συνδιαχείρισης των επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους και το κεφάλαιο. Η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και του πιστωτικού συστήματος έχουν ήδη γίνει πράξη, είναι αυτή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής των εργαζομένων υπό τη μορφή της αγοράς μετοχών σε μειωμένες τιμές και του «κοινωνικού διαλόγου».
Η Ν.Δ., έχοντας μείνει εκτός κυβερνητικής εξουσίας για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 1981 χωρίς να χάσει την πολυσυλλεκτικότητά της, δυσκολεύεται να προσδιορίσει ένα κομματικό πρόγραμμα για την εργασία και την ανεργία που, από τη μια μεριά, να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της φιλελεύθερης οικονομικής ιδεολογίας της και από την άλλη να διαφοροποιείται σε κύρια σημεία από το αντίστοιχο κομματικό πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οι αντιφάσεις αυτές είναι εμφανείς στο πρόγραμμά της. Ενώ από τη μια αναγνωρίζει την ανάγκη να αναφερθεί στο πνεύμα και τους κανόνες που διέπουν τη «μεταβιομηχανική κοινωνία» και θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι αρχές του φιλελευθερισμού από την άλλη εγκαλεί την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με το επιχείρημα ότι άφησε την ανεργία «να πάρει τρομακτικές διαστάσεις». Από μια άποψη πρόκειται για αντίφαση στο βαθμό που η ΝΔ, ως φιλελεύθερο κόμμα, ζητά την παρέμβαση του κράτους σε ένα πρόβλημα για το οποίο, σύμφωνα με τον οικονομικό φιλελευθερισμό θα βρει λύση η ίδια η αγορά.
Οι θέσεις του ΚΚΕ και των μικρών κομμάτων του μ-λ χώρου έχουν κοινές αφετηρίες. Στηριζόμενη η παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στην θεωρία του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού προσπαθεί να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά της νέας συγκυρίας στην «πάλη των τάξεων». Κατά τους θεωρητικούς του Κ.Κ.Ε. ζούμε σε μια εποχή που τη χαρακτηρίζει η όξυνση της βασικής αντίθεσης αλλά και του συνόλου των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η αξιοποίηση της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών οδηγεί σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη και ταυτόχρονα σε αύξηση του εφεδρικού στρατού των εργαζομένων, δηλαδή των ανέργων. Αντίθετα με όσα πρεσβεύουν οι μη μαρξιστές θεωρητικοί, «οι σχέσεις μισθωτής εργασίας επεκτείνονται και επιβάλλονται σε ευρύτερα τμήματα της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το παρελθόν» ενώ παράλληλα «η διαδικασία της πλήρους υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο είναι βασικό γνώρισμα του καπιταλισμού που ‘σαπίζει και πεθαίνει’. Η συνέπεια της θέσης αυτής μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί: «Ωστόσο αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να κατανοηθεί βαθιά από τους εργαζόμενους είναι ότι η αναμφισβήτητη αλματώδης τεχνολογική πρόοδος όχι μόνο δε δίνει ανάσα ζωής στο γερασμένο καπιταλισμό αλλά αντίθετα αποτελεί το αντικειμενικό έδαφος επιτάχυνσης της σήψης του». Το Κ.Κ.Ε. στοχεύοντας στην ανάπτυξη του «ταξικού ρεύματος» στο συνδικαλισμό «θα πρωτοστατεί στην οργάνωση της πάλης και στην ανάπτυξη των αγώνων με βάση τα προβλήματα με αντιμονοπωλιακούς και αντιιιμπεριαλιστικούς στόχους». Η θέση αυτή του Κ.Κ.Ε., παρά τη φαινομενικά λογική συνέπειά της ως προς τη γενική στρατηγική του, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του «καταστροφισμού» που διακρίνει τη θεωρία του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού που «σαπίζει και πεθαίνει». Κι αυτό γιατί η κύρια κατεύθυνση είναι η ανάπτυξη κοινωνικού κινήματος μαζών που θα παλέψει για τους αντι-ιμπεριαλιστικούς και αντι-μονοπωλιακούς στόχους οξύνοντας τις αντιθέσεις του συστήματος (ανάδειξη – ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα που ενισχύει τη συνολική αντι-καπιταλιστική / σοσιαλιστική πάλη). Όμως, από το σημείο αυτό, αρχίζουν τα σοβαρά προβλήματα της στρατηγικής και της τακτικής του Κ.Κ.Ε. όσον αφορά την εργασία και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τους στόχους και τα αιτήματα που θέτει προς διεκδίκηση στη σημερινή συγκυρία, και είναι θέμα που δεν μπορεί να αναλυθεί στα πλαίσια του παρόντος άρθρου.
Ο «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου», αντίθετα από το ΚΚΕ που υποβαθμίζει στο πρόγραμμά του τους άμεσους και ενδιάμεσους στόχους υπέρ του αντι-ιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού μετώπου, κατέθεσε πρόγραμμα με κεντρικό άξονα την αντιμετώπιση της ανεργίας στα πλαίσια της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Χωρίς να διαφαίνεται υιοθέτηση των απόψεων κάποιου από τους θεωρητικούς της εργασίας από τους συντάκτες του προγράμματος του ΣΥΝ, εν τούτοις μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία από τη γαλλική συζήτηση για το θέμα. Το 35ωρο ως μέτρο που συμβάλλει με τη γενικευμένη εφαρμογή του στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη μείωση της ανεργίας, η κατοχύρωση ικανοποιητικού εισοδήματος για όλους, η καθιέρωση κατώτατου μισθού και κατώτατης σύνταξης, η δημιουργία ταμείου αλληλεγγύης και άλλες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί με πιο λεπτομερή τρόπο στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων της αριστεράς και των συνδικάτων στη γαλλική πολιτική σκηνή, βρίσκουν τη θέση του στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του ΣΥΝ. Οι προτάσεις αυτές καθώς και αυτές για την ανάπτυξη κινήματος για αποτροπή της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων, την αποδοτική διαχείριση του δημόσιου τομέα, την ανάπτυξη και των εκσυγχρονισμό των ΔΕΚΟ με κριτήρια την αύξηση της απασχόλησης, την προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος, την εξυπηρέτηση των χρηστών των υπηρεσιών τους και την αντιμετώπισή τους ως πολιτών με δικαιώματα, δεν αποτελούν ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα με την κλασική έννοια του όρου, προδιαγράφουν όμως ένα πλαίσιο για την κινητοποίηση κοινωνικών ομάδων και κινημάτων που συγκροτούνται μέσα από την κριτική της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και στοχεύουν στην υπέρβασή της.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ) του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...
-
Η ΜακΝτοναλντοποίηση της Κοινωνίας του Θανάση Τσακίρη Μακντοναλντοποίηση είναι η διαδικασία με βάση την οποία οι αρχές των εστιατορίων...
-
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Άλφρεντ Σουτς ξεκινά με βάση το έργο του Βέμπερ για τους «ιδεότυπους» και το επεκτείνει αναθεωρώντας ορ...
No comments:
Post a Comment