Thursday, October 25, 2007

ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Απόσπασμα από ένα κείμενό μου πριν από 12 περίπου χρόνια με τίτλο
«Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ: Ο ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ» (ΠΜΣ Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ 1995-1996)



Kρίση των κομμάτων ή κρίση της αριστεράς;. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται, ουσιαστικά, για κρίση της αριστεράς ως «προτάγματος», ως «στρατηγικής» και «θεωρίας ανατρεπτικής φύσης». Η ανοιχτή, πια, κρίση της αριστεράς αφαιρεί από τη μία από τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα αναφοράς της τα πολιτικά εργαλεία για την ανάπτυξη των αγώνων τους και από την άλλη βοηθάει στην αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού σε συντηρητικότερες βάσεις. Η έλλειψη ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό προτάγματος και η σύγκλιση των βασικότερων πολιτικών κομμάτων γύρω από τους κεντρικούς άξονες του αστισμού ωθεί ολοένα και περισσότερα κοινωνικά τμήματα στην παραίτηση από τον πολιτικό αγώνα. Έτσι προσδιορίζεται μία από τις προϋπόθεσης της ανάδυσης των «νέων κοινωνικών κινημάτων».



Ο Ι Ε Ν Ν Ο Ι Ε Σ ΤΗΣ «Κ Ρ Ι Σ Η Σ»

Η λέξη «κρίση» αποτελείται από πολλά σημαινόμενα. Εδώ θα αναφερθούμε σε τέσσερις βασικές κατηγορίες σηματοδοτήσεων που θεωρούμε ότι μπορούν να μας προσφέρουν τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορούμε να κινηθούμε για να προχωρήσουμε στην εξέλιξη του θέματός μας.

Κατ’ αρχήν πρέπει να γίνει αναφορά στους «διαδικαστικούς ορισμούς» της κρίσης(Wiener and Kahn, 1962). Καταχωρούμε τους εξής ορισμούς που εντάσσονται στα πλαίσια της πολιτικής επιστήμης.
- Η κρίση είναι συχνά σημείο καμπής σε μίαν αναπτυσσόμενη διαδοχή γεγονότων και πράξεων.
-Η κρίση είναι μία κατάσταση στην οποία απαιτείται υψηλός βαθμός δραστηριοποίησης των συμμετεχόντων.
-Η κρίση απειλεί τους στόχους και τους σκοπούς των συμμετεχόντων.
-Η κρίση ακολουθείται από ένα σημαντικό αποτέλεσμα του οποίου οι συνέπειες μορφοποιούν το μέλλον των συμμετεχόντων.
-Η κρίση αποτελείται από τη σύγκλιση γεγονότων που καταλήγει σε ένα νέο σύνολο γεγονότων.
-Η κρίση παράγει αβεβαιότητες στην εκτίμηση μίας κατάστασης και στο σχηματισμό εναλλακτικών λύσεων για την αντιμετώπισή της.
-Η κρίση μειώνει τον έλεγχο επί των γεγονότων και των αποτελεσμάτων τους.
-Η κρίση εντείνει την πίεση, που συχνά παράγει το στρες και την αγωνία των συμμετεχόντων.
-Η κρίση είναι μία περίπτωση κατά την οποία η πληροφορία που διατίθεται στους συμμετέχοντες είναι, συνήθως, ανεπαρκής.
-Η κρίση αυξάνει τις χρονικές πιέσεις για τους συμμετέχοντες.
-Η κρίση χαρακτηρίζεται από αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες.
-Η κρίση αυξάνει τις εντάσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες.

Σε κάποιες από τις θέσεις του «δωδεκάλογου» της «διαδικασιολογικής» θεωρίας για την κρίση συμπίπτουν και οι διαπιστώσεις των Μiller and Iscoe (1963), που προέρχονται από το χώρο των κοινωνιολογικών και ψυχολογικών ερευνών:
-Μία κατάσταση κρίσης είναι μάλλον οξεία παρά χρόνια, αν και η διάρκειά της είναι συνήθως απροσδιόριστη.
-η κρίση καταλήγει συχνά σε συμπεριφορές «παθολογικές», όπως η ανικανότητα και η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων.
-η κρίση απειλεί τους στόχους των εμπλεκομένων ατόμων.
-η κρίση είναι σχετική:αυτό που είναι κρίση για κάποιον μπορεί να μην είναι για κάποιον άλλο.
-η κρίση προκαλεί ένταση στον οργανισμό και άγχος.

Τέλος, η «ντεσιζιονιστική» θεωρία του C.Barnard (1962) αναφέρεται σε τρεις διαστάσεις της έννοιας «κρίση»:
-αναγνώριση της φύσης του γεγονότος: εξωγενές ή ενδογενές για τους «παραγωγούς αποφάσεων».
-εκτίμηση του χρόνου απόφασης: βραχεία, μέση, μακρά διάρκεια.
-εκτίμηση της σχετικής σημασίας των αξιών για τους συμμετέχοντες: υψηλή ή χαμηλή.

Επίσης και για τον Barnard ισχύει η θέση ότι η κρίση για το ένα μέρος ενδέχεται να μην εκλαμβάνεται ως τέτοια από το άλλο μέρος. Τέλος, δίδεται ιδιαίτερο βάρος στο ερώτημα: «η μονάδα απόφασης προκάλεσε την κρίση ή προκλήθηκε απ’ αυτήν;»



Ο Ι Ε Ν Ν Ο Ι Ε Σ Τ Ο Υ Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Ο Υ Κ Ο Μ Μ Α Τ Ο Σ

Πριν προχωρήσουμε στην εννοιολόγηση του πολιτικού κόμματος, ας δώσουμε έναν ορισμό του επιθετικού προσδιορισμού του όρου «πολιτικού», δηλαδή έναν ορισμό της πολιτικής. Ο Θ.Διαμαντόπουλος (1989) προβαίνοντας στον συγκερασμό που έδωσε ο S.Finer (1989) , καθώς και οι S.Rokkan and S.Lipset, θεωρεί ότι πρέπει να διακρίνουμε σε Πολιτική «ως πεδίο πάλης και ανταγωνιστικής δραστηριότητας για την επίλυση γενικής εμβέλειας διαφορών» και σε πολιτική ως «συγκεκριμένη πρόταση αντιμετώπισης συγκεκριμένων θεμάτων» (σε αντιστοιχία με τους αγγλικούς όρους Politics και policy) . Ως εκ τούτου , και επειδή για την ύπαρξη Πολιτικής απαιτείται «συμφωνία για την ανάγκη κοινωνικής συνύπαρξης μίας ομάδας, η οποία είναι αδιανόητη χωρίς κανόνες γενικής εφαρμογής και ισχύος» καθώς και «σύγκρουση αντιθέτων ή ανταγωνιστικών απόψεων για το ποιοί θα είναι οι κανόνες αυτοί»(Θ.Διαμαντόπουλος,1989,σ.σ.21-4), συνάγεται ότι τα πολιτικά κόμματα είναι τμήματα της κοινωνίας που πρέπει να επιτελούν δύο βασικότατες λειτουργίες: αυτήν της σύγκρουσης, γιατί προωθούν ανταγωνιστικές πολιτικές και αυτήν της ενσωμάτωσης, γιατί η ανταγωνιστική αυτή αντιπαράθεση αφορά την ενιαία Πολιτική ενός οργανωμένου συνόλου.

Η λέξη «κόμμα» δηλώνει ένα «μέρος» ενός «όλου» . Υπάρχει μία γενική συμφωνία ότι το κόμμα θέλοντας να προσεγγίσει την εξουσία για να εφαρμόσει την προγραμματική του Πολιτική πρόταση και να υλοποιήσει τις προγραμματικές του πολιτικές σε κάθε ζήτημα «αναζητάει ψήφους κάτω από ένα αναγνωρίσιμο σύμβολο».[1] Συνεπώς, το κόμμα είναι ένα «μέρος» που διαμεσολαβεί την κοινωνία και την εξουσία. Τα κόμματα με μία έννοια λειτουργούν στο εσωτερικό ενός πολιτικού συστήματος σε αντίθεση με τις «ομάδες πίεσης» που είναι εξωτερικές του πολιτικού συστήματος και προσπαθούν να επιδράσουν επί της εξουσίας και δεν επιδιώκουν να κατακτήσουν την εξουσία: παράγουν δηλαδή εκροές (outputs) του πολιτικού συστήματος (Θ.Διαμαντόπουλος, 1989, σ.σ.34-5). Επίσης ο G.Sartori επισημαίνει ότι «κόμμα είναι όποια πολιτική ομάδα αναγνωρίζεται από ένα επίσημο σύμβολο το οποίο παρουσιάζει στις εκλογές, και είναι σε θέση να αναδείξει μέσω εκλογών (ελεύθερων ή ανελεύθερων) υποψηφίων για τα δημόσια αξιώματα».[2] Τέλος, η άποψη ότι κόμμα είναι οργάνωση ατόμων που αναζητάει μέσα από εκλογικές και μη εκλογικές διαδικασίες την άδεια ενός κοινού (ή ενός μέρους του) να τοποθετήσει ειδικούς εκπροσώπους της στα ιδιαίτερα κυβερνητικά αξιώματα για να ασκούν την πολιτική εξουσία».[3]

Η πιο πλήρης ερμηνευτική απόδοση της έννοιας του «πολιτικού κόμματος» οφείλει να λάβει υπόψη της και την ιδεολογία και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται για να επιβάλουν οι οργανώσεις πολιτών που επιζητούν την κατάληψη της εξουσίας επί των ψηφοφόρων και των οπαδών ούτως ώστε να χρησιμεύουν ως «λεκτική συγκολλητική ουσία και «συμβολική νομιμοποίηση»(K.Lenk,1990,σ.σ.176-220).



Η Α Ρ Χ Η Τ Η Σ Κ Ρ Ι Σ Η Σ Ε Ι Ν Α Ι Τ Ο Η Μ Ι Σ Υ Τ Η Σ

Κ Ρ Ι Σ Η Α Ν Τ Ι Π Ρ Ο Σ Ω Π Ε Υ Σ Η Σ

Η εκκίνηση της κρίσης των κομμάτων, δηλαδή το σημείο καμπής στην ανάπτυξη της αλληλουχίας γεγονότων και πράξεων, δεν μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια κι αυτό γιατί δεν μπορεί να προσδιοριστεί από ποίο χρονικό σημείο και ύστερα αρχίζουν τα κόμματα να μην είναι σε θέση να παίξουν τους παραδοσιακούς τους ρόλους και να επιτελούν τις συνταγματικές και πολιτικές τους λειτουργίες.

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος ξεκινώντας από την εκτίμηση ότι κατά παράδοση τα κόμματα «είναι ιδεολογικά έμφορτες προτάσεις εξουσίας», δηλαδή το συστατικό τους στοιχείο είναι η ιδεολογία, οριοθετεί την έναρξη της κρίσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80. Οι αιτίες τις οποίες εντοπίζει σχετίζονται με την κατάρρευση του αυτοαποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» που λειτουργούσε ως το αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό, τη διάλυση των «μεγάλων συνεκτικών μύθων» που, ελλείψει συγκροτημένων σε πολιτική οργάνωση αντικαπιταλιστικών δυνάμεων της κοινωνίας, οδήγησε σε αποθέωση του εμπειρισμού και της ωμής διαχείρισης και τέλος, με τη μακρά μετάβαση στη λεγόμενη «μεταβιομηχανική κοινωνία» κατά τη διάρκεια της οποίας αναδεικνύονται νέες ταξικές διαστρωματώσεις και υποβαθμίζονται παραδοσιακές επαγγελματικές ομάδες(Θ.Διαμαντόπουλος,1995,σ.σ.13-29). Το σημείο καμπής προσδιορισμένο ως μία ολόκληρη χρονική περίοδος δεν φαίνεται να φθάνει ακόμα στο «τέλος» του. Το παλιό αρνείται να παραδοθεί αμαχητί και το νέο δεν έχει ακόμα παρουσιάσει μία καθαρή εικόνα του. Οι δημοσκοπήσεις και οι ποιοτικές έρευνες δείχνουν καθαρά ότι οι πολίτες από τη μία δεν ταυτίζονται πλέον με τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και από την άλλη δεν δίνουν ευκαιρίες στα καινούργια(Η.Νικολακόπουλος, έρευνα Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 18/12/95).

Όμως πρόκειται για γενική κρίση όλων των πολιτικών κομμάτων ή για κρίση του συμβατικού πολιτικού λόγου; Είναι κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αυτής καθ’ εαυτής ή κρίση αντιπροσωπευτικότητας; Είναι κρίση μόνο μίας πλευράς του πολιτικού φάσματος που προσδιορίζεται από την άμεση αναφορά στην ιδεολογία της «σοβιετικής» αυτοκρατορίας που κατέρρευσε ή μήπως η κρίση αγκαλιάζει όλες τις δυνάμεις του πολιτικού φάσματος; Η συζήτηση για την κρίση πρέπει να λάβει υπόψη της και τα ερωτήματα αυτά. Γιατί είναι έντονος ο προβληματισμός εκείνων που θεωρούν πως δεν πρόκειται για γενική πολιτική κρίση, πως η κρίση δεν αφορά αυτή καθεαυτή την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η «κρίση αντιπροσωπευτικότητας» ερμηνεύεται ως «κρίση δημιουργικότητας», «αδυναμία σύνθεσης και επεξεργασίας που παρουσιάζουν τα συλλογικά υποκείμενα της πολιτικής»(Ε.Βενιζέλος, 1993, σ.σ.11-16).Ως φαινόμενα που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές αναφέρονται ο «διεθνής κλονισμός των μεγάλων ιδεολογιών» που βοήθησε στη συρρίκνωση ακόμη και των «ρεαλιστικών στρατηγικών» ης σοσιαλδημοκρατίας, η «κατάργηση των απλών γεωπολιτικών εξισώσεων» που συνέθλιψε τα παγκόσμια δίκτυα των «διεθνών» των ιδεολογικών ρευμάτων και ώθησε τα κόμματα να αναζητήσουν νέους φίλους κι εχθρούς διαφορετικούς απ’αυτούς της εποχής του διπολισμού και η «ακύρωση» βασικών συμβάσεων του κοινωνικού κράτους με την ταυτόχρονη ανάδειξη των τεχνοκρατών σε μοναδική πηγή πολιτικής παραγωγής. Η ίδια συλλογιστική φωτίζει και το ρόλο της αριστεράς στη μεγέθυνση των επιπτώσεων της κρίσης: ένα ρεύμα της - κυρίαρχο στην Ελλάδα - προσανατολίστηκε στην υιοθέτηση των προτύπων της κοινωνικής δομής και του πολιτικού συστήματος του καταρρεύσαντος «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ένα άλλο ρεύμα της - παρά την ανομοιογένειά του πλειοψηφικό στην ευρωπαϊκή αριστερά, μειοψηφικό στην Ελλάδα - δεν κατάφερε, πέρα από την υιοθέτηση της στρατηγικής του «ειρηνικού περάσματος» και την ανάδειξη ενός «διαδικαστικού λόγου», να προτείνει ένα συνολικά διαφορετικό μοντέλο από το «σοβιετικό» και να υπερβεί έναν «θεσμικό συντηρητισμό». Τέλος, στα πλαίσια της συλλογιστικής αυτής ιδιαίτερο ρόλο παίζει η κριτική του «νεοκορπορατισμού», ο οποίος θεωρείται «πηγή έμπνευσης για ορισμένους αναγκαίους χειρισμούς ως προς τις σχέσεις και τη στάση των κοινωνικών εταίρων», όμως οι μέθοδοί του δεν είναι αρκετές για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα μίας αμήχανης κοινωνίας. Μ’ άλλα λόγια, δεν προσφέρει στους πολίτες εναλλακτικές λύσεις ή τουλάχιστον τη δυνατότητα συγκρότησής τους.


Η κρίση ως «κρίση αντιπροσώπευσης», ως «έλλειμμα αντιπροσώπευσης», γίνεται αποδεκτή και από την πλευρά εκείνη που διατηρεί στην επικαιρότητα το βασικό μεθοδολογικό πυρήνα της «σχολής των κοινωνικών συγκρούσεων»(Chantal Mouffe,1995,p.p.500-2). Με χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφοράς τη Γαλλική περίπτωση των προεδρικών και δημοτικών εκλογών του 1995, υποστηρίζεται ότι η κοινωνική πόλωση ανάμεσα στις «ελίτ» και στο «λαό» είναι ακόμη βασική έννοια-κλειδί για την κατανόηση της πολιτικής και ιδιαίτερα της Γαλλικής( Ε.Τοdd,1995). Απορρίπτεται η υπόθεση μίας «κεντρώας» κοινωνίας χωρίς ιδεολογία.[4] Οι τάξεις, και ιδιαίτερα η εργατική, συνεχίζουν να υφίστανται, παρά τις ανασυνθέσεις τους: μείωση του αριθμού των μελών της βιομηχανικής εργατικής τάξης, αύξηση των χαμηλόμισθων εργατών «λευκού κολάρου» που είναι συνολικά η πλειοψηφία του Γαλλικού πληθυσμού(50-55%) και αποτελεί αυτό που αποκαλείται «κοινωνική αριστερά» η οποία και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της στα «κατεστημένα» αριστερά πολιτικά κόμματα (κυρίως το Γ.Σ.Κ. και, δευτερευόντως, το Γ.Κ.Κ.) καθιστάμενη, εν δυνάμει, επικίνδυνη για το πολιτικο-κοινωνικό status-quo, λόγω της «αντι-ελιτίστικης και αντι-συναινετικής της συμπεριφοράς». Αυτή τη συμπεριφορά προκαλεί, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η υιοθέτηση από τα παραδοσιακά κυρίαρχα πολιτικά κόμματα(κεντροδεξιός συνασπισμός και Γ.Σ.Κ.) της διεθνοποίησης/παγκοσμιοποίησης της οικονομίας που επιδρά έντονα αρνητικά στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Ενδεικτικό της συμπεριφοράς αυτής στοιχείο είναι η απόρριψη από τους μισούς ψηφοφόρους της Γαλλίας της συνθήκης του Maastricht και η μαζική ψήφιση υπέρ των εκτός επίσημου πολιτικού πλαισίου υποψηφίων για τις προεδρικές και δημοτικές εκλογές (Le Pen, De Villier και Laguilleur, Robert Y). Οι ψηφοφόροι θεωρήθηκαν ως «οπισθοδρομικοί» και «εθνικιστές» από τους εκπροσώπους των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων που δεν φάνηκαν να έχουν ιδιαίτερη επαφή με την νέα πραγματικότητα. Η υποτίμηση αυτή των ψηφοφόρων από την πλευρά των κομμάτων αντανακλά με ανάγλυφο τρόπο την έντονη κρίση στο λόγο και στη σκέψη των κομματικών γραφειοκρατιών και η οποία συνδέεται με την «έλλειψη γνώσης για τους τρόπους κατασκευής της πολιτικής ταυτότητας». Επιπροσθέτως, ανασταλτικός παράγοντας για την κατανόηση της κοινωνικο-πολιτικής διάστασης της κρίσης από πλευράς αριστερών κομμάτων είναι η , ταυτόχρονη με την αποδοχή από τη μεριά τους των αρχών του πολιτικού πλουραλισμού και των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών, παραίτησή τους από την όποια προσπάθεια να προσφέρουν μίαν εναλλακτική λύση στην παρούσα ηγεμονική τάξη πραγμάτων». Αν υπάρχει ένα νόημα στη δημοκρατική ιδέα αυτό «είναι η ρήξη με τη συμβολική αναπαράσταση της κοινωνίας ως ενός οργανικού σώματος» και η συνακόλουθη ανοιχτή έκφραση μέσα στη δημοκρατική κοινωνία των «συγκρουόμενων συμφερόντων και αξιών». Τελικό συμπέρασμα των εκφραστών της άποψης αυτής είναι ότι το θόλωμα των ιδεολογικο-πολιτικών γραμμών ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά, ανάμεσα στις έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας για όλους, έχει σημαντικές συνέπειες για την πολιτική δυναμική και την κατασκευή των πολιτικών ταυτοτήτων : η δυσαρέσκεια απέναντι στα πολιτικά κόμματα αυξάνει και η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά μειώνεται. Αυξάνεται η απόσταση ανάμεσα στο «εμείς» και στο «αυτοί», η δημοκρατική ανοχή απέναντι στον «άλλο» μειώνεται μέχρι αυτός να γίνει «εχθρός» και «αποδιοπομπαίος τράγος». Ο πολιτικός λόγος του λαϊκισμού κρύβει μέσα στις γραμμές του τον «εθνικισμό» και το «ρατσισμό» που αντιστρέφουν τη φορά της συμμετοχής.

Η κρίση των κομμάτων της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας είναι εντυπωσιακή και επιβεβαιώνει τα στοιχεία του ορισμού : σημεία καμπής οι συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, στόχοι και σκοποί των συμμετεχόντων που απειλούνται από το πολιτικό-κοινωνικό κόστος των πολιτικών επιλογών, αβεβαιότητα για τις επιλογές και τις εναλλακτικές λύσεις που προτείνονται, στρες και αγωνία στους κομματικούς μηχανισμούς κλπ.

Τ Ο Κ Ο Μ Μ Α - Κ Α Ρ Τ Ε Λ

Πρόκειται όμως πράγματι για κρίση των κομμάτων ; Οι Peter Mair και Richard Katz έχουν μία διαφορετική γνώμη. Εισάγουν την έννοια του «κόμματος-καρτέλ» (P.Mair and R.Katz, 1995). Η σταδιακή ανάδυση του «κόμματος-καρτέλ» ως κομματικού τύπου που διαδέχεται το «πανσυλλεκτικό κόμμα» (Ο.Kirchheimer, 1967) εξελίσσεται μέσα στις συνθήκες της «κοινωνίας της αφθονίας», της έντασης των ρυθμών κοινωνικής κινητικότητας που οφείλεται στην «εισβολή των μαζών» στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και συνεχώς μεγιστοποιείται σε σχέση με το παρελθόν , της ανάπτυξης των παντός είδους μέσων μαζικής επικοινωνίας που διαδίδουν έναν ομοιόμορφο πολιτιστικό κώδικα. Το «κόμμα-καρτέλ» εντείνει στο έπακρο τα χαρακτηριστικά του «παν-συλλεκτικού» ταυτόχρονα όμως υπονομεύει τις βασικές αξίες συγκρότησής του. Δεν είναι πλέον το κόμμα που ελέγχει το κράτος αλλά το κράτος που ελέγχει το κόμμα. Τα κυρίαρχα κόμματα της δεξιάς, της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς έχουν, στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, δοκιμαστεί στην πράξη ως «κυβερνητικά κόμματα». Ακόμα «κι αν ένα κόμμα, όπως στην περίπτωση του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, μαραζώνει για μακρά χρονική περίοδο στην αντιπολίτευση, αυτό σπάνια σημαίνει άρνηση πρόσβασης στα οφέλη του κράτους, ούτε καν τουλάχιστον σε κάποιο μερίδιο πελατειακών διορισμών».[5] Όταν δεν υφίσταται αυτή η άμεση ή έμμεση πρόσβαση, η ύπαρξη ομάδων πίεσης σε συνδυασμό με τη δράση της αντιπολίτευσης επιφέρει αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική.[6] Τα ΜΜΕ που ολοένα και πιο συχνά φιλοξενούν τις απόψεις της αντιπολίτευσης (ειδικά με την εδραίωση της πρωτοκαθεδρίας της ιδιωτικής τηλεόρασης ο συσχετισμός γέρνει σε βάρος των κυβερνητικών κομμάτων) με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται ο ρόλος του ειδικού κομματικού τύπου στη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης». Η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων είναι μία από τις άμεσες συνέπειες της συνταγματικής κατοχύρωσης του ρόλου τους στην πολιτική ζωή των σύγχρονων κοινωνιών με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ρόλου του κομματικού μηχανισμού ως συλλογέα οικονομικών πόρων για την ύπαρξη και δράση του κόμματος.

Το «κόμμα-καρτέλ» που γεννιέται κατ’ αυτόν τον τρόπο χαρακτηρίζεται από την αλληλοδιείσδυση κράτους και κόμματος, καθώς και από ένα είδος διακομματικής συμπαιγνίας». Είναι δυνατόν να μιλήσουμε και για «κομματικό σύστημα-καρτέλ» όπως στις περιπτώσεις της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Ολλανδίας από το 1960 ως το 1980 όταν υπήρξαν κυβερνήσεις «μεγάλων συνασπισμών» κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς. Οι διακομματικές συμφωνίες προβλέπουν την κατανομή των «κρατικών λαφύρων» ανάλογα με διάφορα κριτήρια (πχ,εκλογική δύναμη κλπ.).

Η υπερίσχυση αυτού του κομματικού τύπου στη σύγχρονη κοινωνία δεν συνεπάγεται την αυτόματη εξαφάνιση των προγενέστερων τύπων κομμάτων(«στελεχών», «μαζών», «παν-συλλεκτικών» κλπ.). Η έννοια του κομματικού τύπου είναι, σύμφωνα με τη Βεμπεριανή μέθοδο, ένας «ιδεό-τυπος»: προσδιορίζει τα οριακά χαρακτηριστικά που κυριαρχούν σε μίαν ολότητα. Οι πολιτικοί στόχοι και η βάση του ανταγωνισμού των κομμάτων θεωρούνται ως τα χαρακτηριστικά εκείνα που κάνουν τη διαφορά. Το ζήτημα της κοινωνικής μεταρρύθμισης - ή και της αντίθεσης σ’ αυτήν- κυριάρχησε στην εποχή των «κομμάτων-μαζών» και αυτά ανταγωνίζονταν στη βάση της αντιπροσωπευτικής ικανότητας. Η κοινωνική βελτίωση - και όχι η συνολική μεταρρύθμιση- είναι το κύριο ζήτημα της εποχής των «παν-συλλεκτικών κομμάτων» που ανταγωνίζονται στη βάση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής τακτικής. Τέλος, με την ανάδυση του «κόμματος-καρτέλ», έρχεται μία περίοδος στην οποία οι στόχοι της πολιτικής, τουλάχιστον σήμερα, αναφέρονται όλο και περισσότερο στο «εγώ», με την ίδια την πολιτική να έχει γίνει ένα -τεχνοκρατικό- επάγγελμα, ο δε ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων να αναπτύσσεται στη βάση των αξιώσεων για αποτελεσματικότερη/αποδοτικότερη διαχείριση. ΄Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται ο εκλογικός ανταγωνισμός η ανάδυση του «κόμματος-καρτέλ» φαίνεται να ενισχύει το στοιχείο της «διακομματικής συμπαιγνίας» : η επιβίωση του πολιτικού προσωπικού στα πλαίσια της κρατικής εξουσίας και η διαχειριστική λογική για την πολιτική παρέμβαση θέτουν τα κυρίαρχα αυτά κόμματα μπροστά σε διλήμματα που σχετίζονται με τον εκλογικό νόμο και το θεσμικό-κανονιστικό, εν γένει, πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγονται οι εκλογικοί αγώνες.[7]

Οι επιπτώσεις στην κομματική στρατηγική είναι πολλές:πρώτα απ’ όλα, στην επικοινωνιακή εκλογική στρατηγική, το «κόμμα-καρτέλ» γίνεται όλο και περισσότερο «εντάσεως κεφαλαίου» αντί «εντάσεως εργασίας», δηλαδή η εθελοντική δουλειά των μελών υποχωρεί έναντι της συγκεντρωτικής-επαγγελματικής δραστηριότητας των κομματικών managers που μισθοδοτούνται είτε μέσω της κρατικής χρηματοδότησης είτε με τη μέθοδο της απόσπασης από οργανική θέση του δημοσίου τομέα. Τα μέλη του κόμματος έχουν περισσότερα καταστατικά δικαιώματα σε σχέση με τα μέλη του «κόμματος μαζών» ή των «παν-συλλεκτικών κομμάτων» όμως η διάκριση του μέλους από τον οπαδό γίνεται ολοένα και πιο ασαφής. Η απεύθυνση μέσω των ΜΜΕ στον «ανώνυμο πολίτη» και, κατά συνέπεια, η απόσπαση της ηγεσίας από τον κορμό της κομματικής οργάνωσης - χαρακτηριστικό και του «παν-συλλεκτικού» - είναι φαινόμενα που χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο τα «κόμματα-καρτέλ».[8] Οι διαφημιστικές καμπάνιες στηρίζονται πιο πολύ στη μορφή παρά στο περιεχόμενο ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις της λογικής των ΜΜΕ - και ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, βλέπουμε κατ’ αρχήν ότι το «κόμμα-καρτέλ» ανταποκρίνεται σε ένα κομματικό σύστημα που ταιριάζει στα μέτρα και σταθμά μίας «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» (D.Bell, 1967), δηλαδή στην κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την πλήρη κυριαρχία της τεχνολογίας της πληροφορικής σε όλο και περισσότερους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Τα κόμματα τα οποία επιθυμούν να διατηρηθούν στην πολιτική ζωή αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους σύμφωνα με τα νέα δεδομένα : κυριαρχία του «συμβολικού λόγου», υποχώρηση της άμεσης και μαζικής κινητοποίησης των πολιτών, επαγγελματοποίηση της πολιτικής. Αυτή η κατάσταση δεν είναι κατά τους P.Katz και R.Mair μία κατάσταση κρίσης. Αντίθετα τα κόμματα ενδυναμώνονται «αγκυροβολώντας» στο κράτος. Η υποχώρηση της αντίληψης περί άμεσης και μαζικής κινητοποίησης των πολιτών δεν οδήγησε σε αδύναμα κόμματα.

Επειδή όμως τα κόμματα δεν υπόκεινται σε «σιδερένιους νόμους» που νομοτελειακά καθορίζουν την εξέλιξή τους αλλά είναι οργανώσεις πολιτών, δηλαδή βουλησιαρχικές και ιστορικές, που προσπαθούν να παρέχουν σ’ όλα τα επίπεδα παρέχοντας πρόγραμμα και προτάσεις εξουσίας, αποδεικνύουν ότι όταν το σύστημα-καρτέλ δεν αποδίδει επιδιώκουν τη ρήξη μ’ αυτό : η περίπτωση της Αυστρίας απέδειξε ότι από τη στιγμή που συγκροτήθηκαν δύο διαφορετικά πολιτικά προγράμματα για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης κοινωνικής δυσφορίας, έστω και εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής οικονομικής πραγματικότητας το σύστημα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει όπως πριν. Συνεπώς η ερμηνευτική ικανότητα της θεωρίας των Katz και Μeir τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αμφισβήτηση που γίνεται εντονότερη από την πλήρη κατάρρευση του κλασικότερου συστήματος- καρτέλ : αυτού της Ιταλίας.

Η τοποθέτηση του κόμματος-καρτέλ στην καρδιά του κράτους αφήνει χώρο για την ανάπτυξη νέων κοινωνικο-πολιτικών κινημάτων που επιδιώκουν να εκφράσουν την επιστροφή των πολιτών στο τοπικό επίπεδο πολιτικής παρέμβασης, τα νέα αιτήματα για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών που δεν διαμεσολαβούνται από τα κόμματα-καρτέλ.

Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr


[1] L.Epstein, Political Parties in the Western Democracies, εκδ.Praeger 1967, σελ.9 παρατίθεται στο Διαμαντόπουλος Θ. (1989 σελ.31)
[2] μετάφραση δική μου (Θ.Τ.) από απόσπασμα του Giovanni Sartori (1966) που παραθέτει ο Θ.Διαμαντόπουλος (1989 σελ.37, σημ.2)
[3] άποψη της E.Lawson από το The Comparative Study of Political Parties, St.Martin’s Press, 1976 που παραθέτει ο Θ.Διαμαντόπουλος σελ.37
[4] Άποψη εκφρασμένη για τη Γαλλία από τους εκπροσώπους του «μεταμοντέρνου ιντιβιντουαλισμού» όπως ο Gilles Lipovetsky και για τη Γαλλία από τον εκδότη του- δυστυχώς ιστορικού πια αριστερού περιοδικού- Marxism Today. Η άποψη αυτή θεωρεί ότι η κοινωνία δεν είναι πια πολωμένη ανάμεσα σε τάξεις αλλά αποτελείται από χιλιάδες ομάδες πολιτών που εστιάζουν τις παρεμβάσεις τους μόνο σε ζητήματα που σχετίζονται με το «προσωπικό»(βλ. C.Mouffe ο.ε.π. σελ.498-9)
[5] μετάφραση δική μου από Mair PandKatz R. 1995 σελ.7
[6] Το πρόσφατο παράδειγμα της Γαλλίας είναι χαρακτηριστικό. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ.τα άρθρα του Γιώργου Δελαστίκ(Καθημερινή 24/12/95), Ζαν Μπωντριγιάρ, Αλαίν Τουραίν και Εντγκάρ Μορέν (Αυγή 24/12/95) και Στάθη Κουβελάκη (Εποχή 24/12/95)
[7] Χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της Α΄Ιταλικής Δημοκρατίας που κατέρρευσε όταν το σύστημα, στην προσπάθειά του να επιβιώσει, κατέφυγε στην εισαγωγή του διπολικού συστήματος. Το ιδιόμορφο αυτό σύστημα-καρτέλ των 5 κομμάτων της «κεντροαριστεράς» (Χ.Δ., ΣΚΙ, σοσιαλδημοκράτες, ρεπουμπλικάνοι, φιλελεύθεροι) έδωσε τη θέση του σε μια μεταβατική κατάσταση διπολισμού που κι αυτή με τη σειρά της γεννά τις πιο αντιφατικές προσεγγίσεις(βλ. άρθρο Β.Μουλόπουλου για την κυβερνητική συμμαχία «μετακομμουνιστών» και «μεταφασιστών», εφημ. Βήμα, 4/2/96)
[8] Στη λογική αυτή κινείται η πρόταση της Β.Παπανδρέου και των στελεχών της «εκσυγχρονιστικής πτέρυγας» του ΠΑΣΟΚ για ποσόστωση συμμετοχής στα κομματικά όργανα, μη μελών που δραστηριοποιούνται στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο συνδικαλισμό και άλλους κοινωνικούς χώρους.

2 comments:

Anonymous said...

[B]NZBsRus.com[/B]
No More Idle Downloads With NZB Downloads You Can Quickly Find Movies, PC Games, Music, Applications & Download Them @ Electric Speeds

[URL=http://www.nzbsrus.com][B]Usenet[/B][/URL]

karma said...

προσκυνω στην αναλυση σου.κατανοησα πολλα που μονο απο την αναλυση του Διαμαντοπουλου για τα κομματα-καρτελ δε μπορεσα. σε ευχαριστω!

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...