ΟΙ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ
Ένα κοινωνικό κίνημα αλλιώτικο από τα άλλα
του Θανάση Τσακίρη
Προηγουμενο https://tsakthan.blogspot.com/2021/04/2-2020.html
Το κίνημα για να
μπορεί να στεριώσει χρειάζεται να πληρούνται κάποιοι όροι και προϋποθέσεις. Ο
βασικός όρος είναι η δημοσιοποίηση των κεντρικών αιτημάτων του και η προσπάθεια
διεύρυνση των συμμαχιών του στην κοινωνία ώστε να μπορέσει να ασκήσει
αποτελεσματική πίεση στους φορείς εξουσίας, που στην συγκεκριμένη περίπτωση
είναι η κεντρική κρατική εξουσία και οι μηχανισμοί επιβολής της: κυβέρνηση,
υπουργείο εθνικής άμυνας, ανώτατες στρατιωτικές αρχές αλλά και οι υφιστάμενοι
αξιωματικοί. Στην περίπτωση των κληρωτών στρατιωτών η αλλαγή κυβέρνησης τον
Οκτώβριο του 1981 με την σαρωτική ήττα της Νέας Δημοκρατίας και την εκπληκτική
νίκη του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε μια τομή μέσα στην συνέχεια του αστικού κράτους και
του πιο σκληρού μηχανισμού του, δηλαδή του στρατού. Βέβαια, η ηγεσία αλλά και
τα μεσαία και κατώτερα στελέχη δεν ήταν σε κατάλληλη κατάσταση ώστε να
χειριστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα της επιπτώσεις της διακήρυξης της
«Αλλαγής» στο εσωτερικού του «στεγανού» στρατιωτικού μηχανισμού. Από τη σκοπιά
της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων η κυβερνητική αλλαγή ήταν μια τροποποίηση
της «δομής των πολιτικών ευκαιριών». Διασπάστηκαν οι «πολιτικές ελίτ» που είχαν
αναδειχθεί τα προηγούμενα χρόνια σε κυρίαρχο μπλοκ γύρω από τη διακυβέρνηση της
χώρας από την Νέα Δημοκρατία αλλά και την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις που ήταν
στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης την περίοδο 1974 – 1977 με ένα καθαρά
αστικό δημοκρατικό πρόγραμμα. Νέες και παλιές μερίδες πολιτικών ελίτ
συσπειρώθηκαν γύρω από το κυβερνητικό πλέον ΠΑΣΟΚ με στόχο την διεύρυνση του
κράτους πρόνοιας και τη συγκράτηση των ριζοσπαστικών στοιχείων μέσα κι έξω από
το ΠΑΣΟΚ (Μ. Γλέζος-ΕΔΑ, «Φυλλάδιο για τη Στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητες
αριστερές ομάδες κ.α.). Παρ’ όλα αυτά το ανθρώπινο δυναμικό των κινημάτων
ανέδειξε τις ριζοσπαστικές πλευρές της «Αλλαγής» και ζητούσε την υλοποίηση των
διακηρύξεων για εκδημοκρατισμό των δομών εξουσίας και όχι τον απλό
εκσυγχρονισμό τους.
Σε γενικές
γραμμές, οι αξιωματικοί του στρατού αποδέχθηκαν σιωπηρά τη νέα κατάσταση με
μικρές εξαιρέσεις, όπως οι αξιωματικοί που αποστρατεύτηκαν ή ορισμένοι που
προσπάθησαν να οργανώσουν πραξικόπημα και κατεστάλησαν προτού καν εκδηλωθούν
από τους κρατικούς και κομματικούς μηχανισμούς κυρίως του ΠΑΣΟΚ (και
δευτερευόντως του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού που τέθηκαν σε ετοιμότητα). Ένα
μεγάλος μέρος των αξιωματικών είχε διαπαιδαγωγηθεί πολιτικά, κοινωνικά και
στρατιωτικά στα χρόνια του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος και της στρατιωτικής
δικτατορίας (1967-1974). Δεν ήταν, επομένως, εύκολη η αλλαγή της νοοτροπίας
τους σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα (‘‘you
can’t teach an old dog new tricks” σύμφωνα με το
αγγλοσαξονικό ρητό). Από την άλλη, οι νέοι, που κατατάσσονταν στις γραμμές του
στρατού για να υπηρετήσουν τη θητεία τους στη διάρκεια της μεταπολίτευσης και
των αρχών της δεκαετίας του 1980, σε γενικές γραμμές, εμφορούνταν από
νεωτεριστικές ιδέες και αντιλήψεις για τα ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά
δικαιώματα ζώντας σε μια κοινωνία που γρήγορα απαλλασσόταν από τα εμφυλιακά
σύνδρομα του παρελθόντος, είχε γνωρίσει την ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη από
την παιδική και εφηβική ηλικία και δεν είχε άμεσες εικόνες της απόλυτης
φτώχειας και των πολεμικών συγκρούσεων ούτε είχε γνωρίσει –εκτός από ορισμένες
περιοχές και στιγμές στο σχολείο (πηλίκιο, ποδιά, κούρεμα)- τον αυταρχισμό του
στρατοπέδου (εγκλεισμός) και της στρατιωτικής δομής. Οι νέοι, λοιπόν, είχαν
γευτεί ορισμένους βαθμούς ελευθερίας και προσωπικής αυτονομίας και δεν ήταν
εύκολη η προσαρμογή τους στο στενό περιβάλλον του στρατού, με τη «σπαρτιάτικη
λιτή ζωή» του και την παράλογη πρακτική του «καψονιού» και της «αγγαρείας» που
εξευτέλιζαν την προσωπικότητά τους. Επρόκειτο, λοιπόν, για μια λανθάνουσα
σύγκρουση που αρχικά επιλυόταν είτε με την προσωπική αντίσταση είτε με την
περαιτέρω καταστολή των νεανικών επιθυμιών. Αμέσως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ
στην εξουσία, η σύγκρουση πήρε αρκετά ανοιχτό χαρακτήρα. Στις 17 Νοεμβρίου,
ακριβώς ένα μετά τις εκλογές, στην πορεία της 8ης επετείου της
εξέγερσης του Πολυτεχνείου, συμμετείχαν έξι στρατιώτες με στολή εξόδου και με
καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Κρατούσαν ένα πανό που έγραφε «Πολιτικές και
συνδικαλιστικές ελευθερίες στους φαντάρους. Ο τύπος της εποχής κατέγραψε το
γεγονός και ανάλογα με τη σκοπιά της κάθε εφημερίδας έτυχε θετικής ή αρνητικής
αποδοχής. Στην πορεία η αρχική αμηχανία των οργανωτών δεν επισκίασε τη θετική υποδοχή
τους από το πλήθος των συγκεντρωμένων διαδηλωτών/τριών.
Είδαμε, λοιπόν,
ότι οι μακροσκοπικές δομικές μεταβολές στην οικονομία, στην πολιτική και στην
κοινωνία ήταν ο πρώτο και βασικότερος παράγοντας που συνέβαλε στη δημιουργία
των προϋποθέσεων για την ανάδειξη της ανοιχτής σύγκρουσης που ξέσπασε στο
στρατό μεταξύ αξιωματικών («καραβανάδες») και στρατευμένων νέων. Εξίσου
σημαντικός παράγοντας ήταν η πολιτική κουλτούρα των νέων στρατιωτών. Όπως
τονίστηκε παραπάνω, οι νέοι αυτής της εποχής στον ένα ή στον άλλο βαθμό είχαν
ασπαστεί τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας και να προσαρμοστούν στην
στρατιωτική ζωή. Ένα συχνό φαινόμενο ήταν οι απόπειρες αυτοκτονίας που
πλήθαιναν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι πέθαιναν. Η ένταση του φαινομένου ήταν τέτοια
ώστε καταγράφηκαν μέχρι πέντε (5) αυτοκτονίες μέσα σε ένα και μόνο 48ωρο.
Αν και δεν μπορούμε να αποδώσουμε όλες τις αυτοκτονίες σε μία αιτία, ένας
παράγοντας που συμβάλλει είναι η βίωση της αντίθεσης εγκλεισμού και ελευθερίας
με απόλυτο τρόπο.
Επίσης στους
σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κινήματος και της
σύγκρουσης ήταν η στράτευση μιας ολόκληρης γενιάς νέων που είχαν βιώσει έντονα
τα φοιτητικά και νεολαιίστικα κινήματα της δεκαετίας του 1970 και τον απόηχο
των εξεγέρσεων της δεκαετίας του 1960. Συγκεκριμένα, εκείνη την εποχή της
πρώτης κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ ήρθε η σειρά να στρατευθεί εξ αναβολής η
«γενιά των καταλήψεων» των ΑΕΙ και ΤΕΙ ενάντια στο Νόμο 815/1979. Ο αγώνας
αυτός ήταν νικηφόρος καθώς ο νόμος καταργήθηκε από την ίδια την κυβέρνηση που
τον επέβαλε και ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή. Για ένα σημαντικό αριθμό νέων
αυτής της γενιάς ο κόσμος μπορούσε να αλλάξει και με την εμπειρία της νικηφόρας
πορείας τους στο φοιτητικό κίνημα απέκτησαν πολιτικές και οργανωτικές
δεξιότητες που τους βοήθησαν στην ανάπτυξη του κινήματος στους στρατώνες
δίνοντας φωνή στη «σιωπηλή» διαμαρτυρίας που ως τότε διατύπωναν οι στρατευμένοι
είτε με την καθιερωμένη μέθοδο της «αναφοράς» μονάδας είτε με τη μέθοδο της
αποφυγής της θητείας (ανυποταξία, αναβολή λόγω υγείας, «τρελόχαρτο» κλπ).
Ανάλογη περίπτωση
μεταφοράς εμπειρίας από της συμμετοχή σε ένα κοινωνικό κίνημα στο άλλο ήταν
αυτή των φοιτητών των Βορειοαμερικανικών πανεπιστημίων που συμμετείχαν στη
δεκαετία του 1960 αρχικά στις μαζικές
κινητοποιήσεις για την κατάκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων για τους
Αφροαμερικανούς (και κατ’ επέκταση όλων των πολιτικά και κοινωνικά καταπιεσμένων και αποκλεισμένων φυλετικών,
εθνοτικών και άλλων μειονοτήτων) και οι οποίοι συνέχισαν να δραστηριοποιούνται
πολιτικά στο κίνημα εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολεμικής εκστρατείας εναντίον
του λαού του Βιετνάμ αλλά και στο κίνημα για την ελευθερία του λόγου στα
πανεπιστήμια και για τον εκδημοκρατισμό τους
Παράλληλα
αναπτύσσονταν και άλλες μορφές διαμαρτυρίας που αμφισβητούσαν τον ίδιο το θεσμό
της «υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας», όπως στην περίπτωση των Μαρτύρων του
Ιεχωβά για θρησκευτικούς λόγους ή στην περίπτωση των αντιρρησιών συνείδησης που
πρότειναν την εναλλακτική κοινωνική θητεία και ακόμα πιο ριζοσπαστικά οι
αντιρρησίες ολικής άρνησης.
Το κίνημα
κατέγραψε μια σειρά αιτημάτων που τα προωθούσε μέσα κι έξω από το στρατό και
προσπαθούσε να τα ικανοποιήσει με τη βοήθεια του πολιτικού κόσμου και της
κοινής γνώμης. Αυτά ήταν τα εξής σε γενικές γραμμές:
-
12μηνη
θητεία
-
Ανθρώπινες
συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα
-
Πολιτικά,
συνδικαλιστικά και ατομικά δικαιώματα για τους στρατιώτες.
-
Συνειδητή
πειθαρχία αντί της αυταρχικής υπακοής σε παράλογες διαταγές των ανωτέρων (π.χ.
τέρμα στο «καψώνι» που αποσκοπούσε στην υποταγή στην «ιεραρχία» μέσω της ηθικής
και σωματικής ταλαιπωρίας του ατόμου).
Παρ’ ότι αρχικά η
πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είχε ταυτόχρονα στοιχεία καταστολής και
κατευνασμού μέσω αποδοχής και ενσωμάτωσης ορισμένων μικροαιτημάτων (πολιτικά
ρούχα κατά την έξοδο ή την άδεια, μείωση χρήσης πειθαρχείων, μείωση εκδικητικών
μεταθέσεων σε συνοριακές μονάδες, εορτασμός επετείου Πολυτεχνείου στα
στρατόπεδα, «αύξηση» του συμβολικού μισθού των φαντάρων κ.α.) ήταν σαφές ότι το
κίνημα των στρατιωτών έθεσε το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων στο στρατό
στην ημερήσια πολιτική διάταξη. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν υποχρεωμένη πλέον να
αναμετρηθεί τόσο με το κίνημα όσο και με τις εξαγγελίες της «αλλαγής». Ήδη από
την προεκλογική διακήρυξή της είχαν αφαιρεθεί οι εξαγγελίες του προγράμματος
του 1977, στην οποία γραφόταν ότι οι στρατιώτες: «Μπορούν να διαβάζουν και
στους στρατώνες τις εφημερίδες και τα βιβλία. Μπορούν να συμμετέχουν ελεύθερα
σε συνδικαλιστικές οργανώσεις…».Το
1981 έστρεψε το ενδιαφέρον του ως κυβέρνηση στην ικανοποίηση των αιτημάτων των στρατιωτικών
στελεχών σε βάρος των κληρωτών που είχαν να αντιμετωπίσουν την καθημερινότητα
του στρατοπέδου. Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας σε άρθρο του στην εφημερίδα
«Ελευθεροτυπία» (23/2/82» υιοθετεί την άποψη: «Η νοοτροπία των Ελλήνων αξιωματικών είναι
θεμιτή» για να αθετήσει τις υποσχέσεις του 1977 (μείωση
του χρόνου της στρατιωτικής θητείας, ελεύθερο διάβασμα εφημερίδων στις μονάδες
κλπ.).
Σημαντικό ρόλο
στην προσπάθεια ανάδειξης του θέματος στην ημερήσια διάταξη έπαιξαν οι
επιτροπές πολιτών που κινητοποιήθηκαν παράλληλα με τις επιτροπές στρατιωτών. Η
πρώτη επιτροπή συγκροτήθηκε το 1981 και ονομάστηκε «Επιτροπή για το Στρατό».
Στη συγκρότησή της συνέβαλαν ενεργοί πολίτες που είτε ήταν ανένταχτοι αριστεροί
που θεωρούσαν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έπρεπε να καθιερωθούν στο στράτευμα
είτε ήταν αντιμιλιταριστές που έβλεπαν στο κίνημα την βασική δύναμη προώθησης
της αλλαγής του ρόλου του στρατού από δυνάμει πολιτική δύναμη σε θεσμό απόλυτα
αφοσιωμένο στο πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Σε αυτούς προστέθηκα και
οι φοιτητές που είχαν ήδη υπηρετήσει τη θητεία τους και ως παλιά μέλη των
Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών και άλλων φοιτητικών παρατάξεων θέλησαν να συμβάλλουν
στο κίνημα αλλλεγγύης στους στρατευμένους συναδέλφους τους. Οι ομάδες της
εξωκοινοβουλευτικής ή «άκρας» αριστεράς θεώρησαν τη δυναμική του κινήματος ως
κατάλληλο πεδίο για την άσκησης επαναστατικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση το
κίνημα των στρατιωτών μπορεί να θεωρηθεί ως ένα παράδειγμα «μονοθεματικής»
πολιτικής. Η Επιτροπή για το Στρατό στην ιδρυτική της διακήρυξη δήλωνε:
«Αναγνωρίζοντας λοιπόν τη βαρύτητα ενός
διεκδικητικού κινήματος φαντάρων θα συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός μαζικού
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ-ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ έξω από τους στρατώνες, σε κάθε κοινωνικό
χώρο που δρα και αναπτύσσεται το γενικώτερο λαϊκό κίνημα (…) Σαν επιτροπή
συνεργαζόμενοι με κάθε αντίστοιχη ομάδα ή μεμονωμένο αγωνιστή θα δουλέψουμε
άμεσα και συγκεκριμένα.
-Για τη συστηματική πληροφόρηση για τη ζωή
στους στρατώνες.
-Για τη προβολή των διεκδικήσεων των
φαντάρων
-Για την εξασφάλιση της υποστήριξης σ’
αυτές τις διεκδικήσεις των μαζικών συνδικαλιστικών διεκδικήσεων του εργατικού
και του φοιτητικού κινήματος και κάθε δημοκρατικής οργάνωσης.
Για τη δημόσια συζήτηση σε βάθος όλων των
προβλημάτων που σχετίζονται με τη θητεία και το στρατό
12μηνη θητεία.
Συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες
στους φαντάρους για ένα Διεκδικητικό κίνημα φαντάρων για ένα κίνημα
συμπαράστασης-διεκδίκησης σε κάθε χώρο νεολαίας εργαζομένων. »
Στην πορεία
δημιουργήθηκαν και άλλα οργανωτικά μορφώματα τα οποία διεκδικούσαν να
καταλάβουν ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι από το πεδίο του κινήματος των
στρατιωτών. Από το χώρο της ανανεωτικής αριστεράς και της ΕΚΟΝ «Ρήγας Φεραίος» ελήφθη
η πρωτοβουλία της συγκρότησης της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Στρατιωτών, που
διαφοροποιήθηκε από την Επιτροπή για το Στρατό θεωρώντας ότι η τελευταία
επιδιώκει τη χειραγώγηση του κινήματος από τις οργανώσεις της άκρας αριστεράς
ενώ χρειαζόταν μια στρατηγική που να ενώνει τα διάφορα κινήματα (φοιτητικό,
αυτοδιοικητικά κ.ά.) μαζί και το κίνημα των φαντάρων. Στην ιδρυτική διακήρυξή
της, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Στρατιωτών διεκήρυσσε ότι ιδρύθηκε για να
συμβάλει στην εξασφάλιση ολιγόχρονης και ποιοτικά καλύτερης θητείας στους φαντάρους
και να αγωνιστεί για:
-
Δικαίωμα στην έκφραση, την προβολή
διεκδικήσεων για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους και την συμμετοχή στα
θέματα που τους αφορούν
-
Δικαίωμα στην πληροφόρηση, την ελεύθερη
δραστηριότητα, την εμφάνιση και τον σεβασμό της προσωπικότητας και αξιοπρέπειάς
τους
-
Δίκαιη μεταχείριση σε όλους, διακρίσεις
-
Εξάλειψη κάθε δυνατότητας αυθαιρεσιών από
τους αξιωματικούς σε βάρος των φαντάρων, για την οικοδόμηση σχέσεων ελευθερίας
και όχι καταναγκασμού και εξάρτησης μέσα στο στρατό.
Aπό την πλευρά του
το ΚΚΕ είδε με συμπάθεια το κίνημα των επιτροπών, που οργανώθηκε στο στρατό και
κράτησε αρχικά μια στάση αναμονής. Αυτό σήμαινε ότι ήθελε να κερδίσει χρόνο και
εμπειρία για να συγκροτήσει μια κίνηση για την «υπεύθυνη αντιμετώπιση του
ζητήματος χωρίς βιασύνες και προχειρότητες». Λίγες εβδομάδες μετά δημιουργήθηκε
η Κίνηση για τον Εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, που είχε απόστρατους
αξιωματικούς ως μέλη μαζί με φαντάρους και συμμετείχε στο κίνημα ως μετωπική
οργάνωση του Κόμματος χωρίς να παρεμβαίνει με διεκδικητικό τρόπο στα στρατόπεδα
αλλά ως μπλοκ στις διάφορες εκδηλώσεις είτε του ΚΚΕ είτε στις εορταστικές
εκδηλώσεις για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Η ECCO
Στην Ευρώπη
υπάρχουν δύο οργανώσεις στρατιωτικού προσωπικού. Η πρώτη οργάνωση είναι η EUROMIL που περιλαμβάνει στρατιωτικούς ανεξάρτητα
από τη θέση τους στο στράτευμα, ενώ η δεύτερη είναι η ΕCCO
(Ευρωπαϊκή
Συνδιάσκεψη Οργανώσεων Κληρωτών) που περιλαμβάνει μόνο τους κληρωτούς
στρατιώτες.Η ECCOδημιουργήθηκε το Μάρτιο του 1979 στη συνδιάσκεψη που
έγινε στην πόλη Μάλμοε της Σουηδίας. Η ECCO στο ευρωπαϊκό επίπεδο εκπροσωπεί οργανώσεις
κληρωτών από όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Συνολικά όλες αυτές οι οργανώσεις εκπροσωπούν
ένα σημαντικό τμήμα των κληρωτών της Ευρώπης. Οι οργανώσεις της ECCO είναι αυτό-οργανωμένες και περιλαμβάνουν
κληρωτούς και νέους που θέλουν να αγωνιστούν και αυτοί για την κατοχύρωση των
πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο του στρατού. Η ECCO συνεργάζεται με το Συμβούλιο της Ευρώπης
και θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και την Συνδιάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία
στην Ευρώπη (CSCE). Τέλος, κατέχει τη θέση του παρατηρητή στο
Ευρωπαϊκό Φόρουμ Νεολαίας και στο Ευρωπαϊκό Συντονιστικό Γραφείο των Διεθνών
Οργανώσεων Νεολαίας (ECB).
Όταν ιδρύθηκε η ECCO υπήρχαν σε γενικές γραμμές δύο πόλοι. Από
τη μια οι οργανώσεις των Σκανδιναβικών κρατών και από την άλλη οι οργανώσεις
του νότου της Ευρώπης όπως η Ισπανία. Στις πρώτες υπήρχε ελεύθερος συνδικαλισμός
στο στρατό νομοθετικά καθιερωμένος και στα συνδικάτα των στρατιωτών συμμετείχαν
κληρωτοί από όλο το ιδεολογικό φάσμα. Στις δεύτερες ο συνδικαλισμός ήταν
απαγορευμένος (Ισπανία, Ελλάδα). Έτσι η πρώτη διακήρυξη υπογραφόταν από τους
εκπροσώπους εννέα οργανώσεων και θεωρήθηκε καλό να γίνει η δεύτερη συνδιάσκεψη
την αμέσως επόμενη χρονιά (3-4/11/1979) στην πόλη Putten
της
Ολλανδίας.
Την 7η
Φεβρουαρίου 1983 το ελληνικό κίνημα των
στρατιωτών σημείωσε μια επιτυχία. Από κοινού οι δύο από τρεις επιτροπές,
δηλαδή η Επιτροπή για το Στρατό και η Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Φαντάρων
και σε συνεργασία με τον Όμιλο
Πρωταγόρας οργάνωσαν εκδήλωση στην ΑΣΟΕΕ (νυν Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας) στην
οποία εκτός από τον εκπρόσωπο των επιτροπών στρατιωτών-ναυτών-σμηνιτών
συμμετείχε και μίλησε ο εκπρόσωπος της ECCO.
Οι αντιρρησίες συνείδησης
Αντιρρησίας
συνείδησης είναι ο πολίτης που οι προσωπικές πεποιθήσεις του είναι ασύμβατες με
τη στρατιωτική θητεία. Πολλοί αρνούνται ακόμη και τον ίδιο το στρατό και δεν
αναλαμβάνουν κανένα ρόλο στο στρατό καθώς και την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας
και εργασίας στο κράτος. Ορισμένα κράτη έχουν θεσπίσει την εναλλακτική
υποχρεωτική θητεία και οι αντιρρησίες συνείδησης χρησιμοποιούνται σε θέσεις άοπλης
θητείας (weapon-free posts), όπως πυροσβέστες στα στρατιωτικά αεροδρόμια,
μηχανικοί τηλεπικοινωνιών, νοσοκόμοι κ.ά. Μάρτυρες του Ιεχωβά, πιστοί εκκλησιών
ειρήνης (peace churches), ιδεολόγοι
ειρηνιστές και άλλοι δεν επιθυμούν να είναι μέρος οποιασδήποτε υπηρεσίας του
στρατιωτικού συμπλέγματος.
Η πρώτη ιστορική καταγραφή άρνησης στράτευσης
εντοπίζεται τον 19ο αιώνα στη μαζική άρνηση κατάταξης στις γραμμές
των Βορείων στον Εμφύλιο Πόλεμο στις ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη ξέσπασαν ταραχές τον
Ιούνιο 1863 όταν επρόκειτο να ψηφιστεί ο σχετικός νόμος. Το 1916 εξεγέρθηκαν οι
Μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Ρωσικής Αυτοκρατορίας όταν ο Τσάρος εξέδωσε
διάταγμα με το οποίο καταργείτο η εξαίρεσή τους από τις στρατιωτικές
υποχρεώσεις. Εξίσου αρνητική ήταν η στάση των υπηκόων του Μεγάλου Δουκάτου των Φιλανδών αναγκάζοντας
τον Τσάρο με νέο διάταγμά του το 1917 να τους απαλλάξει έναντι ενός ειδικού
φόρου στράτευσης.
Στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1960 οι νέοι πολίτες επιστρατεύτηκαν μαζικά (The Draft) για τον πόλεμο
στο Βιετνάμ. Ξέσπασε ένα μαζικότατο κίνημα άρνησης στράτευσης στον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον του Βιετναμέζικου
λαού με πρόσχημα τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» βάσει της θεωρίας του «ντόμινο»
που σήμαινε ότι αν οι ΗΠΑ έχαναν τον πόλεμο η μία χώρα μετά την άλλη θα έπεφτε
στην αγκαλιά του κομμουνισμού.
Πολλοί ζήτησαν την ανακατάταξη σε πολιτικές θέσεις εναλλακτικής θητείας ή σε μη
μάχιμες υπηρεσίες του στρατού. Ορισμένοι κατέφυγαν σε ουδέτερες χώρες.
Σημαντικό τμήμα της νεολαίας επέλεξε τη δημόσια και ενεργή αντίσταση στη
στράτευση, όπως ο διάσημος πυγμάχος Μωχάμεντ Άλι. Άλλοι δήλωναν την άρνησή τους
στα στρατολογικά γραφεία, άλλοι όταν διατάσσονταν να φορέσουν στολή ή όταν τους
χορηγείτο ατομικός οπλισμός και άλλοι αρνούνταν να λάβουν μέρος σε μάχη. Τέλος,
πολλοί αξιοποίησαν την συμμετοχή τους σε πολιτικά και κοινωνικά δίκτυα και τις
διασυνδέσεις τους για να μετατεθούν σε μονάδες μακριά από τις μάχες ή σε
εργασίες γραφείου (champagne units), ενώ ορισμένοι αξιοποιούσαν αναβολές λόγω σπουδών,
απαλλαγές λόγω επαγγέλματος (δάσκαλοι, καθηγητές κ.ά). Με λίγη γνώση των
λεπτομερειών του συστήματος αρκετοί μπορούσαν να το ξεγελούν, προσποιούμενοι
ασθένειες που έπρεπε να διαπιστωθούν από επιτροπές ή δηλώνοντας ομοφυλόφιλοι
(ειδικά στις μεγαλουπόλεις όπου δεν υπήρχε περίπτωση κοινωνικής κατακραυγής).
Στην Ελλάδα το
κίνημα των αντιρρησιών συνείδησης κατά την δεκαετία του 1980. αναδύεται μέσα
από τη συνάντηση μελών των επιτροπών για το στρατό και πολιτών που δρούσαν σε
ομάδες του αντιμιλιταριστικού και αντιπολεμικού κινήματος. Από τη δεκαετία του
1920 ως τη δεκαετία του 1980 οι αντιρρησίες στράτευσης προέρχονταν από τους
Μάρτυρες του Ιεχωβά και σε ειδική περίπτωση από τους αριστερούς νέους που
αρνήθηκαν να στρατευθούν στον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των συμπατριωτών τους του
Δημοκρατικού Στρατού του ΚΚΕ. Συνολικά, καταδικάστηκαν 1.910 άτομα και από αυτά
καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά 26 αντιρρησίες, σε θανατική ποινή 42, σε εξορία
68 ενώ εκτελέστηκαν 2 και βασανίστηκαν έως θανάτου 5.
Στην αυγή της Μεταπολίτευσης υπήρχαν ακόμη αρκετοί Μάρτυρες του Ιεχωβά που
κρατούνταν στις στρατιωτικές φυλακές έχοντας ήδη εκτίσει ποινές 7-8 ετών.
Πολλοί νέοι αυτής της θρησκευτικής τάσης είχαν καταφύγει σε άλλες ευρωπαϊκές
χώρες για να αποφύγουν τις μακρόχρονες ποινές και την διάλυση της ζωής τους.
Τον Ιούλιο του 1977, το Συμβούλιο της Ευρώπης έκρινε
ότι:
Η
Ελλάς παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα περισσότερον πάσης άλλης χώρας, διότι
επιβάλλει αυστηράς ποινάς φυλακίσεως εις τους δια λόγους θρησκευτικής
συνειδήσεως αρνούμενους να φέρουν όπλα (Μάρτυρας του Ιεχωβά). Κατόπιν των
ανωτέρω, ενδείκνυται ανάλογος ρύθμισις του ζωτικού αυτού ζητήματος δια νόμου, ο
οποίος να εγγυάται την προστασίαν του Δικαιώματος Αντιρρήσεως Συνειδήσεως στην
Ελλάδα.
Στο ελληνικό κοινοβούλιο λίγες ήταν οι φωνές
που υπερασπίστηκαν τους νέους που αρνούνταν τη στρατιωτική θητεία. Μόνο δυο
βουλευτές κατέθεσαν ερώτηση (Βιργινία Τσουδερού και Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος)
στον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ ο οποίος ισχυρίστηκε ότι:
«Η
άρνησή τους [των Μαρτύρων του Ιεχωβά ή άλλων] να πάρουν όπλα είναι
αναμφισβήτητα παραβίαση των νόμων και θα πρέπει να τιμωρείται. Το είδος της
ποινής θα πρέπει να είναι αποτελεσματικό, ώστε να περιορίζει το πρόβλημα στις
ελάχιστες δυνατές διαστάσεις του. Δεν μπορούμε εμείς, η Ελλάς, σαν χώρα με το
οξύ δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και τη συνεχή επαγρύπνηση που μας
επιβάλλεται από την ιστορία, να προσδιορίσουμε το είδος της ποινής κατά τα
πρότυπα των άλλων κρατών, που δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα.»
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1977,
κάτω από την πίεση διεθνών οργανισμών και ιδιαίτερα του Συμβουλίου της Ευρώπης,
η κυβέρνηση της ΝΔ ψήφισε τον νόμο 731/1977, με τον οποίο όσοι αρνούνται να
στρατευτούν για θρησκευτικούς λόγους μπορούν είτε να εκπληρώσουν τετραετή άοπλη
θητεία σε στρατόπεδο είτε να φυλακιστούν για τέσσερα χρόνια σε στρατιωτικές
φυλακές, εξαιρούμενοι κατόπιν από τις περαιτέρω προσκλήσεις κατάταξης. Δυο χρόνια νωρίτερα,
όταν ψηφίστηκε η συνταγματική αναθεώρηση του 1975, η τότε πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
για την θέσπιση εναλλακτικής υπηρεσίας για ιδεολογικούς ή θρησκευτικούς λόγους
είχε απορριφθεί από τη ΝΔ.
Επρόκειτο για μικρή νίκη των κινητοποιήσεων των Μαρτύρων και των κινηματικών
οργανώσεων όπως η Διεθνής Αμνηστία που άσκησαν σημαντική διεθνή πίεση. Παρ’ όλα
αυτά υπήρξαν εμπόδια στην εφαρμογή του λόγω αυθαίρετων ερμηνειών από ορισμένους
στρατιωτικούς και της κινητοποίησης αντιδραστικών κύκλων γύρω από την Εκκλησία,
που συχνά επιδείνωναν την κατάσταση των νέων αυτών. Έτσι, στις 15/7/1978 η εφημερίδα
Ελευθεροτυπία δημοσίευσε επιστολή 45 κρατούμενων αντιρρησιών συνείδησης των
Φυλακών Αυλώνας στην οποία περιέγραφαν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί τόσο
από νομικής σκοπιάς όσο και από πλευράς πραγματικότητας. Η κυβέρνηση της ΝΔ
πάλι δια του Ε.Αβέρωφ απάντησε με σκλήρυνση της στάσης της προκαλώντας νέα
διεθνή κινητοποίηση της Διεθνούς Αμνηστίας της οποίας εκπρόσωπος επισκέφθηκε τη
χώρα μας για να ελέγξει από κοντά την κατάσταση. Μόλις έγινε γνωστή η άφιξή
του, όλοι οι αντιρρησίες συνείδησης μεταφέρθηκαν στις Αγροτικές Φυλακές
Κασσάνδρας..Στις 15 Μαρτίου 1979 επιβλήθηκε στον 20χρονο Μάρτυρα του Ιεχωβά
αντιρρησία συνείδησης Ε. Γαζή ποινή
κάθειρξης 18 ετών. Για άλλη μια φορά το Συμβούλιο της Ευρώπης κατόπιν πρότασης
10 ευρωβουλευτών προέβη «εις μελέτην της παραβιάσεως του δικαιώματος
αντιρρήσεως εκ λόγων συνειδήσεως, δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν εν Ελλάδι».
(Έγγραφο 4345/10-5-1979)
Στις αρχές της
δεκαετίας του ’80 τα αιτήματα των αντιρρησιών συνείδησης για πολιτικούς λόγους
υιοθετήθηκαν από αντιεξουσιαστικές ομάδες, αντιπολεμικές κινήσεις και
εναλλακτικούς οικολογικούς πολιτικούς σχηματισμούς και από έναν αριθμό ομάδων
και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις και τμήμα της Επιτροπής για
το Στρατό μετά από έντονο προβληματισμό. Οι αντιρρησίες προωθούσαν τη μη-βία
και την κοινωνική ανυπακοή ευρισκόμενοι στην πρώτη γραμμή των αντιπολεμικών
κινητοποιήσεων της εποχής εκείνης (αγώνας για την μη τοποθέτηση στην Ευρώπη των
πυραύλων Πέρσινγκ, Κρουζ και SS20 κ.α.). Τον
Οκτώβριο του 1983 ιδρύθηκε η Ελληνική Επιτροπή για την Αναγνώριση του
Δικαιώματος στην Αντίρρηση Συνείδησης.
Η "Οικολογική Εφημερίδα" καθώς και η έκδοση του περιοδικού
"Αρνούμαι" ταυτόχρονα δίνουν χώρο έκφρασης στους αντιρρησίες
συνείδησης και ένα στοιχειώδη προσανατολισμό των διεκδικήσεων και συγκεντρώνουν
υποστήριξη για το κίνημα. Οι διεθνείς σχέσεις αναπτύσσονται, οι εκδηλώσεις, τα
άρθρα πολλαπλασιάζονται και καταφέρνει το κίνημα να αποκτήσει μια ορισμένη
συνοχή.
Το 1987 ο Μιχάλης
Μαραγκάκης αρνήθηκε να στρατευθεί με δημόσια δήλωσή του. Η απάντηση του κράτους
ήταν άμεση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ -στη δεύτερη θητεία της πλέον και αντιμέτωπη
με τις γενικές εργατικές απεργίες που αντιστέκονταν στη στροφή στην πολιτική
της λιτότητας που επέβαλε με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου-συνέχιζε να
σκληραίνει τη στάση της. Ο Μιχάλης Μαραγκάκης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε
τετραετή φυλάκιση. Ακολούθησε απεργία
πείνας του Μαραγκάκη, έφεση που μείωσε την ποινή του σε 26 μήνες και γενικότερη
διεθνής κινητοποίηση που έφεραν αποτελέσματα στην πολιτική της κυβέρνησης, η
οποία δήλωσε πως θα εξετάσει την υπόθεση της αντίρρησης συνείδησης κάτω από
θετικό πρίσμα. Στις 12 Απριλίου του ίδιου χρόνου συνελήφθη ο αντιρρησίας
Θανάσης Μακρής, που καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Ο ίδιος συμπαραστάθηκε με απεργία πείνας στον
Μαραγκάκη. Η ποινή του μετατράπηκε σε 18μηνη φυλάκιση και ο Μαραγκάκης
ανταπέδωσε τη συμπαράσταση κάνοντας νέα απεργία πείνας που διακόπηκε τον Ιούλιο όταν η κυβέρνηση δημοσιοποίησε
νομοσχέδιο. Αυτό το σχέδιο νόμου που προέβλεπε μεταξύ των άλλων διπλάσιας
διάρκειας αναπληρωματική/εναλλακτική θητεία δεν έφτασε ποτέ για συζήτηση στη
Βουλή. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του Μαραγκάκη και του Μακρή βρισκόταν σε
εξέλιξη μια τεράστια εκστρατεία αποστολής χιλιάδων επιστολών συμπαράστασης η
οποία έφερε σε θέση άμυνας την κυβέρνηση. Οργανώθηκαν δεκάδες συναυλίες και
εκδηλώσεις συμπαράστασης, ενώ πάνω από είκοσι άτομα δήλωσαν αντιρρησίες
συνείδησης για ιδεολογικούς λόγους. Ο Μιχάλης Μαραγκάκης αποφυλακίστηκε το
Δεκέμβριο του 1988 μετά από τρεις διαδοχικές απεργίες πείνας 71, 50 και 20
ημερών, ενώ ο Θανάσης Μακρής τον Ιούλιο του 1989 μετά από δύο απεργίες 55 και
33 ημερών. Στο μεταξύ, η δυνατότητα άοπλης στρατιωτικής θητείας είχε επεκταθεί
με νόμο και στους ιδεολογικούς αρνητές, κανείς τους όμως δεν έκανε χρήση της
ρύθμισης. Από το 1989 η είσοδος των Οικολόγων Εναλλακτικών στη Βουλή και η
θετική αντιμετώπιση του θέματος εκ μέρους του Συνασπισμού έφεραν το θέμα στο
κοινοβουλευτικό προσκήνιο. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκε ο Σύνδεσμος
Αντιρρησιών Συνείδησης ως μετεξέλιξη των Επιτροπών Συμπαράστασης στους
Μαραγκάκη και Μακρή. Η μεγάλη αυτή κινητοποίηση είχε ένα ακόμη αποτέλεσμα,
δηλαδή την προώθηση των αιτημάτων τους στη Βουλή από τα κόμματα του Συνασπισμού
της Αριστεράς και της Προόδου και των Οικολόγων-Εναλλακτικών.
.
Βλ. Philipp Fluri, Anders B. Johnsson, (2003) Parliamentary oversight of
the security sector: principles, mechanisms and practices, Geneva Centre for the
Democratic Control of Armed Forces, Inter-parliamentary Union