Saturday, February 16, 2013

THE ENDS (του Θανάση Τσακίρη)


THE ENDS

του Θανάση Τσακίρη
  
Οι ταινίες Μοντέρνοι Καιροί, Blade Runner, Taxi έχουν τουλάχιστον ένα σημείο κοινό: το τέλος. Και οι τρεις περιπτώσεις αφορούν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που τρέπεται σε φυγή από τον «τόπο του εγκλήματος», δηλαδή από όλα όσα τους διαλύουν τη ζωή. Και οι τρεις περιπτώσεις μας λένε πολλά πράγματα για τον κόσμο στον οποίο ζούμε εμείς, ζήσανε οι πρόγονοί μας και θα ζήσουν τα παιδιά μας.

Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Στους Μοντέρνους Καιρούς το πρωταγωνιστικό ζευγάρι με τα φτωχικά τους μπογαλάκια στον ώμο προχωρούν μπροστά στον ευθύ δρόμο προς ένα φωτεινό μέλλον με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, όσο συγκρατημένη και αν είναι αυτή.

Κι όμως, η ταινία αναφέρεται στη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30. Η κρίση έπληξε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χωρών του πλανήτη από τις ΗΠΑ ως την Ιαπωνία κι από τη Βρετανία και τη Γερμανία ως την Αυστραλία. Άνεργοι, άστεγοι και απελπισμένοι τριγυρνούσαν σε πόλεις και χωριά για καμιά πρόσκαιρη δουλειά ή για ένα κομμάτι ψωμί μέχρι να καταλήξουν πρόβατα προς σφαγή στα πεδία μάχης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο «αλητάκος» του Τσάπλιν ασκεί κριτική στο σύστημα με το δικό του τρόπο.

Ο καπιταλισμός της εποχής του στηριζόταν στο σύστημα της «επιστημονικής διοίκησης» του Φρέντρικ Τέιλορ, που μεταβίβαζε στη διοίκηση της επιχείρησης την τέχνη που σχεδιασμού και της κατασκευής του προϊόντος που κατείχαν οι παλιότεροι τεχνίτες. Από τότε οι ανειδίκευτοι εργάτες δέχονται τις διαταγές της διοίκησης και η μέρα τους περνάει με το να βιδώνουν βίδες στην αλυσίδα παραγωγής που μπροστά από μπροστά τους. Ο εργάτης αυτός δεν γνωρίζει ποτέ το τελικό προϊόν στην παραγωγή του οποίου συμβάλλει. Έτσι, με τη συνεχόμενη αύξηση της ταχύτητας της αλυσίδας παραγωγής και την ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ των εργατών, δημιουργούνται συνθήκες αλλοτρίωσης και αποξένωσης. Ο ίδιος ο Τσάπλιν όταν αρνιόταν το πέρασμα στον ομιλούντα κινηματογράφο θεωρούσε ότι με τον «αλητάκο» έπαιζε με την τέχνη της «γλώσσα του σώματος». Στις ταινίες του είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μουσικός, ηθοποιός και ο,τιδήποτε χρειαζόταν για να συμβάλει στο χειροπιαστό αποτέλεσμα το φιλμικό προϊόν, την κινηματογραφική ταινία.

Ο «αλητάκος» δεν το βάζει κάτω. Για να επιβιώσει δεν διστάζει να κάνει διάφορα μικροπταίσματα για να μπει φυλακή προκειμένου να έχει στέγη και τροφή.  Το «αμερικάνικο όνειρο» μπορεί τα το δει και πίσω από της φυλακής τα σίδερα με φόρμα ριγέ. Γίνεται σερβιτόρος και στην ανάγκη χορευτής και τραγουδιστής. Επινοεί μια ακαταλαβίστικη γλώσσα για να τραγουδήσει (nosense song), μια δική του εσπεράντο που, ω του θαύματος, πάνω-κάτω την καταλάβαιναν οι θαμώνες αλλά όχι οι εκπρόσωποι της εξουσίας, οι αστυνομικοί που τον συλλαμβάνουν.
Δεν είναι να απορεί κανείς, λοιπόν, για το αισιόδοξο τέλος. Ακόμα ο κόσμος πιστεύει στον ορθολογισμό και στην πρόοδο. Ο Τσάπλιν 4 χρόνια μετά θα διακωμωδήσει το Χίτλερ στον Μεγάλο Δικτάτορα.

 Όμως, η ελπίδα αρχίζει να χάνεται και το σκοτάδι απλώνεται παντού δίνοντας χώρο στην άνοδο ενός άλλου κινηματογραφικού είδους, του φιλμ νουάρ και την ίδια χρονιά προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη Το Γεράκι της Μάλτας.  Όταν γυρίσουν οι επιζώντες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ανθίσει το είδος τη δεκαετία του ’40.

4 δεκαετίες μετά τον Πόλεμο θα ξαναγεννηθεί το φιλμ νουάρ με την ταινία Blade Runner του Ρίντλει Σκοτ, ενός από τους σημαντικότερους «φιλόσοφους» του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο συγγραφέας Μάικ Ντέιβις στο έργο του  City of Quartz (H πόλη του χαλαζία) χαρακτήρισε την ταινία «αναγέννηση του νουάρ» τοποθετώντας το στο πλαίσιο της διαρκής σύγκρουσης για τον τρόπο αναπαράστασης του Λος Άντζελες μεταξύ ουτοπιστών και δυστοπιστών.

Το 2019, χρονιά κατά την οποία εκτυλίσσεται η υπόθεση του έργου, το Λος Άντζελες είναι η ανάγλυφη εικόνα του μεταμοντερνισμού. Το ίδιο και ο χαρακτήρας του έργου. Τα σύνορα και τα όρια σβήνουν και χάνονται. Η ταινία είναι ταυτόχρονα νουάρ, αστυνομική περιπέτεια και επιστημονική φαντασία. Τα πάντα συνθέτουν ένα τοπίο-κολάζ, μια κατάσταση αβεβαιότητας και αναστοχαστικότητας. Αν δεν είναι έτσι όπως τα γνωρίσαμε τα πράγματα τότε πώς είναι. Ας τα δούμε με άλλο μάτι. Τα μάτια, βιονικά ή φυσικά, αποκτούν τεράστια σημασία όταν τα πάντα τα βλέπουμε από άπειρες σκοπιές. Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε το ιπτάμενο αυτοκίνητο που διασχίζει την πόλη και σε ένα full screen του ματιού του Χάρισσον Φορντ αντανακλάται σκοτεινή η πόλη στην οποία ξεπετάγονται φωτιές και ακούγονται εκρήξεις. Ίσως είναι η μεταφορά της «κόλασης», της πόλης της δυστοπίας. Μπορεί, όμως, να είναι ένας επαναλαμβανόμενος εφιάλτης της παιδικής μνήμης που κατατρέχει τον ήρωα.

Το αστικό τοπίο του Λος Άντζελες του 2019 δεν έχει πλέον κέντρο, έχει κατακερματιστεί σε άπειρες ζώνες, άλλες νόμιμες, άλλες άβατες, άλλες κατεστραμμένες. Μας θυμίζει την Αθήνα μήπως; Εσχάτως ο Πρόεδρος της Βουλής πρότεινε την μεταφορά του ναού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε τοποθεσίες στα περίχωρας της Αθήνας. Για φανταστείτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο!

Αιγυπτιακές πυραμίδες, ελληνορωμαϊκοί κίονες, αναφορές στην αρχιτεκτονική των Αζτέκων και των Μάγυα, των Κινέζων αλλά και της Βικτοριανής εποχής. Όλα αυτά συνδέονται με υπερσύγχρονα εμπορικά κέντρα (malls) τους ναούς της εμπορευματοποιημένης κατανάλωσης και διασκέδασης. Ο καπιταλισμός στο απόγειο του. Απογειωμένη είναι και η διαφήμιση που εμφανίζεται σε ιπτάμενα ηλεκτρονικά διαφημιστικά οχήματα.

Ο κόσμος κυριαρχείται από τις μεγάλες εταιρείες παγκοσμίου χαρακτήρα και τις εξαρτώμενες από αυτές μικρές εξειδικευμένες επιχειρήσεις που παράγουν με φτηνό κόστος. Η βιοτεχνολογία είναι η κυρίαρχη μερίδα του κεφαλαίου.

Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας είναι η μόνη σταθερά. Οι άνθρωποι μιλούν μια νέα γλώσσα, μια νέα εσπεράντο με αγγλικές, ισπανικές, γερμανικές και ιαπωνικές λέξεις.
Αλλά όλα αυτά για να λειτουργήσουν θέλουν εργατικά χέρια παντός είδους, υπάκουα που να είναι ισοδύναμα με τους ανθρώπους που αποφασίζουν για την τύχη τους η οποία, όμως, πρέπει να είναι βιολογικά προδιαγεγραμμένη. Ιδού, οι «ρέπλικες» ή «αντίγραφα»: τα ανδροειδή που είναι ισάξια με τους ανθρώπους με όρους ευφυΐας και δύναμης αλλά ζουν μονάχα 3 ή 4 χρόνια. Στέλνονται στον «έξω κόσμο» των πλανητών όπου οι γήινοι μετακομίζουν και προορίζονται να κάνουν όλες τις βαριές δουλειές που αυτοί δεν αναλαμβάνουν.

Προσωρινές ταυτότητες. Προσωρινές μνήμες που ενισχύονται με «εμυτεύματα μνήμης» για να νομίζουν πως είχαν παρελθόν, ιστορία και οικογένεια. Όταν αμφισβητείται η ανθρώπινη ιδιότητά τους επικαλούνται φωτογραφίες που και αυτές είναι επεξεργασμένες . Κι έτσι οι «ρέπλικες» εξεγείρονται βίαια απαιτώντας από τον δημιουργό τους μερικά χρόνια ζωής ακόμα. Σαν τους επισφαλώς εργαζόμενους των ημερών μας, τους παρτ-τάιμ, τους ενοικιαζόμενους, τους προσωρινά εργαζόμενους, τους μαθητευόμενους, τους φοιτητές που κάνουν την πρακτική τους κ.ο.κ.
Όλοι αυτοί που εξεγείρονται πρέπει να καταστέλλονται προτού αποκτήσουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ταυτότητα, αισθήματα και συναισθήματα. Δηλαδή, προτού αποκτήσουν συνείδηση και ιδεολογία.

Για αυτό το λόγο ο Ντέκαρτ, ο κυνικός ορθολογιστής άνθρωπος (ή μήπως δεν είναι ούτε κι αυτός) ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία ως σκληροτράχαλος και πανέξυπνος κυνηγός κεφαλών για να εντοπίσει και να εξοντώσει τις ρέπλικες.
Όταν τελειώνει με την αποστολή του διαπιστώνει πια ότι η κεντρική ηρωίδα του που ήταν στο πλευρό του Δημιουργού Ταϊρέλ είναι κι αυτή «ρέπλικα» παρά τις προσπάθειές της να τον πείσει για τον ανθρώπινο χαρακτήρα της. Όμως την έχει ήδη ερωτευτεί και φεύγουν μαζί. Στη διαδρομή θυμάται τη φράση του αστυνομικού σύνδεσμού του: «Ωραία γυναίκα. Τι κρίμα που θα πεθάνει…».

Το τέλος δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Στο μεταμοντέρνο κόσμο όλα είναι πρόσκαιρα: ο έρωτας, η δουλειά, οι πολιτικές, τα πάντα. Η απαισιοδοξία είναι ο κανόνας.
 
Στην τελευταία ταινία μας γι’ απόψε, στο ΤΑΧΙ του φημισμένου Ισπανού σκηνοθέτη Κάρλος Σάουρα, ο κόσμος είναι κατάμαυρος αν και πολλά πράγματα είναι φωτεινά εκ πρώτης όψεως: πατρίς, θρησκεία και οικογένεια. Το μότο των πάσης φύσεως συντηρητικών που όταν αμφισβητείται γίνονται θηρία ανήμερα. Το ισπανικό φιλμ-νουάρ είναι ένα μάθημα ανατομίας του φασισμού και του ρατσισμού. Η Οικογένεια δουλεύει τη νύχτα όταν η πόλις ησυχάζει. Όμως, διαλύει τον κόσμο των «άλλων», των «διαφορετικών», των «έξαποδώ».

 Κι εδώ τίποτε δεν είναι τα πάντα όπως φαίνονται τουλάχιστον την ημέρα. Οι Οικογενειάρχες της ημέρας γίνονται κυρίαρχοι και τις νύχτες εξοντώνοντας ναρκομανείς, τραβεστί, αλλόχρωμους και μετανάστες. Είναι ικανοί να εξοντώσουν τα ίδια τους τα παιδιά αν χρειαστεί.

Το σκηνικό της παρακμής της Μαδρίτης και των ανθρώπων που άλλοτε εξόντωναν δημοκρατικής, κομμουνιστικής, τροτσκιστικής και αναρχικής ιδεολογίας πολίτες ενώ τώρα κυνηγούν αλλοθρησκους, αλλογενείς και αλλόχρωμους είναι και δική μας πραγματικότητα. Το ζούμε καθημερινά πια.
Ίσως να μην είχαμε να πούμε παραπάνω πράγματα για αυτή την ταινία λόγω του πιο ρεαλιστικού χαρακτήρα της, αν δεν υπήρχε το τέλος. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι σαρξ εκ της σαρκός των ζευγαριών της «Οικογένειας» και διώκονται από την ίδια την «Οικογένεια».

Η τελική σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια σηκώνει τον βαριά τραυματισμένο σύντροφό της που κατάφερε να σκοτώσει τον «κακό αρχηγό» και φεύγουν από μεγάλο της Μαδρίτης μεταδίδει ένα μήνυμα αμφίσημο, δηλαδή μεταμοντέρνο: η νίκη είναι δεδομένη αλλά πύρρεια και θανάσιμα λαβωμένη και έρχεται εκ των ένδον του συστήματος χωρίς την παρέμβαση των «άλλων», όποιοι κι αν είναι αυτοί.  

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...