Thursday, November 29, 2007

Τι δεν επαγγέλθηκε ο Κόκκινος Οκτώβρης αλλά του τα χρεώνουν;

Μια από τις κυριότερες κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον των Μπολσεβίκων επαναστατών που πρωτοστάτησαν στην Οκτωβριανή επανάσταση ήταν ότι οι ίδιοι ήταν φιλοχρήματοι και δημιούργησαν μια "παχυλά αμειβόμενη νομενκλατούρα". Ρίχνουν τις ευθύνες για την αντιδημοκρατική εξέλιξη της ΕΣΣΔ σε ένα νέο ταξικό σύστημα στην ίδια την ιδέα και την πράξη της επανάστασης. Σε ένα ιδιαίτερα σύντομο αλλά μεστού νοήματος άρθρο του ο Σεραφείμ Σεφεριάδης υπονομεύει αυτούς τους μύθους που περιβάλλουν την επανάσταση και οι οποίοι έχουν περάσει στο μυαλό πολλών ανθρώπων μέσα τόσο από την ίδια την κατάληξη του εγχειρήματος όσο και από την καθημερινή προπαγάνδα του αστικού συστήματος εξουσίας (ΜΜΕ, κυρίαρχη ιδεολογία του νικητή) που γίνεται η "κοινή λογική" των καιρών μας (όπως μας επισήμανε ο Αντόνι Γκράμσι μέσα από τις μουσολινικές φυλακές τη δεκαετία του '30).

Το άρθρο του Σ. Σεφεριάδη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΒΗΜΑ της 25ης Νοεμβρίου 2007 και μπορείτε να το διαβάσετε στη διεύθυνση http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15225&m=B65&aa=1.

Το ανέκδοτο της ημέρας: Παρασκευή, 30-11-2007

Συνέδριο ΑΔΕΔΥ: "...στο στόχαστρο μπήκε ο Γ.Παπανδρέου, ο οποίος αντέδρασε έντονα και απευθυνόμενος σε αυτούς που τον διέκοπταν σημείωσε ότι το ΠΑΣΟΚ ξέρει από αγώνες και πεζοδρόμιο και θα είναι πρωτοπόρο στους αγώνες των εργαζομένων." (από το www.in.gr)

Wednesday, November 28, 2007

Η επικαιρότητα της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι. Μέρος 1ο

Η επικαιρότητα της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι. Μέρος 1ο

του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ

Μέσα στη φυλακή, ο Αντόνιο Γκράμσι συνέγραψε τα σημαντικότερα έργα του που ξεπερνούσαν τις 3.000 σελίδες (φιλοσοφία, πολιτική κοινωνιολογία και ιστορία). Η σκέψη του επηρεάστηκε τόσο από Ιταλούς στοχαστές όπως ο Νικολό Μακιαβέλι και ο Μπενεντίτο Κρότσε όσο και από το έργο του Κάρολου Μαρξ και του Αντόνιο Λαμπριόλα. Οι βασικές του συνεισφορές στην πολιτική σκέψη ήταν οι εξής: α) η έννοια της πολιτισμικής «ηγεμονίας» ως μέσου διατήρησης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κράτους, β) ο τονισμός της ανάγκης για την μόρφωση των εργατών ώστε να δημιουργηθούν οι «οργανικοί διανοούμενοι» της εργατικής τάξης και να γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής «ηγεμονίας», γ) η διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.α.), που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας πολιτών (οικογένεια, εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.α.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης, δ) η πρωταρχική σημασία του «ιστορικισμού», δηλαδή η ανάλυση μιας κοινωνίας στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό της πλαίσιο, και ε) η κριτική του οικονομικού ντεντερμινισμού.

Ο όρος «ηγεμονία» αναφέρεται σε μια διεργασία ηθικής και πνευματικής καθοδήγησης και διοίκησης μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η απόσπαση της συναίνεσης των κυριαρχούμενων ή υποτελών τάξεων στη διακυβέρνησή τους από τις εκάστοτε κυρίαρχες τάξεις και είναι τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη όσο λιγότερη είναι η χρήση ή η απειλή χρήσης της βίας και του εξαναγκασμού. Ο Γκράμσι αντιτάχθηκε, με τον τρόπο του, στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή τον οικονομίστικο αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Βλάντιμιρ Ίλιτς Λένιν, που ήταν ο ηγέτης της πρώτης επιτυχημένης κομμουνιστικής επανάστασης. Υποστήριξε ότι το κράτος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη βία και την καταστολή ή τη δικτατορική επιβολή ως μέσα επιβίωσής του αλλά η σχέση του με την κοινωνία βασίζεται στο σχηματισμό και τη διάδοση/διάχυση πολιτιστικών, ιδεολογικών και ηθικών/διανοητικών συστημάτων αξιών και πεποιθήσεων. Ο Γκράμσι διαπίστωσε ότι στη Δυτική Ευρώπη, χοντρικά από το 1870 και ύστερα, υποχωρούσε η κατασταλτική πολιτική έναντι της ιδεολογικής ηγεμονίας που δημιουργούσε τους όρους της ταξικής συναίνεσης προς τις κυρίαρχες τάξεις. Αυτή, όμως, η συναίνεση δεν είναι κάποια στατική κατάσταση αλλά βρίσκεται διαρκώς υπό αναδιαπραγμάτευση, οπότε η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη ή μερίδα τάξης που επικρατεί στο ηγεμονικό μπλοκ νοιώθει υποχρεωμένη να επιδιώκει συνεχώς την εκ νέου απόσπαση της συναίνεσης. Στις ειδικές ιστορικές συνθήκες της ενοποιημένης Ιταλίας των αρχών του 20ού αιώνα, χαρακτηριστική ήταν η πολιτική του «τρασφορσμισμού» στη διάρκεια των φιλελεύθερων κυβερνήσεων υπό τον Giuseppe Giolitti, σύμφωνα με την οποία με ποικίλους τρόπους, όπως ο προσεταιρισμός σοσιαλιστών πολιτικών, η εξαγορά ψήφων, η επεκτατική πολιτική στο εξωτερικό και η παροχή του δικαιώματος ψήφου σε όλο τον πληθυσμό είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση συναίνεσης από ευρεία στρώματα εργατών, κυρίως του βιομηχανικού βορρά πριν από την έναρξη του πολέμου. Συνοψίζοντας, τονίζουμε ότι η ηγεμονία είναι μια μορφή ελέγχου που ασκείται πρώτα και κύρια μέσω του εποικοδομήματος σε αντίθεση με την υποδομή της βάσης της κοινωνίας ή τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό οικονομικό χαρακτήρα. Έτσι, η ιδεολογική κυριαρχία έχει ως αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε για τον κόσμο σύμφωνα με τη δική της λογική και αντίληψη. Έτσι ο Γκράμσι άλλαξε τις μαρξιστικές αντιλήψεις για τι κράτος και την κοινωνία και της μεταξύ τους σχέσης. Η κοινωνία των πολιτών είναι, τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς αλλά είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Είναι, δηλαδή, η αρένα όπου συγκρούονται οι πάσης φύσεως ενώσεις και οργανώσεις, επίσημες ή ανεπίσημες από τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα ως τις εκκλησίες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και όλες τις ομάδες συμφερόντων και ενδιαφερόντων. Αυτή η συνύφανση πολλαπλών επιπέδων και οργανώσεων στις δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες ή «κοινοβουλευτικές δικτατορίες» της εποχής του ήταν που δυσκόλευαν τις σοβιετικού τύπου επαναστάσεις.

Η έννοια του «οργανικού διανοούμενου» είναι μια ακόμη έννοια που προσέφερε στην πολιτική θεωρία ο Γκράμσι. Ενώ όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι με την έννοια ότι έχουν τη δυνατότητα της σκέψης και του σχηματισμού νοητικών σχημάτων για την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει, δεν έχουν όλοι την ικανότητα να γίνουν διανοούμενοι με την έννοια ότι αποτελούν μια κοινωνική κατηγορία που ασκεί ορισμένες λειτουργίες στο πλαίσιο της κοινωνίας. Οι τελευταίοι χωρίζονται, σύμφωνα με τον Γκράμσι, σε δύο τύπους, τους «παραδοσιακούς» και τους «οργανικούς». Οι πρώτοι είναι καθαρά επαγγελματίες διανοούμενοι και η θέση τους βρίσκεται στα διάκενα της κοινωνίας διαθέτοντας μια αίσθηση διαταξικότητας συγκαλύπτοντας την προσκόλλησή τους στην εκάστοτε κυρίαρχη τάξη. Οι δεύτεροι είναι οι σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι που αποτελούν μέρη μιας από τις δύο βασικές κοινωνικές τάξεις και προοωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις της τάξης τους. Οι οργανικοί διανοούμενοι δεν διακρίνονται τόσο για την επαγγελματική τους υπόσταση αλλά από το ρόλο που παίζουν ως προωθητές και υπερασπιστές των ταξικών συμφερόντων της εργατικής ή της αστικής τάξης. Όσον αφορά την εργατική τάξη οι οργανικοί διανοούμενοί της επιδιώκουν να συμβάλουν στην ανάδειξη της ταξικής της ιδεολογίας και στην υπέρβαση των κατακερματισμένων συντεχνιακών και οικονομίστικης χροιάς αγώνων των επιμέρους στρωμάτων της.

Ο οικονομικός ντεντερμισμόςως μεθοδολογική, θεωρητική και πολιτική προσέγγιση ήταν λαθεμένη, κατά τον Γκράμσι, και παρ’ όλο που αναγνώριζε ότι υπήρχαν ιστορικές κανονικότητες δεν αποδεχόταν ότι οι ιστορικοί νόμοι που ενυπάρχουν ως αντίληψη στο έργο του Μαρξ πρέπει να θεωρούνται απαρέγκλιτοι, αναπόφευκτοι και απαράβατοι αλλά ότι είναι οι ίδιες οι μάζες που κάνουν την ιστορία να κινείται αρκεί να αντιληφθούν ότι πρέπει να δράσουν για να αποφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, ενώ θεωρούσε ότι οι δομές της εκάστοτε κοινωνίας δομούν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές των ατόμων, δεν ήταν της άποψης ότι αυτός ο καθορισμός αυτόματα θα οδηγούσε σε επαναστατική δράση. Απέρριπτε, επομένως, όσους μαρξιστές θεωρούσε «ντετερμινιστικούς, φαταλιστές και μηχανιστικούς». Επειδή, όμως, οι εργάτες δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να αναπτύξουν την ιδεολογία και την ταξική συνείδησή τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να προχωρήσουν μαζικά σε μια κοινωνική επανάσταση, ο Γκράμσι θεωρούσε αναντικατάστατο το ρόλο των «οργανικών διανοουμένων» που αναφέραμε. Για να μπορέσει η εργατική τάξη να αντιτάξει τη δική της ιδεολογία και να κατακτήσει την ηγεμονία, σημαντικότατη εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση είναι μέσα από τις γραμμές της να καταφέρει να διαμορφώσει ένα σώμα διανοουμένων που τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν ολοκληρωτικά από αυτά των διανοουμένων της κυρίαρχης τάξης καθώς και το πολιτικό κόμμα που θα αξιοποιεί τη δραστηριότητα των οργανικών διανοουμένων αλλά και θα ανοίγει διαδρόμους που θα συνδέουν την εργατική τάξη και με ομάδες παραδοσιακών διανοουμένων. Οι οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης με τη σειρά τους ορίζονται αφενός από το ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας και αφετέρου από τον καθοδηγητικό πολιτικό ρόλο τους. Με την ανάληψη της συνειδητής ευθύνης από αυτούς και με την απορρόφηση από τις εργατικές οργανώσεις ιδεών και πνευματικών ανθρώπων προερχόμενων από πιο προωθημένα στρώματα αστών διανοουμένων μπορεί η εργατική τάξη και τα συνδικάτα να ξεκολλήσουν από τον παραδοσιακό συντεχνιακό, γραφειοκρατικό και οικονομίστικο συνδικαλισμό και να προωθήσουν την ηγεμονία τους

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ Μέρος 1ο

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
Μέρος 1ο

Κριτική παρουσίαση: Θανάσης Τσακίρης

H Σούζαν Μόλλερ Όκιν θεωρεί σημαντική τη συνεισφορά των μελετών που εκπονούνται στο χώρο της ανθρωπολογίας, της ιστορίας της νομικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας και της φιλολογικής κριτικής, εντούτοις προσθέτει πως δεν έχει μελετηθεί το ζήτημα της γυναίκας στο έργο των κλασικών πολιτικών φιλοσόφων. Θεωρεί καθήκον της να προσπαθήσει να καλύψει στοιχειωδώς το επιστημονικό αυτό κενό όχι τόσο για λόγους ακαδημαϊκούς αλλά για να γίνει κατανοητό ότι οι παραδοχές που είναι βαθιά ριζωμένες στους τρόπους σκέψης των κλασικών πολιτικών φιλοσόφων επιδρούν πάνω στην ζωή των ανθρώπων με πολλούς και διάφορους τρόπους. Είναι σαφές πως, παρά τις νίκες των προηγούμενων αγώνων του φεμινιστικού κινήματος στο πολιτικό πεδίο, παραμένουν σε ισχύ πολλές ανισότητες τόσο στο οικονομικό όσο και, κυρίως , στο κοινωνικό πεδίο της ζωής των γυναικών, καθιστώντας τις γυναίκες πολίτες δεύτερης κατηγορίας, κυρίως σε ζητήματα όπως της εκπαίδευσης , της οικονομικής ανεξαρτησίας ή του στάτους απασχόλησης. Προσθέτοντας το κριτήριο της πολιτικής συμμετοχής στα ανώτερα/ανώτατα ιεραρχικά κλιμάκια της εξουσίας διαπιστώνουμε πως ακόμη και στο πεδίο αυτό η ανισότητα καλά κρατεί, δημιουργώντας το κλίμα για τη διεκδίκηση της πλήρους ισότητας από τα νέα φεμινιστικά κινήματα.

Δύο είναι τα ερωτήματα που θέτει η ΄Οκιν ως βασικά για τη μελέτη των κλασικών έργων της πολιτικής φιλοσοφίας. Πρώτον, κατά πόσον η υπάρχουσα παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας μπορεί να δεχτεί την ενσωμάτωση των γυναικών στα περιεχόμενά της ,και αν όχι ,γιατί ; Δεύτερον, κατά πόσον τα επιχειρήματα των φιλοσόφων για τη φύση των γυναικών και της κατάλληλης θέσης τους στην κοινωνική και πολιτική τάξη , ιδωμένα μέσα στα πλαίσια των ολοκληρωμένων πολιτικών θεωριών των φιλοσόφων , θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε γιατί η τυπική , πολιτική χειραφέτηση των γυναικών δεν έχει οδηγήσει στην ουσιαστική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα.

Η Όκιν χωρίς να αποδέχεται την αιτιακή σχέση ανάμεσα στις κλασικές πολιτικές θεωρίες και στη σημερινή πολιτική σκέψη και πρακτική, εντούτοις αναζητά τα επιχειρήματα και τις ιδέες στη σύγχρονη σκέψη που αντλούν την ισχύ τους από την κλασική πολιτική σκέψη. Παρά τη χρήση εκ μέρους των κλασικών πολιτικών φιλοσόφων γενικών όρων («άνθρωπος» , «ανθρωπότητα») που αναφέρονται γενικώς στο «σύνολο» , εντούτοις η χρήση της αντωνυμίας «αυτός» προϊδεάζει για το φύλο στο οποίο αναφέρονταν. Ο Ρουσσώ για παράδειγμα στον πρόλογο του Λόγου περί ανισότητας γράφει , «θα μιλήσω για τον άνδρα», αναφερόμενος προφανώς στην ανισότητα ανάμεσα στους άνδρες ενώ η ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα θεωρούνται ανάξιες λόγου. Οι φεμινίστριες έχουν δείξει και συνεχίζουν να δείχνουν την επικινδυνότητα της αμφισημίας της γλωσσολογικής χρήσης τέτοιου τύπου σε μία πατριαρχική κουλτούρα. Οι φιλόσοφοι ακόμη και αν χρησιμοποιούν λέξεις που αναμφισβήτητα στις γλώσσες τους έχουν γενική σημασία εντούτοις αυτό δεν τους έχει εμποδίσει στο να αγνοήσουν τις γυναίκες από τα συμπεράσματά τους. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, συζητά επί μακρόν το ζήτημα του ύψιστου καλού για το ανθρώπινο όν (άνθρωπος) . Κατόπιν επιχειρεί να χαρακτηρίσει όλες τις γυναίκες ως όχι μόνο συμβατικά στερημένες από , αλλά και εκ συστάσεως , το ύψιστο αυτό αγαθό. Ο Καντ ομιλεί περί μη περιορισμού της συζήτησής του παρά μόνο εντός των ορίων του κόσμου «όλων των ορθολογικών όντων», δικαιολογώντας εμμέσως πλην σαφώς μία διπλή σταθερά φυλετικής ηθικής στο βαθμό που μία γυναίκα θεωρείται συγχωρητέα για το φόνο του νόθου παιδιού της εξαιτίας του «καθήκοντός» της να υποστηρίξει , με κάθε κόστος , την «σεξουαλική τιμή» της. Συμπεραίνει επίσης πως το μοναδικό χαρακτηριστικό που μόνιμα καθιστά ανίκανο ένα πρόσωπο για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη σ’ ένα κράτος , και ως εκ τούτου για συμμόρφωση και υπακοή μόνο στους νόμους που με συναίνεση εγκαθιδρύθηκαν , είναι το να έχει γεννηθεί γυναίκα. Το φαινόμενο αυτό της γλωσσικής αμφισημίας δεν είναι ίδιον μόνο των πολιτικών φιλοσόφων αλλά και των μεγάλων διακηρύξεων της πολιτικής κουλτούρας των ΗΠΑ (π.χ. Σύνταγμα των ΗΠΑ). Οι οικουμενικοί όροι που χρησιμοποιούνται δεν ερμηνεύονται συνήθως παρά μόνον υπέρ του ανδρικού φύλου. Οι Πατέρες της Ίδρυσης των ΗΠΑ δεν αναφέρονταν στην ελευθερία όλων των «ανθρώπων» αλλά των ανδρών εξαιρουμένων των σκλάβων και των γυναικών (πχ,. Τζον Άνταμς). Η ανθρώπινη φύση στα κείμενα των φιλοσόφων όπως ο Αριστοτέλης, ο Ακινάτης , ο Λοκ, ο Μακιαβέλι, ο Ρουσσώ , ο Χέγκελ και πολλών άλλων αποδίδεται μονάχα στους άνδρες με συνέπεια τα δίκαια και οι ανάγκες στα οποία αναφέρονται αφορούν μόνο το ήμισυ του ανθρώπινου πληθυσμού. Γι ‘ αυτό και χρησιμοποιούνται γενικοί όροι και αγνοείται η διαίρεση της ανθρωπότητας σε δύο φύλα ή όταν γίνεται αναφορά η συζήτηση δεν περιστρέφεται στα ζητήματα που αφορούν τον «άνθρωπο» ή την «ανθρωπότητα».

Παρά τη γενική αυτή άρνηση για το ρόλο των γυναικών από την πλειονότητα των φιλοσόφων , υπάρχουν ενδιαφέρουσες απόψεις στα έργα του Πλάτωνα , του Αριστοτέλη , του Ρουσσώ και του Μιλλ που αξίζει να τις συζητήσουμε για να είμαστε σε θέση να τις απορρίψουμε ή και να τις δεχθούμε κριτικά αφού όμως πρώτα τις θεωρήσουμε στο ιστορικό κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου διατυπώθηκαν. Τα επιχειρήματά τους αφορούν το ζήτημα των γυναικών , της φύσης τους , της κοινωνικοποίησής τους και εκπαίδευσής τους, της θέσης τους και του κατάλληλου ρόλου τους στην κοινωνία. Η Όκιν αναλύει τις ιδέες των φιλοσόφων αυτών εντός των συμφραζομένων των συνολικών τους θεωριών για την πολιτική και την κοινωνία και σε συγκεκριμένο συσχετισμό με τις απόψεις τους για το ρόλο της οικογένειας. Ωστόσο αναφέρεται στους συγκεκριμένους φιλόσοφους εξαιρώντας τους Σοσιαλιστές και τους Μαρξιστές που έχουν αναφερθεί με τρόπο ιδιαίτερα οξυδερκή και διορατικό στο γυναικείο ζήτημα για μία διαφορετική περίπτωση μελέτης. ΄Ήταν ο Σαρλ Φουριέ ο πρώτος που και την θέση των γυναικών στην κοινωνία θεώρησε ως θεμελιώδες μέτρο της προαγωγής της και την πρόοδο των γυναικών προς την ελευθερία θεώρησε ως μία θεμελιακό αιτία της γενικής κοινωνικής προόδου : «...δεν υπάρχει αιτία που να παράγει κοινωνική πρόοδο ή παρακμή τόσο ραγδαία όσο μία αλλαγή στην κατάσταση των γυναικών...Η επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών είναι η θεμελιώδης αιτία όλων των κοινωνικών προόδων». Την άποψη του Φουριέ εμβάθυναν αργότερα οι σοσιαλιστές και οι φεμινίστριες. Ο Μαρξ έγραψε στα Χειρόγραφα του 1844 : « Η σχέση του άνδρα προς τη γυναίκα είναι η πιο φυσική σχέση ανθρώπινου όντος προς ανθρώπινο ον. Δείχνει , ως εκ τούτου, το κατά πόσο η φυσική συμπεριφορά του άνδρα έχει γίνει ανθρώπινη και κατά πόσο η ανθρώπινη ουσία του έχει γίνει γι’ αυτόν φυσική ουσία , το κατά πόσον η ανθρώπινη φύση του έχει γίνει γι’ αυτόν φύση...». Ο ΄Ενγκελς, ο Μπέμπελ και οι κριτικοί θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης ανέπτυξαν παραπέρα τη σοσιαλιστική κριτική για την κοινωνική θέση της γυναίκας και την παραδοσιακή οικογένεια. Η Όκιν θεωρεί πως δύο χαρακτηριστικά της σοσιαλιστικής σκέψης είναι που καθιστούν απαραίτητη την ξεχωριστή μελέτη : πρώτον, οι σοσιαλιστές θεωρητικοί είχαν την λιγότερο έντονη τάση να θεωρούν ως αναγκαίο και σταθερό θεσμό την οικογένεια και έβλεπαν την οικογένεια να παίρνει διαφορετικές μορφές οργάνωσης ανάλογα πάντα με τις μορφές της οικονομικής δομής και ιδιαίτερα των σχέσεων ιδιοκτησίας και δεύτερον, η σοσιαλιστική σκέψη δεν έχει την τάση να εξιδανικεύει τη «φύση» και το «φυσικό» και τείνει να αντικαταστήσει αυτά τα κριτήρια για την κοινωνική αξία με το συγκεκριμένα κατηγορήματα «ανθρώπινο» και «πολιτισμικό» .

Δύο είναι τα θέματα που αφορούν τις γυναίκες και τον κατάλληλο πολιτικό και κοινωνικό ρόλο τους που θίγονται στα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη , του Ρουσσώ και του Μιλλ. Πρώτον, σχετικά με την οικογένεια , αυτοί που θεωρούσαν ως φυσική και αναγκαία την οικογένεια όρισαν τις γυναίκες σύμφωνα με τις σεξουαλικές, τεκνοποιητικές και παιδικής ανατροφής λειτουργίες τους μέσα στα πλαίσια της οικογένειας. Κατά συνέπεια συνέταξαν διαφορετικό κώδικα ηθικής και κατάλογο δικαιωμάτων για τις γυναίκες από αυτά των ανδρών. Θεωρούν ότι η βιολογική διαφορά εμπεριέχει όλες τις άλλες , συμβατικές και φυσικές διαφορές στο ρόλο των φύλων που απαιτούνται ειδικά στις πατριαρχικές οικογένειες. Δεύτερον, ως συνέπεια των παραπάνω , ο περιορισμένος ρόλος που έχει αποδοθεί στην γυναίκα θεωρείται ότι έχει υπαγορευτεί από την ίδια της τη φύση. Οι φιλόσοφοι αυτοί , αν και συζήτησαν εκτενώς το ζήτημα των γυναικών , εν τούτοις τις απέκλεισαν από την απόδοση των δικαιωμάτων του «ανθρώπου» και τις τοποθέτησαν στην αντίθετη θέση σε σχέση με τον άνδρα ως αντίθετης φύσης από αυτόν. Αυτοί που ενώ για τον άνδρα έθεταν τα ερωτήματα του τύπου «ποία είναι τα στοιχεία του ανθρώπου» ή «ποίες είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου», αντίθετα , για το γυναικείο φύλο έθεταν το ερώτημα «για τι είναι οι γυναίκες» . Πρόκειται για μια λειτουργιστική προδιάθεση απέναντι στις γυναίκες που συνδέεται με τη σχέση «γυναικείας φύσης» και κοινωνικής δομής.

Τα συμπεράσματα που βγαίνουν εδώ είναι τα εξής : πρώτον, ότι, οι γυναίκες δεν μπορούν απλώς και μόνον να προστεθούν στα υπάρχοντα ζητήματα της κλασικής πολιτικής θεωρίας στο βαθμό που ολόκληρο το έργο των φιλοσόφων διαπνέεται από τη λογική της φυσικής ανισότητας των φύλων ακόμη και αυτών που ενώ από τη μία θέτουν θέμα ισότητας της μίας ή της άλλης μορφής εν τούτοις από την άλλη δέχονται ότι αυτή αφορά τους άνδρες που ηγούνται των οικογενειών ως βασικής μονάδας της πολιτικής ανάλυσης, και , δεύτερον, ότι η λειτουργιστική αυτή αντίληψη για τις γυναίκες είναι εν ισχύ ακόμη και σήμερα που υποτίθεται ότι οι γυναίκες αναγνωρίζονται ως ισότιμοι πολίτες τουλάχιστον όσον αφορά το ζήτημα της ψήφου, ιδιαίτερα δε όσον αφορά την αντιμετώπισή τους στην καθημερινή νομική πρακτική των δικαστηρίων.

Η Όκιν προειδοποιεί τους αναγνώστες της να προσέξουν ότι όποιος σήμερα μιλάει για ισότητα των δύο φύλων δεν είναι απαραίτητα και ένθερμος υποστηρικτής της ισότητας σε άλλους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Αναλαμβάνει το καθήκον να εξετάσει τα επιχειρήματα που αφορούν την ισότητα ή ανισότητα στο βαθμό που αυτά επιδρούν πάνω στην αντίληψη και στάση των φιλόσοφων όσον αφορά την ισότητα ή την ανισότητα των δύο φύλων. Η ίδια διευκρινίζει χαρακτηριστικά : «...με μία έννοια , το βιβλίο αυτό πρέπει να συγκριθεί μα το θεατρικό έργο Οι Ρόζενκραντς και Γκύλντερστερν είναι Νεκροί . Στο έργο αυτό , που στηρίζεται σε Αμλετιανά θεμέλια , ο Τομ Στόππαρντ τονίζει αυτό το αυθεντικά ασύλληπτο ζευγάρι , και τους μετατρέπει , αντί για τον παραδοσιακό ήρωα , στη βασική εστία του δράματος. Ως αποτέλεσμα , το έργο, όλοι οι χαρακτήρες του και οι σχέσεις μεταξύ τους προσλαμβάνονται υπό το πρίσμα μίας εντελώς νέας προοπτικής».

Tuesday, November 27, 2007

Αποχώρηση Αλαβάνου και το βάθος του ουρανού που είναι κόκκινο

Διαβάζω στο www.in.gr: "Την απόφασή του να μη θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία του Συνασπισμού στο προσεχές συνέδριο ανακοίνωσε ο πρόεδρος του ΣΥΝ Αλέκος Αλαβάνος στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, επικαλούμενος προσωπικούς λόγους.Ο κ. Αλαβάνος δήλωσε ότι παραμένει ενεργός πολιτικά στο κόμμα και κοινοβουλευτικά στο πλαίσιο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.Τις προηγούμενες ημέρες ο κ. Αλαβάνος είχε συναντήσεις και επικοινωνία με στελέχη του ΣΥΝ, τα οποία εισηγούνταν να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος για μία τριετία ακόμη.Εντούτοις, ο πρόεδρος της Συνασπισμού επέμεινε στην απόφασή του να αποχωρήσει. Μέχρι και το 5ο τακτικό συνέδριο του κόμματος, στα τέλη Ιανουαρίου, αναμένεται να ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες για το τιμόνι της Κουμουνδούρου."

Δε συμβαίνει συχνά στην ελληνική πολιτική σκηνή ένας ηγέτης κόμματος να παραδίδει οικειοθελώς την καρέκλα του σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την εκλογή του και μάλιστα έχοντας δώσει μια νικηφόρα πολιτική μάχη -against all odds που λέμε στη νεοελληνική γλώσσα- για να ανοίξει το δρόμο στη νέα πολιτική γενιά που αναδείχθηκε μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες της πρόσφατης περιόδου.

Ελπίζω ότι σκέφτηκε καλά αυτό που πάει να κάνει και να προσπαθήσει να κατοχυρώσει τις κατάλληλες διαδικασίες ώστε αυτή η νέα γενιά να πλαισιώσει τις λειτουργίες του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ και να εμφυσήσει το πνεύμα του κινηματισμού σε ολόκληρο το σώμα που λέγεται ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά. Για να δει το αριστερό κίνημα όχι μόνο μια "άσπρη μέρα" αλλά "το βάθος του ουρανού" που "είναι κόκκινο".

Όπως έλεγε η Κατερίνα Γώγου:
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω (...)
(...)θα έρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα
στο στιλβωτήριο "συνοδοιπόροι" και "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά δεν θα πιάνει ότι και αν κάνετε,
όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.


Θανάσης Τσακίρης

«ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ»

Τρίτη, 27 Νοεμβρίου 2007, ώρα 6μμ



Διαβαλκανικός Πολιτιστικός Φορέας «Η Χάρτα του Ρήγα»,

Σύνδεσμος «Μπάιρον» για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό




ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ

«ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ»



Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δρακόπουλος» Πανεπιστημίου Αθηνών



ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ



Χαιρετισμοί:

§ Μαρίκα Θωμαδάκη, Θεατρολόγος, Κοσμήτορας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

§ Γιώργος Καλακαλάς, Καθηγητής ΕΜΠ, Γλύπτης, Πρόεδρος Διαβαλκανικού Πολιτιστικού Φορέα «Χάρτα του Ρήγα».

§ Ηλίας Κατσούλης, Στιχουργός, Πρόεδρος του Συνδέσμου «Μπάιρον» για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό.



Εισηγήσεις:

Γεωργία Δαλδάκη, Δημοσιογράφος, Διευθύνουσα Σύμβουλος «Χάρτας του Ρήγα»

Ρήγας Φεραίος: ο Υπερβαλκάνιος ήρωας (10')

Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας, διδ. Παν/μίου Αθηνών, Διευθυντής εκδόσεων «Στοχαστής»: Ο ιστορικός χώρος και ο αγώνας των λαών της Βαλκανικής στον ιδεολογικό κ πολιτικό κόσμο του Ρήγα (15')

Χρήστος Αλεξίου, τ. Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Birmingham: Ο δραστικός λόγος του Ρήγα ως φορέας επανάστασης (15')

Κώστας Χατζηαντωνίου, Ιστορικός: Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η Χάρτα του Ρήγα (12')

Πάνος Τριγάζης, Διεθνολόγος, Γεν.Γραμματέας Συνδέσμου «Μπάιρον»: Είναι επίκαιρο σήμερα το Όραμα του Ρήγα για την Βαλκανική; (10')



Ομιλίες:

Μ. Αποστολάτος, ποιητής, διευθυντής περιοδικού «Ομπρέλα»: Ο Ρήγας κι ο Νέος Ανάχαρσης (8')

Δ. Καραμβάλης, λογοτέχνης, διευθ. Περιοδικού «Νέα Σκέψη»: Οι πληροφορίες του χ. Περραιβού για τον Πασβατζόγλου και το σχέδιο του Ρήγα για την εξέγερση των υποδούλων(5')

Δ. Βαραβαρήγος, συγγραφέας, blogger: Ρήγας, λόγος Ισότητας κι Ελευθερίας (5')



Συντονίζει/παρεμβαίνει η Ελένη Καρασαββίδου, εκπαιδευτικός, συγγραφέας.





* Οι Διοργανωτές ευχαριστούν ιδιαίτερα τους ομιλητές/ομιλήτριες, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το εμπλεκόμενο προσωπικό του, την πολιτιστική ομάδα Art Attack για την βοήθεια της, τα ΜΜΕ που πρόβαλλαν την εκδήλωση και στους παρευρισκόμενους/ες .

Monday, November 26, 2007

Πρόγραμμα επιστημονικού συνεδρίου για τον Αντόνιο Γκράμσι

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
[Κ.Π.Ε.]

EΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές
Κοινωνικές Επιστήμες και τη Θεωρία



Παρασκευή 30 Νοεμβρίου και
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007
Αμθιθέατρο Σάκη Καράγιωργα
Πάντειο Πανεπιστήμιο, Λ. Συγγρού 136, Αθήνα



Πρόγραμμα εργασιών
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου
12.00-13.30 Πρώτη συνεδρία: Διαδρομές της Γκραμσιανής σκέψης στις ανθρωπιστικές και στις κοινωνικές επιστήμες Πρόεδρος: Λ. Κωτσονόπουλος
Γιάννης Βούλγαρης: Αναγνώσεις του Γκράμσι. Από το εθνικό, στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο.
Μαριλένα Σημίτη: Δυο όψεις της κοινωνίας των πολιτών: Η πάλη για ηγεμονία
Ιωάννα Λαλιώτου: Η επίδραση του Γκράμσι στις πολιτισμικές σπουδές τη δεκαετία 70-80
Έφη Γαζή: Ο Γκράμσι στην Ινδία. Η προβληματικη της «ιστορίας των υπαλλήλων τάξεων» (subaltern history)
Συζήτηση 13.30-13.45
16.30-18.00 Δεύτερη Συνεδρία: Ο Γκράμσι στις πολιτισμικές σπουδές
Πρόεδρος: Γρηγόρης Ανανιάδης
Γιώργος Γιαννακόπουλος: Ηγεμονία, Οριενταλισμός και Διανοούμενοι: Για την Γκραμσιανή στιγμή στο έργο του Edward Said
Eυαγγελή Αρ. Ντάτση: Η λανθάνουσα δυναμική των osservazioni sul folklore στις μέρες της παγκοσμιοποίησης
Νάγια Γιαννακίτσα: Αντόνιο Γκράμσι και λογοτεχνία
Μυρσίνη Ζορμπά: Ηγεμονία και μετα-ηγεμονία στις πολιτισμικές σπουδές: Θεωρητική και πολιτική διαδρομή της Γκραμσιανής ιδέας
Συζήτηση 18.00-18.15
Διάλειμμα 18.15-18.30
18.30-19.30 Τρίτη Συνεδρία: Δοκιμάζοντας γκραμσιανές έννοιες στην ελληνική εμπειρία Πρόεδρος: Βασιλική Γεωργιάδου
Μιχάλης Π. Λυμπεράτος: Η ιστορική ιδιοτυπία, η «ηγεμονία» και η αυτονομία των κινημάτων στον Γκράμσι: Μεθοδολογικοί άξονες για την προσέγγιση της ιστορίας του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα
Αλέξανδρος Σακελλαρίου: Ο Α. Γκράμσι και η μελέτη της θρησκείας: η σκέψη του Γκράμσι ως ερέθισμα και ‘εργαλείο’ για την Κοινωνιολογία της Θρησκείας
Μαρίνα Κόντη: Τα θέματα της έκθεσης ιδεών στις Πανελλήνιες Εξετάσεις (1983-2001). Δοκιμάζοντας τη γκραμσιανή έννοια του κοινού νου

Συζήτηση 19.30-19.45
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου
10.00-11.30 Πρώτη Συνεδρία: Ο Γκράμσι στην Πολιτική Επιστήμη και τις Διεθνείς Σχέσεις Πρόεδρος: Στέφανος Παπαγεωργίου
Άλκης Ρήγος: Η επικαιρότητα της σκέψης του Γκράμσι και η έννοια της κοινωνίας πολιτών
Σπύρος Μακρής: Μαρξισμός και Διεθνείς Σχέσεις. Από τον Antonio Gramsci στο Robert W. Cox
Αθανάσιος Τσακίρης: Η επικαιρότητα της σκέψης του Α. Γκράμσι για τα εργατικά συνδικάτα σε συνθήκες «νεοφιλελεύθερης Ηγεμονίας» και «παγκοσμιοποίησης»
Ολίβια Κυριακίδου: Γκράμσι και φύλο στις εργασιακές σχέσεις
Συζήτηση 11.30-11.45
Διάλειμμα 11.45-12.00
12.00-13.00 Δεύτερη Συνεδρία: Γκραμσιανές προσεγγίσεις στην γλώσσα, την αισθητική και τη θεωρία Πρόεδρος: Παντελής Μπασάκος
Γιάννης Παπαθεοδώρου: Διαβάζοντας τον Ηγεμόνα. Πολιτικές της ανάγνωσης στον Γκράμσι και στον Αλτουσέρ
Τάκης Πούλος: Δύο τροπές του αισθητικού: Κρότσε και Γκράμσι
Μαρία Τζεβελέκου: Τα Τετράδια της φυλακής: προ-θεωρητικές παραδοχές και θεωρίες για τη γλώσσα
Συζήτηση 13.00-13.15
16.00-17.00 Τρίτη Συνεδρία: Γκραμσιανή προβληματική και ζητήματα ιστορίας
Πρόεδρος: Μανόλης Αγγελίδης
Σπύρος Μαρκέτος: Γκράμσι και φασισμός
Θανάσης Καμπαγιάννης: Όταν ο Τρότσκι συνάντησε τον Γκράμσι – Μια συγκριτική ανάγνωση των Προβλημάτων της καθημερινής ζωής του Λέον Τρότσκι και των Τετραδίων της Φυλακής του Αντόνιο Γκράμσι
Αντώνης Λιάκος & Ελένη Λάλου: Ο Γκράμσι και το Έθνος
Συζήτηση 17.00-17.15
Διάλειμμα 17.15-17.30
17.30-18.30 Τέταρτη Συνεδρία: Γκραμσιανές διαστάσεις στην πολιτική θεωρία
Πρόεδρος: Γεράσιμος Μοσχονάς

Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος: Διαδρομές της Ηγεμονίας: Αναζητώντας μία γκραμσιανή έννοια στις θεωρίες του κοινωνικού κράτους.
Βασίλης Μαγκλάρας & Γιώργος Παγουλάτος: Συναίνεση και υποταγή: όψεις της θεωρίας του Γκράμσι για το πολιτικό
Κωνσταντίνος Κωστόπουλος: Οι διανοούμενοι στον Γκράμσι και θεωρίες περί διανοουμένων.
Συζήτηση 18.30-18.45
ΛΗΞΗ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Συμμετέχοντες
Μανόλης Αγγελίδης: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γρηγόρης Ανανιάδης: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γιάννης Βούλγαρης: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Έφη Γαζή: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Βασιλική Γεωργιάδου: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Νάγια Γιαννακίτσα: Φιλόλογος, υποψήφια διδάκτωρ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γιώργος Γιαννακόπουλος: Πολιτικός Επιστήμονας
Μυρσίνη Ζορμπά: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
Θανάσης Καμπαγιάννης: Πολιτικός Επιστήμονας
Μαρίνα Kόντη: Κοινωνιολόγος της εκπαίδευσης
Oλίβια Κυριακίδου: Παν/μιο Αιγαίου
Κωστόπουλος Κωνσταντίνος: Υποψήφιος Διδάκτωρ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος: Υποψήφιος Διδάκτωρ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ιωάννα Λαλιώτου: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ελένη Λάλου: Ιστορικός
Αντώνης Λιάκος: Ε.Κ. Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μιχάλης Π. Λυμπεράτος: Δρ Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Βασίλης Μαγκλάρας: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
Σπύρος Μακρής: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Σπύρος Μαρκέτος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γεράσιμος Μοσχονάς: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Παντελής Μπασάκος: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Eυαγγελή Αρ. Ντάτση: Πολιτισμική ανθρωπολόγος
Γ. Παγουλάτος, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Στέφανος Παπαγεωργίου: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γιάννης Παπαθεοδώρου: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Παναγιώτης Πούλος: Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Άλκης Ρήγος: Πάντειο Πανεπιστήμιο
Αλέξανδρος Σακελλαρίου: Υποψήφιος διδάκτωρ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Μαριλένα Σημίτη: Πανεπιστήμιο Πειραιά
Αθανάσιος Τσακίρης: Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, Ε.Κ. Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μαρία Τζεβελέκου: Γλωσσολόγος, Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.

ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
http://kpe-tpei-panteio.blogspot.com/index.html
e-mail: kpe.panteion@gmail.com

Thursday, November 22, 2007

Activism, Inc.

Θυμάστε τις προάλλες που από αυτή τη σελίδα λέγαμε για την λαθεμένη αντίληψη περί ακτιβισμού που οδηγεί σε δημιουργία ομάδων "ειδικών" στο έργο των "ακτιβισμών"; Θα σας πρότεινα να διαβάσετε ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο 'Activism, Inc.: How the Outsourcing of Grassroots Campaigns Is Strangling Progressive Politics in America' της Dana Fisher (Stanford, CA: Stanford University Press). Αν δε θέλετε να το αγοράσετε μπορείτε να διαβάσετε ένα μικρό κομμάτι στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://www.sup.org/book.cgi?book_id=5217%20%20

Wednesday, November 21, 2007

ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Το κείμενο του Αμερικανού κοινωνιολόγου και εκδότη του περιοδικού Labor Notes που ακολουθεί, αν και παλιότερο (Kim Moody, “Towards an International Social-Movement Unionism”, New Left Review, No.225, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1997, σ.σ. 52-72), παραμένει επίκαιρο γιατί εντοπίζει τα προβλήματα των προτεινόμενων ως εναλλακτικών λύσεων που κινούνται στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού και προτείνει μια αριστερή στρατηγική για τα εργατικά συνδικάτα.
Θ.Τ.

ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

«Τα συνδικάτα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντιπολιτεύσεις που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις», γράφει ο Ολλανδός κοινωνιολόγος Jelle Visser . Σήμερα, τα εργατικά κινήματα σε μια σειρά από χώρες έχουν αποδεχτεί αυτό το ρόλο με εκπληκτικό ενθουσιασμό. Έχουν αναλάβει αυτό το καθήκον συνειδητοποιώντας ότι η δύναμή τους εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνο από τη θέση τους στην παραγωγή αλλά, και από το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που έχουν κερδίσει στα χρόνια που πέρασαν. Το κεφάλαιο και οι νεοφιλελεύθεροι σύμμαχοί του επιδιώκουν τη απογύμνωση αυτού του κρατικά χορηγούμενου δικτύου ασφαλείας από την ίδια την έννοιά του – ότι, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας ενισχύει τη δυνατότητα των εργατών και των συνδικάτων τους να αντέξουν στους δύσκολους καιρούς.

Ως «αντιπολιτεύσεις που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις», τα συνδικάτα πρέπει να παλέψουν από τα έξω. Πράγματι, στο σημερινό κόσμο, οι εργάτες και τα συνδικάτα τους χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο ως ξένοι ή τρίτοι όταν αρνούνται ή αντιστέκονται στην ατζέντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας και την κούρσα προς τον πάτο που συνεπάγεται. Πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες ελπίζουν ότι θα παίζουν και τους δύο ρόλους, όμως η σύγχρονη ατζέντα του κεφαλαίου και οι πραγματικοί στόχοι πάλης των συνδικάτων, όταν παλεύουν, είναι πράγματα αταίριαστα. Παίρνοντας τους δρόμους αντιπαλεύοντας τα κυβερνητικά σχέδια λιτότητας και τις περικοπές, τα συνδικάτα ανακάλυψαν διαφορετικούς συμμάχους στην εργατική τάξη. Οι κορυφαίοι ηγέτες θα συνεχίζουν να ταλαντεύονται μεταξύ αυτών των εναλλακτικών, υπονομεύοντας κατά καιρούς τον αγώνα, όμως η κατεύθυνση του αγώνα αυτού φαίνεται ξεκάθαρη.

Στο πεδίο της πολιτικής, προς το παρόν η κατεύθυνση είναι κυρίως αμυντική. Η υπεράσπιση των μέτρων πρόνοιας, των συντάξεων, της παροχής φροντίδας υγείας, των επιδομάτων ανεργίας και των υπαρχουσών δημοσίων υπηρεσιών υπήρξαν τα κίνητρα για τις περισσότερες από τις μαζικές και γενικές απεργίες των πιο πρόσφατων ετών. Υπήρξε επίσης ανάγκη υπεράσπισης των κοινωνικών κερδών ειδικών ομάδων, όπως η θετική δράση ή τα δικαιώματα των μεταναστών, όπου αυτές υφίστανται. Περιστασιακώς, στον τομέα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τα συνδικάτα είχαν κάποια κέρδη, όπως στην περίπτωση των Γάλλων φορτηγατζήδων ή στον αγώνα για τη σμίκρυνση της εργάσιμης εβδομάδας στη Γερμανία, όμως συστατικό στοιχείο της περιόδου θα είναι ο αμυντικός χαρακτήρας των αγώνων μέχρις ότου ο κόσμος της εργασίας οικοδομήσει και επεκτείνει τη δύναμή του τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές επίπεδο. Υπάρχει μια τάση μέσα στην πολιτική Αριστερά και στους υποστηρικτές της οργανωμένης εργασίας να θεωρούν τους αμυντικούς αγώνες κακούς ή ανεπαρκείς τρόπον τινά. Εν τούτοις, σχεδόν όλα τα ξεσπάσματα της εργατικής τάξης και οι νίκες στη διάρκεια της ιστορίας έχουν τις ρίζες τους σε αμυντικούς αγώνες – όταν οι εργοδότες και / ή οι κυβερνήσεις αποπειρώνται να πάρουν πίσω κάτι που έχει πρόσφατα κερδηθεί ή απλώς κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Σ’ αυτή την πορεία, οι αμυντικοί αγώνες παρέχουν το χρόνο και το πλαίσιο ώστε ο χώρος της εργασίας να στρατεύσει κόσμο και να χτίσει ή να ξαναχτίσει της οργανώσεις της. Οι σειρήνες της «συνεργασίας», όμως, μας πληροφορούν ότι οι αμυντικοί αγώνες: α) δεν έχουν καμία τύχη στην παγκόσμια οικονομία, ή β) είναι συντηρητικοί και οπισθοδρομικοί. Προτείνουν, αντιθέτως, διάφορες μορφές ευρύτερης κοινωνικής συνεργασίας που υποτίθεται ότι θα βελτιώσουν την οικονομία, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι τα συνδικάτα θα εγκαταλείψουν την απέλπιδα πάλη για σημαντικές βελτιώσεις της εργασίας, των εισοδημάτων, ή των ευρύτερων κοινωνικών παροχών. Αυτές οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνεργασίας ή κοινωνικού συμβολαίου γίνονται αντιληπτές ως εναλλακτικές προτάσεις σε σχέση με τον αγώνα – ένας εύκολος δρόμος για την ανανέωση της κατάστασης ευημερίας.

Μια εκδοχή της είναι η φιλελεύθερη-λαϊκίστικη άποψη που εκφράζεται από συγγραφείς όπως ο Jeremy Rifkin στις Η.Π.Α. και ο Will Hutton στο Η.Β. και υποστηρίζει ένα είδος συνεργατικού καπιταλισμού, όπου οι διάφορες οργανώσεις της «κοινωνίας πολιτών» δρουν ως αντίβαρα στις διάφορες μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή προσπαθούν να αναλάβουν κάποιο θεσμικό ρόλο στο εσωτερικό τους ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν επιρροή στις κύριες επιχειρηματικές αποφάσεις . Δίνουν έμφαση στην ιδέα ενός «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ του κεφαλαίου και της «κοινωνίας πολιτών» ή του «Τρίτου Τομέα» των μη κυβερνητικών οργανώσεων και εθελοντών που θα δημιουργήσουν έναν πιο ευγενή και απαλό καπιταλισμό. Άλλοι απευθύνουν έκκληση για τη χρήση των ταμείων συντάξεων ως μέσων άσκησης επιρροής στην κατεύθυνση των επενδύσεων .

Όλα αυτά τα σχέδια έχουν ως κοινή την ανείπωτη άποψη ότι οι σημερινές πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν παθητικά ιδρύματα που παίρνουν κακές αποφάσεις στηριγμένα σε κοντόφθαλμες αντιλήψεις περί κερδοφορίας. Γίνεται επίσης μια υπόθεση στις περισσότερες περιπτώσεις ότι είναι δυνατός ο έλεγχος αυτών των παγκοσμίως δραστηριοποιημένων επιχειρήσεων στο εθνικό επίπεδο μέσω αύξησης της αντιπροσώπευσης των «συνεταίρων» - όπως τα συνδικάτα ή διάφορες κοινοτικές οργανώσεις – ή των πραγματικών μετόχων που δρουν μέσω των ταμείων συντάξεων. Στην εκδοχή αυτή, επιδεικνύονται μεγάλα νούμερα για να δείξουν τη δυνητική ισχύ των ταμείων συντάξεων σε περίπτωση που περάσουν υπό δημοκρατικό έλεγχο. Παραδείγματος χάριν, στις Η.Π.Α. τα ταμεία συντάξεων ελέγχουν το 25% του συνόλου των μετοχών. Αυτό που δεν αναφέρεται είναι ότι το υπόλοιπο 75% των μετοχών είναι σιγουρευμένο στα χέρια των οικογενειών του πλουσιότερου 10% του έθνους (25% του συνόλου των μετοχών) και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (50%) που αυτές οι ίδιες οικογένειες δυσανάλογα επηρεάζουν ή κατέχουν .

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΡΙΔΙΩΝ

Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα για τον καπιταλισμό των ταμείων συντάξεων είναι ότι πρόκειται για έναν τρόπο δημοκρατικού επηρεασμού των επενδυτικών προτεραιοτήτων της κοινωνίας. Στην πράξη, στις Η.Π.Α., μια από τις πολύ λίγες χώρες, μαζί με το Η.Β., όπου τα ταμεία συντάξεων έχουν κάποια σημασία, οι μετοχές, εδώ και δεκαετίες, δεν αποτελούν πηγή επενδυτικών κεφαλαίων. Οι κεφαλαιακές δαπάνες προκύπτουν αποκλειστικά από εσωτερικώς παραχθέντα κέρδη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα εσωτερικά κεφάλαια κάλυπταν το 95% των κεφαλαιακών δαπανών, και από το 1990 το 100%. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, περισσότερες μετοχές έχουν «εξαφανισθεί» από όσες έχουν εκδοθεί. Ο λόγος είναι ότι οι μετοχές έχουν γίνει ένα από τα πλέον πρόσφατα ανταγωνιστικά όπλα στον πόλεμο για μερίδια αγοράς, στην έκρηξη των συγχωνεύσεων και εξαγορών κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 - $ 1,5 τρισεκατομμύρια σε συγχωνεύσεις και εξαγορές και $ 500 δισεκατομμύρια σε προσφορές εταιριών για εξαγορά μετοχών από τους μετόχους τους . Πρόκειται για ένα παιχνίδι στο οποίο τα ταμεία συντάξεων δεν μπορούν να παίξουν.

Οι διάφορες αυτές προτάσεις περί συνεταίρων και μετόχων στηρίζονται πάντα σε μια ανάλυση που εξαφανίζει τις πραγματικές σχέσεις εξουσίας. Η καπιταλιστική επιχείρηση γίνεται απλώς ένας πιο πορώδης θεσμός με ουδέτερους στόχους και διάφορους «συνεργάτες» των οποίων τα συμφέροντα μπορούν να εναρμονίζονται μεταξύ τους και με την κοινωνία ως σύνολο. Όπως τόνισε μια ομάδα Βρετανών ερευνητών σχετικά με την ερμηνεία του Will Hutton, «το όραμα στηρίζεται σε μια πολιτική φαντασίωση περί γενικών ωφελημάτων για όλους τους συνεργάτες και η οικονομική τους ανάλυση δεν αντιμετωπίζει τη δομική πραγματικότητα της αναδιανεμητικής σύγκρουσης μεταξύ των συνεργατών ». Η πιο φανερή σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ των εργαζομένων και των πραγματικών ιδιοκτητών, υπάρχουν όμως και άλλες, όπως αυτή μεταξύ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για τον καθορισμό τιμών ή επιβαρύνσεων.

Σε άλλες εκδοχές, η ιδιοκτησία γίνεται «κοινωνική» απλώς επειδή η τάξη των καπιταλιστών μοιράζεται την ιδιοκτησία μέσω μετοχών, ομολόγων, αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων αξιώσεων επί του πλούτου. Όμως, όπως τόνισε το 1910 ο Αυστριακός Μαρξιστής Rudolph Hilferding, η κατοχή μετοχών ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος συγκέντρωσης κεφαλαίου. Επέτρεψε στους μεγάλους καπιταλιστές να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια πολλών μικρών μετόχων ˙ δεν μείωσε ούτε τον έλεγχο ούτε την εξουσία τους, αλλά την ενίσχυσε . Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές αποτελούν απλώς τη σύγχρονη μορφή αυτής της πραγματικότητας. Πράγματι, οι μεγαλύτεροι αγοραστές μετοχών τα τελευταία χρόνια υπήρξαν οι εταιρείες που ενεπλάκησαν σε τέτοιες δραστηριότητες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, $ 1,4 τρισεκατομμύρια σε μετοχές καταβροχθίστηκαν για συγχωνεύσεις και εξαγορές, ενώ άλλα 500 δισεκατομμύρια πήγαν σε επαναγορές μετοχών από τις εταιρείες – για την πλήρη ενδυνάμωση της ισχύος αυτών που βρίσκονται στο κέντρο του ελέγχου .

Ακόμη πιο αξιοσημείωτη από την απόπειρα μετατροπής της ιδιοκτησίας μετοχών σε κάποιας μορφής κοινωνικής δημοκρατίας είναι η εκτίμηση για το καπιταλιστικό κράτος πάνω στην οποία στηρίζεται το όραμα του Rifkin περί ενός «Τρίτου Τομέα». Γνωρίζοντας ότι οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οι εθελοντικές ενώσεις που συνθέτουν αυτόν τον «Τρίτο Τομέα» είναι σφιγμένες οικονομικά, πρότεινε μια σειρά κρατικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Για να ηχεί ρεαλιστική αυτή η πρόταση, ισχυρίζεται ότι το κράτος όλο και πιο πολύ «αποδεσμεύεται από τα συμφέροντα της εμπορικής οικονομίας και ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα της κοινωνικής οικονομίας ». Είναι δύσκολο να φανταστούμε ακριβώς για ποιο σύγχρονο κράτος θα μπορούσε να ομιλεί.

Τα προβλήματα με όλες αυτές τις εναλλακτικές, σε σχέση με τον αγώνα, λύσεις είναι ότι οι σημερινές μεγάλες επιχειρήσεις, με πρωτοπόρες τις πολυεθνικές, είναι εντελώς ληστρικές κι εξαπολύουν ταξικό πόλεμο για να επεκτείνουν τις παγκόσμιες αυτοκρατορίες και να αποκαταστήσουν τα μυθώδη ποσοστά κέρδους παλαιότερων δεκαετιών. Τα κράτη ακολουθούν την πρωτοπορία των πολυεθνικών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια άμορφη «κοινωνία πολιτών» ως αντίβαρο και αυτή είναι η οργανωμένη εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της. Σε τελευταία ανάλυση, φυσικά, κανένα στοιχείο από τις προτάσεις αυτές δεν εγγυάται τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας, αφού οι βασικοί μηχανισμοί επενδύσεων και εσωτερικής κερδοφορίας μένουν ανέπαφες.

Όλα αυτά τα σχέδια αντιπροσώπευσης στους θεσμούς του κεφαλαίου καταλήγουν σε εκδοχές συνεργασίας όπου τα συνδικάτα ή άλλα μέλη της κοινωνίας πολιτών σύρονται στον πόλεμο, δηλαδή στον πραγματικό καπιταλιστικό ανταγωνισμό, που είναι πιο πιθανό να καταστρέψει θέσεις εργασίας παρά να δημιουργήσει. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να προχωρήσει μέσω τέτοιου ανταγωνισμού. Ο ιστορικός της ρόλος είναι να περιορίσει και τελικά να εξαφανίσει αυτή την καταστρεπτική δύναμη.

Η πάλη για τη μείωση του χρόνου εργασίας, το κύριο επιθετικό αίτημα της εργατικής τάξης, μπορεί και πρέπει να μετατραπεί σε πολιτική πάλη όπως κατά το 19ο αιώνα και τη δεκαετία του ’30. Η πάλη για τη διατήρηση των δημόσιας χρηματοδότησης συντάξεων, της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης στις Η.Π.Α., αποτελεί μέρος αυτού του αγώνα για τη μείωση του χρόνου εργασίας. Όμως ένας εθνικός νόμος 35 ή λιγότερων ωρών εργασίας – χωρίς μείωση μισθού και άνευ όρων – που θα ψηφιστεί από τα νομοθετικά σώματα θα συμβάλλει άμεσα στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση της θέσης της εργατικής τάξης. Είναι σαφές ότι στις περισσότερες χώρες τα παλιά πολιτικά κόμματα της Αριστεράς και της εργατικής τάξης είναι απρόθυμα, ίσως και ανίκανα, να εξαπολύσουν έναν τέτοιο αγώνα. Για άλλη μια φορά το βάρος πέφτει στους ώμους των «αντιπολιτεύσεων που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις».

Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, η αναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών θα μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός μακρόπνοου προγράμματος. Με όρους πολιτικής για τη συγκυρία, υπάρχει ένας στόχος που θα επιφέρει πιο αποτελεσματικά από κάθε άλλο την «εξίσωση προς τα πάνω» σε όλο τον κόσμο – η διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου. Για τον Τρίτο Κόσμο, το χρέος στις τράπεζες του Βορρά είναι σαν μια υποθήκη χωρίς ημερομηνία λήξης. Το 1994, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το χρέος αυτό ανερχόταν σε 2,5 τρισεκατομμύρια σε σχέση με $ 906 δισεκατομμύρια το 1980, την εποχή περίπου που η κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου ήρθε για πρώτη φορά στην επιφάνεια . Πρόκειται για αύξηση μεγαλύτερη από 250% παρά το γεγονός ότι το σύνολο του νέου δανεισμού του Τρίτου Κόσμου χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του αρχικού χρέους, που στην ουσία αποπληρώθηκε πάρα πολλές φορές. Η διαγραφή του χρέους αυτού ή ακόμη και η προοδευτική του μείωση θα απελευθερώσει δισεκατομμύρια δολάρια σε τόκους που καταβάλλονται ετησίως στις τράπεζες ή στους κατόχους ομολόγων του Βορρά από τις κυβερνήσεις του Νότου. Εκεί όπου τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις είναι σε θέση να αγωνιστούν για την κατάλληλη κατανομή των νέων πόρων που θα απελευθέρωνε αυτή η διαγραφή, θα μπορέσουν να αποκατασταθούν ή ακόμη και να επεκταθούν κοινωνικά προγράμματα που θα παρείχαν το αναγκαίο δίχτυ ασφάλειας για πάρα πολλούς ανθρώπους στον Τρίτο Κόσμο. Είναι αυτονόητο ότι μια δημιουργική ανακατανομή αυτού του δυνητικού πλούτου προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρών εργατικών κινημάτων τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Όμως είναι ένας κοινός στόχος που θα βοηθήσει πολύ την ενίσχυση των δεσμών των κινημάτων στα δύο αυτά μέρη του κόσμου που το κεφάλαιο πάντοτε επιδίωκε να στρέφει το ένα εναντίον του άλλου.


Μετάφραση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Το κείμενο του Αμερικανού κοινωνιολόγου και εκδότη του περιοδικού Labor Notes που ακολουθεί, αν και παλιότερο (Kim Moody, “Towards an International Social-Movement Unionism”, New Left Review, No.225, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1997, σ.σ. 52-72), παραμένει επίκαιρο γιατί εντοπίζει τα προβλήματα των προτεινόμενων ως εναλλακτικών λύσεων που κινούνται στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού και προτείνει μια αριστερή στρατηγική για τα εργατικά συνδικάτα.
Θ.Τ.

ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

«Τα συνδικάτα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντιπολιτεύσεις που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις», γράφει ο Ολλανδός κοινωνιολόγος Jelle Visser . Σήμερα, τα εργατικά κινήματα σε μια σειρά από χώρες έχουν αποδεχτεί αυτό το ρόλο με εκπληκτικό ενθουσιασμό. Έχουν αναλάβει αυτό το καθήκον συνειδητοποιώντας ότι η δύναμή τους εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνο από τη θέση τους στην παραγωγή αλλά, και από το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που έχουν κερδίσει στα χρόνια που πέρασαν. Το κεφάλαιο και οι νεοφιλελεύθεροι σύμμαχοί του επιδιώκουν τη απογύμνωση αυτού του κρατικά χορηγούμενου δικτύου ασφαλείας από την ίδια την έννοιά του – ότι, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας ενισχύει τη δυνατότητα των εργατών και των συνδικάτων τους να αντέξουν στους δύσκολους καιρούς.

Ως «αντιπολιτεύσεις που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις», τα συνδικάτα πρέπει να παλέψουν από τα έξω. Πράγματι, στο σημερινό κόσμο, οι εργάτες και τα συνδικάτα τους χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο ως ξένοι ή τρίτοι όταν αρνούνται ή αντιστέκονται στην ατζέντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας και την κούρσα προς τον πάτο που συνεπάγεται. Πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες ελπίζουν ότι θα παίζουν και τους δύο ρόλους, όμως η σύγχρονη ατζέντα του κεφαλαίου και οι πραγματικοί στόχοι πάλης των συνδικάτων, όταν παλεύουν, είναι πράγματα αταίριαστα. Παίρνοντας τους δρόμους αντιπαλεύοντας τα κυβερνητικά σχέδια λιτότητας και τις περικοπές, τα συνδικάτα ανακάλυψαν διαφορετικούς συμμάχους στην εργατική τάξη. Οι κορυφαίοι ηγέτες θα συνεχίζουν να ταλαντεύονται μεταξύ αυτών των εναλλακτικών, υπονομεύοντας κατά καιρούς τον αγώνα, όμως η κατεύθυνση του αγώνα αυτού φαίνεται ξεκάθαρη.

Στο πεδίο της πολιτικής, προς το παρόν η κατεύθυνση είναι κυρίως αμυντική. Η υπεράσπιση των μέτρων πρόνοιας, των συντάξεων, της παροχής φροντίδας υγείας, των επιδομάτων ανεργίας και των υπαρχουσών δημοσίων υπηρεσιών υπήρξαν τα κίνητρα για τις περισσότερες από τις μαζικές και γενικές απεργίες των πιο πρόσφατων ετών. Υπήρξε επίσης ανάγκη υπεράσπισης των κοινωνικών κερδών ειδικών ομάδων, όπως η θετική δράση ή τα δικαιώματα των μεταναστών, όπου αυτές υφίστανται. Περιστασιακώς, στον τομέα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τα συνδικάτα είχαν κάποια κέρδη, όπως στην περίπτωση των Γάλλων φορτηγατζήδων ή στον αγώνα για τη σμίκρυνση της εργάσιμης εβδομάδας στη Γερμανία, όμως συστατικό στοιχείο της περιόδου θα είναι ο αμυντικός χαρακτήρας των αγώνων μέχρις ότου ο κόσμος της εργασίας οικοδομήσει και επεκτείνει τη δύναμή του τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές επίπεδο. Υπάρχει μια τάση μέσα στην πολιτική Αριστερά και στους υποστηρικτές της οργανωμένης εργασίας να θεωρούν τους αμυντικούς αγώνες κακούς ή ανεπαρκείς τρόπον τινά. Εν τούτοις, σχεδόν όλα τα ξεσπάσματα της εργατικής τάξης και οι νίκες στη διάρκεια της ιστορίας έχουν τις ρίζες τους σε αμυντικούς αγώνες – όταν οι εργοδότες και / ή οι κυβερνήσεις αποπειρώνται να πάρουν πίσω κάτι που έχει πρόσφατα κερδηθεί ή απλώς κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Σ’ αυτή την πορεία, οι αμυντικοί αγώνες παρέχουν το χρόνο και το πλαίσιο ώστε ο χώρος της εργασίας να στρατεύσει κόσμο και να χτίσει ή να ξαναχτίσει της οργανώσεις της. Οι σειρήνες της «συνεργασίας», όμως, μας πληροφορούν ότι οι αμυντικοί αγώνες: α) δεν έχουν καμία τύχη στην παγκόσμια οικονομία, ή β) είναι συντηρητικοί και οπισθοδρομικοί. Προτείνουν, αντιθέτως, διάφορες μορφές ευρύτερης κοινωνικής συνεργασίας που υποτίθεται ότι θα βελτιώσουν την οικονομία, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι τα συνδικάτα θα εγκαταλείψουν την απέλπιδα πάλη για σημαντικές βελτιώσεις της εργασίας, των εισοδημάτων, ή των ευρύτερων κοινωνικών παροχών. Αυτές οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνεργασίας ή κοινωνικού συμβολαίου γίνονται αντιληπτές ως εναλλακτικές προτάσεις σε σχέση με τον αγώνα – ένας εύκολος δρόμος για την ανανέωση της κατάστασης ευημερίας.

Μια εκδοχή της είναι η φιλελεύθερη-λαϊκίστικη άποψη που εκφράζεται από συγγραφείς όπως ο Jeremy Rifkin στις Η.Π.Α. και ο Will Hutton στο Η.Β. και υποστηρίζει ένα είδος συνεργατικού καπιταλισμού, όπου οι διάφορες οργανώσεις της «κοινωνίας πολιτών» δρουν ως αντίβαρα στις διάφορες μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή προσπαθούν να αναλάβουν κάποιο θεσμικό ρόλο στο εσωτερικό τους ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν επιρροή στις κύριες επιχειρηματικές αποφάσεις . Δίνουν έμφαση στην ιδέα ενός «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ του κεφαλαίου και της «κοινωνίας πολιτών» ή του «Τρίτου Τομέα» των μη κυβερνητικών οργανώσεων και εθελοντών που θα δημιουργήσουν έναν πιο ευγενή και απαλό καπιταλισμό. Άλλοι απευθύνουν έκκληση για τη χρήση των ταμείων συντάξεων ως μέσων άσκησης επιρροής στην κατεύθυνση των επενδύσεων .

Όλα αυτά τα σχέδια έχουν ως κοινή την ανείπωτη άποψη ότι οι σημερινές πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν παθητικά ιδρύματα που παίρνουν κακές αποφάσεις στηριγμένα σε κοντόφθαλμες αντιλήψεις περί κερδοφορίας. Γίνεται επίσης μια υπόθεση στις περισσότερες περιπτώσεις ότι είναι δυνατός ο έλεγχος αυτών των παγκοσμίως δραστηριοποιημένων επιχειρήσεων στο εθνικό επίπεδο μέσω αύξησης της αντιπροσώπευσης των «συνεταίρων» - όπως τα συνδικάτα ή διάφορες κοινοτικές οργανώσεις – ή των πραγματικών μετόχων που δρουν μέσω των ταμείων συντάξεων. Στην εκδοχή αυτή, επιδεικνύονται μεγάλα νούμερα για να δείξουν τη δυνητική ισχύ των ταμείων συντάξεων σε περίπτωση που περάσουν υπό δημοκρατικό έλεγχο. Παραδείγματος χάριν, στις Η.Π.Α. τα ταμεία συντάξεων ελέγχουν το 25% του συνόλου των μετοχών. Αυτό που δεν αναφέρεται είναι ότι το υπόλοιπο 75% των μετοχών είναι σιγουρευμένο στα χέρια των οικογενειών του πλουσιότερου 10% του έθνους (25% του συνόλου των μετοχών) και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (50%) που αυτές οι ίδιες οικογένειες δυσανάλογα επηρεάζουν ή κατέχουν .

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΡΙΔΙΩΝ

Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα για τον καπιταλισμό των ταμείων συντάξεων είναι ότι πρόκειται για έναν τρόπο δημοκρατικού επηρεασμού των επενδυτικών προτεραιοτήτων της κοινωνίας. Στην πράξη, στις Η.Π.Α., μια από τις πολύ λίγες χώρες, μαζί με το Η.Β., όπου τα ταμεία συντάξεων έχουν κάποια σημασία, οι μετοχές, εδώ και δεκαετίες, δεν αποτελούν πηγή επενδυτικών κεφαλαίων. Οι κεφαλαιακές δαπάνες προκύπτουν αποκλειστικά από εσωτερικώς παραχθέντα κέρδη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα εσωτερικά κεφάλαια κάλυπταν το 95% των κεφαλαιακών δαπανών, και από το 1990 το 100%. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, περισσότερες μετοχές έχουν «εξαφανισθεί» από όσες έχουν εκδοθεί. Ο λόγος είναι ότι οι μετοχές έχουν γίνει ένα από τα πλέον πρόσφατα ανταγωνιστικά όπλα στον πόλεμο για μερίδια αγοράς, στην έκρηξη των συγχωνεύσεων και εξαγορών κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 - $ 1,5 τρισεκατομμύρια σε συγχωνεύσεις και εξαγορές και $ 500 δισεκατομμύρια σε προσφορές εταιριών για εξαγορά μετοχών από τους μετόχους τους . Πρόκειται για ένα παιχνίδι στο οποίο τα ταμεία συντάξεων δεν μπορούν να παίξουν.

Οι διάφορες αυτές προτάσεις περί συνεταίρων και μετόχων στηρίζονται πάντα σε μια ανάλυση που εξαφανίζει τις πραγματικές σχέσεις εξουσίας. Η καπιταλιστική επιχείρηση γίνεται απλώς ένας πιο πορώδης θεσμός με ουδέτερους στόχους και διάφορους «συνεργάτες» των οποίων τα συμφέροντα μπορούν να εναρμονίζονται μεταξύ τους και με την κοινωνία ως σύνολο. Όπως τόνισε μια ομάδα Βρετανών ερευνητών σχετικά με την ερμηνεία του Will Hutton, «το όραμα στηρίζεται σε μια πολιτική φαντασίωση περί γενικών ωφελημάτων για όλους τους συνεργάτες και η οικονομική τους ανάλυση δεν αντιμετωπίζει τη δομική πραγματικότητα της αναδιανεμητικής σύγκρουσης μεταξύ των συνεργατών ». Η πιο φανερή σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ των εργαζομένων και των πραγματικών ιδιοκτητών, υπάρχουν όμως και άλλες, όπως αυτή μεταξύ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για τον καθορισμό τιμών ή επιβαρύνσεων.

Σε άλλες εκδοχές, η ιδιοκτησία γίνεται «κοινωνική» απλώς επειδή η τάξη των καπιταλιστών μοιράζεται την ιδιοκτησία μέσω μετοχών, ομολόγων, αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων αξιώσεων επί του πλούτου. Όμως, όπως τόνισε το 1910 ο Αυστριακός Μαρξιστής Rudolph Hilferding, η κατοχή μετοχών ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος συγκέντρωσης κεφαλαίου. Επέτρεψε στους μεγάλους καπιταλιστές να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια πολλών μικρών μετόχων ˙ δεν μείωσε ούτε τον έλεγχο ούτε την εξουσία τους, αλλά την ενίσχυσε . Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές αποτελούν απλώς τη σύγχρονη μορφή αυτής της πραγματικότητας. Πράγματι, οι μεγαλύτεροι αγοραστές μετοχών τα τελευταία χρόνια υπήρξαν οι εταιρείες που ενεπλάκησαν σε τέτοιες δραστηριότητες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, $ 1,4 τρισεκατομμύρια σε μετοχές καταβροχθίστηκαν για συγχωνεύσεις και εξαγορές, ενώ άλλα 500 δισεκατομμύρια πήγαν σε επαναγορές μετοχών από τις εταιρείες – για την πλήρη ενδυνάμωση της ισχύος αυτών που βρίσκονται στο κέντρο του ελέγχου .

Ακόμη πιο αξιοσημείωτη από την απόπειρα μετατροπής της ιδιοκτησίας μετοχών σε κάποιας μορφής κοινωνικής δημοκρατίας είναι η εκτίμηση για το καπιταλιστικό κράτος πάνω στην οποία στηρίζεται το όραμα του Rifkin περί ενός «Τρίτου Τομέα». Γνωρίζοντας ότι οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οι εθελοντικές ενώσεις που συνθέτουν αυτόν τον «Τρίτο Τομέα» είναι σφιγμένες οικονομικά, πρότεινε μια σειρά κρατικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Για να ηχεί ρεαλιστική αυτή η πρόταση, ισχυρίζεται ότι το κράτος όλο και πιο πολύ «αποδεσμεύεται από τα συμφέροντα της εμπορικής οικονομίας και ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα της κοινωνικής οικονομίας ». Είναι δύσκολο να φανταστούμε ακριβώς για ποιο σύγχρονο κράτος θα μπορούσε να ομιλεί.

Τα προβλήματα με όλες αυτές τις εναλλακτικές, σε σχέση με τον αγώνα, λύσεις είναι ότι οι σημερινές μεγάλες επιχειρήσεις, με πρωτοπόρες τις πολυεθνικές, είναι εντελώς ληστρικές κι εξαπολύουν ταξικό πόλεμο για να επεκτείνουν τις παγκόσμιες αυτοκρατορίες και να αποκαταστήσουν τα μυθώδη ποσοστά κέρδους παλαιότερων δεκαετιών. Τα κράτη ακολουθούν την πρωτοπορία των πολυεθνικών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια άμορφη «κοινωνία πολιτών» ως αντίβαρο και αυτή είναι η οργανωμένη εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της. Σε τελευταία ανάλυση, φυσικά, κανένα στοιχείο από τις προτάσεις αυτές δεν εγγυάται τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας, αφού οι βασικοί μηχανισμοί επενδύσεων και εσωτερικής κερδοφορίας μένουν ανέπαφες.

Όλα αυτά τα σχέδια αντιπροσώπευσης στους θεσμούς του κεφαλαίου καταλήγουν σε εκδοχές συνεργασίας όπου τα συνδικάτα ή άλλα μέλη της κοινωνίας πολιτών σύρονται στον πόλεμο, δηλαδή στον πραγματικό καπιταλιστικό ανταγωνισμό, που είναι πιο πιθανό να καταστρέψει θέσεις εργασίας παρά να δημιουργήσει. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να προχωρήσει μέσω τέτοιου ανταγωνισμού. Ο ιστορικός της ρόλος είναι να περιορίσει και τελικά να εξαφανίσει αυτή την καταστρεπτική δύναμη.

Η πάλη για τη μείωση του χρόνου εργασίας, το κύριο επιθετικό αίτημα της εργατικής τάξης, μπορεί και πρέπει να μετατραπεί σε πολιτική πάλη όπως κατά το 19ο αιώνα και τη δεκαετία του ’30. Η πάλη για τη διατήρηση των δημόσιας χρηματοδότησης συντάξεων, της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης στις Η.Π.Α., αποτελεί μέρος αυτού του αγώνα για τη μείωση του χρόνου εργασίας. Όμως ένας εθνικός νόμος 35 ή λιγότερων ωρών εργασίας – χωρίς μείωση μισθού και άνευ όρων – που θα ψηφιστεί από τα νομοθετικά σώματα θα συμβάλλει άμεσα στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση της θέσης της εργατικής τάξης. Είναι σαφές ότι στις περισσότερες χώρες τα παλιά πολιτικά κόμματα της Αριστεράς και της εργατικής τάξης είναι απρόθυμα, ίσως και ανίκανα, να εξαπολύσουν έναν τέτοιο αγώνα. Για άλλη μια φορά το βάρος πέφτει στους ώμους των «αντιπολιτεύσεων που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις».

Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, η αναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών θα μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός μακρόπνοου προγράμματος. Με όρους πολιτικής για τη συγκυρία, υπάρχει ένας στόχος που θα επιφέρει πιο αποτελεσματικά από κάθε άλλο την «εξίσωση προς τα πάνω» σε όλο τον κόσμο – η διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου. Για τον Τρίτο Κόσμο, το χρέος στις τράπεζες του Βορρά είναι σαν μια υποθήκη χωρίς ημερομηνία λήξης. Το 1994, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το χρέος αυτό ανερχόταν σε 2,5 τρισεκατομμύρια σε σχέση με $ 906 δισεκατομμύρια το 1980, την εποχή περίπου που η κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου ήρθε για πρώτη φορά στην επιφάνεια . Πρόκειται για αύξηση μεγαλύτερη από 250% παρά το γεγονός ότι το σύνολο του νέου δανεισμού του Τρίτου Κόσμου χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του αρχικού χρέους, που στην ουσία αποπληρώθηκε πάρα πολλές φορές. Η διαγραφή του χρέους αυτού ή ακόμη και η προοδευτική του μείωση θα απελευθερώσει δισεκατομμύρια δολάρια σε τόκους που καταβάλλονται ετησίως στις τράπεζες ή στους κατόχους ομολόγων του Βορρά από τις κυβερνήσεις του Νότου. Εκεί όπου τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις είναι σε θέση να αγωνιστούν για την κατάλληλη κατανομή των νέων πόρων που θα απελευθέρωνε αυτή η διαγραφή, θα μπορέσουν να αποκατασταθούν ή ακόμη και να επεκταθούν κοινωνικά προγράμματα που θα παρείχαν το αναγκαίο δίχτυ ασφάλειας για πάρα πολλούς ανθρώπους στον Τρίτο Κόσμο. Είναι αυτονόητο ότι μια δημιουργική ανακατανομή αυτού του δυνητικού πλούτου προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρών εργατικών κινημάτων τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Όμως είναι ένας κοινός στόχος που θα βοηθήσει πολύ την ενίσχυση των δεσμών των κινημάτων στα δύο αυτά μέρη του κόσμου που το κεφάλαιο πάντοτε επιδίωκε να στρέφει το ένα εναντίον του άλλου.


Μετάφραση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Δελτίο Τύπου Καλλιτεχνικής Διάδρασης «Από το Θεατρικό Έργο στην Κινηματογραφική Ταινία»

Δελτίο Τύπου Καλλιτεχνικής Διάδρασης

«Από το Θεατρικό Έργο στην Κινηματογραφική Ταινία»

Την ενότητα εκδηλώσεων διοργανώνει η «Καλλιτεχνική Διάδραση» με τη συνεργασία της θεατρικής ομάδας «Ρεφενέ», της Δ.Ε.Π.Α.Π. του Συλλόγου Αποφοίτων του τμήματος Θεατρικών σπουδών Πανεπιστημίου Πάτρας και των Εκδόσεων «Αιγόκερως».

Την Παρασκευή 23-11 στις 20.30 στην αίθουσα της θεατρικής ομάδας «Ρεφενέ»
(Κοραή και Κανακάρη) θα προβληθεί ο «Άμλετ» (1948)
που παίζει και σκηνοθετεί ο Λώρενς Ολίβιε
και την Κυριακή 25-11-2007 στις 11. 30 π.μ. στην ίδια αίθουσα
θα προβληθεί ο «Άμλετ» (1964) του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ η ταινία που η προβολή της αναβλήθηκε την Τρίτη 20-11 στο Λιθογραφείο
Θα προηγηθεί εισήγηση του Δήμου Αβδελιώδη σκηνοθέτη
και καλλιτεχικού διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βορείου Αιγαίου
και του Γιάννη Καραμπίτσου (καλλιτεχνική επιμέλεια της εκδήλωσης)

«Για κανέναν Δανό με σάρκα και οστά δεν έχουν γραφεί τόσα πολλά όσα για τον Άμλετ. Είναι ένας από τους λίγους λογοτεχνικούς ήρωες που ζει πέρα από το λογοτεχνικό κείμενο, πέρα από το θέατρο. Το όνομά του σημαίνει κάτι ακόμα και για εκείνους που δεν έχουν δει ή διαβάσει Σέξπιρ. Πολλές γενιές ανακάλυψαν το είδωλό τους σε αυτό το έργο. Και ίσως η μεγαλοφυία του έργου συνίσταται στο ότι μπορείς να κοιταχτείς σε αυτό όπως σε καθρέφτη. Ένας ιδεώδης Άμλετ θα ήταν ο πιο πιστός στον Σέξπιρ και ταυτόχρονα ο πιο σύγχρονος. Στον Άμλετ υπάρχουν πολλά προβλήματα: η πολιτική, η βία και η ηθική, η διένεξη πάνω στη διάσταση θεωρίας και πράξης, πάνω στον τελικό σκοπό της ζωής. Υπάρχει μια ερωτική τραγωδία, μια τραγωδία, οικογενειακή, εθνική, φιλοσοφική, εσχατολογική και μεταφυσική. Μια βαθιά ψυχολογική ανάλυση, αιματοβαμμένη περιπέτεια, μια μονομαχία και ένα γενικό σφαγείο. Ο Άμλετ δεν είναι μόνο ο διάδοχος του θρόνου που επιχειρεί να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του. Η κατάσταση δεν προσδιορίζει τον Άμλετ, αλλά του έχει επιβληθεί. Ο Άμλετ αποδέχεται αυτή την κατάσταση αλλά ταυτόχρονα επαναστατεί εναντίον της. Αποδέχεται το ρόλο αλλά ο ίδιος μένει έξω από το ρόλο. Είναι κάποιος άλλος έξω από το ρόλο του. Τον ξεπερνάει». (Γιαν Κοτ, «Σέξπιρ ο σύγχρονός μας»).
Από τις πολλές κινηματογραφικές μεταφορές των έργων του Σαίξπηρ, ο Άμλετ του Λώρενς Ολίβιε (1907-1989) ξεχωρίζει τόσο για τον σεβασμό στο κείμενο του Σαίξπηρ και την ξεχωριστή φροντίδα με την οποία μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, όσο και για την προοδευτικότητα που υπέδειξε ο Ολίβιε στην συγγραφή του σεναρίου και στην σκηνοθεσία του έργου. Εκμεταλλευόμενος την τεράστια θεατρική του εμπειρία γύρω από τα έργα του Σαίξπηρ δεν δίστασε να προσαρμόσει το έργο στα δικά του δεδομένα και να του δώσει τις κατευθύνσεις που ο ίδιος ήθελε χωρίς όμως να αναιρεί το πρωτότυπο κείμενο. Προτίμησε δηλαδή να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ψυχολογία του Άμλετ έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βγάλει από το έργο σημαντικούς χαρακτήρες όπως ο Ρόζενγκραντζ και ο Γκίλντερστερν. Η υποβλητική και σκοτεινή του σκηνοθεσία δίνει στο έργο έναν αέρα κινηματογραφικό παρά την θεατρική εμπειρία των ηθοποιών και τον χαρακτήρα του κειμένου.
Ο «Άμλετ» (1948) του Λώρενς Ολίβιε απέσπασε τα βραβεία Όσκαρ καλύτερης ταινίας, Α' ανδρικού ρόλου, καλλιτεχνικής διεύθυνσης και κοστουμιών - μια νέα κατηγορία που εισήχθη στο θεσμό την ίδια χρονιά. Ο Ολίβιε ήταν πλέον η μεγάλη απειλή της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, με όπλο αυτό που γνώριζε καλύτερα από όλα να χειρίζεται: το σαιξπηρικό ρεπερτόριο. Η ταινία γυρίστηκε με αρκετές δυσκολίες (πολλές αλλαγές στο σενάριο κατά την εξέλιξη των γυρισμάτων) και το αρχικό αποτέλεσμα ήταν ένα φιλμ - ποταμός 4,5 ωρών, που στο τελικό μοντάζ κόπηκε κατά δύο ώρες. Τη βραδιά της απονομής ο Ολίβιε ήταν απών, επειδή είχε θεατρική παράσταση στο Λονδίνο.
Ο Άμλετ του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ (1905-1973) αποτέλεσε την επίσημη ρωσική συμμετοχή στον εορτασμό της τετρακοσιοστής επετείου της γεννήσεως του μεγαλοφυούς Άγγλου. Οκτώ χρόνια δουλειάς πάνω στο σενάριο και δύο χρόνια γυρίσματος, είχαν σαν αποτέλεσμα να κάνουν τους συνοφρυωμένους Άγγλους κριτικούς, τους πάντα επιφυλακτικούς όταν πρόκειται να μιλήσουν για το εθνικό τους ταμπού, να πουν εν χορώ πως ο Άμλετ του Κόζιντσεφ ενός από τους εγκυρότερους σεξπιριστές ήταν πολύ κοντά στο Άμλετ που δημιούργησε ο Σέξπιρ. «Ο Κόζιντσεφ ξέφυγε από τη σκηνοθετική γραμμή όλων των προκατόχων του που επέμεναν να ερμηνεύουν τον Άμλετ ως ένα νευρωτικό νεαρό υπερευαίσθητο και ανήσυχο: ο κοζιντσεφικός Άμλετ σταμάτησε επιτέλους να πιπιλίζει τη γνωστή καραμέλα «να ζει κανείς ή να μη ζει» και αποφάνθηκε δια μέσου του Κόζιντσεφ, πως πρέπει να ζει και πως ο αφορισμός δεν αφορά γενικά και αόριστα το γεγονός της ύπαρξης, αλλά μια συγκεκριμένη ζωή, τοποθετημένη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, που προσδιορίζεται από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, οι οποίες καμιά φορά γίνονται αφόρητα καταθλιπτικές για τον καθένα που τολμάει να θέτει έστω και αναπάντητα, ερωτήματα. Ο Άμλετ του Κόζιντσεφ πεθαίνει, για να προστατέψει την αξιοπρέπειά του από τη σαπίλα του «βασιλείου της Δανίας». Η αυτοκτονία του είναι μια πράξη διαμαρτυρίας και όχι υποταγής» (Βασίλης Ραφαηλίδης).
Όπως ήταν επόμενο, το κείμενο έχει περιοριστεί στα πιο ουσιώδη. Το έργο στηρίζεται πια στην εικόνα παρά στο λόγο. Ο φακός με μια θαυμαστή ακρίβεια, δίνει την υπεροχή πότε στο διάκοσμο, πότε στα σύνολα και πότε στο ένα ή στο άλλο πρόσωπο. Τα πάντα διάκοσμος και ηθοποιοί, είναι υποταγμένα στη σοφή, μαεστρική θέληση του σκηνοθέτη, που δίνει έτσι στο έργο του την εσωτερική ένταση και την επιβλητική, άψογη σύνθεση που επιδιώκει. Πολλοί καλοί όλοι οι ηθοποιοί με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι να ξεχωρίζει και να είναι ένας στέρεα στοχαστικός και κυριαρχικά θεληματικός πρίγκιπας. Η μουσική του Σοστακόβιτς περίτεχνη και ευρηματική, συνδυάζεται έξοχα με την εικόνα, ενώ η φωτογραφία του Ι. Γκρίτσοφ είναι υπέροχη.

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...