Thursday, July 24, 2008

34 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

34 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ


του Θανάση Τσακίρη




Η μεταπολίτευση βρήκε την Ελληνική οικονομία σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμός στασιμότητας και πληθωρισμού που επιδεινωνόταν και λόγω της συνέχισης της κρίσης του πετρελαίου) και την κοινωνία ανάστατη και αγανακτισμένη λόγω της εντονότατης πολιτικής καταπίεσης και της παραπέρα όξυνσης των υφιστάμενων κοινωνικο-οικονομικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Οι τελευταίες επιδεινώθηκαν στα τέλη της δικτατορίας. Οι μέσοι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν ολοένα και λιγότερο ώσπου το 1974 άρχισε η μείωσή τους.

Το φαινόμενο της μεταπολίτευσης και οι οικονομικο-κοινωνικές προϋποθέσεις για την εκδήλωσή του υπήρξε αντικείμενο μιας σειράς συγκριτικών μελετών και ερευνών. Τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν τα εξής: Προηγήθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης που έφτασαν σε ένα «κατώφλι» αναγκαίο για την εκδίπλωση του εκδημοκρατισμού; Οι πολιτικοί θεσμοί των δικτατορικών καθεστώτων δεν μπορούσαν πλέον να διαχειρισθούν τις οικονομίες με αυταρχικό τρόπο; Δημιούργησε η οικονομική μεταβολή πιο πλουραλιστικές –πληθυντικές κοινωνικές δομές συνοδευόμενες από ισχυρότερες και πιο αυτόνομες «κοινωνίες πολιτών»; Η υλική και πολιτιστική εξέλιξη των κοινωνιών αυτών οδήγησε στη ελάττωση της πόλωσης και στην επέκταση των δημοκρατικών αξιών; Οι προβληματικές οικονομικές επιδόσεις προκάλεσαν κρίση νομιμοποίησης των δικτατοριών; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δοθεί στα πλαίσια αυτής της εργασίας, είναι όμως άκρως ενδιαφέρουσα πρόκληση για την έρευνα. Έτσι θα περιοριστούμε σε περιληπτικές αναφορές στις βασικότερες απόψεις για το θέμα.

Η οικονομική ανάπτυξη θεωρείται σημαντική προϋπόθεση της ύπαρξης και λειτουργίας ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Καθώς οι βασικοί οικονομικοί δείκτες ανέβαιναν κατά τη δεκαετία του ’60 και η σχετική ευημερία της πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, παρά την έλλειψη οργανωμένου κράτους πρόνοιας, ήταν «εγγυημένη», τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν έδειχναν να ανησυχούν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η πετρελαϊκή κρίση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας και του πληθωρισμού αποτέλεσα το υπόστρωμα για την υπόκοφη και αργότερα φανερή διαμαρτυρία. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι στην κρίση νομιμοποίησης των αυταρχικών καθεστώτων συμβάλλει με σημαντικό τρόπο η αίσθηση των λαϊκών στρωμάτων ότι διακυβεύεται η σχετική και σταθερή οικονομική ευημερία τους. Παράλληλα όμως σημαντική είναι η επίδραση διεθνών παραγόντων και η δημοκρατική διάχυση (diffusion). Με λίγα λόγια, δημιουργείται ένα περιρρέον κλίμα δημοκρατίας. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη ούτε μονόδρομη και, εκτός των άλλων, δύσκολα επαναλαμβάνεται. Ενδεχομένως η διαδικασία να είναι καμπυλόγραμμη, δηλαδή ενώ η σχέση οικονομικής ανάπτυξης και δημοκρατίας είναι θετική, ο βαθμός στον οποίο η τάση για εκδημοκρατισμό είναι αυξητική μειώνεται όσο επιτυγχάνονται υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης («κατώφλι της δημοκρατίας»). Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση της «σταδιακής» (“step relationship”)σχέσης, όπου από το δημοκρατικό «κατώφλι» και πέρα αρχίζει το στάδιο της «απογείωσης» (take-off) της δημοκρατίας.

Όμως, πέρα από τις οικονομικές μεταβλητές άλλοι παράγοντες μεσολαβούν στη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης. Η οικονομική ανάπτυξη προωθεί τον εκδημοκρατισμό μόνο με την έννοια ότι «επιφέρει αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα και στην κοινωνική δομή». Έτσι, μπορούμε να συνοψίσουμε τους παράγοντες που μαζί με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης συντελούν στον εκδημοκρατισμό: «…σχετικά υψηλό επίπεδο κατά κεφαλή εισοδήματος και πλούτου, μακροπρόθεσμη αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος, υψηλός βαθμός αστικοποίησης, ραγδαία μειούμενος ή σχετικά μικρός αγροτικός πληθυσμός, μεγάλη επαγγελματική ποικιλομορφία, εκτεταμένη εγγραμματοσύνη, σχετικά μεγάλος αριθμός προσώπων που έχουν φοιτήσει σε ΑΕΙ…». Όπως ήδη είδαμε ορισμένες από αυτές τις συνθήκες που περιγράφονται στην παραπάνω θέση είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στην ελλνική περίπτωση: μακροπρόθεσμη αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος (παρότι χαμηλό σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες), υψηλός βαθμός αστικοποίησης (λόγω εσωτερικής μετανάστευσης μετά τον εμφύλιο και τη σχετική εκβιομηχάνιση και ανάπτυξη υπηρεσιών), ραγδαία μειούμενος ή σχετικά μικρός αγροτικός πληθυσμός (αποτέλεσμα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης), μεγάλη επαγγελματική ποικιλομορφία (λόγω της μικρής ανάπτυξης βιομηχανικού προλεταριάτου και μεγάλης έκτασης των ελευθέρων επαγγελμάτων και των υπηρεσιών), εκτεταμένη εγγραμματοσύνη (ήδη από το 19ο αιώνα η Ελλάδα ήταν σε πολύ καλή θέση όσον αφορά τη μέση και ανώτατη εκπαίδευση λόγω των ιδιόμορφων τρόπων κοινωνικής ανάπτυξης), σχετικά μεγάλος αριθμός προσώπων που έχουν φοιτήσει σε ΑΕΙ.


Ήταν μια θερμή ημέρα του Ιουλίου˙ θερμή από πολλές απόψεις. Η κυριότερη αιτία, όμως, ήταν μία˙ σε λίγες ώρες ένα ιδιωτικό αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στο δυτικό αεροδρόμιο του Ελληνικού και ο βασικός επιβάτης του θα γινόταν δεκτός από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες που τον περίμεναν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας να επαναφέρει τη δημοκρατία στη χώρα και να τιμωρήσει (σύνθημα «δώστε τη χούντα στο λαό») τη χούντα των συνταγματαρχών που επί εφτά χρόνια είχε καταργήσει κάθε έννοια ελευθερίας, δημοκρατίας και κράτους δικαίου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα αναλάμβανε την 24η Ιουλίου 1974 με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας –παρά τον κατ’ ουσίαν δικομματικό χαρακτήρα της- να αποκαταστήσει την αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και να οδηγήσει τη χώρα σε ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές. Μετά από μια σειρά ενεργειών με τις οποίες εξαναγκάστηκαν οι στρατιωτικοί να επιστρέψουν στους στρατώνες και να πάψουν να επεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα με αυτή την ιδιότητα, η κυβέρνηση αυτή προχώρησε με ταχείς ρυθμούς στην προκύρηξη των εκλογών και στη νομιμοποίηση όλων των πολιτικών κομμάτων. Με πράξη της η κυβέρνηση κατήργησε τον εμφυλιακό νόμο 509 με τον οποίο οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στις εξορίες χιλιάδες μέλη του ηττημένου στον εμφύλιο πόλεμο ΚΚΕ αλλά και συνδικαλιστές που αρνήθηκαν να ενταχθούν στον κρατικό συνδικαλισμό των Μακρή και Θεοδώρου της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ανέδειξαν, λόγω συγκεκριμένης συγκυρίας και εκλογικού νόμου, παντοδύναμη τη Νέα Δημοκρατία, το νέο κόμμα της δεξάς που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής διαλύοντας την προδικτατορική ΕΡΕ, αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός μαζικού συντηρητικού κόμματος αρχών. Την ίδια περίοδο (3 Σεπτεμβρίου) το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ), δηλαδή η αντιστασιακή αντιδικτατορική οργάνωση που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, και η κεντροαριστερή αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα, .ιδρυσαν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα το οποίο αποσκοπούσε στον άμεσο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμός») της ελληνικής κοινωνίας με κοινοβουλευτικό τρόπο. Αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη περί επικείμενης αλλαγής και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ήταν διάχυτη σε ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που ασφυκτιούσαν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, παρά το γεγονός ότι για λόγους καθαρά συγκυριακούς δεν εκφράστηκε εκλογικά λόγω της θέλησης να εξασφαλιστει η δημοκρατική μετάβαση με την υπερψήφιση της ΝΔ και της Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και τη σχετικά χαμηλή εκλογική υποστήριξη για την αριστερά (ΠΑΣΟΚ, Ενωμένη Αριστερά, ΕΔΕ-Τροτσκιστές). Έτσι η μεταπολίτευση σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας πολιτικής περιόδου η οποία χαρακτηρίστηκε τόσο από τη ρήξη με το προδικτατορικό πολιτικό σύστημα όσο και από τη διατήρηση βασικών χαρακτηριστικών του. Το πολιτικό σύστημα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από την κατάργηση της μοναρχίας, την εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού και των ελεύθερων πλουραλιστικών εκλογών, τη νομιμοποίηση των κομμάτων της κομμουνιστικής αριστεράς, την αναζωογόνηση των συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων και την αθρόα συμμετοχή των πολιτών στα νέα πολιτικά κόμματα που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο (ΠΑΣΟΚ) και στα κόμματα της προηγούμενα παράνομης κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού, εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις). Ταυτόχρονα, όμως, παράλληλα με την ενίσχυση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και την προσπάθεια ενσωμάτωσης των ευρύτερων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων στην πολιτική ζωή της χώρας, έλαβε χώρα η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους και της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής του σε βαθμό τέτοιο ώστε το σύστημα να χαρακτηρισθεί ακόμη και ως «αυταρχικός κρατισμός». Συνεπώς, οι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης της μεταπολιτευτικής κομματικής δημοκρατίας μπορούν να εντοπιστούν τόσο στη μορφική της διάσταση όσο και στους μηχανισμούς της, στην σχέση του συστήματος με την κοινωνία και τους δικούς της θεσμούς εκπροσώπησης πέραν των κομμάτων που και αυτοί διαμορφώθηκαν από τις κομματικές ελίτ ιδιαίτερα αυτές που έλεγχαν το δρομολόγιο της μετάβασης στη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας.

Στη θεωρητική συζήτηση των τελευταίων ετών έχουν αναπτυχθεί μια σειρά προτάσεων ανάγνωσης και ερμηνείας της μεταπολιτευτικής περιόδου που προσπαθούν να εντοπίσουν είτε τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές της περιόδου αυτής είτε το «τέλος» της. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται π.χ. οι απόψεις περί πολιτισμικού δυϊσμού και της σύγκρουσης της κουλτούρας των «από κάτω» με αυτή των «από πάνω» ή οι απόψεις που εντοπίζουν τις κρίσιμες καμπές στις αλλαγές του 1981 (άνοδος ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) και του 1985 (ανάδειξη μονεταριστικών και φιλελεύθερων τάσεων στο ΠΑΣΟΚ). Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται κυρίως οι απόψεις πολιτικών και δημοσιολογούντων που στηρίζονται σε ντετερμινιστικές λογικές για να υποστηρίξουν τις θεωρίες του «τέλους της μεταπολίτευσης» αλλά και πολιτικών κοινωνιολόγων που υποστηρίζουν ότι από τη χρονιά αυτή μεταλλάσσεται το πολιτικό σκηνικό και συγκλίνουν οι πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων στο πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι δεν έχει επέλθει το τέλος της μεταπολίτευσης, καθόσον ότι ακόμη δεν έχει συμβεί κανένα παρόμοιο πολιτικό γεγονός που να καταγράφει την σημαντική και σε βάθος αλλαγή των λειτουργιών και της λογικής του πολιτικού συστήματος.

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικά σε κάθε περίπτωση και, ιδιαίτερα, όταν ασχολούμαστε με μελέτες περιπτώσεων π.χ. του συνδικαλισμού ή όποιου άλλου κοινωνικού κινήματος όπου ισχύουν διαφορετικά κριτήρια περιοδολόγησης και αξιολόγησης..

Η 24η Ιουλίου 1974 αποτελεί τομή στις εξελίξεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας, γιατί ήταν η αρχή για την «οριστικοποίηση του δημοκρατικού-φιλελεύθερου κοινωνικού καθεστώτος» και την «δημοκρατική εξομάλυνση», που σήμαινε ότι πλέον είχαμε «δημοκρατία, κανονικές εναλλαγές στην εξουσία, αναμφισβήτητη οικονομική και κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη.» Όμως, η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία που ιδρύθηκε με τη μεταπολίτευση φαίνεται ότι διαθέτει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για την κατανόηση του ελληνικού συνδικαλισμού, και ιδιαίτερα του συνδικαλισμού στις τράπεζες. Αυτά τα χαρακτηριστικά «εδράζονται στις διαδικασίες μετάβασης στο δημοκρατικό πολίτευμα, όπου τα κόμματα και το υπό διαμόρφωση τότε κομματικό σύστημα ήταν πρωταγωνιστές αλλά και σκηνοθέτες». Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία είτε ήταν απούσα από τη διαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών ή, στην καλύτερη περίπτωση έπαιζε το ρόλο του κομπάρσου. Τα κόμματα διαχειρίστηκαν αυτή τη μετάβαση θετικά όσον αφορά τον ειρηνικό και σύντομο χαρακτήρα της αλλά από την άλλη περιόρισαν ασφυκτικά τις πρωτοβουλίες των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων και των εργαζομένων που δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ένα αυτόνομο διεκδικητικό κίνημα.


Η μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστώς αποτελεί μια χρονική περίοδο τομών στο πολιτικό επίπεδο που μας ενδιαφέρουν στο βαθμό που επέδρασαν στις κοινωνικές δομές και στις πολιτικές συμπεριφορές κοινωνικών τάξεων και μερίδων οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν τη διαμόρφωση των δομών του πολιτικού καθεστώτος. Επίσης, εκτός των άλλων, τίθενται ιδιαίτερα ερωτήματα που αφορούν τις συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές και διαφορές μεταξύ των κοινωνικών σχηματισμών που έβγαιναν τότε από τις περιόδους των δικτατοριών - Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία - ώστε να εντοπιστούν τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περίπτωσης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων γενικά και των εργαζομένων στις τράπεζες ιδιαίτερα.

Όπως τονιστηκε παραπάνω, η θεωρία περί της δομής των πολιτικών ευκαιριών αναδεικνύει τους πολιτικούς θεσμούς ως «στρόφιγγες» ροής δυνατοτήτων για το βαθμό επιτυχούς αντιμετώπισης και επίλυσης δομικών προβλημάτων. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που ανέλαβαν τη μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστως άνοιξαν τη «στρόφιγγα» μόνο μέχρις ενός βαθμού επιδιώκοντας να ελέγξουν τις εξελίξεις και να αποτρέψουν ανατρεπτικές κινητοποιήσεις μαζικής και ριζικής αριστερής αμφισβήτησης της νέας πολιτικής ελίτ και του καπιταλισμού εν γένει μεσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου οι απόηχοι του Γαλλικού Μάη δεν είχαν ακόμη εξασθενίσει. Μ’ αυτή την έννοια, υποαναπτύχθηκαν τα «μερικά καθεστώτα» σε αντιδιαστολή με το «γενικό καθεστώς» του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο έγινε στην Ελλάδα η μετάβαση στη δημοκρατία δείχνει από τη μια τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων στην προσπάθεια προσδιορισμού και ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν - αδιατάρακτη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης εν μέσω διεθνούς οικονομικής αστάθειας που εξελισσόταν σε κρίση και ένταξη νέων στρωμάτων εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία - και από την άλλη τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων που προσπαθεί να ανασυνταχθεί μετά την οδυνηρή ήττα που υπέστη κατά την εφτάχρονη δικτατορία και να ανιχνεύσει δρόμους για την ικανοποίηση άμεσων αιτημάτων των εργαζομένων που σχετίζονταν με τις μισθολογικές αυξήσεις - αντισταθμίσεις στην πληθωριστική διάβρωση των εισοδημάτων και με την κατοχύρωση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική οργάνωση, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Μ’ αυτή την έννοια, η δομή των πολιτικών ευκαιριών στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν σχεδόν απαγορευτική, τουλάχιστον την πρώτη φάση της, για την ανάπτυξη των εργατικών συνδικάτων σε αυτόνομη βάση και των εργασιακών σχέσεων σε βάση δημοκρατική και συνεργασιακή, όπως έγινε π.χ. στη Δυτικη Γερμανία και, κυρίως, στις Σκανδιναβικές χώρες που αποτέλεσαν τα πρότυπα του «κοινωνικού κορπορατισμού». Η βιβλιογραφική αναφορά στα ζητήματα αυτά δεν μπορεί ως τώρα να φωτίσει σε βάθος την έρευνά μας, μπορεί όμως να μας δώσει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν στην παραπέρα εξέταση του θέματος της μετάβασης και των παραγόντων που διαμόρφωσαν τους όρους και τις συνθήκες της πολιτικής παρέμβασης τόσο των αρχουσών τάξεων και στρωμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος.


Το συνδικαλιστικό κίνημα εισέρχεται στη μεταπολιτευτική περίοδο με μια βαριά κληρονομιά, έχοντας υποστεί πολλές κρατικές και εργοδοτικές παρεμβάσεις και λειτουργώντας υπό καθεστώς νομοθετικών περιορισμών στη δράση του. Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν άφησαν όμως μόνο τα αρνητικά σημάδια τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Παρά τις κρατικές και εργοδοτικές παρεμβάσεις και τους εγκάθετους μηχανισμούς εσωτερικής αστυνόμευσής του, το συνδικαλιστικό κίνημα είχε βρει ορισμένες διεξόδους και ανέπτυξε δράση σε βασικούς οικονομικούς κλάδους με μορφές συντονισμού που ανέδειξαν τα εργατικά αιτήματα και κατάφεραν σε πολλές περιπτώσεις να κερδίσουν βασικά δικαιώματα.


Η έρευνα εντόπισε δυο βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες που επέδρασαν στην ανάπτυξη και δράση του συνδικαλιστικού κινήματος των μισθωτών. Πρώτος παράγοντας που αναφέρεται σχεδόν από όλους τους συγγραφείς είναι η χρόνια οργανωτική αδυναμία του σ.κ.. Η αδυναμία αυτή αποτελεί ουσιαστικά αντανάκλαση της συνολικής αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας: πολλές μικρές επιχειρήσεις και λίγες μεγάλες, διαρκής αστάθεια στην κερδοφορία των επιχειρήσεων (ιδιαίτερα των μικρών) κλπ. Να προστεθεί επίσης ότι στη νέα βιομηχανική εργατική τάξη που διαμορφώθηκε τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες κυριαρχούν οι προερχόμενοι από τον αγροτικό τομέα εσωτερικοί μετανάστες πρώτης γενιάς που ακόμη δεν έχουν «συμβιβαστεί» με την προοπτική της μόνιμης και οριστικής εγκατάστασης στις μεγαλουπόλεις, έχουν ακόμη δεσμούς με την αγροτική οικογένεια του χωριού που σε κρίσιμες στιγμές συμβάλλει στην επιβίωση και επέκταση της εργατικής οικογένειας. Αυτή η δομή συμβάλλει με τη σειρά της στη διατύπωση και προβολή των εργατικών αιτημάτων και διεκδικήσεων που είναι κατά βάση οικονομικές. Η οργανωτική αδυναμία συνίσταται στον κατακερματισμό σε χιλιάδες ανταγωνιστικά σωματεία και αλληλεπικαλυπτόμενες ομοσπονδίες που αναπτύσσονται σε κλαδική και σε ομοιοεπαγγελματική βάση πριν από τη δικτατορία και σε επιχειρησιακή βάση κατά τη διάρκεια του “κινήματος των εργοστασιακών σωματείων”. Η έκφραση της πολύπλοκης αυτής διάρθρωσης αντικατοπτρίζεται και στο επίπεδο της ανώτατης διοίκησης της ΓΣΕΕ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μετάβασης, που δεν αποτελεί φορέα που να καλύπτει σε ισότιμη βάση τους εργαζόμενους της επικράτειας. Στη μεταβατική περίοδο συγκεκριμένες ομάδες συνδικαλιστών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς ή που ήταν ηγέτες “κίτρινων σωματείων” ελεγχόμενων από τους εργοδότες κατάφερναν, με τη βοήθεια και του εκλογικού συστήματος και του αποκλεισμού μαζικών ομοσπονδιών από τη ΓΣΕΕ, να ελέγχουν σημαντικό μέρος της πλειοψηφίας της διοίκησης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Δεύτερος σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας είναι η περιορισμένη χρονική διάρκεια της μετάβασης από την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος ως την ουσιαστική και τυπική καθιέρωση του δημοκρατικού καθεστώτος που ολοκληρώθηκε με την ψήφιση του νέου Συντάγματος το 1975. Οι κυρίαρχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που εκφράστηκαν στην περίοδο της μετάβασης μέσα από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα επεδίωκαν την ενσωμάτωση όσο το δυνατόν περισσότερων μετριοπαθών συνδικαλιστικών δυνάμεων σε μια νέα συμμαχία που να εγγυάται την ομαλή μετάβαση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Βέβαια, επρόκειτο για προσπάθεια που έπρεπε να αναμετρηθεί και με τις παραδοσιακές πολιτικές της Ελληνικής Δεξιάς (πελατειακό σύστημα κυριαρχίας επί των κυριαρχούμενων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, κλασικός αντικομμουνισμός, κατάλοιπα του μετεμφυλιακού και του δικτατορικού καθεστώτος, κρατικοδίαιτοι εργοδότες που δεν γνώριζαν άλλη πολιτική αντιμετώπισης της εργατικής δυσαρέσκειας από αυτή της καταστολής κλπ). Από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος δεν ήταν δυνατή η παρέμβαση στις εξελίξεις που ακολούθησαν την τομή της κατάρρευσης της δικτατορίας ως την συνταγματική καθιέρωση της δημοκρατίας όχι μόνο επειδή ο οργανωτικός κατακερματισμός παρέλυε το σ.κ. αλλά και γιατί οι εναλλακτικές στρατηγικές ανάπτυξης του σ.κ. δεν είχαν καταφέρει να εκφραστούν στο εσωτερικό του. Οι αντιδικτατορικές συνδικαλιστικές παρατάξεις (ΑΕΜ, ΕΣΑΚ, ΔΕΚΕ) δεν κατάφεραν - ή και δεν ήθελαν - να διεισδύσουν στο σ.κ. κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και να δώσουν μια διαφορετική προοπτική. Οι όποιες αντιστάσεις και διεκδικήσεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ιδιαίτερα στη φάση της “φιλελευθεροποίησης” επί Μαρκεζίνη, εκφράστηκαν είτε από νέες συνδικαλιστικές φυσιογνωμίες (βλ. κινητοποιήσεις στα τρόλεϊ) που δεν είχαν οργανική, τουλάχιστον, σχέση με τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ., ΕΔΑ) είτε από παραδοσιακούς δεξιούς συνδικαλιστές που διατηρούσαν “γέφυρες” με τις δικτατορικές “κυβερνήσεις” και σε συγκεκριμένες προσπάθειες αφαίρεσης κεκτημένων (π.χ. προσπάθεια ενοποίησης ασφαλιστικών ταμείων τραπεζικών υπαλλήλων και ένταξής τους στο ΙΚΑ) επικαλέστηκαν τη συνδικαλιστική δύναμη και παράδοση του κλάδου για να αποτρέψουν τις άσχημες εξελίξεις. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν αυτό της διορισμένης διοίκησης της ΟΤΟΕ. Στο 5ο Πανελλαδικό Συνέδριο της ομοσπονδίας (5 και 6 Ιουλίου 1971) ελήφθη απόφαση να υπερασπιστεί ο κλάδος τα κεκτημένα δικαιώματα στο Ασφαλιστικό με όλες τις δυνάμεις του. Στις 20/11/1972 συνεκλήθη εκτάκτως συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου που αποφάσισε την κήρυξη 24ωρης απεργίας για την Παρασκευή (24/11) εναντίον της συγχώνευσης των ταμείων και της ένταξής τους στο ΙΚΑ. Η απόφαση αυτή τάραξε την κυβέρνηση της χούντας που πάγωσε τη συζήτηση του θέματος στη λεγόμενη «Συμβουλευτική Συνέλευση». Έτσι η διοίκηση της ΟΤΟΕ ανακάλεσε την απεργία. Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται και να δραστηριοποιούνται ανεξάρτητοι συνδικαλιστές στις ιδιωτικές και τις ξένες τράπεζες, ορισμένοι εκ των οποίων εξελέγησαν στο Γενικό Συμβούλιο της ΟΤΟΕ (π.χ. Τάσος Λιουδάκης από την American Express). Η κάλυψη των πολιτικών κενών αντιπολίτευσης έγινε εκ των υστέρων με την ανασύνταξη των αντιδικτατορικών συνδικαλιστικών παρατάξεων και την πρόσδεσή τους στα πολιτικά κόμματα.

Εξίσου σημαντικοί παράγοντες που έλκουν την καταγωγή τους στην μετεμφυλιακή περίοδο και που επηρέασαν τον τρόπο άσκησης εξουσίας και την πολιτική κουλτούρα και συμπεριφορά της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η κομματική πόλωση, η εμμονή σε πελατειακές πρακτικές και ο κρατικός παρεμβατισμός σε όλες τις μορφές και πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Η μεταφορά του κοινοβουλευτικού τρόπου πολιτικής παρέμβασης στο συνδικαλιστικό χώρο αποτέλεσε σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, ανασταλτικό παράγοντα, εκτός των προαναφερθέντων, στην προσπάθεια της αυτόνομης ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος.

Όμως τα ζητήματα της μετάβασης θέτουν γενικότερα και ειδικότερα ερωτήματα που σχετίζονται με τις σχέσεις της κοινωνίας και του κράτους, με τους κοινωνικούς ταξικούς συσχετισμού, την ενσωμάτωση ή τον ανταγωνισμό των κοινωνικών ομάδων στο γενικότερο πολιτικό σύστημα, τη δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να αναγνωρίσει το παρελθόν του και να διδαχθεί από αυτό, τη σχέση του με τα νέα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούν τους όρους νέων κοινωνικών αιτημάτων και κινημάτων, τη σχέση του συνδικαλιστικού κινήματος με τα κόμματα και ιδιαίτερα με τα κόμματα εκείνα που επικαλούνται την εργατική τάξη ως κοινωνική βάση τους, τη διεθνή οικονομική και πολιτική συγκυρία (οικονομική κρίση, ελληνοτουρκική κρίση) και το διεθνή καταμερισμό εργασίας.


Η οικονομία κατά το 1974 πήγαινε από το κακό στο χειρότερο βοηθούσης της γενικότερης διεθνούς οικονομικής κρίσης του πετρελαίου. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή, ως δείκτης πληθωρισμού, είχε φτάσει στο 26,9%. Η επενδυτική δραστηριότητα για κατοικίες από αυξηση 33% το 1972 και 13% το 1973 σημείωσε μεγάλη μείωση κατά 33%. Οι επενδύσεις υποχώρησαν σε άλλους οικονομικούς τομείς: γεωργία –26%, ορυχεία –36% μεταφορές-επικοινωνίες –36% και δημόσεις επενδύσεις –26%. Λόγω της κυπριακής κρίσης αλλά και της γενικότερης οικονομικής ανασφάλειας μειώθηκαν σημαντικά οι τουριστικές αφίξεις με συνέπειες στην τουριστική επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και στο λογαριασμό των αδήλων πόρων που τροφοδοτείτο από το σημαντικό αριθμό των μεταναστευτικών εμβασμάτων προς την ελληνική μητέρα-πατρίδα. Άρχισε επίσης για τους ίδιους λόγους (οικονομική κρίση στη Δυτική Ευρώπη) η μείωση του ρόλου της μετανάστευσης προς το εξωτερικό ως ασφαλιστική δικλείδα μείωσης της ανεργίας και της υποαπασχόλησης ενώ το 1975 θα άρχιζε η επιστροφή των Ελλήνων μεταναστών να γίνεται υψηλότερη σε σχέση με τη μεταναστευση.

Το γενικό πλαίσιο των πρώτων κυβερνήσεων της ΝΔ υπό τον Κ.Καραμανλή (1974-1977 και 1977-1979) ήταν σε γενικές γραμμές στη γραμμή «νομισματική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη» και «εκλογίκευση των συνθηκών λειτουργίας της οικονομίας», αποσκοπώντας στην χαλάρωση των πληθωριστικών πιέσεων. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, παρ’ όλο που δηλωνε οπαδός της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, τόνιζε ότι «η σύγχρονη ελευθέρα οικονομία δεν έχει καμμίαν απολύτως σχέσιν με την λεγόμενη ‘φιλελεύθερη’ οικονομική πολιτική των ιστορικά ξεπερασμένων συστημάτων που ίσχυσαν μέχρι και των αρχών του αιώνος». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση ορισμένων σκανδάλων από τη μια (υπόθεση Ανδρεάδη) και στην υποβοήθηση της οικονομικής ανάπτυξης ιδιαίτερα σε τομείς όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο είτε προέβαινε σε «απεργία επενδύσεων» λόγω της «σοσιαλμανίας» της κυβέρνησης είτε δεν ήταν σε θέση να αναλάβει τις κεφαλαιακές δαπάνες για επενδύσεις σε ασύμφορους γι’ αυτό τομείς, η κυβέρνηση προχώρησε σε κρατικοποιήσεις μεγάλων εταιριών, όπως ο όμιλος Ανδρεάδη (Εμπορική Τράπεζα κλπ), Ολυμπιακή, αστικές συγκοινωνίες Αθήνας, ή σε ίδρυση νέων κρατικών επιχειρήσεων (ΟΠΕ, ΕΒΟ, ΕΑΒ κ.α.). Ο Κ. Καραμανλής «υιοθέτησε τη θεωρία του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, η οποία ήταν ένα μίγμα ανάμεσα στην ελεύθερη οικονομία και στην έντονη κρατική παρέμβαση σε τομείς οι οποίοι κρίνονταν ως επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο. Χαρακτηριστική επίσης είναι και ο διαχωρισμό της οικονομικής πολιτικής με τον οικονομικό φιλελευθερισμό ο οποίος θεωρείται ξεπερασμένος. Η οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας φτάνει ακόμα και στην εισαγωγή μέτρων περιορισμού της δράσης τόσο των μονοπωλίων όσο και των ολιγοπωλίων.»

Η έναρξη της δεύτερη ενεργειακής κρίσης, όμως, είχε πολύ δυσμενέστερα αποτελέσματα από την πρώτη με αποτέλεσμα την εκ νέου άνθιση του πληθωρισμού και της ανεργίας. Η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη (1980-1981) προσπάθησε να αντιστρέψει κάπως την κατάσταση περιοριζόμενη τόσο λόγω των εξελίξεων στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον (επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, ένταξη στην ΕΟΚ) όσο και λόγω των κοινωνικών πιέσεων που ασκούσαν οι υφιστάμενες τις συνέπειες της περιοριστικής πολιτικής των προηγούμενων χρόνων εργατικές τάξεις και στρώματα (με αιχμή τους εργαζόμενους σε Δημόσιες Επιχειρήσεις και τράπεζες) αλλά και των πολιτικών πιέσεων που ασκούσε η διαγραφόμενη στον ορίζοντα άνετη εκλογική επικράτηση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις επερχόμενες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981.

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...