Friday, May 06, 2016

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ-Στα «Ενθέματα» στο φύλλο της 6-8 Μαΐου-Κείμενα των: Κωστή Καρπόζηλου, Δημήτρη Χριστόπουλου, Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, Κωστή Χατζημιχάλη, Δημήτρη Ιωάννου, Στρατή Μπουρνάζου, Ιωάννας Μεϊτάνη, Μαρίας Καλαντζοπούλου, Μάνου Αυγερίδη, Χρήστου Χατζηιωσήφ, Γιάννη Χατζηδημητράκη, Γιάννη Αλμπάνη, Μανώλη Πατηνιώτη

Στα «Ενθέματα» στο φύλλο της 6-8 Μαΐου
Στα περίπτερα εντός της «Αυγής», στο μπλογκ τους (enthemata.wordpress.com), στο facebook (Enthemata Avgis) και στο twitter: @enthemata

 Κείμενα των: Κωστή Καρπόζηλου, Δημήτρη Χριστόπουλου, Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, Κωστή Χατζημιχάλη, Δημήτρη Ιωάννου, Στρατή Μπουρνάζου, Ιωάννας Μεϊτάνη, Μαρίας Καλαντζοπούλου, Μάνου Αυγερίδη, Χρήστου Χατζηιωσήφ,  Γιάννη Χατζηδημητράκη, Γιάννη Αλμπάνη, Μανώλη Πατηνιώτη

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Με το σημερινό φύλλο, η Συντακτική Ομάδα που έβγαζε τα «Ενθέματα» τα τελευταία χρόνια (ο Μάνος Αυγερίδης, η Μαρία Καλαντζοπούλου, η Ιωάννα Μεϊτάνη, και ο επιμελητής Στρατής Μπουρνάζος) σας αποχαιρετάμε. Τα «Ενθέματα» θα συνεχίσουν στην «Αυγή», με άλλον επιμελητή και ομάδα. Ευχόμαστε καλή συνέχεια και κάθε επιτυχία.
 Με ευχαριστίες από καρδιάς σε όλους και όλες που επέτρεψαν να είμαστε αυτό που είμαστε τόσα χρόνια: στην Αυγή βέβαια και τους ανθρώπους της, αλλά και όλους εσάς: όσους γράψατε, μεταφράσατε, μας στηρίξατε, μας είπατε καλές και καλές ή αυστηρές κουβέντες, που μας δώσατε κουράγια – γιατί μόνο έτσι μπορέσαμε να υπάρξουμε.
Ένα εγχείρημα συλλογικό: Της Συντακτικής Ομάδας των «Ενθεμάτων»: «Σας αποχαιρετάμε, γιατί η καθεμιά και ο καθένας από εμάς με τον τρόπο του, και όλοι μαζί, νιώθουμε ότι δεν μπορούμε πια να συνεχίσουμε αυτό που κάναμε: ότι δεν έχουμε  τη ζωτικότητα, την όρεξη, τη δύναμη να δημιουργούμε (τουλάχιστον με τον τρόπο που το επιχειρούσαμε στα «Ενθέματα»)  ένα  χώρο όπου οι ιδέες και οι απόψεις συνυπάρχουν, αναπνέουν, συγκρούονται, και, μερικές φορές, συντίθενται. Μέσα στη δίνη του τελευταίου χρόνου, με τις σταθερές μας κλονισμένες και τις ισορροπίες ακόμα δυσκολότερες, η προσπάθεια μας,  παρόλο που γινόταν ολοένα και πιο αγωνιώδης, έδειχνε στα μάτια μας όλο και πιο αναντίστοιχη ως προς το συλλογικό της αποτύπωμα».
Πάρε τη λέξη μου. Ο Στρατής Μπουρνάζος εξηγεί γιατί εγκαταλείπει μια δουλειά τόσο συναρπαστική και παραιτείται από την «Αυγή»: «Νιώθω πια πολύ μακριά από τον Σύριζα και την κυβέρνηση,  πιστεύω ότι ο κορμός της πολιτικής τους είναι λάθος  και –κάτι ακόμα πιο βαρύ– δεν νιώθω πλέον πολιτική εμπιστοσύνη  απέναντί τους. Την ίδια στιγμή, ενώ είμαι βέβαιος για το λάθος, δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, τι θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση. Νιώθω κάθε μέρα να με πνίγουν  πολλά […] Κι όμως, στους φίλους μου που έγιναν υπουργοί ή ό,τι άλλο δεν μπορώ να κουνήσω το δάχτυλο, να τους βαράω ή να τους οικτίρω – ακόμα κι όταν τους αξίζει· δεν το έκανα ποτέ  αυτό στους φίλους μου. Και αν πάω παραπέρα, το κουβάρι μπλέκεται περισσότερο. Όταν βλέπω συντρόφους με τους οποίους συμπορεύτηκα χρόνια, όχι μόνο να αυτοακυρώνονται πολιτικά μιλώντας για “φασιστερά”, αλλά –κάτι που με τσακίζει– να επιχαίρουν ηδονικά για την κατάντια της κυβέρνησης, ποντάροντας στο μίσος (όπως έκανε κι ο Σύριζα παλιότερα, βέβαια). Αλλά ούτε αυτούς έχω το κουράγιο να τους κοπανάω.  Και ξέρω όμως ότι όταν νιώθεις έτσι, όντας σε μια θέση δημόσιας παρέμβασης, δεν κάνεις πια για  τούτη τη δουλειά: αν δεν μπορείς να μιλάς για τα «οικεία κακά», ήρθε η ώρα να αποσυρθείς από το πόστο αυτό. […]
Τα κείμενα δεν είναι μόνο (άψυχες) λέξεις, σελίδες στο χαρτί και την οθόνη. Είναι οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα διαβάζουν· είναι οι σχέσεις, τα συναισθήματα οι ιδέες, οι σκέψεις  που  τα παράγουν και τις οποία παράγουν, με τη σειρά τους. Δεσμοί, σχέσεις, διαδρομές ανθρώπων.  “Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου”. Αυτό  είναι, για μένα, το μάθημα των δεκάξι χρόνων».
Το όγδοο χρώμα. Του Μάνου Αυγερίδη: Στον Δισκόκοσμο, τον κόσμο που δημιούργησε ο Τέρι Πράτσετ στην ομώνυμη σειρά βιβλίων φαντασίας, το όκτρινο αποτελεί το όγδοο χρώμα του φάσματος, το βασικό χρώμα μπροστά στο οποίο όλα τα υπόλοιπα “είναι απλά σκιές που διαγράφονται στον συνηθισμένο τετρασδιάστατο χώρο”. Το όκτρινο, ωστόσο, και ιδιαίτερα το βαθύ όκτρινο, λίγοι μπορούν να το διακρίνουν. Ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν τη σχετική ικανότητα είναι πλάσματα της φαντασίας, όπως οι γάτες και οι μάγοι – ακόμα και οι αποτυχημένοι μάγοι, που πέρασαν ένα φεγγάρι τις πύλες του Αθέατου Πανεπιστημίου αλλά αποδείχθηκαν ανίκανοι να απομνημονεύσουν έστω και το απλούστερο ξόρκι, σαν αυτό που σκοτώνει τις κατσαρίδες ή σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου χωρίς να χρησιμοποιήσεις τα χέρια σου.
Στο σύμπαν των “Ενθεμάτων”, αναζητήσαμε επίμονα, πράγματι, να καταφέρουμε να διακρίνουμε και να περιγράψουμε εκείνο το χρώμα που πιστεύαμε πως έχει, κάθε φορά, η ουσία των πραγμάτων. Για να το καταφέρουμε χρειάστηκε να παραστήσουμε (ακόμα και)τους μάγους, όπως και άλλα πλάσματα: τους συντάκτες, τους διορθωτές, τους μεταφραστές, τους κριτές, τους πολιτικούς αναλυτές και τους συγγραφείς ή ακόμα τους διαχειριστές εντευκτηρίου, τους οργανωτές εκδηλώσεων, τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, τους εκδότες, τους παλαιοβιβλιοπώλες, τους ηθοποιούς, τους (αριστερούς) ψάλτες, τους ντι-τζέι και τους μπάρμαν. Αν η αρχική πρόθεση, που για μας έπαιρνε τις διαστάσεις αγωνίας, αναγνωρίζεται σ’ έναν βαθμό απ’ τους στενούς και ευρύτερους κύκλους των αναγνωστών, συνεργατών και φίλων, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για επιτυχία∙ παρόλο που τελικά δεν καταφέραμε να μάθουμε κανένα ξόρκι».
Τελευταία πράξη. Της Μαρίας Καλαντζοπούλου. «Κάνοντας τον απολογισμό, σκέφτομαι πως ίσως κάποιος πει ότι μου λείπει το μέτρο. Πράγματι, μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία ή μέτρο σύγκρισης δεν είμαι σε θέση να φανταστώ πώς μπορεί να ένιωθαν, να αντιμετώπιζαν μια τέτοια ή παρόμοια ευθύνη, την ίδια ή σε μια προγενέστερη εποχή, άλλα πρόσωπα και ομάδες, ακόμα και οι προηγούμενοι επιμελητές και συντάκτες των “Ενθεμάτων”. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι σ’ αυτά τα –δύσκολα– χρόνια που τα έζησα, βδομάδα τη βδομάδα, τα “Ενθέματα” ήταν για εμάς που συμπράξαμε, όχι μόνο η πολιτική συλλογικότητα με την οποία ήμασταν πιο αυθεντικά ταυτισμένοι και ταυτισμένες απ’ οτιδήποτε άλλο, όχι μόνο ένα στοίχημα δικής μας “ακηδεμόνευτης” (που λένε και στα ξυλινέζικα) πολιτικής έκφρασης και διεύρυνσης του διαλόγου στην μεγάλη (και κυρίως αριστερή) αυλή του φάσματος, αλλά κι ένα αναντικατάστατο στήριγμα, με πολιτικούς και προσωπικούς όρους. Στοίχημα και στήριγμα όχι μόνο (συχνά κιόλας όχι τόσο) ως αυτό καθαυτό το φύλλο-προϊόν ή η όποια συζήτηση προκαλούσε,  αλλά ως η δική μας συζήτηση, προετοιμασία, διεργασία για αυτά που μας κατέκλυζαν τις ζωές, το δικό μας βλέμμα, οι δικές μας προτεραιότητες, όλα αυτά που άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο αντανακλώνταν είτε στο φύλλο είτε σε ό,τι άλλο κάναμε παρέα μαζί και με την «μεγάλη κοινότητα των “Ενθεμάτων”». Η ανακούφιση ότι μοιράζεσαι κοινές αρχές ακόμα και για το πώς πρέπει να χειρίζεσαι τα πράγματα, τους συνεργάτες, την αλήθεια, τη δουλειά, τις σχέσεις, τις ρακές, τους χοχλιούς, την ποίηση, τους δράκους, τους φασίστες κλπ. Τα γέλια και τα χάχανα (τόσο δια ζώσης όσο ενίοτε και διά –μνημειώδους– αλληλογραφίας). Η προσωπική και πολιτική εμπιστοσύνη μεταξύ μας, το πιο ακλόνητο και μονάκριβό μας απόκτημα»
Μια θάλασσα πλατιά. Της Ιωάννας Μεϊτάνη: «Τα “Ενθέματα” ήταν για μένα ένα σπίτι οικείο. Παρά την πενιχρή μου πολιτική δραστηριότητα και σκέψη, ένιωθα ότι ξαναμπαίνω σε έναν χώρο όπου συχνά βρισκόμουν από παιδί· εκεί όπου ήταν ο Άγγελος κι όλα αυτά τα πρόσωπα από τις Καθαρές Δευτέρες στην Αγία Παρασκευή, όλες και όλοι εσείς, που σας ξαναγνώριζα τώρα μέσα από την πολιτική σας σκέψη και όχι απλώς σαν φιγούρες σε μια θρυλική παρέα. Μέσα από τα κείμενά σας, τα σχόλιά σας. Και πολύ γρήγορα ένιωσα άνετα μέσα στα «Ενθέματα», κολυμπούσα στα γνωστά νερά της παιδικής μου ηλικίας, όπου όμως ταυτόχρονα ενηλικιωνόμουν πολιτικά, ανέπτυσσα τη σκέψη μου, την κρίση μου, τα κριτήριά μου. Ένας παλιός γενναίος κόσμος που γεννούσε καινούργιους, πολλούς. Συναρπαστικό. Τιμή μου, λοιπόν, που μεγάλωσα σ’ αυτή τη θάλασσα κι ενηλικιώθηκα πνευματικά στα βαθιά νερά της. Κέρδισα ένα σωρό πράγματα. Προχώρησα. Το ένα έφερε τα’ άλλο. Άλλαξα δουλειά – κι αυτό οφειλή».

H αυτονομία στην παιδεία ως οφθαλμαπάτη και παγίδα. Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ σχολιάζει τον Εθνικό και Κοινωνικό Διάλογο για την Παιδεία: «Οι προτάσεις της ενδιάμεσης έκθεσης της Επιτροπής Διαλόγου δεν έρχονται σε ρήξη, αλλά αποτελούν συνέχεια με την πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, ιδιαίτερα στο πεδίο της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτή καταγράφηκε στη έκθεση της επιτροπής Μπαμπινιώτη το 2009 και αναπτύχθηκε στο «νέο σχολείο» της υπουργίας Διαμαντοπούλου. Η συνέχεια υπάρχει στις έννοιες, τα εργαλεία και το πνεύμα των προτάσεων. […]
Ένα «παράλληλο πρόγραμμα» για την παιδεία δεν  είναι σκόπιμο να εξαντλείται σε παρεμβάσεις για την άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης στο χώρο της εκπαίδευσης δίκην μιας σύγχρονης κρατικής φιλανθρωπίας. Αντίθετα, θα αποτελούσε μια ιδανική ευκαιρία για τη σε βάθος μελέτη των αναγκών σε σχέση με τις δυνατότητες των εγχώριων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων. Η αφελής ή ενθουσιώδης αποδοχή του, σε τελευταία ανάλυση, ιδεολογικού προγράμματος του ΟΟΣΑ θα οδηγήσει σε επώδυνη σπατάλη ανθρώπινου και πολιτικού κεφαλαίου. Από αυτήν την άποψη οι  επιλογές στο πεδίο της εκπαίδευσης αναδεικνύουν τα όρια των γενικότερων εναλλακτικών πολιτικών επιλογών μπροστά στις οποίες βρίσκεται η ελληνική κοινωνία».
[web only]  Επανασυγκροτώντας την έννοια του εμείς. Γράφει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης: «Εκατοντάδες σακούλες με τρόφιμα, εθελοντές στους κάθε λογής καταυλισμούς, χρήματα από εράνους και εκδηλώσεις. Σκέφτομαι πως αν αύριο ο ιστορικός του μέλλοντος προσπαθούσε να  αποτυπώσει την εικόνα της υποδοχής των προσφύγων στη χώρα, θα έμενε πιο πολύ σ΄αυτές τις εικόνες, όπως αναπαράγονται συνεχώς από τα ΜΜΕ. Αντίθετα, οι γουρουνοκεφαλές, οι πορείες όσων διαμαρτύρονται για την εγκατάστασή προσφύγων στην περιοχή τους, οι ξενοφοβικές δηλώσεις θα έμοιαζαν μάλλον περιθωριακές, αντιδράσεις που δεν μπόρεσαν να μεταστρέψουν την θετική κατά κύριο λόγο διάθεση της κοινής γνώμης».
Η καθημερινότητα ανάμεσα σε Eurogroup και Μνημόνια. Γράφει ο Κωστής Χατζημιχάλης:«Η καθημερινότητα, γράφει ο Ανρί Λεφέβρ, είναι προνομιακό πεδίο για την κατανόηση της λειτουργίας του καπιταλισμού γιατί επιτρέπει τη μελέτη των πολλαπλών κοινωνικών αντιφάσεων, της καταπίεσης, των αντιστάσεων και της αλλοτρίωσης. Ο Μισέλ Φουκώ συμπληρώνει τη σχέση καπιταλισμού και καθημερινότητας με την έννοια της βιοεξουσίας, τον έλεγχο και την πλήρη υποταγή της καθημερινής ζωής. Στα έξι χρόνια με τα Μνημόνια και τα Eurogroup ζήσαμε την καταπίεση της βιοεξουσίας, δημιουργήθηκαν πολλές αντιστάσεις, ξεπήδησαν δεκάδες αντιφάσεις, όμως η καθημερινότητα δεν απασχόλησε τη δική μας Αριστερά όσο ήταν αντιπολίτευση.[…] Ωστόσο, λίγες και λίγοι κατάφεραν σημαντικές βελτιώσεις, όπως τα μαθητικά συσσίτια, η Κάρτα Αλληλεγγύης, τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, το άνοιγμα του ΕΣΥ στους ανασφάλιστους, η στήριξη των πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, τα δάνεια στις μικρές επιχειρήσεις χωρίς υποθήκη, οι δωρεάν μετακινήσεις σε άνεργους/ες, το σύμφωνο συμβίωσης, η αναγνώριση της ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών και άλλες που ίσως ξεχνώ.[…] Όμως οι παρεμβάσεις αυτές, παρά τη σημασία τους, δεν ισοσκελίζουν τη βαριά καθημερινότητα της μνημονιακής βιοεξουσίας. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά αν η τελευταία έχει δημιουργήσει και συμπτώματα αλλοτρίωσης, όπως αναφέρει ο Λεφέβρ, παίρνοντας υπόψη τις διαφοροποιήσεις της αριστερής περιόδου που σημείωσα».

Το φως που καίει. Γράφει ο Κωστής Καρπόζηλος: «H στιγμή της άφιξης του αεροσκάφους της Πολεμικής Αεροπορίας που μεταφέρει το Άγιο Φως στην Αθήνα συμπυκνώνει το αδιέξοδο με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι: πλέον έχουμε συνηθίσει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. […]
Σε μια σειρά ζητήματα (μεταξύ των οποίων η σχέση κράτους και Εκκλησίας) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν ενδιαφέρεται να διαταράξει τις παγιωμένες συνήθειες και τα εμπεδωμένα προνόμια του παρελθόντος. Πρόκειται για ενσυνείδητη επιλογή, άμεσα εξαρτώμενη με την αίσθηση συνέχειας που διατρέχει κυβερνητικές υπηρεσίες και κρατικούς μηχανισμούς. […]
Ήδη από το 2009 ένα ευρύ ρεύμα σκέψης και πρακτικής παρέμεινε προσηλωμένο σε μια αντίληψη που τοποθετούσε την Ελλάδα στο επίκεντρο της παγκόσμιας πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτό, η κρίση ήταν μεν οικονομική, αλλά πρωτίστως εθνική, τα αίτιά της ανάγονταν στα σχήματα της εξάρτησης, και οι εθνικές παραδόσεις λειτουργούσαν ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο 1821, τη δεκαετία του 1940 και το 2010. Το σχήμα του «Ελλάς-Ελλήνων-Αντιμνημονιακών» έχει μετεξελιχθεί μέσα στο χρόνο και σήμερα βρίσκεται εντός της κυβέρνησης. Η συνειδητοποίηση αυτή θα μας απεμπλέξει από την προσπάθεια να δούμε την αντίφαση ανάμεσα στα προσωπικά πιστεύω επιμέρους μελών της κυβέρνησης και των καθημερινών τους επιλογών. Η μεγάλη εικόνα είναι πιο σύνθετη και καθορίζεται από ένα αμάλγαμα εθνικοανεξαρτησιακών αντιλήψεων, θεωριών περί αποικίας χρέους και μοναδικότητας του ελληνισμού».

Killing in the name of. Ο Γιάννης Χατζηδημητράκης υπερασπίζεται τα εγχειρήματα κατάληψης άδειων κτηρίων ως πράξεις αντίστασης στη νέα φάση της (αντι)μεταναστευτικής πολιτικής. «Το κλείσιμο των συνόρων, η συνειδητοποίηση ότι η χώρα παύει να λειτουργεί ως αίθουσα transit και κυρίως η συμφωνία Ε.Ε-Τουρκίας, επέφεραν μια απότομη αλλαγή στη στάση και τη ρητορική της κυβέρνησης. Η άθλια συμφωνία χαιρετίζεται ως μεγάλη επιτυχία από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος μάλιστα εγκαλεί και τις νατοϊκές δυνάμεις ότι δεν διακόπτουν εντελώς τις ροές των απελπισμένων, ενώ ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής μιλάει για «βία που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ξανά «παράνομων» προσφύγων. Ταυτόχρονα, η πολιτική για τον προσφυγικό πληθυσμό χαρακτηρίζεται από την στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης του: Στρατόπεδα χιλιάδων ανθρώπων με υπεύθυνους λειτουργίας στρατιωτικούς, σε μέρη αποκομμένα από τον κοινωνικό ιστό, με ελλιπή κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών και ελλιπή πρόσβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.[…] Στο πλαίσιο αυτό, η κατάληψη άδειων χώρων κατάλληλων για φιλοξενία, εντός τωνπολεοδομικών ιστών, όπως αυτή του City Plaza αποτελούν, πιστεύω, ελπιδοφόρα εγχειρήματα που πρέπει να στηριχτούν ευρύτερα, καθώς αποτελούν έμπρακτη απάντηση στην επιχειρούμενη προσπάθεια μόνιμου αποκλεισμού του «περιττού πληθυσμού» των προσφύγων».

Μια άλλη επιστημονική εκπαίδευση είναι δυνατή. Σκέψεις του Μανώλη Πατηνιώτη για τις δυνατότητες ενσωμάτωσης της ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης στα προγράμματα διδασκαλίας της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. «Υπάρχει μια έκδηλη επιφυλακτικότητα όσον αφορά την παρουσία της ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών στα προγράμματα διδασκαλίας. Τι αποτυπώνει αυτή η επιφυλακτικότητα; Τον φόβο ότι αν στραφούμε σε αυτά τα αντικείμενα, τα παιδιά δεν θα μάθουν «επιστήμη»· ότι θα σπαταλήσουν τον πολύτιμο χρόνο τους σε άσχετα προς τις επικείμενες εξετάσεις θέματα· ότι θα αποπροσανατολιστούν και θα υπονομευτεί η πίστη τους στο κύρος της επιστήμης και της τεχνολογίας, διότι τα ανώριμα δεκατετράχρονα δεν είναι ασφαλώς σε θέση να εκτιμήσουν τις εκλεπτυσμένες προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για τη θεωρητική μελέτη των επιστημών. Ποιος έχει αυτούς τους φόβους; Πιθανότατα πολλοί εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές και μαθήτριες. Αυτό που έχει σημασία, όμως, κι αυτό που τελικά αποτελεί τη ρίζα του προβλήματος, είναι ότι οι φόβοι αυτοί είναι εγγεγραμμένοι στην ίδια τη δομή των προγραμμάτων διδασκαλίας».

Εικόνα του αρουραίου. Ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου στα «Νέα από το σπίτι».
«Πόσο καιρό θα ζήσουμε σ’ αυτά τα βρώμικα σπίτια;
Περάσανε τα χρόνια ή μήπως κάνω λάθος;
Και όλα μέρα με τη μέρα γίνονται περισσότερο δύσκολα
και τα σκυλιά μυρίζουνε τις γυάλινες μπότες μας
και τα σκυλιά μυρίζουνε τις στάχτες που έχουν κολλήσει
κάτω από τις μπότες μας
στάχτες προτού γίνουν στάχτες».


Στον κήπο του Ντεμπυσσύ. Γράφει ο Γιάννης Αλμπάνης: «Ο καιρός του κήπου έχει φτάσει όταν την Πέμπτη το απόγευμα κοιτάζεις από το παράθυρο και ξαφνικά είναι ακόμα μέρα. Πάντα αναρωτιέσαι πού να βρίσκεται ο κήπος τον υπόλοιπο καιρό, αλλά πάντα λες «ας το ψάξω μια άλλη φορά», γιατί τώρα αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πάρεις το βιβλίο με τις τρεις χιλιάδες σελίδες και να πας προς τα εκεί. Ο κήπος βρίσκεται εκεί που τα μωβ λουλούδια έχουν καλύψει τα ραγισμένα πλακάκια κι οι ηλιαχτίδες περνάνε μέσα από τα φύλλα για να ζεστάνουν το λευκό γατί που ξαπλώνει δίπλα από το τραπέζι -- αρκετά κοντά για να έχει παρέα, αρκετά μακριά για να ’ναι μόνο του. Είναι εκεί που όταν ανοίγεις το βιβλίο με τις τρεις χιλιάδες σελίδες, οι νότες του Ντεμπυσσύ παίρνουν μια λεπτή, διάφανη κι ελαστική μορφή, για να απλωθούν στο χώρο και να τυλίξουν τον αέρα».

H δύναμη της ισλανδικής μοναξιάς. Επιστολή του Δημήτρη Χριστόπουλου από την Ισλανδία: «Χάρη σε αυτές τις ιδιαιτερότητες, η Ισλανδία κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ της τραπεζικής της κρίσης σχετικά ανορθόδοξα: το ΔΝΤ κατέφτασε αμέσως το φθινόπωρο του :2008 με την κλασσική copy-pasteσυνταγή από τη Χιλή ως την Ταϋλάνδη και την Ελλάδα. Ωστόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εξαντλώντας τα όρια των συνταγματικών του αρμοδιοτήτων ενάντια στην κυβερνητική βούληση, έστειλε το ισλανδικό Μνημόνιο σε δημοψήφισμα στο οποίο ο λαός απέρριψε την λύση του Προγράμματος Διάσωσης. Έτσι, οι ισλανδικές τράπεζες τέθηκαν εκτός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Hχώρα δεν έχει ακόμη συνέλθει από τις επιπτώσεις του τραπεζικού κραχ, καθώς ο κόσμος ακόμη χρωστά τα δάνειά της ευζωίας του. Ωστόσο, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή των χωρών που μπήκανε στα Μνημόνια, και ειδικά με την ελληνική. Φαντάζομαι ότι πολλοί συμπολίτες μας, στην απόγνωσή τους σήμερα, έχουν κάθε λόγο να φθονούν τον ισλανδικό τρόπο διάσωσης. Και πιο υπερήφανος υπήρξε και λιγότερο επώδυνος. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι αυτός ο «τρόπος» κατέστη εφικτός μόνο σε αυτόν τον τόπο ακριβώς λόγω της ιστορικής μοναξιάς και της οικονομικής απομόνωσης του, μεγέθη ασύλληπτα για οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα».

Νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο οι ιδιωτικοποιήσεις, του Δημήτρη Ιωάννου: « Προσωπικά, αυτό που μισώ ίσως περισσότερο όσο κατεβαίνω το σπιράλ στο οποίο ανελέητα με σπρώχνει η λιτότητα, είναι το πώς με βάζει αδιάκοπα να επανεξετάζω τις κεντρικές επιλογές της ως τώρα ζωής μου (και όχι μόνο της επαγγελματικής) με κριτήρια αυστηρά οικονομικά: θα ήμουν πιο «άνετος» αν...; κι ακολουθεί μια ατελείωτη λίστα διερωτήσεων στην οποία μπαίνει κάθε μικρή και μεγάλη απόφαση που κάποτε πήρα – ή δεν πήρα. […] Ακόμα όμως κι αν ένας τέτοιου είδους αναστοχασμός μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποβεί ακόμα και γόνιμος, προσανατολίζοντας τη μελλοντική δράση, αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι ο νεοφιλελεύθερος πυρήνας του. Γιατί νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο οι ιδιωτικοποιήσεις, η απόσυρση του κοινωνικού κράτους, η απορρύθμιση της αγοράς και άλλα τέτοια μακρο-φαινόμενα· είναι επίσης, συμπληρωματικά και παράλληλα, μια μορφή διακυβέρνησης που παράγει, στο μικροεπίπεδο, άτομα που προσπαθούν ορθολογικά να βελτιώσουν τη σχετική θέση τους στην αγορά – ένα εξ ορισμού ανταγωνιστικό πεδίο που σταδιακά αντικαθιστά αυτό που κάποτε ονομαζόταν “κοινωνία”».

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...