Wednesday, January 23, 2019

Η απεργία και οι απεργοί Νο.2 (του Θανάση Τσακίρη)

Προηγουμενο https://tsakthan.blogspot.com/2019/01/1_22.html


ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΕΡΓΙΕΣ

Στη Δυτική Ευρώπη και αλλού, οι εργάτες έχουν πραγματοποιήσει γενικές απεργίες που αποσκοπούσαν στην επίτευξη αλλαγών στο πολιτικό σύστημα αντί για την επίτευξη παραχωρήσεων από τους εργοδότες. Γενική απεργία είναι η παύση της εργασίας από ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων σε μια σειρά από κλάδους σε μια οργανωμένη προσπάθεια επίτευξης πολιτικών ή οικονομικών στόχων. Η ιδέα της γενικής απεργίας που να εκτείνεται σε μια σειρά κλάδων έχει τις απαρχές της στη Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα και έγινε αντιληπτή ως τακτική στη διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης ή, από πιο ριζοσπάστες στοχαστές, ως εργαλείο της κοινωνικής επανάστασης. Αξιοσημείωτες γενικές απεργίες έγιναν στη Ρωσία κατά την Επανάσταση του 1905, στη Βρετανία το 1926 (συνεχίστηκαν από διάφορα εργατικά συνδικάτα προς υποστήριξη των απεργών ανθρακωρύχων).





Mια από τις πιο εμβληματικές γενικές απεργίες της περιόδου του μεσοπολέμου ήταν αυτή της πόλης Seattle των ΗΠΑ το 1919. Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της απεργίας είναι η επίτευξη της «ταξικής αλληλεγγύης»  της εργατικής τάξης ξεπερνώντας τις φυλετικές αντιθέσεις που είναι το μεγάλο πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος στις ΗΠΑ.[1] Μισό εκατομμύριο άντρες απασχολούνταν στη χαλυβουργία των ΗΠΑ. Σε μια περίοδο κατά την οποία το 8ωρο γινόταν αποδεκτό ως το κανονικό χρονικό διάστημα της εργάσιμης ημέρας, οι κύριες βιομηχανικές μονάδες του κλάδου λειτουργούσαν με ωράριο εργασίας 12 ωρών και πολλοί εργάτες τους απασχολούνται επτά ημέρες κάθε εβδομάδα . Αυτοί οι εργάτες δεν είχαν, ως επί το πλείστον, την ευκαιρία να συζητήσουν με τους εργοδότες τους για τις συνθήκες εργασίας τους. Ακόμα κι αν γίνονταν παράπονα κατά τη διάρκεια της εργασίας τους δεν είχαν κανένα δικαίωμα συζήτησης με τους εργοδότες. [2]




Άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση γενικής απεργίας ήταν αυτή του Winnipeg στον Καναδά, που έλαβε χώρα από τις 15 Μαΐου ως τις 25 Ιουνίου 1919. Προκλήθηκε από την κατάρρευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στους κλάδους των κατασκευών και του μετάλλου. Η κήρυξη της γενικής απεργίας συνάντησε την ομόθυμη υποστήριξη του πληθυσμού που ζούσε σε μια ατμόσφαιρα γενικής κοινωνικής αναταραχής και οικονομικής αβεβαιότητας. Συμμετείχαν και οι δημόσιοι υπάλληλοι, κάτι που δεν συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Το κεντρικό θέμα ήταν το αίτημα των εργατών για επίσημη καθιέρωση συλλογικών διαπραγματεύσεων και το οποίο δεν γινόταν αποδεκτό από τους εργοδότες. Οι εργοδότες και οι τοπικές ελίτ αντέδρασαν κατηγορώντας τους απεργούς ότι είχαν επαναστατικούς σκοπούς. Επειδή η ικανοποίηση του αιτήματος θα άνοιγε δρόμο για την επέκτασή του απ’ άκρου εις άκρον στον Καναδά, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πολλών πόλεων κήρυξαν απεργίες αλληλεγγύης. Για να προλάβει τη γενικότερη επέκταση της σύγκρουσης η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρενέβη απειλώντας με απόλυση τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, τροποποίησε το Νόμο περί Μετανάστευσης ώστε να επιτραπεί η απέλαση ηγετών-απεργών και διεύρυνε το νομικό ορισμό της «στάσης». Η κυβέρνηση προσπάθησε να καταστείλει βίαια τις απεργιακές διαδηλώσεις με αποτέλεσμα το θάνατο ενός απεργού και τον τραυματισμό 30 διαδηλωτών στις 21 Ιουνίου. Ένας από τους φυλακισθέντες ηγέτες των απεργών εξελέγη αργότερα ως ο πρώτος σοσιαλιστής βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων και 4 ακόμη φυλακισθέντες απεργοί εξελέγησαν ως σοσιαλιστές βουλευτές στο τοπικό νομοθετικό σώμα της πολιτείας Manitoba. Η ήττα της απεργίας επέφερε ισχυρό χτύπημα στη Καναδικό εργατικό κίνημα και χρειάστηκαν πάνω από 30 χρόνια για να επιτευχθούν βασικοί στόχοι, όπως η αναγνώριση των εργατικών συνδικάτων και η καθιέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.



Η γενική απεργία του 1926 στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μια γενική απεργία που διήρκεσε 9 ημέρες, από τις 3 Μαΐου 1926 έως τις 12 Μαΐου 1926.  Την κάλεσε το Γενικό Συμβούλιο του Συνεδρίου των Συνδικάτων  (TUC) σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να αναγκάσει τη βρετανική κυβέρνηση να δράσει ώστε να αποτρέψει τη μείωση των μισθών και την επιδείνωση των συνθηκών για 1,2 εκατομμύρια ανθρακωρύχους που ήδη ήτα ν σε κατάσταση λοκάουτ. Περίπου 1,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι απέργησαν, ιδίως στις μεταφορές και τη βαριά βιομηχανία. Η κυβέρνηση ήταν προετοιμασμένη και είχε επιστρατεύει απεργοσπάστες.



[1] Winslow Cal (2018) «Company Town? Ghosts of Seattle’s Rebel Past», New Left Review,  112, July-August 2018, https://newleftreview.org/II/112/cal-winslow-company-town
[2] Foster William (1920) The Great Steel Strike and Its Lessons.. New York : B. W. Huebsch.






Συνεχίζεται...


Θανάσης Τσακίρης

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...