Wednesday, October 03, 2018

Nίκος Πουλαντζάς - Οι τάξεις δεν μπορούν να οριστούν ξέχωρα από την πάλη.

39 χρόνια πέρασαν από εκείνο το πρωί που μάθαμε το θλιβερό μαντάτο ότι ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν νεκρός. Από τότε μέχρι σήμερα ο κόσμος άλλαξε και αλλάξαν μαζί του οι καιροί. Ας δούμε, όμως, ορισμένες βασικές θέσεις που διατύπωσε ο Νίκος Πουλαντζάς και που έμειναν ζωντανές στο δημόσιο διάλογο και έτυχαν παραπέρα επεξεργασίας από όσους/ες ακολούθησαν τα δύσβατα μονοπάτια στις "Άνδεις" της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας.



O Νίκος Πουλαντζάς απορρίπτοντας την άποψη του απολύτως οικονομικού χαρακτήρα των τάξεων και τον μυθολογικό δυισμό τους, θεωρεί ότι οι ιδεολογικοί και πολιτικοί παράγοντες στη συγκυρία επηρεάζουν τη συγκρότηση και δράση των κοινωνικών τάξεων. Οι τάξεις δεν μπορούν να οριστούν ξέχωρα από την πάλη. Έτσι ο Πουλαντζάς απορρίπτει ουσιαστικά μια στενή δομική αντίληψη για τις τάξεις υπέρ μιας πιο ευρείας σχεσιακής δομικής αντίληψης. Οι τάξεις, μόνο κατ’ αρχήν, προσδιορίζονται δομικά, δηλαδή υπάρχουν αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θέληση ή τη συνείδηση των ατόμων. Στον προσδιορισμό των τάξεων τον κύριο ρόλο τον παίζουν οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και οι πολιτικές ιδεολογικές σχέσεις αποτελούν μέρος αυτών των σχεσιακών δομικών προσδιορισμών. Συνεπώς, τα κριτήρια είναι οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Στα οικονομικά κριτήρια προτείνει το διαχωρισμό των βιομηχανικών χειρωνάκτων «παραγωγικών εργατών» και των «μη παραγωγικών εργατών» με το κριτήριο της παραγωγής υπεραξίας και όχι με το κριτήριο του αν είναι κανείς μισθωτός ή μη.[1] Την εργατική τάξη την αποτελούν αυτοί που παράγουν άμεσα υπεραξία παράγοντας υλικά εμπορεύματα και όχι οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, στο εμπόριο και στο κράτος. Οι τελευταίες ομάδες είναι που αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα αυτού του κοινωνικού χώρου που ονομάζει «νέα μικροαστική τάξη». Είναι η τάξη των επαγγελματιών, των τεχνικών και των υπόλοιπων πνευματικά εργαζομένων, που είναι φορείς των κυρίαρχων ιδεολογικών σχέσεων. Οι ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις είναι οι κοινωνικές σχέσεις που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του κυρίαρχου τρόπου εκμετάλλευσης. Στο πολιτικό επίπεδο η διασφάλιση αυτή επιτυγχάνεται μέσω των σχέσεων εποπτείας και εξουσίας στο εσωτερικό των δημοσίων οργανισμών και των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Οι μισθωτοί διευθυντές-διαχειριστές και οι επόπτες βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με την εργατική τάξη ακόμα και αν εμπλέκονται στη διαδικασία της άμεσης παραγωγικής εργασίας. Στο ιδεολογικό επίπεδο η διάκριση «χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας» παίζει σημαντικότατο ρόλο στην υποταγή της εργατικής τάξης αποκλείοντάς την από τα «μυστικά» της γνώσης της παραγωγικής εργασίας στο σύνολό της. Αυξάνεται έτσι η εξάρτηση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο. Αυτοί οι μισθωτοί διευθυντές και επόπτες δεν είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης με τη μορφή της κυρίαρχης καπιταλιστικής αλλά είναι συμμέτοχοι στην κυριαρχία πάνω στην εργατική τάξη είτε πολιτικά είτε ιδεολογικά. Μαζί με τους παραδοσιακούς μικροαστούς, όπως οι μικροκαταστηματάρχες και οι παλιοί τεχνίτες, αποτελούν μια ενιαία αλλά ετερογενή μικροαστική τάξη, που χαρακτηρίζεται από τα ιδεολογικά στοιχεία του ατομικιστικού ανταγωνισμού, του ρεφορμισμού και της πίστης σε ένα «ουδέτερο» κράτος, διαιτητή ανάμεσα στα αντιμαχόμενα ταξικά συμφέροντα.[2] Η θέση για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία αντιμετωπίστηκε αρκετά κριτικά από πολλούς.[3] Πρώτον, πολλές, αν όχι οι περισσότερες θέσεις στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας περιλαμβάνουν τόσο παραγωγικές όσο και μη παραγωγικές δραστηριότητες. Δεύτερον, δεν ξεκαθαρίζεται γιατί και πώς αυτή η διάκριση οδηγεί αναγκαστικά σε τόσο θεμελιακές διαφορές συμφερόντων και εμπειριών των εργαζομένων. Ο Καρλ Μαρξ είχε ήδη επισημάνει ότι από τους μη παραγωγικούς εργάτες η υπεραξία αποσπάται με την απλήρωτη εργασία τους που μειώνει το κόστος για τους καπιταλιστές.[4]

Ένα άλλο στοιχείο της συζήτησης που άνοιξε ο Πουλαντζάς στα πλαίσια του μαρξιστικού διαλόγου ήταν (τι άλλο;) το κράτος. Στις ΗΠΑ η συζήτηση διεξαγόταν με ζητούμενο αν το κράτος είναι εκπρόσωπος του λαού και αν λογοδοτεί σε αυτόν (φιλελεύθεροι και πλουραλιστές) ή αν είναι εργαλείο στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης ή ελίτ (ριζοσπάστες, ελιτιστές), στο χώρο της Μαρξιστικής διανόησης, ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, το ζήτημα αυτό ήταν ήδη λυμένο. Το κράτος ήταν έτσι κι αλλιώς εργαλείο ταξικού ελέγχου και το ζήτημα ήταν πώς το κράτος κυβερνά και πώς ασκείται ο ταξικός έλεγχος. Η παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη θεωρούσε το κράτος καπιταλιστικό απλώς και μόνο γιατί τις περισσότερες θέσεις σε αυτό τις καταλάμβαναν (ειδικά στη Βρετανία) μέλη των ανώτερων αστικών τάξεων και στρωμάτων που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στα καλά δημόσια σχολεία και είχαν αποφοιτήσει από τα καλύτερα πανεπιστήμια (Οξφόρδη, Καίμπριτζ στη Βρετανία, Εκόλ Νορμάλ, Κολέζ ντε Φρανς στη Γαλλία) έχοντας ασπαστεί και εργάζονται με ένα κοινό κώδικα και διαθέτουν μια κοινή πολιτική-κοινωνική κουλτούρα για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων τους.[5]

Από τη δική του πλευρά ο Νίκος Πουλαντζάς με την έννοια της «σχετικής αυτονομίας» του κράτους πρότεινε μια πιο «δομική» μέθοδο προσέγγισης του κράτους, που, όπως, θα δούμε γίνεται πιο «σχεσιακή» στην πορεία. Ο Νίκος Πουλαντζάς ορίζει κατ’ αρχήν την εξουσία ως «την ικανότητα μιας κοινωνικής τάξης να πραγματοποιήσει τα ειδικά αντικειμενικά συμφέροντά της». Αναφέρεται στις δομές του πολιτικο-κοινωνικού σχηματισμού στον οποίο κάθε φορά αναφέρεται και ο οποίος χαρακτηρίζεται από την διαρκή ταξική πάλη. Η έννοια της εξουσίας που συνήθως χρησιμοποιείται στην περίπτωση μιας νομιμοποιημένης δύναμης, δηλαδή, εντός ενός πλαισίου ελάχιστης συναίνεσης εκ μέρους των υφισταμένων στη σχέση εξουσίας, ενώ θεωρείται από τον Πουλαντζά χρήσιμη, εν τούτοις σχετίζεται μόνο με τη διάκριση των μορφών της εξουσίας.

Δεν είναι ούτε τα άτομα ούτε τα πολιτικά κόμματα που ορίζουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποτελείται από τρία βασικά επίπεδα ή υποσυστήματα, δηλαδή το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό. Τα επίπεδα είναι αλληλεξαρτώμενα αλλά διαθέτουν μια σχετική αυτονομία. Το καπιταλιστικό κράτος παίζει το ρόλο του ρυθμιστή του συστήματος ως συνόλου: προστατεύει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του, διατηρεί την αστική κυριαρχία, τα υγιή επιχειρηματικά κέρδη, και, τέλος, κρατά την εργατική τάξη υπό έλεγχο –αν χρειαστεί δια της βίας αλλά το επιθυμητό είναι δια της ιδεολογίας. Ρυθμίζει την αναπόφευκτη ταξική πάλη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ώστε αυτή να διεξάγεται εντός ορίων και να ελαχιστοποιούνται οι δυνατότητες εξέγερσης. Στην εποχή της φιλελεύθερης μαζικής δημοκρατίας αυτό δεν επιτυγχάνεται με την άμεση καταπίεση αλλά με τον έμμεσο έλεγχο που προϋποθέτει τη σχετική αυτονόμηση του κράτους από την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων αστικών συμφερόντων, την τήρηση των ενδοαστικών ισορροπιών, την ικανοποίηση ορισμένων αστικών μερίδων εις βάρος άλλων ανάλογα με τη συγκυρία (π.χ. χρηματιστικού κεφαλαίου εναντίον μη παραγωγικών βιομηχανικών). Έτσι το καπιταλιστικό κράτος πατώντας σε τεντωμένο σχοινί διατηρεί την εύθραυστη ισορροπία που αναταράσσεται από τον εκάστοτε συσχετισμό ταξικών δυνάμεων. Αυτή η ισορροπία αντανακλάται στο εσωτερικό του κράτους: κοινοβούλιο, κυβέρνηση, δημόσιος τομέας. Για το λόγο ετούτο σε μια μεταγενέστερη αναδιατύπωση της έννοιας του κράτους ως τόπο άσκησης της εξουσίας θα αναφερθεί σ’ αυτό ως συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών.[6] Όταν η αστική τάξη αισθάνεται πιο ισχυρή επιτίθεται στην εργατική τάξη αρχικά ψηλαφίζοντας το έδαφος και απομονώνοντας τα πιο αδύναμα στρώματα της εργατικής τάξης και αργότερα προωθεί την κατά μέτωπο επίθεση στα συνολικά εργατικά δικαιώματα αφαιρώντας το έδαφος κάτω από τα πόδια της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η κορύφωση αυτής της διατάραξης της ταξικής ισορροπίας.


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
[1] Poulantzas Ν. (1975) Classes in Contemporary Capitalism. London, UK: NLB.[2] Milios J. (2000) “Social classes in classical and Marxist political economy.” American Journal of Economics and Sociology. Vol. 59.No.2. σελ 283-302.
[3] Burris V. (2004) “Class Structure and Political Ideology” στο Levin R. (επιμ.) Enriching the Sociological Imagination: How Radical Sociology Changed the Discipline. Leiden, Holland and Boston, MA: Brill Publishers, σελ. 139-164. [4] Marx K. (1967) Capital, Vol. 1, Ν.Υ.: International Publishers, σελ.300.
[5] Βλ. Aaronwitz S. (1961/1979) The Ruling Class: A Study of British Finance Capital. N.Y.: Greenwood Press. Miliband R. (1969) The State in Capitalist Society, N.Y. Basic Books.

[6] Πουλαντζάς Ν. (1984) Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο,

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...