Friday, May 08, 2009

Boss-napping

Η ιστορία και τα «ρεπερτόρια δράσης»: η περίπτωση του boss-napping

του Θανάση Τσακίρη


Ο Charles Tilly εισήγαγε τον όρο «ρεπερτόριο» για να περιγράψει το
«σύνολο των διαθέσιμων μέσων συλλογικής δράσης» που έχουν οι άνθρωποι
στη διάθεσή τους σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία. Η διαθεσιμότητα
των μέσων συλλογικής δράσης εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το εκάστοτε
ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Όμως, όπως έχει συζητηθεί ευρέως από πολλούς
ιστορικούς υπάρχουν περιπτώσεις που οι «από κάτω» είτε συνεχίζουν να
χρησιμοποιούν μέσα παλαιότερων εποχών είτε επινοούν νέες μορφές πάλης
ξεπερνώντας τα όρια που θέτει στη συλλογική δράση η τρέχουσα θεσμική
συγκρότηση του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Ο ίδιος ο Τίλλυ
ενδιαφερόταν να κατανοήσει τη μεταβολή των μορφών πάλης στις διάφορες
ιστορικές εποχές. Παραδείγματος χάριν, όπως έδειξε στο βιβλίο του
Κοινωνικά Κινήματα, 1768-2004, στην προβιομηχανική εποχή και πριν την
ανάπτυξη των μαζικών εργοστασίων και των εργατικών συνδικάτων, οι
μορφές πάλης ήταν εντελώς τοπικού και περιφερειακού χαρακτήρα
(αναζήτηση τοπικού «αποδιοπομπαίου τράγου για τα δεινά των ανθρώπων,
εθιμικές παρελάσεις, καρναβαλικές εκδηλώσεις κλπ) και δεν μπορούσαν να
«μεταβιβαστούν» σε ευρύτερες γεωγραφικές και πολιτικές μονάδες. Στη
βιομηχανική εποχή του καπιταλισμού και του έθνους-κράτους αναδείχθηκαν
μαζικότερες μορφές δράσης λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της
εργοστασιακής παραγωγής για την οργάνωση και λειτουργία της
χρειάζονταν εκατοντάδες και χιλιάδες εργάτες σε μεγάλες συγκεντρώσεις
στις πόλεις. Υπήρξε, λοιπόν, μετάβαση από τους τοπικούς αμυντικούς
αγώνες υπεράσπισης της παρούσας κατάστασης από «άλλους», «ξένους» που
θεωρούνταν υπεύθυνοι για τις δυστυχίες (π.χ. κυνήγι μαγισσών) στους
αγώνες που διέπονταν από εθνικές προνοιακές, ενεργητικές στρατηγικές
όπως η απεργία και η εκλογική συγκέντρωση. Στη λεγόμενη
μεταβιομηχανική καπιταλιστική εποχή στην οποία ζούμε σήμερα, οι μορφές
πάλης αλλάζουν παράλληλα με την εξέλιξη των πραγμάτων στην οικονομία,
την κοινωνία και την πολιτική.


Μία εικόνα ίσως ισοδυναμεί με τις 1.000 λέξεις του παρόντος άρθρου.
Δείτε τη φωτογραφία που δημοσίευσε η Ελευθεροτυπία (6/5/2009, σελ. 30)
με έναν εργάτη να κουνάει πίσω από ένα παράθυρο (κελιού;) μια αρμαθιά
κλειδιά και η σημαία να είναι κόκκινη και να φέρει το λογότυπο και το
σήμα της γαλλικής κομμουνιστικής εργατικής συνομοσπονδίας CGT. Η
λεζάντα μας κατατοπίζει ότι ο εργάτης αυτός -και οι συνάδελφοί του-
δεν έχουν μόνο καταλάβει το εργοστάσιο αλλά και κρατούν όμηρο το
διευθύνοντα σύμβουλο ή γενικό διευθυντή της επιχείρησης (boss-napping)
ζητώντας το δίκιο τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι έτσι
αποπροσανατολίζεται το εργατικό κίνημα από το στόχο του που είναι η
ανατροπή του καπιταλισμού και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής
υπό εργατικό έλεγχο και αυτοδιαχείριση ή ότι πρόκειται για ακραία
μορφή πάλης που καταπατά το ατομικό δικαίωμα του εκάστοτε διευθύνοντος
συμβούλου να πηγαίνει όπου θέλει χωρίς να εμποδίζεται. Αυτοί που
διατυπώνουν την πρώτη ένσταση ξεχνούν ότι υπάρχουν συγκεκριμένες
αιχμές κάθε φορά στους αγώνες. Όταν «ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι»
και υπάρχουν ορατοί στόχοι, όπως οι άμεσοι υπεύθυνοι για τις απώλειες
θέσεων εργασίας που (αυτό)επιβραβεύονται γι’ αυτό με άνοδο της αξίας
των μετοχών τους ή με υπερβολικά για τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά
μπόνους, είναι άδικο να (κατα)κρίνονται οι απεργοί που χρησιμοποιούν
αυτή τη μέθοδο –που στο κάτω-κάτω την αποφάσισαν συλλογικά με
αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες του συνδικάτου τους. Από την άλλη είναι
εξίσου άδικο να κατηγορούνται ότι καταπατούν το διευθυντικό ή ατομικό
δικαίωμα ασκώντας βία κατά προσώπων. Η έμμεση βία, που ασκούν οι
εργοδότες πάνω στην κοινωνία συνολικά ή στο προσωπικό της επιχείρησης
που διοικούν απειλώντας με απολύσεις ή προσχωρώντας σε μαζικές
απολύσεις αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες, οδηγεί τα θύματά
τους στην κλιμάκωση των αγώνων τους και, ενδεχομένως, σε συμβολικές
πράξεις ταξικής βίας, όπως αυτή της απολύτως προσωρινής κατάληψης του
χώρου εργασίας και παρεμπόδισης της ελεύθερης κίνησης των άμεσα
υπεύθυνων εργοδοτών και των στελεχών τους. Λέγεται επίσης ότι οι
σημερινοί απεργοί-καταληψίες δεν διανοούνται να προτείνουν
εναλλακτικές λύσεις ενώ μια-δυο γενιές πριν οι εργάτες πρότειναν την
αυτοδιαχείριση ως εναλλακτική λύση. Αυτό είναι συζητήσιμο, με την
έννοια ότι τέτοιες εναλλακτικές προτάσεις έχουν μπει πρόσφατα σε
εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως αυτή της Αργεντινής, όπου το εργατικό
κίνημα έχει παράδοση σε τέτοια προγράμματα, ενώ είναι πιο δύσκολο να
διατυπωθούν σε περιπτώσεις όπως η Ελληνική που δεν διαθέτουν τέτοια
παράδοση (αν εξαιρέσουμε το βραχύβιο πείραμα της Φιξ και τις
διακηρύξεις κάποιων βιομηχανικών σωματείων) λόγω της κυριαρχίας του
οικονομισμού στο εργατικό κίνημα. Ακόμη πιο δύσκολη είναι η διατύπωση
τέτοιων προτάσεων στις περιπτώσεις των λεγόμενων
«μεταβιομηχανικών»-«μεταφορντιστικών» καπιταλιστικών κοινωνιών όπου σε
μεγάλο βαθμό έχει κατατμηθεί η εργατική τάξη λόγω των νέων μορφών
εκμετάλλευσης της εργασίας (προσωρινότητα, επισφάλεια κλπ.).


Πολλοί εκπλήσσονται επειδή η «κοινή γνώμη» σε μεγάλο βαθμό
συμμερίζεται την οργή των εργαζομένων και επικροτεί το boss-napping.
Πράγματι, έρευνες έδειξαν ότι πολλοί Γάλλοι και Γαλλίδες (30% των
ερωτηθέντων σε έρευνα του IFOP) επικροτούν ακόμη και τους/τις φοιτητές/
τριες που καταλαμβάνουν με τη βία τα γραφεία της διοίκησης των
πανεπιστημίων εγκλωβίζοντας τους πρυτάνεις. Τα ποσοστά αυτά
υπερδιπλασιάζονται στην περίπτωση των καταληψιών εργατών και φτάνουν
το 78% των πολιτών όταν ερωτώνται για την γενική απεργία (Paris
Match). Το ιδεολογικό φάσμα των υποστηρικτών των απεργών και των
καταληψιών είναι ιδιαίτερα ευρύ αν λάβουμε υπόψη ότι ακόμη και ο
γενικός γραμματέας της Χριστιανικής Εργατικής Συνομοσπονδίας (CFTC)
Philippe Louis έγραψε σε κύριο άρθρο της εφημερίδας της: «Σύμφωνα με
την αντίληψη της CFTC τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επίθεση
εναντίον ανθρώπων και την καταστροφή περιουσιών. (…) Όμως, μπορεί να
κατανοήσει κανείς τους εργαζόμενους που, έχοντας επί τριάντα χρόνια
υπάρξει θύματα της βίας, στρέφουν την ίδια βία εναντίον αυτών που,
κατά την άποψή τους, ευθύνονται γι’ αυτήν». Η ιδιαίτερη παράδοση του
Γαλλικού ριζοσπαστισμού, που τόσο αναλυτικά περιγράφει ο Τίλλυ στο
βιβλίο, είναι, εκ πρώτης όψεως, αντιφατική σε σχέση με τις «καθαρές
μορφές» που συχνά έχουμε στο μυαλό μας˙ όμως, εξηγείται. Η
γραφειοκρατική σκληρότητα του ισχυρού γαλλικού κράτους στη νεότερη
ιστορία, η μεταφορά πολλών κοινοβουλευτικών αρμοδιοτήτων στην
εκτελεστική εξουσία της 5ης Δημοκρατίας, η ανάμνηση της Γαλλικής
επανάστασης και της Παρισινής Κομμούνας, η χρήση της μαζικής
διαδήλωσης ως μέσου πάλης, όλα αυτά τα στοιχεία μας δείχνουν γιατί από
το Μάη του ’68 ως σήμερα η Γαλλική κοινωνία συνέχεια εκπλήσσει, παρ’
όλες τις ενδείξεις περί του αντιθέτου: εξαιρετικά μικρή συνδικαλιστική
πυκνότητα, πολυκομματική διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος,
ισχυρά ακροδεξιά μορφώματα, ελαχιστοποίηση της εκλογικής δύναμης της
παραδοσιακής αριστεράς.


Στην «εποχή της παγκοσμιοποίησης» τα «ρεπερτόρια δράσης» δεν είναι πια
ούτε τοπικά ούτε μόνο εθνικά αλλά παγκόσμια. Πρώτα απ’ όλα εξεγέρθηκαν
οι εργάτες στις πρώην γαλλικές αποικίες: Γουαδελούπη, Μαρτινίκα,
Ρεϊνιόν. Μετά ήρθε ξανά η σειρά της Δυτικής Ινδίας, που ήταν η πρώτη
διδάξασα σε τέτοιες μορφές πάλης (gherao), του Βελγίου, και έπεται
συνέχεια.

Η ιστορία, λοιπόν, βοηθάει, κι όπως τόνιζε ο Τίλλυ: «…εξηγεί πώς τα
κοινωνικά κινήματα ενσωμάτωσαν ορισμένα ζωτικά χαρακτηριστικά (π.χ.
την πειθαρχημένη πορεία στους δρόμους) που ξεχώρισαν το κοινωνικό
κίνημα από άλλα είδη πολιτικής (…) επειδή αναγνωρίζει τις σημαντικές
αλλαγές στη λειτουργία των κοινωνικών κινημάτων (…) εφιστά την προσοχή
στη μεταβλητότητα των πολιτικών συνθηκών, οι οποίες έκαναν εφικτά τα
κοινωνικά κινήματα».

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...