Thursday, November 02, 2017

Τέσσερα κείμενα του Βαγγέλη Τσακίρη για τη ζωή, τις δηλώσεις και τις αντιστάσεις των ηρώων στη Μακρόνησο. Περιέχονται στον 1ο Τόμο του συλλογικού έργου Μακρόνησος (2003, Σύγχρονη Εποχή).




Η πορεία της πέτρας
Απόγευμα της 11 Ιούνη 1947. Ο Δραγατσίκας, ο σαλπιγκτής από τα χωριά της Σαμαρίνας, ο «γύφτος» όπως τον φώναζαν εξαιτίας του πολύ μελαψού του προσώπου, βαράει συγκέντρωση. Όλοι οι λόχοι συγκεντρώνονται συντεταγμένοι στην …πλατεία του τάγματος, πάνω από το «λιμάνι», που την είχαμε ξεχερσώσει και στο μέτρο του δυνατού την είχαμε ισοπεδώσει, όπου είχε στηθεί μια πρόχειρη εξέδρα. Εκεί ο χοντροταγματάρχης διοικητής, ο Ηλίας Στολιόπουλος, διάβασε την ομιλία που του είχανε γράψει ο αλφάδιος ο Θωμάς Τσαμούρας και ο Γκαραμής που ήτανε ο πιο γραμματισμένος από τους αξιωματικούς μια και είχε τελειώσει την Ευελπίδων- άλλος κανείς.
Τα γνωστά. Η πατρίδα που κινδύνευε από ξενοκίνητους πράκτορες, η ανάγκη να φύγουμε από το Μακρονήσι, να πολεμήσουμε για την πατρίδα κτλ.
Από την επομένη, τη σκυτάλη πήραν οι λοχαγοί. Ο Πανταζόπουλος έστελνε τον ιπποκόμο του στις πολύ προχωρημένες ώρες, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, και «ντύσου κι έλα στη σκηνή του λοχαγού· σε θέλει» σ’ όσους υπολόγιζε πως θα σπάσουν πιο εύκολα. Εκεί ο Πανταζόπουλος σε υποδεχόταν με τον πιο φιλικό τρόπο. Και «άκουσες τον κ.Διοικητή. Τι λες, θέλεις να βγεις απ’ το νησί;». Κι από ‘δώ με το χαμόγελο, από ‘κεί με το πιο σοβαρό ύφος, και πάντα υπό τη φοβέρα της νύχτας και του ενδεχόμενου αν αρνηθείς να πάρεις την άγουσα προς το κρατητήριο να δεχτείς τις περιποιήσεις του «ξανθού κτήνους του Μπέλσεν», του Λιάπα, υποχωρούσες. Για αυτό κι ο Πανταζόπουλος είχε τη μεγαλύτερη συγκομιδή δηλώσεων.
Διαμετρικά αντίθετη μέθοδο ακολουθούσε ο δικός μας λοχαγός ο Μαυρόπουλος. Αυτός πίστευε πως αν σπάσουν μερικοί, που τους θεωρούσε σαν τους πιο δυνατούς, σαν …αρχηγούς, δεν μπορεί, θα σπάσουν κι οι υπόλοιποι. Και δεν ήξερε ο τρελός πως η πίστη ήταν τόσο μεγάλη και βαθιά σ’ όλους και σε παιδιά των πόλεων και σ’ αγρότες και σ’ εργάτες και σε σπουδαγμένους, που όσο ψηλά κι αν βρίσκονταν κανένας, η τυχόν υποχώρησή του δεν μπορούσε να έχει στους υπόλοιπους την παραμικρή επίδραση.
Μέσα σ’ αυτούς που διάλεξε ο τρελο-Μαυρόπουλος μού έκανε την τιμή να καλέσει και μένα. Κι όταν εισέπραξε την αρνητική απάντησή μου, βγήκε στο μπροστινό μέρος της σκηνής του, όπου στεγάζονταν οι γραφιάδες και δήλωσε: «Άλλος για τα Γιούρα» (στα Γιούρα – τη Γυάρο δηλαδή- ήταν εγκατεστημένο το Α΄ Τάγμα). Στα Γιούρα πήγα 20 χρόνια αργότερα, που μας έστειλε η «εθνοσωτήριος» της 21ης Απρίλη. Για να «σώσει» κι αυτή την Ελλάδα…
Ό,τι ήθελες σκαρφίζονταν ο τρελός. Στον Αχιλλέα τον Περινόπουλο είπε: «Αχιλλάκο πρέπει να φύγεις από δω· δεν είσαι συ για τη Μακρόνησο. Μόνο θα μου υπογράψεις μια δήλωση, να την έχω εγώ στο μπαούλο μου, να τη δείξω αν μου τη ζητήσουν». «Τι λέτε κύριε λοχαγέ;» του παρατηρά ο Αχιλλέας, «δε γίνονται αυτά τα πράγματα». «Αχιλλάκο σε βεβαιώ πως θα την κρατήσω εγώ. Δεν θα πάει πουθενά». Μα ο Αχιλλέας δεν χαμπάριαζε από τέτοια. Και μαζί φύγαμε το βράδυ της 31ης Ιούλη για το πρώτο, που στο μεταξύ είχε μεταφερθεί κι αυτό στο Μακρονήσι.
Κι ο Μαυρόπουλος τελικά έσπασε τα μούτρα του. Καταλαβαίνει δε κανείς πως κοντά στην τρέλα του ήρθε κει το μίσος του γι’ αυτούς που δεν «υπακούσανε» στην προτροπή του και τον εκθέσανε. Έτσι, απ’ αυτά τα αισθήματα εμφορούμενος και κινούμενος, έδειξε και τις δυο αυτές «αρετές» του – τρέλα και μίσος- τη μέρα που γράφτηκε στην ιστορία του Μακρονησιού σαν «πορεία της πέτρας».
Ήταν μια καλοκαιριάτικη μέρα, που ξημέρωσε πολύ νωρίς- πλησιάζαμε στο θερινό ηλιοστάσιο. Ένας λαμπρός αλλά και πολύ ζεστός ήλιος. Προσκλητήριο του λόχου πρωί πρωί. Μόλις τέλειωσε το προσκλητήριο, βλέπω το Μαυρόπουλο να μου γνέφει.
«Εγώ κύριε λοχαγέ;» τον ρωτάω. «Όχι εσύ Τσακίρη. Ο μπροστινός σου». Μπροστά από μένα ήταν ο Αντρέας Μουσαφίρης, ένας φοιτητής της νομικής από την Καρδίτσα. Ένα παιδί που αν τον αποκαλέσεις διαμάντι τον αδικείς.
Παρουσιάζεται ο Αντρέας μπροστά στον τρελό, σταματά και χαιρετά μ’ ένα χαιρετισμό που θα το ζήλευε ακόμα και νεοσύλλεκτος.
«Διατάξτε, κύριε λοχαγέ».
«Σε παρακολουθώ από καιρό. Είσαι πειθαρχικός και καλός στρατιώτης».
«Κύριε λοχαγέ, αυτό μου το είπαν όλοι οι διοικητές μονάδων, στις οποίες υπηρέτησα».
«Γι’ αυτό πρέπει να φύγεις από δω μέσα».
«Δεν έχω καμιάν αντίρρηση, κύριε λοχαγέ. Άλλωστε δεν ζήτησα εγώ να έλθω».
«Μόνο θα μου υπογράψεις μια δήλωση».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο τρελός κι έγινε το θαύμα. Ο Αντρέας τεντώνει το λίγο καμπούρικο κορμί του, παρατά το μειλίχιο ύφος του και περήφανος, στητός, με υψωμένη τη φωνή απαντά:
«Αυτό που κάνετε κύριε λοχαγέ, είναι άκρως αντισυνταγματικό. Βασική αρχή του Συντάγματος είναι η πολιτική ελευθερία και σεις την παραβιάζετε αυτή τη στιγμή, κατά το χειρότερο τρόπο».
«Είσαι κομμουνιστής χειρότερος από το Ζαχαριάδη», ουρλιάζει ο τρελός.
«Κύριε λοχαγέ, αυτό δεν μου το είπε κανένας διοικητής μονάδας, από αυτές που υπηρέτησα».
«Φύγε από μπροστά μου Βούλγαρε».
«Κύριε λοχαγέ, δεν σας επιτρέπω να αμφισβητείτε τα εθνικά μου αισθήματα. Κι αν θέλετε να μάθετε ποιος είμαι, ρωτήστε τον κ. Τσαμούρα και τον κ. Γκαράνη». (Ο Θωμάς Τσαμούρας ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός, αξιωματικός του Α2, που ήταν συμμαθητής του Αντρέα στο γυμνάσιο- ο τρελός μέσα στην τρέλα του τον έτρεμε. Κι ο Γκαράνης, πάλι από την Καρδίτσα, ήταν διοικητής του 1ου λόχου. Λοχαγός της σχολής Ευελπίδων, που δεν τον χώνευε ο Μαυρόπουλος, που ήταν καραβανάς.
«Χάσου από μπροστά μου», ο τρελός.
Χαιρετά ο Αντρέας το ίδιο ζωηρά και πειθαρχημένα, όπως όταν ήλθε, κάνει μεταβολή και …δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και «Όχι, έλα εδώ» ο τρελός. «Τσακίρης, ο άλλος ο δάσκαλος, ο τέτοιος, ο τέτοιος» και ζούλαγε τα μάγουλά του για να δείξει πως αυτός που ζήταγε ήταν αδύνατος- ο δάσκαλος Χατζηπολυχρόνης από την Καβάλα. Και συνέχισε με τον επίσης δάσκαλο Κρανιώτη από την Ελασσόνα κι όλους όσους κάλεσε για δήλωση κι έσπασε τα μούτρα του.
Όταν μας έβγαλε όλους (κάπου 12-15), «Πάρτους δεκανέα. Πού’ σαι Γεωργίου;». Πλησιάζει ο δεκανέας, ο δάσκαλος ο Γεωργίου, και ο τρελός «πάρτους, αγγαρεία στο τάγμα. Εν- δυο, εν- δυο (αργά στην αρχή), εν- δυο, εν -δυο, εν- δυο(γρήγορα σαν να κράταγε πολυβόλο), εν- δυο, εν- δυο(ξεπνοημένα, μόλις ν’ ακούγεται) και ξανά το πολυβόλο, και ξανά το ξεπνοημένο εν- δυο. Ό,τι ακριβώς συνθέτει την εκδήλωση ενός τρελού.
Η δουλειά στο τάγμα ήταν να μαζέψουμε τα πετραδάκια από την «πλατεία» (εκεί που είχανε στήσει την εξέδρα για το χοντρο-Στολιόπουλο), ν’ ασπρίσουμε με ασβέστη, να ραντίσουμε με νερό απ’ τη θάλασσα για να μη σηκώνεται σκόνη. Τίποτα δηλαδή.
Εκεί όμως, γύρω στις 10, έρχεται ένας αλφαμίτης κι όλα άλλαξαν. Πάλι ο τρελός. «Συνταχθείτε» και μας παραλαμβάνει ο αλφαμίτης, να κουβαλήσουμε πέτρα από το λοφίσκο του Άη Γιώργη, να τη ρίξουμε στο «λιμάνι», ώστε αργότερα να ρίξουν ταχύπηκτο τσιμέντο να γίνει λιμενοβραχίονας. Μπούρδες δηλαδή. Γιατί έρχονταν το ρεύμα από την Εύβοια- του Ευρίπου- και τις πέτρες που ρίχναμε εμείς στη θάλασσα, τις έπαιρνε και τις πήγαινε στην Αφρική. Όμως, εμείς έπρεπε να τις κουβαλάμε. Να τις κουβαλάμε μέχρι να αφήσουμε τα κόκκαλά μας στη θέση της πέτρας που ρίχναμε στη θάλασσα.
Μπαίνουμε στη γραμμή και με τη συνοδεία του αλφαμίτη τραβάμε τον ανήφορο για τον Άη Γιώργη. Εκεί μας περίμενε το «εμπόρευμα» που έπρεπε να μεταφέρουμε. Είχαν σπάσει ένα μεγάλο βράχο, με φουρνέλο προφανώς, και την πέτρα αυτή εμείς θα τη μεταφέραμε στο «λιμάνι». Η πιο μικρή από τις πέτρες ήταν τουλάχιστον 50 οκάδες- προσοχή οκάδες, όχι κιλά. Για να την πάρεις στον ώμο έπρεπε να βοηθήσει κι άλλος. Και πάνω στον ώμο ήτανε τα δύσκολα. Γιατί οι πέτρες δεν ήταν, βέβαια, λείες. Ήταν όπως τις έσπασε το φουρνέλο. Κι όταν ήμασταν ελαφρά ντυμένοι, καλοκαιρινά, το υποδυτοχιτώνιο γίνονταν κομμάτια με την πρώτη. Και μετά τον υποδύτη, ο ώμος.
Εν πάση περιπτώσει. Ως που χτύπησε «τραγιά» κάναμε 11 δρόμους Άη Γιώργη- «λιμάνι» φορτωμένοι και «λιμάνι»- Άη Γιώργη ξεφόρτωτοι. Κι ήταν η απόσταση των δύο σημείων τουλάχιστον 1,5 χιλιόμετρο.
Γύρισα στη σκηνή ξεπνοημένος. Έπεσα και δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ ούτε για να πάρω συσσίτιο. Παρακάλεσα γι’ αυτό το Βασιλάκη το Μέρτσιο να μου φέρει το φαΐ μου. Όμως ο Βασιλάκης γύρισε με γεμάτη μονάχα τη δική του καραβάνα. Τη δική μου την έφερε αδειανή.
«Γιατί ρε Βασιλάκη:»
«Δεν με άφησε να πάρω για σένα ο Τσερπές. Από πότε ο κ. Τσακίρης απέκτησε ιπποκόμο; μου είπε». (Πριν προχωρήσω πρέπει να παρουσιάσω τον «κύριο» αυτό. Ήταν έφεδρος εξ εφέδρων υπίλαρχος. Δικηγόρος από την Καλαμάτα. Είχε διατελέσει έπαρχος Μεσσήνης, σε μια από τις πρώτες κυβερνήσεις Πλαστήρα. Και για αυτό τον βλέπαμε με σχετική συμπάθεια. Αργότερα, όμως, και ειδικά σε μια του ομιλία, στην οποία το στόμα του είχε γεμίσει αφρούς από το αντικομμουνιστικό του μένος, αποδείχτηκε ο «θεωρητικός» των βασανιστηρίων και της βίας).
Με τα λόγια αυτά του Βασίλη, εξατμίσθηκε όλη μου η κούραση. Πετάγομαι όρθιος και κατηφορίζω στα μαγειρεία.
«Δώσε στον κ. Τσακίρη φαγητό» είπε στο μάγειρα μόλις με είδε.
«Κύριε υπίλαρχε, δεν ήρθα να πάρω φαΐ΄. Ήρθα να μου πείτε πότε διαπιστώσατε πως ο Τσακίρης έχει ιπποκόμους και το είπατε αυτό στο Μέρτσιο».
«Εγώ δεν είπα τέτοιο πράμα. Ίσως ο Μέρτσιος δεν κατάλαβε καλά».
«Μωρέ ο Μέρτσιος καλά κατάλαβε. Εσείς γιατί το είπατε;», το βιολί μου εγώ.
«Δώσε στον κ. Τσακίρη φαΐ» πάλι ο Τσερπές.
Του τάψαλα για καλά και στο τέλος γέμισα και την καραβάνα κι έφυγα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, Δε σήκωνε τέτοια εξοντωτική αγγαρεία και να μην τρως. Έτσι, μια βδομάδα έφτανε για να γίνεις φθισικός.
Ύστερα από τη μεσημβρινή ανάπαυση, ήρθε η μεγάλη ώρα που μας ετοίμαζε ο τρελο-Μαυρόπουλος.
Συγκέντρωση- συγκέντρωση ο Δραγατσίκας με τη σάλπιγγα. Όλο το τάγμα, κατά λόχους, στην «πλατεία». Τότε ο Μαυρόπουλος που ήταν επιτελής τάγματος δίνει την εντολή. Όσοι έχουν μουσικά όργανα, να πάνε να τα φέρουνε. Μαζευτήκανε κάθε λογής όργανα. Πνευστά, έγχορδα, ακορντεόν κτλ. Μπροστά η αυτοσχέδια αυτή ορχήστρα κι ο Δραγατσίκας με τη σάλπιγγά του και πίσω οι 1200 περίπου άνδρες του τάγματος. Να συνεχιστεί το κουβάλημα της πέτρας από τον Άη Γιώργη.
Τότε ήταν που ο Νίκος Φλαμπούτογλου, ο δάσκαλος από την Έδεσσα, έγραψε το παρακάτω ποίημα που, όμως, δεν το θυμάμαι ατόφιο. Το έδωσα στο Φίλιππο Γελαδόπουλο σε χειρόγραφο του Νίκου. Αυτός το έβαλε σε φωτοτυπία στο βιβλίο του, μα σε μένα δεν το γύρισε ποτέ.
Μπροστά πηγαίνουν όργανα· τρομπέτες και νταούλια
ληπητερά τραγούδια και χαρωποί σκοποί.
Και πίσω αργά, σκυφτά, νιότη αλυσοδέσμια
ακολουθεί αντί χορός.
Βαρύ φορτίο στους ώμους τα κοτρώνια
Κι οι σταυρωτήδες ακολουθούν με τα υψωμένα κνούτα
Μ’ αν ρέει ο ιδρώς στα μέτωπα και τα κορμιά λυγάνε
άχνα δε βγάζει ο στεναγμός μήδ’ η οργή κατάρες
Κάποιες φωνές, κάποιες σκιές, κάποια όνειρα’ αναδεύουν
και γιγαντώνονται οι ψυχές, λεύτεροι βιγλατόροι.
Έ σεις βουνά, ψηλά βουνά, που αντίπερ’ αγροικάτε
γιομάτα καταφρόνια του σκλαβωτή τα φλάμπουρα.
Ραχούλες που σας διάβηκα σταυραετός αντάρτης
Βρυούλες, γάργαρα νερά που ‘πλυνα τις πληγές μου,
Ερημικοί περπατητές στης εξορίας τους δρόμους,
Αδέλφια π’ ανεβαίνετε στητοί στων λαιμητόμων την αιμάτινη σπονδή
Γεια σας, χαρά. Σας χαιρετούν οι χίλιοι και διακόσιοι.
Στ’ αχνόφεγγο του δειλινού τις πέτρες φορτωμένοι.
Εφτά δρόμους έκανε το τάγμα εκείνο το απόγευμα. Κι οι αλφαμίτες δεξιά κι αριστερά με τα υψωμένα κνούτα, όπως λέει κι ο ποιητής. Τα κορμιά λυγούσαν. Τα πόδια λυγούσαν. Κι οι αλφαμίτες ουρλιάζανε. Ένας, δεν άντεξε ο δόλιος κι έπεσε. Αμέσως πέφτει πάνω του το «ξανθό κτήνος του Μπέλσεν», ο Λιάπας, και τον αρχίζει με το γκλομπ. Η σκηνή διαδραματίστηκε έξω από τη σκηνή του έκτου λόχου. Την είδε μέσ από τη σκηνή του ο Πανταζόπουλος, όπου κάθονταν με άλλους αξιωματικούς (εκτός από τον τρελό το Μαυρόπουλο δεν παρουσιάστηκε κανένας άλλος αξιωματικός τις ώρες αυτές που κουβαλάγαμε την πέτρα), πετάγεται αρπάει το Λιάπα και του δίνει ένα χαστούκι που βούιξε σε ολόκληρο το τάγμα. Περιμέναμε αντίδραση από τους αλφαμίτες. Όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Οι «λεβέντες» της Α.Μ. εξαντλούσαν τη «λεβεντιά» και τον «ανδρισμό» τους μονάχα με τα γκλομπ στις πλάτες και τα κόκκαλα των σκαπανέων.
Σε κάποιαν άλλη στιγμή, μας πλησίασε ο αλφαμίτης που μας συνόσευε το πρωί. «Ρε παιδιά με συγχωρείτε. Όταν άκουσα να βαράει συγκέντρωση, νόμισα πως θα γινόταν κάποια θρησκευτική ομιλία. Αλλοιώς, αν ήξερα τι θα γινότανε, θα σας έπαιρνα να πάμε να κρυφτούμε κάτω από τα σκοίνα, ως που να τέλειωνε. Εγώ κουράστηκα που βαδίζω πεζός. Όχι φορτωμένος όπως εσείς».
Και με την κρίσιμη αυτή δήλωση του αλφαμίτη, με την εκδήλωση της όποιας ανθρωπιάς διέθετε, κλείνουμε την περίφημη «πορεία της πέτρας» που μετά το μεγάλο σκοτωμό του Α΄ τάγματος, αποτελεί μιαν από τις πιο κτηνώδικες εκδηλώσεις του Μακρονησιού.

O Γιάννης Λιβανίδης
Σα βόμβα έπεσε η είδηση εκείνο το πρωί. Με το καΐκι ήρθε στο Τάγμα- το Α΄ Τάγμα- ένας δεκανέας που είχε δραπετεύσει από το Γ΄Τάγμα και κολυμπώντας πέρασε αντίκρυ, όπου βγήκε ανάμεσα στο Λαύριο και το Σούνιο.
Αμέσως ανηφορίσαμε, περάσαμε το γήπεδο και πλησιάσαμε το …δραπέτη. Που δεν ήταν άλλος από το φίλο- παιδικό φίλο θα ήταν ακριβέστερη διατύπωση- Γιάννη Λιβαντίδη.
Ένα φίλο της ηλικίας μου, αθλητικό τύπο, που πάντα διακρινόταν για το ήθος και τον ήπιο χαρακτήρα του. Ήταν δευτερότοκος γιος εμπόρου αστού της Μυτιλήνης, που μαζί με το Στρατή Πραίδη είχανε την ΠΡΑΛΙΒΑ (δηλαδή, Πραίδης-Λιβανίδης) εταρία τυποποίησης και εμπορίας λαδιού.
Τρεις αδελφοί και μια αδελφή ήταν τα παιδιά της οικογένειας. Ο Άρης, χημικός το επάγγελμα, που υπηρετούσε σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στο Γενικό Επιτελείο, ο Γιάννης και ο μικρότερος Αχιλλέας. Η παρουσία του Άρη στο επιτελείο ήταν που τον έσωσε. Αλλιώς θα τον είχανε σκοτώσει. Γιατί δε βάσταξε τα βασανιστήρια και θέλησε να γλυτώσει απ’ αυτά, κολυμπώντας 4 ολόκληρα μίλια.
Μόλις τον είδα, τον πήραμε στη σκηνή μας το φιλέψαμε και μας αφηγήθηκε τα της δραπέτευσης μ’ όλες τις λεπτομέρειες.
Δεν έκατσε πολύ στο Τάγμα. Αλλά ούτε και στο πειθαρχείο. Ούτε τον δείρανε. Ήταν ακόμη διοικητής ο Κωνσταντόπουλος. Φαντάζεστε τι θα πει αντί για το Α΄να τον πηγαίνανε στο Γ΄· στο Σκαλούμπακα; Θα τον σκοτώνανε δέρνοντας μόλις έβγαινε από το καίκι.
Κι ο δόλιος δεν ήταν κομμουνιστής. Ήταν ένα ηθικό, βαθύτατα δημοκρατικό παιδί, προερχόμενο από μια δημοκρατική οικογένεια που διακρίνονταν για το ήθος της και την υπολήπτονταν όλη η πόλη της Μυτιλήνης.

Στο Α΄ Τάγμα
Από το πρωί της 31ης Ιούλη 1947, αμέσως μετά από το προσκλητήριο, σ’ όλους τους λόχους διαβάσανε τα ονόματά μας και μας δώσανε την εντολή να ετοιμαστούμε γιατί θα φεύγαμε. Για το πού, δεν μας είπανε. Εμείς όμως καταλάβαμε. Θα πηγαίναμε στο Α΄ Τάγμα – το «Τάγμα των αμετανόητων» όπως το είχαν ονομάσει- που πριν λίγες μέρες είχε έλθει στο Μακρονήσι από τα Γιούρα, όπου είχε εγκατασταθεί από τον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης.
Πραγματικά, προς το βραδάκι πια, ξεκινήσαμε από το τάγμα μας πεζή κατά το νοτιά. Όπου είχε στρατοπεδεύσει το Α΄ Τάγμα ανάμεσα στα δυο άλλα- το Β΄ και το Γ΄.
Αριστερά και δεξιά- αυτονόητο, απαραίτητο συμπλήρωμα, όχι μόνο στις αγγαρείες αλλά σε κάθε μαζική κίνηση και μετακίνηση- οι αλφαμίτες. Φτάσαμε στο Α΄ Τάγμα σε ώρα που η νύχτα είχε πέσει για καλά. Πρέπει να ήταν πολύ μετά τις 9. Εκεί μας σταμάτησαν σ’ ένα ίσωμα κι έγινε η παράδοση και παραλαβή.
Εντύπωση μας έκανε η ησυχία κι η ηρεμία που επικρατούσε. Ούτε φωνές, ούτε διαταγές, ούτε ουρλιαχτά αλφαμιτών. Όλα ήσυχα.
Όταν φύγανε οι συνοδοί μας από το Β΄ Τάγμα- αξιωματικοί κι αλφαμίτες- τοποθετηθήκαμε σε σκηνές που είχαν στήσει από πιο μπροστά και πήραμε την εντολή να κάνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, γιατί έπρεπε να μοιραστεί το συσσίτιο κι η ώρα ήταν προχωρημένη.
Το συσσίτιο. Ήταν το ίδιο που βρήκα την πρώτη μέρα που πήγα στο Β΄ Τάγμα στο Πόρτο Ράφτη. Κριθαράκι με κρέας. Το ίδιο, μα ταυτόχρονα διαμετρικά αντίθετο. Στεγνό και με τυρί επάνω. Δεν ήταν νερό με 20-30 κριθαράκια να τα κυνηγάς και να μην μπορείς να τα πιάσεις με το κουτάλι. Και το κρέας δεν ήταν σκέτο λίπος, όπως στο Πόρτο Ράφτη. Ήταν ένα στεγνό κομμάτι κρέας για ανθρώπους· όχι για σκυλιά και γάτες.
Ο λοχαγός μας, ο Γιάννης Κοντός, με λίγα λόγια που δείχνανε την ομορφιά της ψυχής του, μας ζήτησε συγγνώμη γιατί η μερίδα του κρέατος, αλλά και του συσσιτίου γενικά, ήταν μικρή αλλά «δεν είχαμε καιρό για κάτι καλύτερο· ειδοποιηθήκαμε την τελευταία στιγμή».
Εμείς τρίβαμε τα μάτια μας, βλέποντας να μας δίνουν φαΐ στεγνό και καλομαγειρεμένο· τρίβαμε και ξεβουλώναμε τα αυτιά μας ακούγοντας το λοχαγό να μας ζητά συγγνώμη γιατί δεν ήταν- που ήταν- αρκετά μεγάλη και χορταστική η μερίδα. (Μια φορά στο Β΄ Τάγμα είχα πάει αγγαρεία να καθαρίσουμε φασόλια. Έ, λοιπόν σ’ ένα φασόλι είχα μετρήσει εικοσιτέσσερις τρύπες, σ’ ένα και μόνο φασόλι)
Θα κυριολεκτήσω όταν πω πως από την κόλαση περάσαμε στον παράδεισο. Φαντασθείτε αλήθεια στη θέση του βοϊδο-Στολιόπουλου να βρίσκεις τον Κωνσταντόπουλο και στη θέση του συφιλιδικού Μαυρόπουλου τον Κοντό. Αυτό και μόνο φτάνει.
Βέβαια, αργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Κι ήρθε ο Μεγάλος Σκοτωμός. Όμως δεν υπήρχαν πια στο τάγμα ούτε ο Κωνσταντόπουλος ούτε ο Κοντός. Αυτοί ήταν Άνθρωποι. Το κράτος της «εθνικοφροσύνης» και η κυβέρνηση της επτακέφαλης Λερναίας Ύδρας (Σοφούλης, Γ.Παπανδρέου, Τσαλδάρης, Στράτος, Ρέντης κτλ) ήθελε θηρία. Θηρία να μας κατασπαράξουν.

Το στρατοδικείο στο Λαύριο
Με το στρατοδικείο που στήθηκε στο Λαύριο στα μέσα του Μάη η Β11 του ΓΕΣ προσπάθησε να καλύψει το αίμα τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης μέρας. Το κατάφερε όμως; Δεν το πιστεύω. Αντίθετα ανοίξανε πολύ περισσότερο το σημειωματάριο «έγκλημα του Μακρονησιού», που είναι καιρός πια- μην ξεχνάμε περάσανε πενήντα χρόνια- να ερευνηθεί σ’ όλη του την έκταση και το βάθος, και να παραδοθεί στην Ιστορία.
Από τη δίκη του Λαυρίου, θα δώσω εδώ μερικά στιγμιότυπα. Μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, που φωτίζουν από τη δική τους πλευρά το προμελετημένο έγκλημα.
Πριν, όμως, από τα στιγμιότυπα, είναι απόλυτη ανάγκη να πούμε δυο λέξεις για κείνον το διοικητή των 10 ημερών, τον ταγματάρχη Καραμπέκιο. Που με το ν’ ανάβει τα καντήλια στα εικονοστάσια, με το «παιδιά μου» λίγο μετά το σκοτωμό εφτά λεβέντηδων συναδέλφων μας και τον τραυματισμό έντεκα άλλων, απόχτησε στο τάγμα το όνομα του άγιου. Που, όμως, ήταν «άγιος».
Η κατάθεσή του ήταν σκέτο δηλητήριο! Ολόκληρο το κατηγορητήριο που περιλάβαινε το κλητήριο θέσπισμα. Δηλητήριο πολλαπλά χειρότερο κι από τον «πρόεδρο» αντισυνταγματάρχη Αλεξόπουλο, πολλαπλά χειρότερο κι από τον επίτροπο Στασινόπουλο, που είχε καθιερωθεί τα χρόνια εκείνα σαν «ο επίτροπος θάνατος».
Είναι πια καιρός να ερευνηθούν τα πρακτικά της δίκης μας εκείνης και ν’ αφαιρεθεί η μάσκα από τον ψευτοάγιο αυτόν.
Και τώρα δυο λέξεις για το «μάρτυρα κατηγορίας» μου το Γιώργο Βογιατζή, ένα λαδεργάτη από τη Μυτιλήνη. Ο συγκατηγορούμενος Ξεσφίγκης φαίνεται πως δεν άντεξε στο ξύλο κατά την προανάκριση και είπε κάτι που δεν ήταν δα και ψέμα. Πως εγώ έστειλα ορισμένους από το λόχο μας- τον τέταρτο- να σκάψουν για να θάψουμε τους νεκρούς της πρώτης μέρας· κι ονόμασ το Γιώργο Βογιατζή. Το παιδί το πήρανε για ανάκριση κι αφού το σπάσανε στο ξύλο, το βάλανε και υπέγραψε την κατάθεσή του, αφήνοντας αρκετό χώρο λευκό. Που τον συμπλήρωσαν εκ των υστέρων όπως αυτοί ήθελαν. Στο δικαστήριο, πλην των μαρτύρων, φέρανε και του κόσμου τους χαφιέδες του Γ΄ τάγματος, που πλησιάζανε τους μάρτυρες και τους ξεψαχνίζανε. Ένας απ’ αυτούς πλησίασε και το Γιώργο, που έπεσε στην παγίδα, και του δήλωσε πως θ’ ανακαλέσει την κατάθεσή του, που ήταν διαμετρικά αντίθετη απ’ ότι είχε πει αυτός. Την ίδια μέρα τον παίρνουν και τον πάνε στο Γ΄τάγμα. Εκεί τον παραλάβανε όλα τα αστέρια της Α.Μ. του τρίτου, που τον κάνανε σταφίδα στο ξύλο. Όμως ο Γιώργος ανένδοτος. «Καλύτερα σκοτώστε εμένα, παρά να στείλω εγώ άνθρωπο στα έξι βήματα». Αποτέλεσμα: δεν τον ξαναστείλανε στο Λαύριο.
Κι ερχόμαστε στα στιγμιότυπα της δίκης.
• Ας αρχίσουμε από το Βασιλόπουλο. Η κατάθεσή του σχεδόν σαν του Καραμπέκιου, με λιγότερη πάντως χολή από τον «άγιο». Κάποια στιγμή που τον εξέταζε η υπεράσπιση, ένας δικηγόρος της υπεράσπισης- ο Δαράκης, αν θυμάμαι καλά- του λέει: «Κύριε μάρτυς, εγώ δεν είμαι στρατιωτικός αλλά απ’ όσο ξέρω σε μια επίθεση πέφτουν πάντα οι πρώτοι. Μας λέτε ότι οι σκαπανείς επιτέθηκαν στο λόχο διοικήσεως να πάρουν τα όπλα και για αυτό η φρουρά πυροβόλησε. Αλλά όμως στην αρχή των, υποτίθεται, επιτιθεμένων δεν έπεσε κανείς. Αντίθετα τόσο οι νεκροί όσο και οι τραυματίες έπεσαν στο αντέρεισμα, στο λόφο πάνω από το θέατρο»
Κι ο Βασιλόπουλος: «Έ, και το ευαγγέλιο λέγει και οι έσχατοι έσονται πρώτοι». Και σε τέτοιες καταθέσεις στηρίχτηκαν πέντε θανατικές καταδίκες.
• Ανάλογη ήταν κι η κατάθεση του αλφάδυου του τάγματος Θωμά Μαργέτη, συμβολαιογράφου από τα Μέγαρα. Τόσο που ο Παπακυριακόπουλος, υφηγητής, αν δεν κάνω λάθος, του ποινικού δικαίου, παρατήρησε παρόντος ακόμα του Μαργέτη: «Κύριε Πρόεδρε, στο συμβολαιογράφο αυτό δεν εμπιστεύομαι ούτε τη σύνταξη της διαθήκης μου»
• Όπου, έρχεται μάρτυρας ένα παιδί. Ένα συνεσταλμένο παιδί από τη Μακεδονία.
«Πες μας τι ξέρεις για την υπόθεση», ο πρόεδρος.
«Τίποτα».
«Πώς τίποτα; Εδώ κατηγορείς δεκαπέντε ανθρώπους και δεν ξέρεις τίποτα;»
«Στην κατάσταση που ήμουν εγώ, κύριε Πρόεδρε, και το μπαμπά μου να μου λέγαν να κατηγορήσω, θα τον κατηγορούσα». Προσπάθησε να τον κρατήσει η υπεράσπιση, μάταια όμως.
• Μάρτυρας ο λοχαγός του 4ου λόχου, ο Κατσάμπας. Στόχος του ο Νάτσης από την Κοζάνη. Κι ο Νάτσης τούτο κι ο Νάτσης εκείνο. Όπου σε κάποια στιγμή, όταν εξέθετε όλα τα …εγκλήματα του Νάτση κατά της Πατρίδας, τον ρωτά ο συνήγορος του Νάτση:
«Τον ξέρετε το Νάτση, κύριε μάρτυς;».
«Πώς δεν τον ξερω;».
«Μπορείτε να μας τον δείξετε;».
«Νάτος» και δείχνει έναν στην Τρίτη ή την τέταρτη σειρά.
«Σήκω απάνω Νάτση». Και σηκώνεται ο Νάτσης σε μια από τις τελευταίες σειρές.
• Άλλο μπουμπούκι από το πάνθεον των μαρτύρων κατηγορίας. Ο σκόνδρας, εέφεδρος υπολοχαγός εξ εφέδρων, διοικητής του λόχου ειδικοτήτων. Βιομήχανος το επάγγελμα. Είχε εργοστάσιο με τρία φουγάρα, όπως έλεγε ο Γιώργος Παπαευθυμίου. Κινητό, όμως, εργοστάσιο. Ήταν …στραγαλατζής. Τόπος συνήθους λειτουργίας του …εργοστασίου του και διάθεσης του προϊόντος του ο εθνικός κήπος και το Ζάππειο. Στο Μακρονήσι έφαγε κει λίγδωσε τα’ άντερο του κι απέκτησε και …προσωπικότητα. Για αυτό τον φέρανε και για μάρτυρα.
Άρχισε λοιπόν ο «βιομήχανος». Τούτος έκανε τούτο, εκείνος το άλλο κοκ. Είχε εκθέσει ήδη για δεκαέξι (αριθ. 16) το τι κάνανε, οπότε τον διακόπτει κάποια στιγμή ο Αλεξόπουλος, που μπερδεύτηκε κι ο ίδιος.
«Για σταθείτε, κύριε μάρτυς. Εσείς στην αρχική σας κατάθεση κατηγορείτε δέκα κι εδώ κατηγορείτε δεκαέξι» τον διακόπτει ο Αλεξόπουλος, φοβούμενος προφανώς μην περάσει τους εκατό.
«Ξέρετε, κύριε Πρόεδρε, οι αξιωματικοί είμαστε λίγοι ενώ οι κατηγορούμενοι πολλοί», ο βιομήχανος.
«Σαν να λέμε κάνατε διανομή ρόλων», επεμβαίνει η υπεράσπιση.
«Πηγαίνετε, κύριε μάρτυς, πηγαίνετε» ο Αλεξόπουλος. Και η κατάθεση του Σκόνδρα έμεινε μισή.

Ο Μουργέλας
Ήρθε η ώρα του Τάσου του Νικολόπουλου, μηχανικού αυτοκινήτων από τα Σφαγεία, ν’ απολογηθεί.
«Έ, κύριε Πρόεδρε, αφού δεν με κατηγορεί κανένας, αθώος δεν είμαι;».
«Σκάσε κτήνος» ο ταγματασφαλίτης πρόεδρος.
Ζάρωσε ο Τάσος. Αυτουνού η λογική του ‘λεγε πως πρέπει να είναι αθώος, μια και δεν υπήρχε μάρτυρας κατηγορίας του. Έλα όμως που για το λόγο ακριβώς αυτό, μπορούσαν να τον βγάλουν και αρχηγό της «στάσης»; Αυτός ήταν ο αρχηγός και ερχόταν σε επαφή μ’ ελάχιστους, γι’ αυτό και δεν τον ξέρανε και δεν υπάρχουν μάρτυρες κατηγορίας. Αυτός έδινε τις εντολές. Σε λίγο:
«Γιατί σε στείλανε στο νησί;».
«Να, κύριε Πρόεδρε. Γιατί δεν ήμουν μ’ αυτούς».
«Με ποιους;»
«Μ’ αυτούς, ντε, τους εθνικούς, πως τους λένε, τους χίτες»
«Και δεν ήσουν μ’ αυτό το εθνικόν κόμμα, παρά είσαι άπατρις κομμουνιστής;»
Πάλι ζάρωσε ο Τάσος. Τι διάβολο. Όπως και να τα ‘λεγε ο Τάσος, πάντα ανάποδα βγαίνανε.
«Πόσον καιρό έχεις στο νησί:», ο πρόεδρος.
«Δεκατέσσερους μήνες, κύριε Πρόεδρε».
«Δεκατέσσερις μήνες η πατρίς κινδυνεύει και συ δε ζήτησες να πας να πολεμήσεις:», ο ταγματασφαλίτης.
«Να, κύριε πρόεδρε, το ‘χαμε ρίξει στη μουργέλα».
«Κάτσε κάτω κτήνος» ούρλιαζε ο πρόεδρος.
Όλος στενοχώρια ο Τάσος παίρνει το δρόμο για τη θέση του. Κάνει, όμως, τρία- τέσσερα βήματα, βάζει το χέρι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν, βγάζει μια σελίδα τετραδίου διπλωμένη στα τέσσερα, γυρίζει πίσω και:
«Ξέρεις κάτι, κύριε Πρόεδρε; Αν είναι να πάθω και κανένα κακό τσάκω την».
Σαν να του ‘λεγε πως έτσι που το κατάντησες, κύριε πρόεδρε, βάλε μου πέντε δραχμές σαρδέλες. Κάνει βουτιά ο Αλεξόπουλος, ξεδιπλώνει το χαρτί και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης. Από τη στιγμή αυτή, ο Τάσος έγινε ο πιο καλός του φίλος. «Πώς είσαι Μουργέλα:», χαμογελαστός το πρωί. «Ξεκουράστηκες Μουργέλα;» το απόγευμα.

Ο Επίτροπος- θάνατος
Και κλείνω με την αγόρευση του Στασινόπουλου- του Επίτροπου- θανάτου. Δεν μπορώ να την παραθέσω τώρα, ύστερα από 51 χρόνια, αυτούσια, όμως είπε τούτα.
Δεν μπορούμε, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, να υποστηρίξουμε ότι παρέβησαν το Γ’ ψήφισμα «περί αποσπάσεως του όλου ή μέρους της Επικρατείας». Είναι αστείο να υποστηρίζουμε ότι, και αν ακόμη κατελάμβαναν όλο το νησί, θα ηδύναντο από εκεί να απειλήσουν τη χώρα μας και να αποσπάσουν εδάφη.
Και η κατηγορία μετατράπηκε σε στάση. Που πάλι προβλέπεται καταδίκη σε θάνατο Κι η απόφαση είχε πέντε καταδίκες σε θάνατο…
Ποιοι ήταν στη σκηνή μας στο Α΄Τάγμα
Μποϊτσης Κώστας, Γεωργάτος Διονύσης, Τσακίρης Βαγγέλης, Τσακμάκης Κώστας, Τριανταφύλλου Δρόσος, Παπουτσάκης Γιάννης, Παλαιολόγου Κώστας, Φλαμπούτογλου Νίκος, Παπαδόπουλος Νίκος





No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...