Monday, February 17, 2020

Κόνι, Κάρλα και Erving Goffman

Στην ταινία “Κόνι και Κάρλα” δύο νέες γυναίκες σε μια σάτιρα του “Θέλμα και Λουίζ” αναγκάζονται να παραστήσουν σε ένα νάιτ-κλαμπ του Λος Άντζελες τις drag queen s για να μην αναγνωριστούν από τους διώκτες τους: τους γκόμενούς τους και τον μαφιόζο που τις κυνηγάει για να πάρει πίσω την κοκαίνη του που κατά λάθος βρέθηκε στο αμάξι τους. Θέλω, λοιπόν, να παρουσιάσω έναν σημαντικό και παραγνωρισμένο κοινωνιολόγο που ανέλυσε αυτό ακριβώς, δηλαδή τη ζωή ως μία παράσταση.


Ο Erving Goffman, ο οποίος πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από την Κοινωνιολογική Σχολή του Σικάγο (έκανε έρευνα πεδίου ήταν στα Σκοτσέζικα νησιά Σέτλαντ), θεωρεί ότι η έννοια της «παράστασης» (performance) ή «εκτέλεσης των κοινωνικών ρόλων σημαίνει αυτό ακριβώς. Δηλαδή στην καθημερινή μας ζωή «είμαστε στη σκηνή» κινούμενοι μεταξύ προσκηνίου και παρασκηνίου. Η μεγαλύτερη συμβολή του Goffman στην κοινωνική θεωρία και την κοινωνιολογία είναι η θεώρηση της συμβολικής διαντίδρασης ως δραματουργική προοπτική σε μια προσπάθεια διόρθωσης των λαθών της. Για τον Γκοφμαν η κοινωνία δεν είναι μια ενιαία κατασκευή. Πρέπει να δρούμε ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να κινούμαστε. Το πλαίσιο το οποίο πρέπει να κρίνουμε δεν είναι η κοινωνία γενικώς αλλά το συγκεκριμένο. Υπάρχει, όμως, το ευρύτερο πλαίσιο που αποτελεί τη βάση των κανονικών καθημερινών ανταλλαγών μας πρόσωπο με πρόσωπο, αυτών των «θεατρικών κινήσεων». Η ζωή είναι ένα θέατρο. Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή κι εμείς απλοί ηθοποιοί. Στην καθημερινή μας ζωή εκπέμπουμε δύο σήματα-σινιάλα στις κοινωνικές διαντιδράσεις μας. Η εκφραστικότητα του ατόμου εμφανίζεται να αποτελείται από δύο διαφορετικά είδη σημάτων: την έκφραση που δίνει και την έκφραση που εκπέμπει. Ντυνόμαστε για να προξενήσουμε εντύπωση και συνεχώς παρακολουθούμε και αξιολογούμε τις εντυπώσεις που δημιουργούμε. Συμμετέχουμε διαρκώς σε μια «ιεροτελεστία» διαντιδράσεων. Έτσι όπως δεχόμαστε τους επισκέπτες και τους δείχνουμε ορισμένα δωμάτια αλλά μερικά τα κρατάμε ερμητικά κλειστά από το δημόσιο βλέμμα, έτσι παρουσιάζουμε ορισμένα κομμάτια του εαυτού μας και κρύβουμε άλλα.

Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται η σχέση μεταξύ της παράστασης (performance) και του προσκηνίου. Αντίθετα με άλλους συγγραφείς που έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη μεταφορά ο Γκόφμαν μοιάζει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα στοιχεία της ηθοποιίας. Δηλαδή, ότι ένα ηθοποιός (δρων υποκείμενο) ερμηνεύει ένα ρόλο μέσα σε ένα σκηνικό που κατασκευάζεται και αποτελείται από προσκήνιο και παρασκήνιο, χρησιμοποιεί τα επί σκηνής αντικείμενα, παρακολουθείται από ένα κοινό αλλά ταυτόχρονα είναι ο ίδιος το κοινό της παράστασης των θεατών του. Σύμφωνα με τον Γκόφμαν, το κοινωνικό δρων υποκείμενο έχει την ικανότητα να επιλέγει τη σκηνή και τα αντικείμενά του, καθώς και τα κουστούμια που θα φορέσει ενώπιον ενός κάθε φορά συγκεκριμένου κοινού. Ο κύριος σκοπός του ηθοποιού είναι να διατηρήσει τη δική του λογική συνοχή και να προσαρμόζεται στο σκηνικό που του προσφέρεται. Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται με την διαντίδρασή του με τους άλλους ηθοποιούς. Ως ένα σημείο, αυτή η θεώρηση γεφυρώνει τη δομή και τη δράση, καθώς ενδυναμώνει τη μία (δηλαδή τη συμμετοχή) και περιορίζει την άλλη (δηλαδή τη δομή). Πέραν τούτων, ο Γκόφμαν ασχολείται με τη θεμελιώδη σημασία του συμφωνημένου εκ των προτέρων ορισμού της κατάστασης σε μια δεδομένη διαντίδραση, έτσι ώστε να αποδώσει συνοχή στην διαντίδραση. Ενδέχεται, σε ορισμένες διαντιδράσεις ή παραστάσεις τα εμπλεκόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα μέλη του κοινού και παρουσιαστές. Οι δρώντες συχνά ενισχύουν τη δημιουργία εντυπώσεων που αντανακλούν καλά πάνω στους εαυτούς τους και ενθαρρύνουν τους άλλους να αποδεχθούν τον προτιμώμενο ορισμό τους. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας ότι όταν ο συμφωνηθείς ορισμός καταρρεύσει, ορισμένοι ή όλοι οι δρώντες μπορεί να υποκρίνονται ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε αν πρόκειται να έχουν κέρδος ή δεν θέλουν να διαταράξουν την ηρεμία.

O Γκόφμαν ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι, αντί να συμπεριφέρονται κατά τρόπο συνεπή σε σχέση με τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ενιαίου χαρακτήρα, αποκαλύπτουν διαφορετικά τμήματα του εαυτού τους σε συγκεκριμένα πλαίσια ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Έχουμε τη δυνατότητα –και, άλλωστε το κάνουμε αυτό- να φοράμε διαφορετικές κοινωνικές μάσκες όταν διαντιδρούμε με τους φοιτητές/τριες, τους εργοδότες, τους/τις συναδέλφους μας, τους γείτονές μας ή τους επαγγελματίες που μας εξυπηρετούν (π.χ. στεγνοκαθαριστές, κουρείς κλπ.) Δεν πρόκειται για έλλειψη αυθεντικότητας αλλά προσαρμογής. Δηλαδή, φοράμε τις διαφορετικές μάσκες που μας βοηθούν να συμπεριφερόμαστε με τον καταλληλότερο τρόπο ανάλογα με τον εκάστοτε κοινωνικό μας ρόλο στα διαφορετικά κοινωνικά σκηνικά (settings) που έχουν τα δικά τους συμφραζόμενα. Ας υποθέσουμε ότι μας «ξεμασκαρεύουν». Τι θα μείνει τελικά; Αντί να δει ο κόσμος τον «αυθεντικό εαυτό μας» θα δει ένα αποκρουστικό θέαμα: έναν πληγωμένο και ανυπεράσπιστο άνθρωπο, πράγματι «δίχως ταυτότητα πια», όπως λέει σ’ ένα γνωστό τραγούδι της η Τάνια Τσανακλίδου, ή όπως δείχνει η Αννίτα Πάνια στις εκπομπές της. Τα άτομα, όπως οι ηθοποιοί του θεάτρου, χρειάζονται τα καμαρίνια του παρασκηνίου όπου μπορούν να βγάλουν τις (δημόσιες) μάσκες τους, να πουν βλάσφημα και πονηρά ανέκδοτα, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να ανακουφιστούν από τις εντάσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας performance. Στο σύγχρονο κόσμο των επιχειρήσεων της «νέας ψηφιακής οικονομίας», οι εργαζόμενοι γραφείου (τα «λευκά κολάρα») βρίσκονται υπό καθεστώς διαρκούς επιτήρησης, όπως ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας The Truman Show που δεν έχει «ανθρώπινες» ιδιότητες και που εκ γενετής βρίσκεται υπό παρακολούθηση μέσα σε ένα δουλευμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια σκηνικό χωρίς να το γνωρίζει και, επομένως, χωρίς τη συναίνεσή του κάθε βήμα του και κάθε διαντίδρασή του με τους επαγγελματίες ηθοποιούς, που παριστάνουν την οικογένεια και το φιλικό του κύκλο, αναμεταδίδεται στους τηλεθεατές μέσω κρυμμένων συσκευών βιντεοσκόπησης.
Στο έργο του για το Στίγμα, δίνει μια άλλη διάσταση στην έννοια του αποκλίνοντος προσώπου, το οποίο προσπαθεί να το αναδείξει σε υποκείμενο του δικού του κόσμου. Προσπαθεί να δείξει ότι όλοι αυτοί που τους θεωρούμε «κολασμένους», «παρακατιανούς», «περιθωριακούς» και τους περιφρονούμε, συγκροτούν τη δική τους «ιδιόμορφη ταυτότητα» και επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τις στρατηγικές μέσω των οποίων διαχειρίζονται τις κρίσεις και ελέγχουν τις πληροφορίες προκειμένου να διαφύγουν κατά το δυνατόν από τις θέσεις απαξίωσης.
Στο έργο του για τα Άσυλα, για το οποίο συγκέντρωσε πληροφορίες από το Εθνικό Ίδρυμα Ψυχικής Υγείας της πρωτεύουσας των ΗΠΑ, τονίζει πως «οποιαδήποτε ομάδα προσώπων -κρατουμένων, πρωτογόνων, πιλότων ή ασθενών- αναπτύσσει μια δική της ζωή που αποκτά νόημα, λογική και γίνεται φυσιολογική από τη στιγμή που θα την πλησιάσεις». Επινόησε τον όρο «ολοπαγή» ιδρύματα για να χαρακτηρίσει τα ψυχιατρικά άσυλα και να βάλει στο ίδιο τσουβάλι τις φυλακές, τα στρατόπεδα, τα μοναστήρια, τα ορφανοτροφεία, τα πλοία και άλλα ιδρύματα και θεσμούς καθώς θεωρεί πως έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι η απώλεια του εαυτού και η πλήρης αλλοτρίωση, που συνιστούν την “ηθική σταδιοδρομία” του ασθενή του ψυχιατρείου· η πλούσια και ποικιλόμορφη ζωή, ή μάλλον ‘λαθροβίωση’, σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα· ο μοναδικός χαρακτήρας της παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών, κατά το ότι τίποτε που αφορά, έστω ελάχιστα, τη ζωή του ασθενή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκτός της αρμοδιότητας του ψυχιάτρου. Με τα δικά του λόγια, ολοπαγή είναι τα ιδρύματα-θεσμοί που ορίζονται ως τόποι κατοικίας και εργασίας όπου ένας μεγάλος αριθμός ατόμων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αποκομμένα από την ευρύτερη κοινωνία, και για μια σημαντική χρονική περίοδο ζουν από κοινού υπό συνθήκες εγκλεισμού και υπό αυστηρή διοίκηση. Ένα πολύ καλό παράδειγμα του πώς λειτουργούν και πώς διαντιδρούν οι έγκλειστοι και πώς αντιστέκονται στις μικρές και μεγάλες εξουσίες που ασκούν πάνω τους οι εκάστοτε φορείς εξουσίας μέσα σε ένα ολοπαγές ίδρυμα μας έδωσε ο σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν με την ταινία Η Φωλιά του Κούκου. Το βασικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από το έργο του Γκόφμαν είναι ότι δεν υπάρχει αλήθεια με «Α» κεφαλαίο, αλλά εκείνο που μπορούμε να θεωρήσουμε ως βάση μας είναι ότι υπάρχουν ερμηνείες που κάθε άτομο θεωρεί πραγματικές. Χρησιμοποιούμε «ενδείξεις» και «συμβάσεις» ως πλαίσια για να υποθέσουμε ή να εξακριβώσουμε αν ο συνομιλητής μας αστειεύεται ή μιλάει σοβαρά, αν είναι ευγενικός ή άξεστος, αν έχει επίγνωση των κοινωνικών συμβάσεων ή όχι. Είμαστε αντιμέτωποι με τις πολλαπλές πραγματικότητες μέσα στις οποίες ζούμε, ερωτευόμαστε, εργαζόμαστε και κινούμαστε, και οι οποίες παρουσιάζονται με τη μορφή επιλογών ανάμεσα σε διαφορετικές προοπτικές. Συχνά οι ερμηνείες που δίνουμε λειτουργούν ως αυτό-εκπληρούμενες προσδοκίες.
Ο Γκόφμαν κατηγορήθηκε πολλές φορές ότι ζωγραφίζει ένα σκοτεινό κόσμο χρησιμοποιώντας μουντά χρώματα, πως οι απόψεις τους είναι το άκρων άωτον της απαισιοδοξίας, καθώς απεικονίζει τους ανθρώπους ως ηθοποιούς χαμηλών προσδοκιών που μονίμως ανησυχούν για την εικόνα τους και παρακολουθούν τις επιδόσεις τους υπολογίζοντας διαρκώς τις συνέπειες και τις επιπτώσεις με ένα «ορθολογικό» τρόπο. Του καταλογίζεται επίσης ότι γενικεύει τα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπου η προσποίηση είναι σημαντικός επιβοηθητικός παράγοντας για την επιβίωση και την ανέλιξη στο κοινωνικό παιχνίδι της αναρρίχησης στις θέσεις ισχύος στην καθημερινή ζωή. Είτε το ήθελε είτε όχι ο ίδιος ο συγγραφέας, η θεωρία του της δραματουργικής δράσης εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των θεωριών που περιλαμβάνουν την οικονομικά ορθολογική δράση του «ορθολογιστικού» ωφελιμιστικού υποκειμένου. Παρ’ όλα αυτά η συνεισφορά του στην κοινωνιολογία είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί άνοιξε το δρόμο σε μια σειρά μελετών για τους «περιθωριακούς» και για τα κοινωνικά κινήματα που αποσκοπούν στην ένταξη των «αποκλεισμένων».


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...