ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ
Ένα ερωτικό αντιρατσιστικό διήγημα-νουάρ
Αθήνα - Πάτρα
Φεβρουάριος-Σεπτέμβριος 2010
Συνέχεια με τα προηγουμενα : http://tsakthan.blogspot.com/2012/02/4.html
Πήγε σε ένα μαγέρικο στον Κολωνό και παρήγγειλε πατσά και μισό κιλό ρετσίνα. Το κρασί τον έφερε στα μεράκια και άρχισε να σιγοτραγουδάει το παλιό εκείνο τραγούδι του Καζαντζίδη: «…στις φάμπρικες της Γερμανίας καιστου Βελγίου τις στοές….». Δεν πέρασε πολλή ώρα και ήπιε και άλλο τόσο κρασί.Στο σπίτι η κυρά Φρόσω είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ποτέ δε δούλευε το Σάββατο πέρα από το μεσημέρι και γύρω στη μια κάθονταν μαζί να φάνε. «Τι να έγινε;» αναρωτιόταν. Στο μεταξύ ο Παντελής έγινε «στουπί». Ήταν πια προχωρημένες πέντε. Στο μαγέρικο μπήκε μια παρέα νέων που δεν ήταν ντυμένοι σύμφωνα με τα πρότυπα του Παντελή, ο οποίος τους έκραξε :
- Ωρέ τι είστε εσείς αδερφές; Για κοιτά κάτι άντρες ρε; Βρε πούτσα και πρόστιμο που θέλετε.
Οι νέοι δεν αντέδρασαν γιατί πήραν χαμπάρι ότι ήταν τύφλα στο μεθύσι. Ένας από αυτούς μάλιστα σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του, με πρόθεση να τον βοηθήσει .
- Βρε ουστ παλιοχαμούρη, που θες να με βοηθήσεις. Μια χαρά είμαι, από αδερφές δε θέλω τίποτα. Να σας στείλουν στη Σπιναλόγκα ρε!
Ο νέος κάνει μια γκριμάτσα απελπισίας που ο Παντελής νόμιζε πως ήταν γκριμάτσα ειρωνείας και βούτηξε το πιρούνι και του όρμησε. Ευτυχώς ,παρενέβησαν τα γκαρσόνια και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας και τον συγκράτησαν. Πλήρωσε, σηκώθηκε, όρμηξε στο ταξί, σπίνιαρε και μπήκε ανάποδα στη Λένορμαν. Το τι βρισίδι έφαγε δε λέγεται. Κατάφερε να ισορροπήσει κάπως και να μπει στη σωστή λωρίδα για να πάει προς Ρέντη. Όταν έφτασε στο σπίτι βρήκε την κυρά Φρόσω να τον περιμένει στην εξώπορτα της πολυκατοικίας.
-Παντελή, μου έχεις βγάλει τη ψυχή. Πού γυρνάς;
-Άντε γαμήσου και εσύ και ο γιος σου, σκύλα.
-Τι έπαθες άνθρωπε μου; Τι φέρσιμο είναι αυτό;
-Είπα, αϊ γαμήσου εσύ και ο πούστης ο γιος σου το μαμμόθρεφτο που φταίει για όλα όσα έπαθα….
-Μα τι έπαθες ;
- «Αϊ σιχτίρ» είπε για τελευταία κουβέντα και όρμηξε στη σκάλα ανεβαίνοντας για το διαμέρισμα. Έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και κοιμήθηκε αμέσως. Έκανε ανήσυχο ύπνο. Ονειρευόταν και παραμιλούσε με κάτι ακατάληπτες λέξεις. Προσπαθούσε η κυρά Φρόσω να κοιμηθεί μα δε μπορούσε και έτσι άρχισε να προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε και τι έλεγε ο Παντελής στον ύπνο του. Το πρωί της Κυριακής ο Παντελής σηκώθηκε με βαρύ κεφάλι και ακόμη χειρότερη διάθεση . Μπήκε στο ταξί και άρχισε να ψάχνει για πελάτες. Βγήκε στην Πειραιώς και ανέβηκε προς Αθήνα. Κάπου στο ύψος της Καλλιθέας μια ομάδα οικολόγων έκανε χάπενινγκ για τη κλιματική αλλαγή με ξυλοπόδαρους , παντομίμα και άλλα δημιουργικής φαντασίας σκετσάκια. Ο Παντελής ξαφνικά θυμήθηκε το λόγο της απόλυσης του και άρχισε να ουρλιάζει:
- Κουφάλες,καριολόπουστες, αδερφές. Μου ρημάξατε τη ζωή με τις οικολογικές βλακείες σας.Μου αρπάξατε τη δουλειά για να λανσάρετε τα καθαρά δήθεν αμάξια σας. Άιντε γαμηθείτε και εσείς και οι πρασινάδες σας.
Αποσβολωμένοι οι παριστάμενοι περίμεναν να τελειώσει το ντελίριο του ο άγνωστος ταξιτζής. Δεν χρειάστηκε καμία παρέμβαση εκ μέρους των διοργανωτών καθώς ο Παντελής πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε.
Στην Πάτρα ο ήλιος έπαιζε το κρυφτούλι του με τα σύννεφα. Ο Αλέξανδρος απολάμβανε τον καφέ του σε ένα μπαρ της Άγιου Νικολάου, ενώ η Εύη είχε πάρει τα βουνά με τη μηχανή. Η κυριακάτικη εφημερίδα που διάβαζε έγραφε για κάποιον ταξιτζή που παραφέρθηκε σε μια ταβέρνα στον Κολωνό σε μια στιγμή παροξυσμού εναντίον νέων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Η Κάτια άφησε να πέσει κάτω ο αναπτήρας της για να τον πιάσει ένα ομορφόπαιδο από το διπλανό τραπέζι που είχε βάλει στο μάτι. Ο Αλέξανδρος άφησε για λίγο την εφημερίδα και παρατηρούσε την ανιψιά του να φλερτάρει. Τον ξανάπιασε ο«πυρετός». Έβγαλε το κινητό από το σακάκι του και σχημάτιζε τον αριθμό του αγριοκόριτσου που είχε ήδη φτάσει στο Άνω Σούλι και ανέβαινε πιο πάνω. Της άφησε μήνυμα να κατεβεί για να φύγουν γιατί έπρεπε να γυρίσει σπίτι και να πάρει το ΚΤΕΛ για την Αθήνα. Μετά από μία ώρα αποφάσισε να κατεβεί από τα βουνά και τα όρη και να του κάνει το χατίρι. Η Κάτια δεν έλεγε να ξεκολλήσει και τους είπε ότι θα περάσει το απόγευμα στη Πάτρα με το ομορφόπαιδο που αποδείχτηκε μεταπτυχιακός φοιτητής του ΕΜΠ κι αυτός.
Η Εύη για άλλη μια φορά πάτησε γκάζι παίζοντας με την καρδιά και τα νεύρα του Αλέξανδρου. Όταν έφτασαν στο σπίτι του πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και όρμησε να τον φιλήσει παθιασμένα στο στόμα. Ο Αλέξανδρος έβαλε όλη του τη δύναμη να αντισταθεί και θα έλεγε κανείς ότι ήθελε να την αποκρούσει, να τη διώξει μακριά του.
-Σε παρακαλώ σταμάτα
-Δεν κατάλαβες, δε θα μου ξεφύγεις. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Δε θα μου γλιτώσεις.
-Βρε μανάρι μου δεν είναι για την ηλικία μου αυτά.
-Γέρο μου δε με ακούς, δε με βλέπεις και με πληγώνεις
-Τι λες και δε σε ακούω και δε σε βλέπω;
-Γέρο μου, θες να με ακούς να στο λέω συνέχεια.
-Λεμονιά μου, έχω μεθύσει από το άνθος σου αλλά κατάλαβέ με δε γίνεται. Είναι πράγματα που δεν ξέρεις και δεν πρέπει να τα μάθεις.
-Μπα σε καλό σου. Τι μου τσαμπουνάς; Αφού σε νιώθω. Καίγεσαι για μένα σαν το δασάκι που κάηκε το καλοκαίρι του ΄07. Λες να μη σε ένιωθα στην μηχανή επάνω;
-Δώσε μου λίγο χρόνο να τα σκεφτώ όλα αυτά και όταν ξαναγυρίσω σε δεκαπέντε μέρες τα ξανάλεμε.
-Εντάξει, ρε γέρο μου. Σε δεκαπέντε μέρες. Θα τις μετράω μια–μια. Είπαμε ή μάλλον είπες εσύ. Δικά σου λόγια είναι πως η ζωή είναι μεγάλη και μπορούμε να περιμένουνε. Θα σε περιμένω.
Έτσι είπε και ελάλησε. Του έδωσε ένα καυτό αλλά και αδερφικό συνάμα φιλί στο μάγουλο, ανέβηκε στη μηχανή γκάζωσε και ο Αλέξανδρος «έφαγε» τη σκόνη του χωματόδρομου που σηκώθηκε. Μπήκε στο σπίτι μάζεψε τα πράγματα του και πήγε να περιμένει το αστικό λεωφορείο για το Αίγιο. Έφτασε στην Αθήνα αυτή τη φορά με το κανονικό λεωφορείο της γραμμής. Κίνησε προς την ουρά των ταξί. Εκεί τρεις αστυφύλακες οπλισμένοι τηρούσαν την τάξη, κάτι που δε συνηθίζεται κι έτσι σε 3-4 λεπτά επιβιβαζόταν σε ένα ταξί μόνος του χωρίς συνεπιβάτες πολλαπλών διαδρόμων, κάτι πρωτοφανές.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
No comments:
Post a Comment