Tuesday, July 29, 2008
Το λιμάνι της αγωνίας έγινε λιμάνι της οργής
8 νεκροί εργάτες στο Αέριο της Φιλίας στη Ναυπηγοεποσκευαστική Ζώνη του Περάματος. Το βαπόρι που έγινε ο υγρός τάφος των 6 Ελλήνων και των 2 ξένων εργατών ονομαζόταν Friendship Gas. Ναι, όπως το διαβάζετε: Αέριο της Φιλίας. Από αέριο φιλίας έγινε θάλαμος αερίων. Το κάτεργο έγινε φέρετρο. Το λιμάνι της αγωνίας μετατράπηκε σε λιμάνι της οργής.
Όμως, πού θα πάει; Θα γυρίσει ο τροχός. Θα έλθουν κάποια στιγμή τα πάνω κάτω και αυτοί που φτιάχνουν με το αίμα τους και τη ζωή τους τα πλούτη των εργοδοτών (εφοπλιστών και λοιπών κεφαλαιοκρατών) θα ανέβουν από το αμπάρι στην πρώτη θέση και θα παρουν τα πηδάλια στα χέρια τους.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, θα ξαναδούμε την εξαίσία εκείνη σκηνή του Ζαμπρίσκι Πόιντ όπου όλα τα σύμβολα του κεφαλαίου τινάζονται στον αέρα...
Sunday, July 27, 2008
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ: ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
Σεκάνς
Σκέψεις για σκηνές από ταινία «Προσεχώς»29 Ιουλίου 2008
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης παρουσιάζει την ταινία
ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
(OBSLUHOVAL JSEM ANGLICKÉHO KRÁLE)
του Γίρι Μέντζελ (ΤΣΕΧΙΑ, 2006, έγχρωμη, 120΄)
Τρίτη, 29 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμΔημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Ο Γίρι Μέντζελ γεννήθηκες στις 23 Φεβρουαρίου στην Πράγα. Είναι ξακουστός Τσέχος σκηνοθέτηε κινηματογράφου και θεάτρου, ηθοποιός και σεναριογράφος. Έγινε διάσημος το 1967 με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν κερδίζοντας το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας, σε μια εποχή που προανήγγελλε την «Άνοιξη της Πράγας» και το πείραμα ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, το οποίο, όμως, καταπνίγηκε στο αίμα με την εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Άλλη μια ταινία του, η μαύρη κωμωδία My Sweet Little Village ήταν υποψήφια για την ίδια κατηγορία βραβείων. Το 1969 το σοβιετικής καθοδήγησης καθεστώς απαγόρευσε την προβολή της ταινίας του με τίτλο Larks on a String που προβλήθηκε τελικά 20 χρόνια μετά όταν η Βελούδινη Επανάσταση έφερε το τέλος του καθεστώτος.
Οι ταινίες του διαπνέονται από ένα συνδυασμό ανθρωπιστικής αντίληψης και σαρκασμού. Αυτός ο συνδυασμός συχνά αποτελεί επιρροή των Τσέχων συγγραφέων των οποίων τα βιβλία μετατρέπει σε ταινίες (Bohumil Hrabal και Vladislav Vančura).
Η ταινία αφορά την 30χρονη και βάλε ιστορία του Jan Dite (σημαίνει Γιάννης-Παιδί), ενός Τσέχου «κοντούλη επαρχιώτη σερβιτόρου με υψηλές φιλοδοξίες», που στη δική του «γλώσσα» αλλά και πολλών άλλων, Τσέχων και μη, σημαίνει να γίνει …εκατομμυριούχος. Αντίθετα, όμως, με τον κανόνα που ισχύει στις περισσότερες των περιπτώσεων, δηλαδή, «άκου, βλέπε, σώπα», o Jan είναι οπαδός του δόγματος «άκου τα πάντα, βλέπε τα πάντα, και σε κάθε περίπτωση, δημιούργησε εσύ τις ευκαιρίες». Η Τσεχία από τη σιωπή του μετά την «Άνοιξη της Πράγας» και ύστερα ήταν του πρώτου δόγματος. Μετά τη «Βελούδινη Επανάσταση» του 1989 ασπάστηκε το δεύτερο δόγμα με μια θέρμη που δεν είχε επιφυλάξει για το πρώτο κι αυτό φαίνεται στην ταινία, όσο και αν ο σκηνοθέτης το ψιλοσαρκάζει.
Αρματωμένος με τη γνώση αυτή και με την ακαταμάχητη επιθυμία του να (εξ)υπηρετεί, ο Jan αφήνει την πρώτη του απασχόληση σε μία παμπ για έναν οίκο ανοχής πολυτελείας [όχι αηδίες τύπου Οίκος της Ηδονής (Bunny Ranch) που έδειχνε προσφάτως ένας τάχα μου ενημερωτικός τηλεοπτικός σταθμός] και αργότερα φεύγει κι από εκεί για να καταλήξει Maitre d’ once σε ένα Art Nouveau εστιατόριο ενός ξενοδοχείου πολυτελείας στην Πράγα.
Όμως, οι χαρούμενοι καιροί τελειώνουν. Ο ουρανός της Ευρώπης σκοτεινιάζει με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και των Ναζί στην εξουσία και τη μετάδοση του ρατσιστικού μίσους απ’ άκρη στην ήπειρο που υποτίθεται είναι λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι Εβραίοι λυντσάρονται στους δρόμους της Πράγας από Γερμανούς και Τσέχους, οι δημοκρατικοί πολίτες κουμπώνονται και προσπαθούν να ανταλλάξουν ιδέες για πρακτικές αντίστασης. Ο Jan στο μεταξύ ερωτεύεται και παντρεύεται την Liza, που νοιώθει υπερήφανη ως απόγονος της «Αρίας Φυλής» και αποστέλλεται στο πολωνικό μέτωπο ως στρατιωτίνα. Ο ίδιος μένει πίσω και τοποθετείται νοσοκόμος-σερβιτόρος σε ένα ναζιστικό ερευνητικό νοσοκομείο των SS. Όταν η Liza γυρνάει από το μέτωπο έχει μαζί της μια ολόκληρη περιουσία από σπάνια γραμματόσημα που άφησαν πίσω τους ένα ζευγάρι Εβραίων. Η Liza πεθαίνει και ο Jan πουλά τα γραμματόσημα και γίνεται επιτέλους …εκατομμυριούχος. Γεύεται το φρούτο του πλούτου για τρία χρόνια ώσπου οι κομμουνιστές καταλαμβάνουν την εξουσία, το πρώτης κατηγορίας ξενοδοχείο του εθνικοποιείται και ο Jan καταδικάζεται σε φυλάκιση 15 ετών όσα και τα εκατομμύριά του. Αποφυλακίζεται και στέλνεται εξορία σε μια ξεχαρβαλωμένη συνοριακή πόλη όπου ξαναθυμάται τα σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της ζωής του και αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν είχε παίξει ο ίδιος διαφορετικό ρόλο.
Oλα αυτά είναι ταυτόχρονα και ένας φόρος τιμής στους μεγάλους εκπροσώπους διάφορων κινηματογραφικών ειδών, π.χ. στην slapstick κωμωδία σε διάφορες σεκάνς όπως η απονομή του βραβείου στον Jan από τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, στις κωμικές ερωτικές ερωτικές ταινίες τύπου Εξομολογήσεις της δεκαετίας του ’70 με τα γυμνά γυναικεία κορμιά στο ερευνητικό κέντρο των SS, καθώς και στην ταινία American Beauty (ανακαλύψτε εσείς τη σεκάνς).
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια έμμεση κοινωνική κριτική των πάντων από το συγγραφέα και το σκηνοθέτη. Είναι τέτοια η μαεστρία του σκηνοθέτη να συνδυάζει το «μαγικό» με το «σοβαρό», το «αθώο» με το «γκρίζο» και να μιλήσεις έτσι για τις έννοιες της «απληστίας» και της «προτεραιότητας», για τον έρωτα και το «είναι» αλλά και να μας προβληματίσει σχετικά με το τι σημαίνει να είναι κανείς απολίτικος σε μια εποχή που όλοι με ρυθμούς φρενίτιδας τρέχουν όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που αν δεν με γελά η κρίση μου κάνει ορισμένες στιγμές και ο Woody Allen ώρες-ώρες. Πρόκειται, λοιπόν, για μία ακόμα «μεταμοντερνιστική» ταινία που παίζει με την αναφορά στα παλιότερα στυλ κινηματογραφικής γραφής για να μας δώσει μια φρέσκια ματιά πάνω στα θέματα της ιστορίας, του υποκειμένου και του ρόλο του αλλά και εμμέσως, πλην σαφώς, για το σήμερα, ένα σήμερα όπου μας προορίζουν για ένα μέλλον κατακερματισμένης ζωής στην οποία τα πάντα θα είναι θέμα «αξιοποίησης ευκαιριών.» Ένας άλλος τρόπος, δηλαδή, για να μας βάλουν στο «τριπάκι» του «ο σώζων εαυτό σωθήτω». Το παρατράβηξα, λέτε; Ε, εδώ είμαστε για να το συζητήσουμε νηφάλια, έστω και με …τσέχικες μπύρες
Ένας κριτικός κινηματογράφου έγραψε την εξής ατάκα: πρόκειται «για μια εποποιία καιροσκοπισμού, ταυτότητας, χρήματος, σεξ, και, βεβαίως, μπύρας. Και σεξ.» (Eddie Cockrell, περιοδικό Variety).
Πρωταγωνιστούν:
Ivan Barnev (ως νεαρός Jan Díte)
Oldrich Kaiser (ως ώριμος Jan Dite)
Julia Jentsch (ως Liza)
Martin Huba (ως Skrivánek)
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr
http://tsakiris.snn.gr
http://tsakthan.blogspot.com
http://tsakthan.wordpress.com
Σκέψεις για σκηνές από ταινία «Προσεχώς»29 Ιουλίου 2008
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης παρουσιάζει την ταινία
ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
(OBSLUHOVAL JSEM ANGLICKÉHO KRÁLE)
του Γίρι Μέντζελ (ΤΣΕΧΙΑ, 2006, έγχρωμη, 120΄)
Τρίτη, 29 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμΔημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Ο Γίρι Μέντζελ γεννήθηκες στις 23 Φεβρουαρίου στην Πράγα. Είναι ξακουστός Τσέχος σκηνοθέτηε κινηματογράφου και θεάτρου, ηθοποιός και σεναριογράφος. Έγινε διάσημος το 1967 με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν κερδίζοντας το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας, σε μια εποχή που προανήγγελλε την «Άνοιξη της Πράγας» και το πείραμα ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, το οποίο, όμως, καταπνίγηκε στο αίμα με την εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Άλλη μια ταινία του, η μαύρη κωμωδία My Sweet Little Village ήταν υποψήφια για την ίδια κατηγορία βραβείων. Το 1969 το σοβιετικής καθοδήγησης καθεστώς απαγόρευσε την προβολή της ταινίας του με τίτλο Larks on a String που προβλήθηκε τελικά 20 χρόνια μετά όταν η Βελούδινη Επανάσταση έφερε το τέλος του καθεστώτος.
Οι ταινίες του διαπνέονται από ένα συνδυασμό ανθρωπιστικής αντίληψης και σαρκασμού. Αυτός ο συνδυασμός συχνά αποτελεί επιρροή των Τσέχων συγγραφέων των οποίων τα βιβλία μετατρέπει σε ταινίες (Bohumil Hrabal και Vladislav Vančura).
Η ταινία αφορά την 30χρονη και βάλε ιστορία του Jan Dite (σημαίνει Γιάννης-Παιδί), ενός Τσέχου «κοντούλη επαρχιώτη σερβιτόρου με υψηλές φιλοδοξίες», που στη δική του «γλώσσα» αλλά και πολλών άλλων, Τσέχων και μη, σημαίνει να γίνει …εκατομμυριούχος. Αντίθετα, όμως, με τον κανόνα που ισχύει στις περισσότερες των περιπτώσεων, δηλαδή, «άκου, βλέπε, σώπα», o Jan είναι οπαδός του δόγματος «άκου τα πάντα, βλέπε τα πάντα, και σε κάθε περίπτωση, δημιούργησε εσύ τις ευκαιρίες». Η Τσεχία από τη σιωπή του μετά την «Άνοιξη της Πράγας» και ύστερα ήταν του πρώτου δόγματος. Μετά τη «Βελούδινη Επανάσταση» του 1989 ασπάστηκε το δεύτερο δόγμα με μια θέρμη που δεν είχε επιφυλάξει για το πρώτο κι αυτό φαίνεται στην ταινία, όσο και αν ο σκηνοθέτης το ψιλοσαρκάζει.
Αρματωμένος με τη γνώση αυτή και με την ακαταμάχητη επιθυμία του να (εξ)υπηρετεί, ο Jan αφήνει την πρώτη του απασχόληση σε μία παμπ για έναν οίκο ανοχής πολυτελείας [όχι αηδίες τύπου Οίκος της Ηδονής (Bunny Ranch) που έδειχνε προσφάτως ένας τάχα μου ενημερωτικός τηλεοπτικός σταθμός] και αργότερα φεύγει κι από εκεί για να καταλήξει Maitre d’ once σε ένα Art Nouveau εστιατόριο ενός ξενοδοχείου πολυτελείας στην Πράγα.
Όμως, οι χαρούμενοι καιροί τελειώνουν. Ο ουρανός της Ευρώπης σκοτεινιάζει με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και των Ναζί στην εξουσία και τη μετάδοση του ρατσιστικού μίσους απ’ άκρη στην ήπειρο που υποτίθεται είναι λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι Εβραίοι λυντσάρονται στους δρόμους της Πράγας από Γερμανούς και Τσέχους, οι δημοκρατικοί πολίτες κουμπώνονται και προσπαθούν να ανταλλάξουν ιδέες για πρακτικές αντίστασης. Ο Jan στο μεταξύ ερωτεύεται και παντρεύεται την Liza, που νοιώθει υπερήφανη ως απόγονος της «Αρίας Φυλής» και αποστέλλεται στο πολωνικό μέτωπο ως στρατιωτίνα. Ο ίδιος μένει πίσω και τοποθετείται νοσοκόμος-σερβιτόρος σε ένα ναζιστικό ερευνητικό νοσοκομείο των SS. Όταν η Liza γυρνάει από το μέτωπο έχει μαζί της μια ολόκληρη περιουσία από σπάνια γραμματόσημα που άφησαν πίσω τους ένα ζευγάρι Εβραίων. Η Liza πεθαίνει και ο Jan πουλά τα γραμματόσημα και γίνεται επιτέλους …εκατομμυριούχος. Γεύεται το φρούτο του πλούτου για τρία χρόνια ώσπου οι κομμουνιστές καταλαμβάνουν την εξουσία, το πρώτης κατηγορίας ξενοδοχείο του εθνικοποιείται και ο Jan καταδικάζεται σε φυλάκιση 15 ετών όσα και τα εκατομμύριά του. Αποφυλακίζεται και στέλνεται εξορία σε μια ξεχαρβαλωμένη συνοριακή πόλη όπου ξαναθυμάται τα σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της ζωής του και αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν είχε παίξει ο ίδιος διαφορετικό ρόλο.
Oλα αυτά είναι ταυτόχρονα και ένας φόρος τιμής στους μεγάλους εκπροσώπους διάφορων κινηματογραφικών ειδών, π.χ. στην slapstick κωμωδία σε διάφορες σεκάνς όπως η απονομή του βραβείου στον Jan από τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, στις κωμικές ερωτικές ερωτικές ταινίες τύπου Εξομολογήσεις της δεκαετίας του ’70 με τα γυμνά γυναικεία κορμιά στο ερευνητικό κέντρο των SS, καθώς και στην ταινία American Beauty (ανακαλύψτε εσείς τη σεκάνς).
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια έμμεση κοινωνική κριτική των πάντων από το συγγραφέα και το σκηνοθέτη. Είναι τέτοια η μαεστρία του σκηνοθέτη να συνδυάζει το «μαγικό» με το «σοβαρό», το «αθώο» με το «γκρίζο» και να μιλήσεις έτσι για τις έννοιες της «απληστίας» και της «προτεραιότητας», για τον έρωτα και το «είναι» αλλά και να μας προβληματίσει σχετικά με το τι σημαίνει να είναι κανείς απολίτικος σε μια εποχή που όλοι με ρυθμούς φρενίτιδας τρέχουν όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που αν δεν με γελά η κρίση μου κάνει ορισμένες στιγμές και ο Woody Allen ώρες-ώρες. Πρόκειται, λοιπόν, για μία ακόμα «μεταμοντερνιστική» ταινία που παίζει με την αναφορά στα παλιότερα στυλ κινηματογραφικής γραφής για να μας δώσει μια φρέσκια ματιά πάνω στα θέματα της ιστορίας, του υποκειμένου και του ρόλο του αλλά και εμμέσως, πλην σαφώς, για το σήμερα, ένα σήμερα όπου μας προορίζουν για ένα μέλλον κατακερματισμένης ζωής στην οποία τα πάντα θα είναι θέμα «αξιοποίησης ευκαιριών.» Ένας άλλος τρόπος, δηλαδή, για να μας βάλουν στο «τριπάκι» του «ο σώζων εαυτό σωθήτω». Το παρατράβηξα, λέτε; Ε, εδώ είμαστε για να το συζητήσουμε νηφάλια, έστω και με …τσέχικες μπύρες
Ένας κριτικός κινηματογράφου έγραψε την εξής ατάκα: πρόκειται «για μια εποποιία καιροσκοπισμού, ταυτότητας, χρήματος, σεξ, και, βεβαίως, μπύρας. Και σεξ.» (Eddie Cockrell, περιοδικό Variety).
Πρωταγωνιστούν:
Ivan Barnev (ως νεαρός Jan Díte)
Oldrich Kaiser (ως ώριμος Jan Dite)
Julia Jentsch (ως Liza)
Martin Huba (ως Skrivánek)
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr
http://tsakiris.snn.gr
http://tsakthan.blogspot.com
http://tsakthan.wordpress.com
Thursday, July 24, 2008
34 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
34 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
του Θανάση Τσακίρη
Η μεταπολίτευση βρήκε την Ελληνική οικονομία σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμός στασιμότητας και πληθωρισμού που επιδεινωνόταν και λόγω της συνέχισης της κρίσης του πετρελαίου) και την κοινωνία ανάστατη και αγανακτισμένη λόγω της εντονότατης πολιτικής καταπίεσης και της παραπέρα όξυνσης των υφιστάμενων κοινωνικο-οικονομικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Οι τελευταίες επιδεινώθηκαν στα τέλη της δικτατορίας. Οι μέσοι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν ολοένα και λιγότερο ώσπου το 1974 άρχισε η μείωσή τους.
Το φαινόμενο της μεταπολίτευσης και οι οικονομικο-κοινωνικές προϋποθέσεις για την εκδήλωσή του υπήρξε αντικείμενο μιας σειράς συγκριτικών μελετών και ερευνών. Τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν τα εξής: Προηγήθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης που έφτασαν σε ένα «κατώφλι» αναγκαίο για την εκδίπλωση του εκδημοκρατισμού; Οι πολιτικοί θεσμοί των δικτατορικών καθεστώτων δεν μπορούσαν πλέον να διαχειρισθούν τις οικονομίες με αυταρχικό τρόπο; Δημιούργησε η οικονομική μεταβολή πιο πλουραλιστικές –πληθυντικές κοινωνικές δομές συνοδευόμενες από ισχυρότερες και πιο αυτόνομες «κοινωνίες πολιτών»; Η υλική και πολιτιστική εξέλιξη των κοινωνιών αυτών οδήγησε στη ελάττωση της πόλωσης και στην επέκταση των δημοκρατικών αξιών; Οι προβληματικές οικονομικές επιδόσεις προκάλεσαν κρίση νομιμοποίησης των δικτατοριών; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δοθεί στα πλαίσια αυτής της εργασίας, είναι όμως άκρως ενδιαφέρουσα πρόκληση για την έρευνα. Έτσι θα περιοριστούμε σε περιληπτικές αναφορές στις βασικότερες απόψεις για το θέμα.
Η οικονομική ανάπτυξη θεωρείται σημαντική προϋπόθεση της ύπαρξης και λειτουργίας ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Καθώς οι βασικοί οικονομικοί δείκτες ανέβαιναν κατά τη δεκαετία του ’60 και η σχετική ευημερία της πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, παρά την έλλειψη οργανωμένου κράτους πρόνοιας, ήταν «εγγυημένη», τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν έδειχναν να ανησυχούν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η πετρελαϊκή κρίση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας και του πληθωρισμού αποτέλεσα το υπόστρωμα για την υπόκοφη και αργότερα φανερή διαμαρτυρία. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι στην κρίση νομιμοποίησης των αυταρχικών καθεστώτων συμβάλλει με σημαντικό τρόπο η αίσθηση των λαϊκών στρωμάτων ότι διακυβεύεται η σχετική και σταθερή οικονομική ευημερία τους. Παράλληλα όμως σημαντική είναι η επίδραση διεθνών παραγόντων και η δημοκρατική διάχυση (diffusion). Με λίγα λόγια, δημιουργείται ένα περιρρέον κλίμα δημοκρατίας. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη ούτε μονόδρομη και, εκτός των άλλων, δύσκολα επαναλαμβάνεται. Ενδεχομένως η διαδικασία να είναι καμπυλόγραμμη, δηλαδή ενώ η σχέση οικονομικής ανάπτυξης και δημοκρατίας είναι θετική, ο βαθμός στον οποίο η τάση για εκδημοκρατισμό είναι αυξητική μειώνεται όσο επιτυγχάνονται υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης («κατώφλι της δημοκρατίας»). Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση της «σταδιακής» (“step relationship”)σχέσης, όπου από το δημοκρατικό «κατώφλι» και πέρα αρχίζει το στάδιο της «απογείωσης» (take-off) της δημοκρατίας.
Όμως, πέρα από τις οικονομικές μεταβλητές άλλοι παράγοντες μεσολαβούν στη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης. Η οικονομική ανάπτυξη προωθεί τον εκδημοκρατισμό μόνο με την έννοια ότι «επιφέρει αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα και στην κοινωνική δομή». Έτσι, μπορούμε να συνοψίσουμε τους παράγοντες που μαζί με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης συντελούν στον εκδημοκρατισμό: «…σχετικά υψηλό επίπεδο κατά κεφαλή εισοδήματος και πλούτου, μακροπρόθεσμη αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος, υψηλός βαθμός αστικοποίησης, ραγδαία μειούμενος ή σχετικά μικρός αγροτικός πληθυσμός, μεγάλη επαγγελματική ποικιλομορφία, εκτεταμένη εγγραμματοσύνη, σχετικά μεγάλος αριθμός προσώπων που έχουν φοιτήσει σε ΑΕΙ…». Όπως ήδη είδαμε ορισμένες από αυτές τις συνθήκες που περιγράφονται στην παραπάνω θέση είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στην ελλνική περίπτωση: μακροπρόθεσμη αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος (παρότι χαμηλό σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες), υψηλός βαθμός αστικοποίησης (λόγω εσωτερικής μετανάστευσης μετά τον εμφύλιο και τη σχετική εκβιομηχάνιση και ανάπτυξη υπηρεσιών), ραγδαία μειούμενος ή σχετικά μικρός αγροτικός πληθυσμός (αποτέλεσμα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης), μεγάλη επαγγελματική ποικιλομορφία (λόγω της μικρής ανάπτυξης βιομηχανικού προλεταριάτου και μεγάλης έκτασης των ελευθέρων επαγγελμάτων και των υπηρεσιών), εκτεταμένη εγγραμματοσύνη (ήδη από το 19ο αιώνα η Ελλάδα ήταν σε πολύ καλή θέση όσον αφορά τη μέση και ανώτατη εκπαίδευση λόγω των ιδιόμορφων τρόπων κοινωνικής ανάπτυξης), σχετικά μεγάλος αριθμός προσώπων που έχουν φοιτήσει σε ΑΕΙ.
Ήταν μια θερμή ημέρα του Ιουλίου˙ θερμή από πολλές απόψεις. Η κυριότερη αιτία, όμως, ήταν μία˙ σε λίγες ώρες ένα ιδιωτικό αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στο δυτικό αεροδρόμιο του Ελληνικού και ο βασικός επιβάτης του θα γινόταν δεκτός από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες που τον περίμεναν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας να επαναφέρει τη δημοκρατία στη χώρα και να τιμωρήσει (σύνθημα «δώστε τη χούντα στο λαό») τη χούντα των συνταγματαρχών που επί εφτά χρόνια είχε καταργήσει κάθε έννοια ελευθερίας, δημοκρατίας και κράτους δικαίου.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα αναλάμβανε την 24η Ιουλίου 1974 με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας –παρά τον κατ’ ουσίαν δικομματικό χαρακτήρα της- να αποκαταστήσει την αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και να οδηγήσει τη χώρα σε ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές. Μετά από μια σειρά ενεργειών με τις οποίες εξαναγκάστηκαν οι στρατιωτικοί να επιστρέψουν στους στρατώνες και να πάψουν να επεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα με αυτή την ιδιότητα, η κυβέρνηση αυτή προχώρησε με ταχείς ρυθμούς στην προκύρηξη των εκλογών και στη νομιμοποίηση όλων των πολιτικών κομμάτων. Με πράξη της η κυβέρνηση κατήργησε τον εμφυλιακό νόμο 509 με τον οποίο οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στις εξορίες χιλιάδες μέλη του ηττημένου στον εμφύλιο πόλεμο ΚΚΕ αλλά και συνδικαλιστές που αρνήθηκαν να ενταχθούν στον κρατικό συνδικαλισμό των Μακρή και Θεοδώρου της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ανέδειξαν, λόγω συγκεκριμένης συγκυρίας και εκλογικού νόμου, παντοδύναμη τη Νέα Δημοκρατία, το νέο κόμμα της δεξάς που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής διαλύοντας την προδικτατορική ΕΡΕ, αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός μαζικού συντηρητικού κόμματος αρχών. Την ίδια περίοδο (3 Σεπτεμβρίου) το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ), δηλαδή η αντιστασιακή αντιδικτατορική οργάνωση που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, και η κεντροαριστερή αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα, .ιδρυσαν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα το οποίο αποσκοπούσε στον άμεσο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμός») της ελληνικής κοινωνίας με κοινοβουλευτικό τρόπο. Αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη περί επικείμενης αλλαγής και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ήταν διάχυτη σε ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που ασφυκτιούσαν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, παρά το γεγονός ότι για λόγους καθαρά συγκυριακούς δεν εκφράστηκε εκλογικά λόγω της θέλησης να εξασφαλιστει η δημοκρατική μετάβαση με την υπερψήφιση της ΝΔ και της Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και τη σχετικά χαμηλή εκλογική υποστήριξη για την αριστερά (ΠΑΣΟΚ, Ενωμένη Αριστερά, ΕΔΕ-Τροτσκιστές). Έτσι η μεταπολίτευση σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας πολιτικής περιόδου η οποία χαρακτηρίστηκε τόσο από τη ρήξη με το προδικτατορικό πολιτικό σύστημα όσο και από τη διατήρηση βασικών χαρακτηριστικών του. Το πολιτικό σύστημα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από την κατάργηση της μοναρχίας, την εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού και των ελεύθερων πλουραλιστικών εκλογών, τη νομιμοποίηση των κομμάτων της κομμουνιστικής αριστεράς, την αναζωογόνηση των συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων και την αθρόα συμμετοχή των πολιτών στα νέα πολιτικά κόμματα που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο (ΠΑΣΟΚ) και στα κόμματα της προηγούμενα παράνομης κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού, εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις). Ταυτόχρονα, όμως, παράλληλα με την ενίσχυση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και την προσπάθεια ενσωμάτωσης των ευρύτερων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων στην πολιτική ζωή της χώρας, έλαβε χώρα η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους και της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής του σε βαθμό τέτοιο ώστε το σύστημα να χαρακτηρισθεί ακόμη και ως «αυταρχικός κρατισμός». Συνεπώς, οι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης της μεταπολιτευτικής κομματικής δημοκρατίας μπορούν να εντοπιστούν τόσο στη μορφική της διάσταση όσο και στους μηχανισμούς της, στην σχέση του συστήματος με την κοινωνία και τους δικούς της θεσμούς εκπροσώπησης πέραν των κομμάτων που και αυτοί διαμορφώθηκαν από τις κομματικές ελίτ ιδιαίτερα αυτές που έλεγχαν το δρομολόγιο της μετάβασης στη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στη θεωρητική συζήτηση των τελευταίων ετών έχουν αναπτυχθεί μια σειρά προτάσεων ανάγνωσης και ερμηνείας της μεταπολιτευτικής περιόδου που προσπαθούν να εντοπίσουν είτε τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές της περιόδου αυτής είτε το «τέλος» της. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται π.χ. οι απόψεις περί πολιτισμικού δυϊσμού και της σύγκρουσης της κουλτούρας των «από κάτω» με αυτή των «από πάνω» ή οι απόψεις που εντοπίζουν τις κρίσιμες καμπές στις αλλαγές του 1981 (άνοδος ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) και του 1985 (ανάδειξη μονεταριστικών και φιλελεύθερων τάσεων στο ΠΑΣΟΚ). Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται κυρίως οι απόψεις πολιτικών και δημοσιολογούντων που στηρίζονται σε ντετερμινιστικές λογικές για να υποστηρίξουν τις θεωρίες του «τέλους της μεταπολίτευσης» αλλά και πολιτικών κοινωνιολόγων που υποστηρίζουν ότι από τη χρονιά αυτή μεταλλάσσεται το πολιτικό σκηνικό και συγκλίνουν οι πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων στο πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι δεν έχει επέλθει το τέλος της μεταπολίτευσης, καθόσον ότι ακόμη δεν έχει συμβεί κανένα παρόμοιο πολιτικό γεγονός που να καταγράφει την σημαντική και σε βάθος αλλαγή των λειτουργιών και της λογικής του πολιτικού συστήματος.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικά σε κάθε περίπτωση και, ιδιαίτερα, όταν ασχολούμαστε με μελέτες περιπτώσεων π.χ. του συνδικαλισμού ή όποιου άλλου κοινωνικού κινήματος όπου ισχύουν διαφορετικά κριτήρια περιοδολόγησης και αξιολόγησης..
Η 24η Ιουλίου 1974 αποτελεί τομή στις εξελίξεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας, γιατί ήταν η αρχή για την «οριστικοποίηση του δημοκρατικού-φιλελεύθερου κοινωνικού καθεστώτος» και την «δημοκρατική εξομάλυνση», που σήμαινε ότι πλέον είχαμε «δημοκρατία, κανονικές εναλλαγές στην εξουσία, αναμφισβήτητη οικονομική και κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη.» Όμως, η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία που ιδρύθηκε με τη μεταπολίτευση φαίνεται ότι διαθέτει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για την κατανόηση του ελληνικού συνδικαλισμού, και ιδιαίτερα του συνδικαλισμού στις τράπεζες. Αυτά τα χαρακτηριστικά «εδράζονται στις διαδικασίες μετάβασης στο δημοκρατικό πολίτευμα, όπου τα κόμματα και το υπό διαμόρφωση τότε κομματικό σύστημα ήταν πρωταγωνιστές αλλά και σκηνοθέτες». Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία είτε ήταν απούσα από τη διαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών ή, στην καλύτερη περίπτωση έπαιζε το ρόλο του κομπάρσου. Τα κόμματα διαχειρίστηκαν αυτή τη μετάβαση θετικά όσον αφορά τον ειρηνικό και σύντομο χαρακτήρα της αλλά από την άλλη περιόρισαν ασφυκτικά τις πρωτοβουλίες των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων και των εργαζομένων που δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ένα αυτόνομο διεκδικητικό κίνημα.
Η μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστώς αποτελεί μια χρονική περίοδο τομών στο πολιτικό επίπεδο που μας ενδιαφέρουν στο βαθμό που επέδρασαν στις κοινωνικές δομές και στις πολιτικές συμπεριφορές κοινωνικών τάξεων και μερίδων οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν τη διαμόρφωση των δομών του πολιτικού καθεστώτος. Επίσης, εκτός των άλλων, τίθενται ιδιαίτερα ερωτήματα που αφορούν τις συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές και διαφορές μεταξύ των κοινωνικών σχηματισμών που έβγαιναν τότε από τις περιόδους των δικτατοριών - Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία - ώστε να εντοπιστούν τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περίπτωσης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων γενικά και των εργαζομένων στις τράπεζες ιδιαίτερα.
Όπως τονιστηκε παραπάνω, η θεωρία περί της δομής των πολιτικών ευκαιριών αναδεικνύει τους πολιτικούς θεσμούς ως «στρόφιγγες» ροής δυνατοτήτων για το βαθμό επιτυχούς αντιμετώπισης και επίλυσης δομικών προβλημάτων. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που ανέλαβαν τη μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστως άνοιξαν τη «στρόφιγγα» μόνο μέχρις ενός βαθμού επιδιώκοντας να ελέγξουν τις εξελίξεις και να αποτρέψουν ανατρεπτικές κινητοποιήσεις μαζικής και ριζικής αριστερής αμφισβήτησης της νέας πολιτικής ελίτ και του καπιταλισμού εν γένει μεσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου οι απόηχοι του Γαλλικού Μάη δεν είχαν ακόμη εξασθενίσει. Μ’ αυτή την έννοια, υποαναπτύχθηκαν τα «μερικά καθεστώτα» σε αντιδιαστολή με το «γενικό καθεστώς» του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο έγινε στην Ελλάδα η μετάβαση στη δημοκρατία δείχνει από τη μια τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων στην προσπάθεια προσδιορισμού και ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν - αδιατάρακτη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης εν μέσω διεθνούς οικονομικής αστάθειας που εξελισσόταν σε κρίση και ένταξη νέων στρωμάτων εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία - και από την άλλη τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων που προσπαθεί να ανασυνταχθεί μετά την οδυνηρή ήττα που υπέστη κατά την εφτάχρονη δικτατορία και να ανιχνεύσει δρόμους για την ικανοποίηση άμεσων αιτημάτων των εργαζομένων που σχετίζονταν με τις μισθολογικές αυξήσεις - αντισταθμίσεις στην πληθωριστική διάβρωση των εισοδημάτων και με την κατοχύρωση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική οργάνωση, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Μ’ αυτή την έννοια, η δομή των πολιτικών ευκαιριών στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν σχεδόν απαγορευτική, τουλάχιστον την πρώτη φάση της, για την ανάπτυξη των εργατικών συνδικάτων σε αυτόνομη βάση και των εργασιακών σχέσεων σε βάση δημοκρατική και συνεργασιακή, όπως έγινε π.χ. στη Δυτικη Γερμανία και, κυρίως, στις Σκανδιναβικές χώρες που αποτέλεσαν τα πρότυπα του «κοινωνικού κορπορατισμού». Η βιβλιογραφική αναφορά στα ζητήματα αυτά δεν μπορεί ως τώρα να φωτίσει σε βάθος την έρευνά μας, μπορεί όμως να μας δώσει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν στην παραπέρα εξέταση του θέματος της μετάβασης και των παραγόντων που διαμόρφωσαν τους όρους και τις συνθήκες της πολιτικής παρέμβασης τόσο των αρχουσών τάξεων και στρωμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος.
Το συνδικαλιστικό κίνημα εισέρχεται στη μεταπολιτευτική περίοδο με μια βαριά κληρονομιά, έχοντας υποστεί πολλές κρατικές και εργοδοτικές παρεμβάσεις και λειτουργώντας υπό καθεστώς νομοθετικών περιορισμών στη δράση του. Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν άφησαν όμως μόνο τα αρνητικά σημάδια τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Παρά τις κρατικές και εργοδοτικές παρεμβάσεις και τους εγκάθετους μηχανισμούς εσωτερικής αστυνόμευσής του, το συνδικαλιστικό κίνημα είχε βρει ορισμένες διεξόδους και ανέπτυξε δράση σε βασικούς οικονομικούς κλάδους με μορφές συντονισμού που ανέδειξαν τα εργατικά αιτήματα και κατάφεραν σε πολλές περιπτώσεις να κερδίσουν βασικά δικαιώματα.
Η έρευνα εντόπισε δυο βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες που επέδρασαν στην ανάπτυξη και δράση του συνδικαλιστικού κινήματος των μισθωτών. Πρώτος παράγοντας που αναφέρεται σχεδόν από όλους τους συγγραφείς είναι η χρόνια οργανωτική αδυναμία του σ.κ.. Η αδυναμία αυτή αποτελεί ουσιαστικά αντανάκλαση της συνολικής αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας: πολλές μικρές επιχειρήσεις και λίγες μεγάλες, διαρκής αστάθεια στην κερδοφορία των επιχειρήσεων (ιδιαίτερα των μικρών) κλπ. Να προστεθεί επίσης ότι στη νέα βιομηχανική εργατική τάξη που διαμορφώθηκε τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες κυριαρχούν οι προερχόμενοι από τον αγροτικό τομέα εσωτερικοί μετανάστες πρώτης γενιάς που ακόμη δεν έχουν «συμβιβαστεί» με την προοπτική της μόνιμης και οριστικής εγκατάστασης στις μεγαλουπόλεις, έχουν ακόμη δεσμούς με την αγροτική οικογένεια του χωριού που σε κρίσιμες στιγμές συμβάλλει στην επιβίωση και επέκταση της εργατικής οικογένειας. Αυτή η δομή συμβάλλει με τη σειρά της στη διατύπωση και προβολή των εργατικών αιτημάτων και διεκδικήσεων που είναι κατά βάση οικονομικές. Η οργανωτική αδυναμία συνίσταται στον κατακερματισμό σε χιλιάδες ανταγωνιστικά σωματεία και αλληλεπικαλυπτόμενες ομοσπονδίες που αναπτύσσονται σε κλαδική και σε ομοιοεπαγγελματική βάση πριν από τη δικτατορία και σε επιχειρησιακή βάση κατά τη διάρκεια του “κινήματος των εργοστασιακών σωματείων”. Η έκφραση της πολύπλοκης αυτής διάρθρωσης αντικατοπτρίζεται και στο επίπεδο της ανώτατης διοίκησης της ΓΣΕΕ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μετάβασης, που δεν αποτελεί φορέα που να καλύπτει σε ισότιμη βάση τους εργαζόμενους της επικράτειας. Στη μεταβατική περίοδο συγκεκριμένες ομάδες συνδικαλιστών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς ή που ήταν ηγέτες “κίτρινων σωματείων” ελεγχόμενων από τους εργοδότες κατάφερναν, με τη βοήθεια και του εκλογικού συστήματος και του αποκλεισμού μαζικών ομοσπονδιών από τη ΓΣΕΕ, να ελέγχουν σημαντικό μέρος της πλειοψηφίας της διοίκησης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Δεύτερος σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας είναι η περιορισμένη χρονική διάρκεια της μετάβασης από την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος ως την ουσιαστική και τυπική καθιέρωση του δημοκρατικού καθεστώτος που ολοκληρώθηκε με την ψήφιση του νέου Συντάγματος το 1975. Οι κυρίαρχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που εκφράστηκαν στην περίοδο της μετάβασης μέσα από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα επεδίωκαν την ενσωμάτωση όσο το δυνατόν περισσότερων μετριοπαθών συνδικαλιστικών δυνάμεων σε μια νέα συμμαχία που να εγγυάται την ομαλή μετάβαση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Βέβαια, επρόκειτο για προσπάθεια που έπρεπε να αναμετρηθεί και με τις παραδοσιακές πολιτικές της Ελληνικής Δεξιάς (πελατειακό σύστημα κυριαρχίας επί των κυριαρχούμενων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, κλασικός αντικομμουνισμός, κατάλοιπα του μετεμφυλιακού και του δικτατορικού καθεστώτος, κρατικοδίαιτοι εργοδότες που δεν γνώριζαν άλλη πολιτική αντιμετώπισης της εργατικής δυσαρέσκειας από αυτή της καταστολής κλπ). Από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος δεν ήταν δυνατή η παρέμβαση στις εξελίξεις που ακολούθησαν την τομή της κατάρρευσης της δικτατορίας ως την συνταγματική καθιέρωση της δημοκρατίας όχι μόνο επειδή ο οργανωτικός κατακερματισμός παρέλυε το σ.κ. αλλά και γιατί οι εναλλακτικές στρατηγικές ανάπτυξης του σ.κ. δεν είχαν καταφέρει να εκφραστούν στο εσωτερικό του. Οι αντιδικτατορικές συνδικαλιστικές παρατάξεις (ΑΕΜ, ΕΣΑΚ, ΔΕΚΕ) δεν κατάφεραν - ή και δεν ήθελαν - να διεισδύσουν στο σ.κ. κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και να δώσουν μια διαφορετική προοπτική. Οι όποιες αντιστάσεις και διεκδικήσεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ιδιαίτερα στη φάση της “φιλελευθεροποίησης” επί Μαρκεζίνη, εκφράστηκαν είτε από νέες συνδικαλιστικές φυσιογνωμίες (βλ. κινητοποιήσεις στα τρόλεϊ) που δεν είχαν οργανική, τουλάχιστον, σχέση με τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ., ΕΔΑ) είτε από παραδοσιακούς δεξιούς συνδικαλιστές που διατηρούσαν “γέφυρες” με τις δικτατορικές “κυβερνήσεις” και σε συγκεκριμένες προσπάθειες αφαίρεσης κεκτημένων (π.χ. προσπάθεια ενοποίησης ασφαλιστικών ταμείων τραπεζικών υπαλλήλων και ένταξής τους στο ΙΚΑ) επικαλέστηκαν τη συνδικαλιστική δύναμη και παράδοση του κλάδου για να αποτρέψουν τις άσχημες εξελίξεις. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν αυτό της διορισμένης διοίκησης της ΟΤΟΕ. Στο 5ο Πανελλαδικό Συνέδριο της ομοσπονδίας (5 και 6 Ιουλίου 1971) ελήφθη απόφαση να υπερασπιστεί ο κλάδος τα κεκτημένα δικαιώματα στο Ασφαλιστικό με όλες τις δυνάμεις του. Στις 20/11/1972 συνεκλήθη εκτάκτως συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου που αποφάσισε την κήρυξη 24ωρης απεργίας για την Παρασκευή (24/11) εναντίον της συγχώνευσης των ταμείων και της ένταξής τους στο ΙΚΑ. Η απόφαση αυτή τάραξε την κυβέρνηση της χούντας που πάγωσε τη συζήτηση του θέματος στη λεγόμενη «Συμβουλευτική Συνέλευση». Έτσι η διοίκηση της ΟΤΟΕ ανακάλεσε την απεργία. Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται και να δραστηριοποιούνται ανεξάρτητοι συνδικαλιστές στις ιδιωτικές και τις ξένες τράπεζες, ορισμένοι εκ των οποίων εξελέγησαν στο Γενικό Συμβούλιο της ΟΤΟΕ (π.χ. Τάσος Λιουδάκης από την American Express). Η κάλυψη των πολιτικών κενών αντιπολίτευσης έγινε εκ των υστέρων με την ανασύνταξη των αντιδικτατορικών συνδικαλιστικών παρατάξεων και την πρόσδεσή τους στα πολιτικά κόμματα.
Εξίσου σημαντικοί παράγοντες που έλκουν την καταγωγή τους στην μετεμφυλιακή περίοδο και που επηρέασαν τον τρόπο άσκησης εξουσίας και την πολιτική κουλτούρα και συμπεριφορά της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η κομματική πόλωση, η εμμονή σε πελατειακές πρακτικές και ο κρατικός παρεμβατισμός σε όλες τις μορφές και πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Η μεταφορά του κοινοβουλευτικού τρόπου πολιτικής παρέμβασης στο συνδικαλιστικό χώρο αποτέλεσε σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, ανασταλτικό παράγοντα, εκτός των προαναφερθέντων, στην προσπάθεια της αυτόνομης ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Όμως τα ζητήματα της μετάβασης θέτουν γενικότερα και ειδικότερα ερωτήματα που σχετίζονται με τις σχέσεις της κοινωνίας και του κράτους, με τους κοινωνικούς ταξικούς συσχετισμού, την ενσωμάτωση ή τον ανταγωνισμό των κοινωνικών ομάδων στο γενικότερο πολιτικό σύστημα, τη δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να αναγνωρίσει το παρελθόν του και να διδαχθεί από αυτό, τη σχέση του με τα νέα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούν τους όρους νέων κοινωνικών αιτημάτων και κινημάτων, τη σχέση του συνδικαλιστικού κινήματος με τα κόμματα και ιδιαίτερα με τα κόμματα εκείνα που επικαλούνται την εργατική τάξη ως κοινωνική βάση τους, τη διεθνή οικονομική και πολιτική συγκυρία (οικονομική κρίση, ελληνοτουρκική κρίση) και το διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η οικονομία κατά το 1974 πήγαινε από το κακό στο χειρότερο βοηθούσης της γενικότερης διεθνούς οικονομικής κρίσης του πετρελαίου. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή, ως δείκτης πληθωρισμού, είχε φτάσει στο 26,9%. Η επενδυτική δραστηριότητα για κατοικίες από αυξηση 33% το 1972 και 13% το 1973 σημείωσε μεγάλη μείωση κατά 33%. Οι επενδύσεις υποχώρησαν σε άλλους οικονομικούς τομείς: γεωργία –26%, ορυχεία –36% μεταφορές-επικοινωνίες –36% και δημόσεις επενδύσεις –26%. Λόγω της κυπριακής κρίσης αλλά και της γενικότερης οικονομικής ανασφάλειας μειώθηκαν σημαντικά οι τουριστικές αφίξεις με συνέπειες στην τουριστική επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και στο λογαριασμό των αδήλων πόρων που τροφοδοτείτο από το σημαντικό αριθμό των μεταναστευτικών εμβασμάτων προς την ελληνική μητέρα-πατρίδα. Άρχισε επίσης για τους ίδιους λόγους (οικονομική κρίση στη Δυτική Ευρώπη) η μείωση του ρόλου της μετανάστευσης προς το εξωτερικό ως ασφαλιστική δικλείδα μείωσης της ανεργίας και της υποαπασχόλησης ενώ το 1975 θα άρχιζε η επιστροφή των Ελλήνων μεταναστών να γίνεται υψηλότερη σε σχέση με τη μεταναστευση.
Το γενικό πλαίσιο των πρώτων κυβερνήσεων της ΝΔ υπό τον Κ.Καραμανλή (1974-1977 και 1977-1979) ήταν σε γενικές γραμμές στη γραμμή «νομισματική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη» και «εκλογίκευση των συνθηκών λειτουργίας της οικονομίας», αποσκοπώντας στην χαλάρωση των πληθωριστικών πιέσεων. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, παρ’ όλο που δηλωνε οπαδός της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, τόνιζε ότι «η σύγχρονη ελευθέρα οικονομία δεν έχει καμμίαν απολύτως σχέσιν με την λεγόμενη ‘φιλελεύθερη’ οικονομική πολιτική των ιστορικά ξεπερασμένων συστημάτων που ίσχυσαν μέχρι και των αρχών του αιώνος». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση ορισμένων σκανδάλων από τη μια (υπόθεση Ανδρεάδη) και στην υποβοήθηση της οικονομικής ανάπτυξης ιδιαίτερα σε τομείς όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο είτε προέβαινε σε «απεργία επενδύσεων» λόγω της «σοσιαλμανίας» της κυβέρνησης είτε δεν ήταν σε θέση να αναλάβει τις κεφαλαιακές δαπάνες για επενδύσεις σε ασύμφορους γι’ αυτό τομείς, η κυβέρνηση προχώρησε σε κρατικοποιήσεις μεγάλων εταιριών, όπως ο όμιλος Ανδρεάδη (Εμπορική Τράπεζα κλπ), Ολυμπιακή, αστικές συγκοινωνίες Αθήνας, ή σε ίδρυση νέων κρατικών επιχειρήσεων (ΟΠΕ, ΕΒΟ, ΕΑΒ κ.α.). Ο Κ. Καραμανλής «υιοθέτησε τη θεωρία του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, η οποία ήταν ένα μίγμα ανάμεσα στην ελεύθερη οικονομία και στην έντονη κρατική παρέμβαση σε τομείς οι οποίοι κρίνονταν ως επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο. Χαρακτηριστική επίσης είναι και ο διαχωρισμό της οικονομικής πολιτικής με τον οικονομικό φιλελευθερισμό ο οποίος θεωρείται ξεπερασμένος. Η οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας φτάνει ακόμα και στην εισαγωγή μέτρων περιορισμού της δράσης τόσο των μονοπωλίων όσο και των ολιγοπωλίων.»
Η έναρξη της δεύτερη ενεργειακής κρίσης, όμως, είχε πολύ δυσμενέστερα αποτελέσματα από την πρώτη με αποτέλεσμα την εκ νέου άνθιση του πληθωρισμού και της ανεργίας. Η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη (1980-1981) προσπάθησε να αντιστρέψει κάπως την κατάσταση περιοριζόμενη τόσο λόγω των εξελίξεων στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον (επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, ένταξη στην ΕΟΚ) όσο και λόγω των κοινωνικών πιέσεων που ασκούσαν οι υφιστάμενες τις συνέπειες της περιοριστικής πολιτικής των προηγούμενων χρόνων εργατικές τάξεις και στρώματα (με αιχμή τους εργαζόμενους σε Δημόσιες Επιχειρήσεις και τράπεζες) αλλά και των πολιτικών πιέσεων που ασκούσε η διαγραφόμενη στον ορίζοντα άνετη εκλογική επικράτηση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις επερχόμενες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981.
του Θανάση Τσακίρη
Η μεταπολίτευση βρήκε την Ελληνική οικονομία σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμός στασιμότητας και πληθωρισμού που επιδεινωνόταν και λόγω της συνέχισης της κρίσης του πετρελαίου) και την κοινωνία ανάστατη και αγανακτισμένη λόγω της εντονότατης πολιτικής καταπίεσης και της παραπέρα όξυνσης των υφιστάμενων κοινωνικο-οικονομικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Οι τελευταίες επιδεινώθηκαν στα τέλη της δικτατορίας. Οι μέσοι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν ολοένα και λιγότερο ώσπου το 1974 άρχισε η μείωσή τους.
Το φαινόμενο της μεταπολίτευσης και οι οικονομικο-κοινωνικές προϋποθέσεις για την εκδήλωσή του υπήρξε αντικείμενο μιας σειράς συγκριτικών μελετών και ερευνών. Τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν τα εξής: Προηγήθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης που έφτασαν σε ένα «κατώφλι» αναγκαίο για την εκδίπλωση του εκδημοκρατισμού; Οι πολιτικοί θεσμοί των δικτατορικών καθεστώτων δεν μπορούσαν πλέον να διαχειρισθούν τις οικονομίες με αυταρχικό τρόπο; Δημιούργησε η οικονομική μεταβολή πιο πλουραλιστικές –πληθυντικές κοινωνικές δομές συνοδευόμενες από ισχυρότερες και πιο αυτόνομες «κοινωνίες πολιτών»; Η υλική και πολιτιστική εξέλιξη των κοινωνιών αυτών οδήγησε στη ελάττωση της πόλωσης και στην επέκταση των δημοκρατικών αξιών; Οι προβληματικές οικονομικές επιδόσεις προκάλεσαν κρίση νομιμοποίησης των δικτατοριών; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δοθεί στα πλαίσια αυτής της εργασίας, είναι όμως άκρως ενδιαφέρουσα πρόκληση για την έρευνα. Έτσι θα περιοριστούμε σε περιληπτικές αναφορές στις βασικότερες απόψεις για το θέμα.
Η οικονομική ανάπτυξη θεωρείται σημαντική προϋπόθεση της ύπαρξης και λειτουργίας ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Καθώς οι βασικοί οικονομικοί δείκτες ανέβαιναν κατά τη δεκαετία του ’60 και η σχετική ευημερία της πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, παρά την έλλειψη οργανωμένου κράτους πρόνοιας, ήταν «εγγυημένη», τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν έδειχναν να ανησυχούν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η πετρελαϊκή κρίση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας και του πληθωρισμού αποτέλεσα το υπόστρωμα για την υπόκοφη και αργότερα φανερή διαμαρτυρία. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι στην κρίση νομιμοποίησης των αυταρχικών καθεστώτων συμβάλλει με σημαντικό τρόπο η αίσθηση των λαϊκών στρωμάτων ότι διακυβεύεται η σχετική και σταθερή οικονομική ευημερία τους. Παράλληλα όμως σημαντική είναι η επίδραση διεθνών παραγόντων και η δημοκρατική διάχυση (diffusion). Με λίγα λόγια, δημιουργείται ένα περιρρέον κλίμα δημοκρατίας. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη ούτε μονόδρομη και, εκτός των άλλων, δύσκολα επαναλαμβάνεται. Ενδεχομένως η διαδικασία να είναι καμπυλόγραμμη, δηλαδή ενώ η σχέση οικονομικής ανάπτυξης και δημοκρατίας είναι θετική, ο βαθμός στον οποίο η τάση για εκδημοκρατισμό είναι αυξητική μειώνεται όσο επιτυγχάνονται υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης («κατώφλι της δημοκρατίας»). Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση της «σταδιακής» (“step relationship”)σχέσης, όπου από το δημοκρατικό «κατώφλι» και πέρα αρχίζει το στάδιο της «απογείωσης» (take-off) της δημοκρατίας.
Όμως, πέρα από τις οικονομικές μεταβλητές άλλοι παράγοντες μεσολαβούν στη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης. Η οικονομική ανάπτυξη προωθεί τον εκδημοκρατισμό μόνο με την έννοια ότι «επιφέρει αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα και στην κοινωνική δομή». Έτσι, μπορούμε να συνοψίσουμε τους παράγοντες που μαζί με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης συντελούν στον εκδημοκρατισμό: «…σχετικά υψηλό επίπεδο κατά κεφαλή εισοδήματος και πλούτου, μακροπρόθεσμη αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος, υψηλός βαθμός αστικοποίησης, ραγδαία μειούμενος ή σχετικά μικρός αγροτικός πληθυσμός, μεγάλη επαγγελματική ποικιλομορφία, εκτεταμένη εγγραμματοσύνη, σχετικά μεγάλος αριθμός προσώπων που έχουν φοιτήσει σε ΑΕΙ…». Όπως ήδη είδαμε ορισμένες από αυτές τις συνθήκες που περιγράφονται στην παραπάνω θέση είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στην ελλνική περίπτωση: μακροπρόθεσμη αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος (παρότι χαμηλό σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες), υψηλός βαθμός αστικοποίησης (λόγω εσωτερικής μετανάστευσης μετά τον εμφύλιο και τη σχετική εκβιομηχάνιση και ανάπτυξη υπηρεσιών), ραγδαία μειούμενος ή σχετικά μικρός αγροτικός πληθυσμός (αποτέλεσμα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης), μεγάλη επαγγελματική ποικιλομορφία (λόγω της μικρής ανάπτυξης βιομηχανικού προλεταριάτου και μεγάλης έκτασης των ελευθέρων επαγγελμάτων και των υπηρεσιών), εκτεταμένη εγγραμματοσύνη (ήδη από το 19ο αιώνα η Ελλάδα ήταν σε πολύ καλή θέση όσον αφορά τη μέση και ανώτατη εκπαίδευση λόγω των ιδιόμορφων τρόπων κοινωνικής ανάπτυξης), σχετικά μεγάλος αριθμός προσώπων που έχουν φοιτήσει σε ΑΕΙ.
Ήταν μια θερμή ημέρα του Ιουλίου˙ θερμή από πολλές απόψεις. Η κυριότερη αιτία, όμως, ήταν μία˙ σε λίγες ώρες ένα ιδιωτικό αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στο δυτικό αεροδρόμιο του Ελληνικού και ο βασικός επιβάτης του θα γινόταν δεκτός από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες που τον περίμεναν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας να επαναφέρει τη δημοκρατία στη χώρα και να τιμωρήσει (σύνθημα «δώστε τη χούντα στο λαό») τη χούντα των συνταγματαρχών που επί εφτά χρόνια είχε καταργήσει κάθε έννοια ελευθερίας, δημοκρατίας και κράτους δικαίου.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα αναλάμβανε την 24η Ιουλίου 1974 με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας –παρά τον κατ’ ουσίαν δικομματικό χαρακτήρα της- να αποκαταστήσει την αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και να οδηγήσει τη χώρα σε ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές. Μετά από μια σειρά ενεργειών με τις οποίες εξαναγκάστηκαν οι στρατιωτικοί να επιστρέψουν στους στρατώνες και να πάψουν να επεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα με αυτή την ιδιότητα, η κυβέρνηση αυτή προχώρησε με ταχείς ρυθμούς στην προκύρηξη των εκλογών και στη νομιμοποίηση όλων των πολιτικών κομμάτων. Με πράξη της η κυβέρνηση κατήργησε τον εμφυλιακό νόμο 509 με τον οποίο οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στις εξορίες χιλιάδες μέλη του ηττημένου στον εμφύλιο πόλεμο ΚΚΕ αλλά και συνδικαλιστές που αρνήθηκαν να ενταχθούν στον κρατικό συνδικαλισμό των Μακρή και Θεοδώρου της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ανέδειξαν, λόγω συγκεκριμένης συγκυρίας και εκλογικού νόμου, παντοδύναμη τη Νέα Δημοκρατία, το νέο κόμμα της δεξάς που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής διαλύοντας την προδικτατορική ΕΡΕ, αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός μαζικού συντηρητικού κόμματος αρχών. Την ίδια περίοδο (3 Σεπτεμβρίου) το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ), δηλαδή η αντιστασιακή αντιδικτατορική οργάνωση που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, και η κεντροαριστερή αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα, .ιδρυσαν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα το οποίο αποσκοπούσε στον άμεσο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμός») της ελληνικής κοινωνίας με κοινοβουλευτικό τρόπο. Αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη περί επικείμενης αλλαγής και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ήταν διάχυτη σε ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που ασφυκτιούσαν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, παρά το γεγονός ότι για λόγους καθαρά συγκυριακούς δεν εκφράστηκε εκλογικά λόγω της θέλησης να εξασφαλιστει η δημοκρατική μετάβαση με την υπερψήφιση της ΝΔ και της Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και τη σχετικά χαμηλή εκλογική υποστήριξη για την αριστερά (ΠΑΣΟΚ, Ενωμένη Αριστερά, ΕΔΕ-Τροτσκιστές). Έτσι η μεταπολίτευση σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας πολιτικής περιόδου η οποία χαρακτηρίστηκε τόσο από τη ρήξη με το προδικτατορικό πολιτικό σύστημα όσο και από τη διατήρηση βασικών χαρακτηριστικών του. Το πολιτικό σύστημα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από την κατάργηση της μοναρχίας, την εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού και των ελεύθερων πλουραλιστικών εκλογών, τη νομιμοποίηση των κομμάτων της κομμουνιστικής αριστεράς, την αναζωογόνηση των συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων και την αθρόα συμμετοχή των πολιτών στα νέα πολιτικά κόμματα που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο (ΠΑΣΟΚ) και στα κόμματα της προηγούμενα παράνομης κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού, εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις). Ταυτόχρονα, όμως, παράλληλα με την ενίσχυση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και την προσπάθεια ενσωμάτωσης των ευρύτερων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων στην πολιτική ζωή της χώρας, έλαβε χώρα η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους και της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής του σε βαθμό τέτοιο ώστε το σύστημα να χαρακτηρισθεί ακόμη και ως «αυταρχικός κρατισμός». Συνεπώς, οι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης της μεταπολιτευτικής κομματικής δημοκρατίας μπορούν να εντοπιστούν τόσο στη μορφική της διάσταση όσο και στους μηχανισμούς της, στην σχέση του συστήματος με την κοινωνία και τους δικούς της θεσμούς εκπροσώπησης πέραν των κομμάτων που και αυτοί διαμορφώθηκαν από τις κομματικές ελίτ ιδιαίτερα αυτές που έλεγχαν το δρομολόγιο της μετάβασης στη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στη θεωρητική συζήτηση των τελευταίων ετών έχουν αναπτυχθεί μια σειρά προτάσεων ανάγνωσης και ερμηνείας της μεταπολιτευτικής περιόδου που προσπαθούν να εντοπίσουν είτε τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές της περιόδου αυτής είτε το «τέλος» της. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται π.χ. οι απόψεις περί πολιτισμικού δυϊσμού και της σύγκρουσης της κουλτούρας των «από κάτω» με αυτή των «από πάνω» ή οι απόψεις που εντοπίζουν τις κρίσιμες καμπές στις αλλαγές του 1981 (άνοδος ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) και του 1985 (ανάδειξη μονεταριστικών και φιλελεύθερων τάσεων στο ΠΑΣΟΚ). Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται κυρίως οι απόψεις πολιτικών και δημοσιολογούντων που στηρίζονται σε ντετερμινιστικές λογικές για να υποστηρίξουν τις θεωρίες του «τέλους της μεταπολίτευσης» αλλά και πολιτικών κοινωνιολόγων που υποστηρίζουν ότι από τη χρονιά αυτή μεταλλάσσεται το πολιτικό σκηνικό και συγκλίνουν οι πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων στο πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι δεν έχει επέλθει το τέλος της μεταπολίτευσης, καθόσον ότι ακόμη δεν έχει συμβεί κανένα παρόμοιο πολιτικό γεγονός που να καταγράφει την σημαντική και σε βάθος αλλαγή των λειτουργιών και της λογικής του πολιτικού συστήματος.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικά σε κάθε περίπτωση και, ιδιαίτερα, όταν ασχολούμαστε με μελέτες περιπτώσεων π.χ. του συνδικαλισμού ή όποιου άλλου κοινωνικού κινήματος όπου ισχύουν διαφορετικά κριτήρια περιοδολόγησης και αξιολόγησης..
Η 24η Ιουλίου 1974 αποτελεί τομή στις εξελίξεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας, γιατί ήταν η αρχή για την «οριστικοποίηση του δημοκρατικού-φιλελεύθερου κοινωνικού καθεστώτος» και την «δημοκρατική εξομάλυνση», που σήμαινε ότι πλέον είχαμε «δημοκρατία, κανονικές εναλλαγές στην εξουσία, αναμφισβήτητη οικονομική και κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη.» Όμως, η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία που ιδρύθηκε με τη μεταπολίτευση φαίνεται ότι διαθέτει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για την κατανόηση του ελληνικού συνδικαλισμού, και ιδιαίτερα του συνδικαλισμού στις τράπεζες. Αυτά τα χαρακτηριστικά «εδράζονται στις διαδικασίες μετάβασης στο δημοκρατικό πολίτευμα, όπου τα κόμματα και το υπό διαμόρφωση τότε κομματικό σύστημα ήταν πρωταγωνιστές αλλά και σκηνοθέτες». Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία είτε ήταν απούσα από τη διαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών ή, στην καλύτερη περίπτωση έπαιζε το ρόλο του κομπάρσου. Τα κόμματα διαχειρίστηκαν αυτή τη μετάβαση θετικά όσον αφορά τον ειρηνικό και σύντομο χαρακτήρα της αλλά από την άλλη περιόρισαν ασφυκτικά τις πρωτοβουλίες των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων και των εργαζομένων που δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ένα αυτόνομο διεκδικητικό κίνημα.
Η μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστώς αποτελεί μια χρονική περίοδο τομών στο πολιτικό επίπεδο που μας ενδιαφέρουν στο βαθμό που επέδρασαν στις κοινωνικές δομές και στις πολιτικές συμπεριφορές κοινωνικών τάξεων και μερίδων οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν τη διαμόρφωση των δομών του πολιτικού καθεστώτος. Επίσης, εκτός των άλλων, τίθενται ιδιαίτερα ερωτήματα που αφορούν τις συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές και διαφορές μεταξύ των κοινωνικών σχηματισμών που έβγαιναν τότε από τις περιόδους των δικτατοριών - Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία - ώστε να εντοπιστούν τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περίπτωσης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων γενικά και των εργαζομένων στις τράπεζες ιδιαίτερα.
Όπως τονιστηκε παραπάνω, η θεωρία περί της δομής των πολιτικών ευκαιριών αναδεικνύει τους πολιτικούς θεσμούς ως «στρόφιγγες» ροής δυνατοτήτων για το βαθμό επιτυχούς αντιμετώπισης και επίλυσης δομικών προβλημάτων. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που ανέλαβαν τη μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστως άνοιξαν τη «στρόφιγγα» μόνο μέχρις ενός βαθμού επιδιώκοντας να ελέγξουν τις εξελίξεις και να αποτρέψουν ανατρεπτικές κινητοποιήσεις μαζικής και ριζικής αριστερής αμφισβήτησης της νέας πολιτικής ελίτ και του καπιταλισμού εν γένει μεσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου οι απόηχοι του Γαλλικού Μάη δεν είχαν ακόμη εξασθενίσει. Μ’ αυτή την έννοια, υποαναπτύχθηκαν τα «μερικά καθεστώτα» σε αντιδιαστολή με το «γενικό καθεστώς» του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο έγινε στην Ελλάδα η μετάβαση στη δημοκρατία δείχνει από τη μια τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων στην προσπάθεια προσδιορισμού και ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν - αδιατάρακτη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης εν μέσω διεθνούς οικονομικής αστάθειας που εξελισσόταν σε κρίση και ένταξη νέων στρωμάτων εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία - και από την άλλη τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων που προσπαθεί να ανασυνταχθεί μετά την οδυνηρή ήττα που υπέστη κατά την εφτάχρονη δικτατορία και να ανιχνεύσει δρόμους για την ικανοποίηση άμεσων αιτημάτων των εργαζομένων που σχετίζονταν με τις μισθολογικές αυξήσεις - αντισταθμίσεις στην πληθωριστική διάβρωση των εισοδημάτων και με την κατοχύρωση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική οργάνωση, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Μ’ αυτή την έννοια, η δομή των πολιτικών ευκαιριών στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν σχεδόν απαγορευτική, τουλάχιστον την πρώτη φάση της, για την ανάπτυξη των εργατικών συνδικάτων σε αυτόνομη βάση και των εργασιακών σχέσεων σε βάση δημοκρατική και συνεργασιακή, όπως έγινε π.χ. στη Δυτικη Γερμανία και, κυρίως, στις Σκανδιναβικές χώρες που αποτέλεσαν τα πρότυπα του «κοινωνικού κορπορατισμού». Η βιβλιογραφική αναφορά στα ζητήματα αυτά δεν μπορεί ως τώρα να φωτίσει σε βάθος την έρευνά μας, μπορεί όμως να μας δώσει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν στην παραπέρα εξέταση του θέματος της μετάβασης και των παραγόντων που διαμόρφωσαν τους όρους και τις συνθήκες της πολιτικής παρέμβασης τόσο των αρχουσών τάξεων και στρωμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος.
Το συνδικαλιστικό κίνημα εισέρχεται στη μεταπολιτευτική περίοδο με μια βαριά κληρονομιά, έχοντας υποστεί πολλές κρατικές και εργοδοτικές παρεμβάσεις και λειτουργώντας υπό καθεστώς νομοθετικών περιορισμών στη δράση του. Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν άφησαν όμως μόνο τα αρνητικά σημάδια τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Παρά τις κρατικές και εργοδοτικές παρεμβάσεις και τους εγκάθετους μηχανισμούς εσωτερικής αστυνόμευσής του, το συνδικαλιστικό κίνημα είχε βρει ορισμένες διεξόδους και ανέπτυξε δράση σε βασικούς οικονομικούς κλάδους με μορφές συντονισμού που ανέδειξαν τα εργατικά αιτήματα και κατάφεραν σε πολλές περιπτώσεις να κερδίσουν βασικά δικαιώματα.
Η έρευνα εντόπισε δυο βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες που επέδρασαν στην ανάπτυξη και δράση του συνδικαλιστικού κινήματος των μισθωτών. Πρώτος παράγοντας που αναφέρεται σχεδόν από όλους τους συγγραφείς είναι η χρόνια οργανωτική αδυναμία του σ.κ.. Η αδυναμία αυτή αποτελεί ουσιαστικά αντανάκλαση της συνολικής αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας: πολλές μικρές επιχειρήσεις και λίγες μεγάλες, διαρκής αστάθεια στην κερδοφορία των επιχειρήσεων (ιδιαίτερα των μικρών) κλπ. Να προστεθεί επίσης ότι στη νέα βιομηχανική εργατική τάξη που διαμορφώθηκε τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες κυριαρχούν οι προερχόμενοι από τον αγροτικό τομέα εσωτερικοί μετανάστες πρώτης γενιάς που ακόμη δεν έχουν «συμβιβαστεί» με την προοπτική της μόνιμης και οριστικής εγκατάστασης στις μεγαλουπόλεις, έχουν ακόμη δεσμούς με την αγροτική οικογένεια του χωριού που σε κρίσιμες στιγμές συμβάλλει στην επιβίωση και επέκταση της εργατικής οικογένειας. Αυτή η δομή συμβάλλει με τη σειρά της στη διατύπωση και προβολή των εργατικών αιτημάτων και διεκδικήσεων που είναι κατά βάση οικονομικές. Η οργανωτική αδυναμία συνίσταται στον κατακερματισμό σε χιλιάδες ανταγωνιστικά σωματεία και αλληλεπικαλυπτόμενες ομοσπονδίες που αναπτύσσονται σε κλαδική και σε ομοιοεπαγγελματική βάση πριν από τη δικτατορία και σε επιχειρησιακή βάση κατά τη διάρκεια του “κινήματος των εργοστασιακών σωματείων”. Η έκφραση της πολύπλοκης αυτής διάρθρωσης αντικατοπτρίζεται και στο επίπεδο της ανώτατης διοίκησης της ΓΣΕΕ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μετάβασης, που δεν αποτελεί φορέα που να καλύπτει σε ισότιμη βάση τους εργαζόμενους της επικράτειας. Στη μεταβατική περίοδο συγκεκριμένες ομάδες συνδικαλιστών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς ή που ήταν ηγέτες “κίτρινων σωματείων” ελεγχόμενων από τους εργοδότες κατάφερναν, με τη βοήθεια και του εκλογικού συστήματος και του αποκλεισμού μαζικών ομοσπονδιών από τη ΓΣΕΕ, να ελέγχουν σημαντικό μέρος της πλειοψηφίας της διοίκησης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Δεύτερος σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας είναι η περιορισμένη χρονική διάρκεια της μετάβασης από την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος ως την ουσιαστική και τυπική καθιέρωση του δημοκρατικού καθεστώτος που ολοκληρώθηκε με την ψήφιση του νέου Συντάγματος το 1975. Οι κυρίαρχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που εκφράστηκαν στην περίοδο της μετάβασης μέσα από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα επεδίωκαν την ενσωμάτωση όσο το δυνατόν περισσότερων μετριοπαθών συνδικαλιστικών δυνάμεων σε μια νέα συμμαχία που να εγγυάται την ομαλή μετάβαση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Βέβαια, επρόκειτο για προσπάθεια που έπρεπε να αναμετρηθεί και με τις παραδοσιακές πολιτικές της Ελληνικής Δεξιάς (πελατειακό σύστημα κυριαρχίας επί των κυριαρχούμενων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, κλασικός αντικομμουνισμός, κατάλοιπα του μετεμφυλιακού και του δικτατορικού καθεστώτος, κρατικοδίαιτοι εργοδότες που δεν γνώριζαν άλλη πολιτική αντιμετώπισης της εργατικής δυσαρέσκειας από αυτή της καταστολής κλπ). Από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος δεν ήταν δυνατή η παρέμβαση στις εξελίξεις που ακολούθησαν την τομή της κατάρρευσης της δικτατορίας ως την συνταγματική καθιέρωση της δημοκρατίας όχι μόνο επειδή ο οργανωτικός κατακερματισμός παρέλυε το σ.κ. αλλά και γιατί οι εναλλακτικές στρατηγικές ανάπτυξης του σ.κ. δεν είχαν καταφέρει να εκφραστούν στο εσωτερικό του. Οι αντιδικτατορικές συνδικαλιστικές παρατάξεις (ΑΕΜ, ΕΣΑΚ, ΔΕΚΕ) δεν κατάφεραν - ή και δεν ήθελαν - να διεισδύσουν στο σ.κ. κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και να δώσουν μια διαφορετική προοπτική. Οι όποιες αντιστάσεις και διεκδικήσεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ιδιαίτερα στη φάση της “φιλελευθεροποίησης” επί Μαρκεζίνη, εκφράστηκαν είτε από νέες συνδικαλιστικές φυσιογνωμίες (βλ. κινητοποιήσεις στα τρόλεϊ) που δεν είχαν οργανική, τουλάχιστον, σχέση με τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ., ΕΔΑ) είτε από παραδοσιακούς δεξιούς συνδικαλιστές που διατηρούσαν “γέφυρες” με τις δικτατορικές “κυβερνήσεις” και σε συγκεκριμένες προσπάθειες αφαίρεσης κεκτημένων (π.χ. προσπάθεια ενοποίησης ασφαλιστικών ταμείων τραπεζικών υπαλλήλων και ένταξής τους στο ΙΚΑ) επικαλέστηκαν τη συνδικαλιστική δύναμη και παράδοση του κλάδου για να αποτρέψουν τις άσχημες εξελίξεις. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν αυτό της διορισμένης διοίκησης της ΟΤΟΕ. Στο 5ο Πανελλαδικό Συνέδριο της ομοσπονδίας (5 και 6 Ιουλίου 1971) ελήφθη απόφαση να υπερασπιστεί ο κλάδος τα κεκτημένα δικαιώματα στο Ασφαλιστικό με όλες τις δυνάμεις του. Στις 20/11/1972 συνεκλήθη εκτάκτως συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου που αποφάσισε την κήρυξη 24ωρης απεργίας για την Παρασκευή (24/11) εναντίον της συγχώνευσης των ταμείων και της ένταξής τους στο ΙΚΑ. Η απόφαση αυτή τάραξε την κυβέρνηση της χούντας που πάγωσε τη συζήτηση του θέματος στη λεγόμενη «Συμβουλευτική Συνέλευση». Έτσι η διοίκηση της ΟΤΟΕ ανακάλεσε την απεργία. Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται και να δραστηριοποιούνται ανεξάρτητοι συνδικαλιστές στις ιδιωτικές και τις ξένες τράπεζες, ορισμένοι εκ των οποίων εξελέγησαν στο Γενικό Συμβούλιο της ΟΤΟΕ (π.χ. Τάσος Λιουδάκης από την American Express). Η κάλυψη των πολιτικών κενών αντιπολίτευσης έγινε εκ των υστέρων με την ανασύνταξη των αντιδικτατορικών συνδικαλιστικών παρατάξεων και την πρόσδεσή τους στα πολιτικά κόμματα.
Εξίσου σημαντικοί παράγοντες που έλκουν την καταγωγή τους στην μετεμφυλιακή περίοδο και που επηρέασαν τον τρόπο άσκησης εξουσίας και την πολιτική κουλτούρα και συμπεριφορά της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η κομματική πόλωση, η εμμονή σε πελατειακές πρακτικές και ο κρατικός παρεμβατισμός σε όλες τις μορφές και πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Η μεταφορά του κοινοβουλευτικού τρόπου πολιτικής παρέμβασης στο συνδικαλιστικό χώρο αποτέλεσε σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, ανασταλτικό παράγοντα, εκτός των προαναφερθέντων, στην προσπάθεια της αυτόνομης ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Όμως τα ζητήματα της μετάβασης θέτουν γενικότερα και ειδικότερα ερωτήματα που σχετίζονται με τις σχέσεις της κοινωνίας και του κράτους, με τους κοινωνικούς ταξικούς συσχετισμού, την ενσωμάτωση ή τον ανταγωνισμό των κοινωνικών ομάδων στο γενικότερο πολιτικό σύστημα, τη δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να αναγνωρίσει το παρελθόν του και να διδαχθεί από αυτό, τη σχέση του με τα νέα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούν τους όρους νέων κοινωνικών αιτημάτων και κινημάτων, τη σχέση του συνδικαλιστικού κινήματος με τα κόμματα και ιδιαίτερα με τα κόμματα εκείνα που επικαλούνται την εργατική τάξη ως κοινωνική βάση τους, τη διεθνή οικονομική και πολιτική συγκυρία (οικονομική κρίση, ελληνοτουρκική κρίση) και το διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η οικονομία κατά το 1974 πήγαινε από το κακό στο χειρότερο βοηθούσης της γενικότερης διεθνούς οικονομικής κρίσης του πετρελαίου. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή, ως δείκτης πληθωρισμού, είχε φτάσει στο 26,9%. Η επενδυτική δραστηριότητα για κατοικίες από αυξηση 33% το 1972 και 13% το 1973 σημείωσε μεγάλη μείωση κατά 33%. Οι επενδύσεις υποχώρησαν σε άλλους οικονομικούς τομείς: γεωργία –26%, ορυχεία –36% μεταφορές-επικοινωνίες –36% και δημόσεις επενδύσεις –26%. Λόγω της κυπριακής κρίσης αλλά και της γενικότερης οικονομικής ανασφάλειας μειώθηκαν σημαντικά οι τουριστικές αφίξεις με συνέπειες στην τουριστική επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και στο λογαριασμό των αδήλων πόρων που τροφοδοτείτο από το σημαντικό αριθμό των μεταναστευτικών εμβασμάτων προς την ελληνική μητέρα-πατρίδα. Άρχισε επίσης για τους ίδιους λόγους (οικονομική κρίση στη Δυτική Ευρώπη) η μείωση του ρόλου της μετανάστευσης προς το εξωτερικό ως ασφαλιστική δικλείδα μείωσης της ανεργίας και της υποαπασχόλησης ενώ το 1975 θα άρχιζε η επιστροφή των Ελλήνων μεταναστών να γίνεται υψηλότερη σε σχέση με τη μεταναστευση.
Το γενικό πλαίσιο των πρώτων κυβερνήσεων της ΝΔ υπό τον Κ.Καραμανλή (1974-1977 και 1977-1979) ήταν σε γενικές γραμμές στη γραμμή «νομισματική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη» και «εκλογίκευση των συνθηκών λειτουργίας της οικονομίας», αποσκοπώντας στην χαλάρωση των πληθωριστικών πιέσεων. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, παρ’ όλο που δηλωνε οπαδός της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, τόνιζε ότι «η σύγχρονη ελευθέρα οικονομία δεν έχει καμμίαν απολύτως σχέσιν με την λεγόμενη ‘φιλελεύθερη’ οικονομική πολιτική των ιστορικά ξεπερασμένων συστημάτων που ίσχυσαν μέχρι και των αρχών του αιώνος». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση ορισμένων σκανδάλων από τη μια (υπόθεση Ανδρεάδη) και στην υποβοήθηση της οικονομικής ανάπτυξης ιδιαίτερα σε τομείς όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο είτε προέβαινε σε «απεργία επενδύσεων» λόγω της «σοσιαλμανίας» της κυβέρνησης είτε δεν ήταν σε θέση να αναλάβει τις κεφαλαιακές δαπάνες για επενδύσεις σε ασύμφορους γι’ αυτό τομείς, η κυβέρνηση προχώρησε σε κρατικοποιήσεις μεγάλων εταιριών, όπως ο όμιλος Ανδρεάδη (Εμπορική Τράπεζα κλπ), Ολυμπιακή, αστικές συγκοινωνίες Αθήνας, ή σε ίδρυση νέων κρατικών επιχειρήσεων (ΟΠΕ, ΕΒΟ, ΕΑΒ κ.α.). Ο Κ. Καραμανλής «υιοθέτησε τη θεωρία του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, η οποία ήταν ένα μίγμα ανάμεσα στην ελεύθερη οικονομία και στην έντονη κρατική παρέμβαση σε τομείς οι οποίοι κρίνονταν ως επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο. Χαρακτηριστική επίσης είναι και ο διαχωρισμό της οικονομικής πολιτικής με τον οικονομικό φιλελευθερισμό ο οποίος θεωρείται ξεπερασμένος. Η οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας φτάνει ακόμα και στην εισαγωγή μέτρων περιορισμού της δράσης τόσο των μονοπωλίων όσο και των ολιγοπωλίων.»
Η έναρξη της δεύτερη ενεργειακής κρίσης, όμως, είχε πολύ δυσμενέστερα αποτελέσματα από την πρώτη με αποτέλεσμα την εκ νέου άνθιση του πληθωρισμού και της ανεργίας. Η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη (1980-1981) προσπάθησε να αντιστρέψει κάπως την κατάσταση περιοριζόμενη τόσο λόγω των εξελίξεων στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον (επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, ένταξη στην ΕΟΚ) όσο και λόγω των κοινωνικών πιέσεων που ασκούσαν οι υφιστάμενες τις συνέπειες της περιοριστικής πολιτικής των προηγούμενων χρόνων εργατικές τάξεις και στρώματα (με αιχμή τους εργαζόμενους σε Δημόσιες Επιχειρήσεις και τράπεζες) αλλά και των πολιτικών πιέσεων που ασκούσε η διαγραφόμενη στον ορίζοντα άνετη εκλογική επικράτηση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις επερχόμενες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981.
Wednesday, July 23, 2008
Κοινωνία και εργασία: Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων
Ανδρέας Ν. Λύτρας, 2000, Κοινωνία και Εργασία: Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, σελίδες 395
"Ο σύγχρονος κόσμος βιώνει τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον καπιταλισμό". Μερικά χρόνια πριν, θα αντιμετωπίζαμε αυτήν τη φράση του συγγραφέα ως σύντομο ανέκδοτο σαν κι εκείνα που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Κι όμως, είναι η σύγχρονη πραγματικότητα. Θα μου πείτε ότι η πραγματικότητα δεν είναι ενιαία για όλους και ότι οι μετέχοντες σε κάθε κοινωνική τάξη ή μερίδα τάξης τη βιώνουν με διαφορετικό τρόπο. Θα συμφωνούσα μαζί σας ότι στο τέλος της μεταβατικής αυτής περιόδου, για την ύπαρξη της οποίας συμφωνούμε όλοι, κάποιοι θα έχουν κερδίσει και κάποιοι θα έχουν χάσει. Όμως, με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν τόσο από την ιστορική πορεία των κοινωνιών, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όσο και από την ανάλυση των σημερινών κοινωνικών συσχετισμών δύναμης, κερδισμένος φαίνεται ότι βγαίνει ο κόσμος του κεφαλαίου και χαμένος ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Η μεταβατική περίοδος αφορά την πορεία από το κοινωνικό κράτος πρόνοιας, που ήταν προϊόν κυρίως των μεταπολεμικών κοινωνικών συσχετισμών και των μεθόδων οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στο νεοφιλελεύθερο κράτος, που οργανώνει την οικονομία και την κοινωνία σύμφωνα με τους κανόνες της "ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς".
Με τα λόγια του συγγραφέα: "Η εργασία αναδιαρθρώνεται και η κοινωνία αλλάζει. Ένας νέος καπιταλιστικός καταμερισμός οδηγεί στην ήττα της εργασίας. Οι κερδισμένοι της συσσώρευσης καθηλώνουν, μέσα από τη νέα εργασιακή οργάνωση, σε συνθήκη κατακερματισμού τους εργαζόμενους και τους εμποδίζουν να γίνουν τάξη με κοινωνική δυναμική. Μια διαφορετική πραγματικότητα είναι εφικτή. Μια νέα μορφή είναι δυνατή και ικανή να δημιουργήσει ιστορική κίνηση. Η δυνατότητα υπάρχει με παρεμβάσεις στο πολιτικό πεδίο. Η συλλογικότητα αυτή μπορεί να απαιτήσει καίριες λύσεις που αφορούν τον πυρήνα της νομιμότητας. Η πρόταση η οποία διατυπώνεται έχει τα χαρακτηριστικά της ουτοπίας. Η διαπραγμάτευση αυτή, όμως, αντιλαμβάνεται την ουτοπία ως την απαραίτητη και γι' αυτό επόμενη πραγματικότητα". Ίσως στα λόγια του συγγραφέα να διατυπώνεται μια ευχή και αυτό είναι κάτι που δεν θα περίμενε κανείς από ένα επιστημονικό σύγγραμμα με τη στενή έννοια του όρου. Το θέμα, όμως, που μας ενδιαφέρει ως αναγνώστες είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμά του ότι η ουτοπία δεν είναι απλώς απαραίτητη αλλά και εφικτή ως η επόμενη πραγματικότητα.
Εξετάζεται η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας συλλογικότητας νέου τύπου για την προβολή ως ενιαίου πόλου της τεράστιας πλειονότητας του πληθυσμού που προσδιορίζεται κοινωνικά από την εργασία. Η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως το "προνομιακό πεδίο συλλογικής έκφρασης και αυτόνομης παρέμβασης της πλειοψηφίας των κυριαρχούμενων κοινωνικών ομάδων" και ο ενιαίος πόλος πρέπει ταυτόχρονα να εκφράσει τη "γενική σημασία της κοινωνικής ανασφάλειας και να προβάλει λύσεις" -αντίβαρα στον οικονομικό ορθολογισμό και τις κοινωνικές συνέπειές του- και "να επιδιώξει την ενσωμάτωσή τους στο σκληρό πυρήνα της νομιμότητας". Γι' αυτό και σήμερα, "όσο η οδύνη είναι χαρακτηριστική του ολέθρου, άλλο τόσο οι ωδίνες είναι η ένδειξη της δημιουργικής ορμής της Ιστορίας".
Χρειάζεται, θα πρόσθετα, να αναζητηθεί και η "μαμή της Ιστορίας".
Θανάσης ΤΣΑΚΙΡΗΣ
"Ο σύγχρονος κόσμος βιώνει τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον καπιταλισμό". Μερικά χρόνια πριν, θα αντιμετωπίζαμε αυτήν τη φράση του συγγραφέα ως σύντομο ανέκδοτο σαν κι εκείνα που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Κι όμως, είναι η σύγχρονη πραγματικότητα. Θα μου πείτε ότι η πραγματικότητα δεν είναι ενιαία για όλους και ότι οι μετέχοντες σε κάθε κοινωνική τάξη ή μερίδα τάξης τη βιώνουν με διαφορετικό τρόπο. Θα συμφωνούσα μαζί σας ότι στο τέλος της μεταβατικής αυτής περιόδου, για την ύπαρξη της οποίας συμφωνούμε όλοι, κάποιοι θα έχουν κερδίσει και κάποιοι θα έχουν χάσει. Όμως, με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν τόσο από την ιστορική πορεία των κοινωνιών, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όσο και από την ανάλυση των σημερινών κοινωνικών συσχετισμών δύναμης, κερδισμένος φαίνεται ότι βγαίνει ο κόσμος του κεφαλαίου και χαμένος ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Η μεταβατική περίοδος αφορά την πορεία από το κοινωνικό κράτος πρόνοιας, που ήταν προϊόν κυρίως των μεταπολεμικών κοινωνικών συσχετισμών και των μεθόδων οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στο νεοφιλελεύθερο κράτος, που οργανώνει την οικονομία και την κοινωνία σύμφωνα με τους κανόνες της "ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς".
Με τα λόγια του συγγραφέα: "Η εργασία αναδιαρθρώνεται και η κοινωνία αλλάζει. Ένας νέος καπιταλιστικός καταμερισμός οδηγεί στην ήττα της εργασίας. Οι κερδισμένοι της συσσώρευσης καθηλώνουν, μέσα από τη νέα εργασιακή οργάνωση, σε συνθήκη κατακερματισμού τους εργαζόμενους και τους εμποδίζουν να γίνουν τάξη με κοινωνική δυναμική. Μια διαφορετική πραγματικότητα είναι εφικτή. Μια νέα μορφή είναι δυνατή και ικανή να δημιουργήσει ιστορική κίνηση. Η δυνατότητα υπάρχει με παρεμβάσεις στο πολιτικό πεδίο. Η συλλογικότητα αυτή μπορεί να απαιτήσει καίριες λύσεις που αφορούν τον πυρήνα της νομιμότητας. Η πρόταση η οποία διατυπώνεται έχει τα χαρακτηριστικά της ουτοπίας. Η διαπραγμάτευση αυτή, όμως, αντιλαμβάνεται την ουτοπία ως την απαραίτητη και γι' αυτό επόμενη πραγματικότητα". Ίσως στα λόγια του συγγραφέα να διατυπώνεται μια ευχή και αυτό είναι κάτι που δεν θα περίμενε κανείς από ένα επιστημονικό σύγγραμμα με τη στενή έννοια του όρου. Το θέμα, όμως, που μας ενδιαφέρει ως αναγνώστες είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμά του ότι η ουτοπία δεν είναι απλώς απαραίτητη αλλά και εφικτή ως η επόμενη πραγματικότητα.
Εξετάζεται η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας συλλογικότητας νέου τύπου για την προβολή ως ενιαίου πόλου της τεράστιας πλειονότητας του πληθυσμού που προσδιορίζεται κοινωνικά από την εργασία. Η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως το "προνομιακό πεδίο συλλογικής έκφρασης και αυτόνομης παρέμβασης της πλειοψηφίας των κυριαρχούμενων κοινωνικών ομάδων" και ο ενιαίος πόλος πρέπει ταυτόχρονα να εκφράσει τη "γενική σημασία της κοινωνικής ανασφάλειας και να προβάλει λύσεις" -αντίβαρα στον οικονομικό ορθολογισμό και τις κοινωνικές συνέπειές του- και "να επιδιώξει την ενσωμάτωσή τους στο σκληρό πυρήνα της νομιμότητας". Γι' αυτό και σήμερα, "όσο η οδύνη είναι χαρακτηριστική του ολέθρου, άλλο τόσο οι ωδίνες είναι η ένδειξη της δημιουργικής ορμής της Ιστορίας".
Χρειάζεται, θα πρόσθετα, να αναζητηθεί και η "μαμή της Ιστορίας".
Θανάσης ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Tuesday, July 22, 2008
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης: Προβολή ταινίας "ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ"
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Όψεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου: από τη Σερβία και την Τσεχία στη Σκανδιναβία και τη Βρετανία», σας προσκαλεί την Τρίτη, 29/7/2008, στην προβολή της ταινίας ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (OBSLUHOVAL JSEM ANGLICKÉHO KRÁLE) του Γίρι Μέντζελ (ΤΣΕΧΙΑ, 2006, έγχρωμη, 120΄)
Ο Γίρι Μέντζελ, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Νέου Κύματος του Τσεχοσλοβακικού Κινηματογράφου της δεκαετίας του ΄60, με την ταινία του αυτή – διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Μπόχουμιλ Χράμπαλ – παρουσιάζει την ιστορία της χώρας του από το 1930 έως το 1960 μέσα από την ιστορία της ζωής ενός άντρα. Απολαυστική μαύρη κωμωδία, όπου συνδυάζονται εξαιρετικά το κωμικό, το σουρεαλιστικό και το δραματικό.
ΤΡΙΤΗ 29/7/2008 στις 9.00 μ.μ. και 11.00 μ.μ. στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Ανω Ηλιούπολη από Ακαδημίας ή στάση Δάφνη του μετρό, τηλ. 210-9919818, 210-9941199, 210-9914732, ιστοσελίδα: www.klh.gr, e-mail: info@klh.gr).
Ο Γίρι Μέντζελ, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Νέου Κύματος του Τσεχοσλοβακικού Κινηματογράφου της δεκαετίας του ΄60, με την ταινία του αυτή – διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Μπόχουμιλ Χράμπαλ – παρουσιάζει την ιστορία της χώρας του από το 1930 έως το 1960 μέσα από την ιστορία της ζωής ενός άντρα. Απολαυστική μαύρη κωμωδία, όπου συνδυάζονται εξαιρετικά το κωμικό, το σουρεαλιστικό και το δραματικό.
ΤΡΙΤΗ 29/7/2008 στις 9.00 μ.μ. και 11.00 μ.μ. στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Λεωφορείο 237 για Ανω Ηλιούπολη από Ακαδημίας ή στάση Δάφνη του μετρό, τηλ. 210-9919818, 210-9941199, 210-9914732, ιστοσελίδα: www.klh.gr, e-mail: info@klh.gr).
Monday, July 21, 2008
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης: Προβολή ταινίας "Η Παγίδα" του Σέρνταν Γκολούμποβιτς
Σεκάνς
Σκέψεις για σκηνές από ταινία «Προσεχώς»
22 Ιουλίου 2008
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης παρουσιάζει την ταινία
Η ΠΑΓΙΔΑ KLOPKA)
του Σέρνταν Γκολούμποβιτς (Σερβία, Γερμανία, Ουγγαρία 2007 έγχρωμη, 106΄)
Τρίτη, 22 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμ
Δημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Η Παγίδα είναι ένα σύγχρονο «φιλμ νουάρ», δηλαδή ταινία που περιγράφει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από ηθική αμφιταλάντευση αλλά και από εγκληματική προδιάθεση και πράξη. Άνθισε ως είδος στο Χόλυγουντ από το 1940 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Συνήθως την ταινία νουάρ τη συσχετίζουμε με την σκοτεινή ασπρόμαυρη εικόνα που έχει τις ρίζες της στο γερμανικό εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο.
Πολλές από τις πρωτότυπες ταινίες του είδους αλλά και η διάθεση του κλασικού νουάρ προέρχονται από την σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος των ντέντεκτιβ που είναι σκληροί και αποφασισμένοι για όλα με ελάχιστες ηθικές αναστολές και που αναδείχθηκε ως είδος κατά τη μεσοπολεμική οικονομική κρίση στις ΗΠΑ.
Η ταινία θέλει να απεικονίσει στη μεγάλη οθόνη το «πραγματικό πρόσωπο» της Σερβίας και γενικότερα μιας ανατολικοευρωπαϊκής κοινωνίας «στη φάση της μετάβασης».
Πρόκειται για ένα περιστατικό, μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα και στην καθεμιά μας, δηλαδή σε «μέσους ανθρώπους» που πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο αγαπημένου προσώπου και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του παιδιού του/της.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην εποχή της μετά τον Μιλόσεβιτς Σερβία. Ο στρατιωτικός πόλεμος έχει τελειώσει αλλά αρχίζει ένας άλλος πόλεμος, πιο «εσωτερικός» σε μια ηθική και υπαρξιακή έρημο σε μια «μεταβατική κοινωνία» όπου έχουν ασφυκτικά μειωθεί τα περιθώρια της να έχει αξία η ανθρώπινη ζωή και βεβαίως δεν υφίσταται αυτό που θεωρούμε κανονική ζωή, ένα όνειρο άπιαστο και δεμένο στα μουράγια των ποταμών και των λιμνών της βαλκανικής Ευρώπης.
Τι διαδραματίζεται, λοιπόν, στην ταινία που να αποδίδει αυτό το κλίμα που επικρατεί στη συγκεκριμένη κοινωνία (ή μήπως και στις δικές μας, τις «δυτικές κοινωνίες» του «ορθού λόγου», τρομάρα μας!!!);
Ένας Σέρβος αρχιτέκτονας του Βελιγραδίου, ο Μλάντεν είναι παντρεμένος με τη Μαρίγια και έχουν ένα γιο, τον Νεμάνια. Όλα βαίνουν καλώς (;) μέχρι που διαπιστώνουν ότι ο Νεμάνια χτυπιέται από μια σοβαρή ασθένεια της καρδιάς και οι γιατροί δεν δίνουν πολλές ελπίδες να επιζήσει ο μικρός. Ο μόνος τρόπος να σωθεί είναι να υποβληθεί σε ειδική εγχείρηση που μόνο στην καπιταλιστική Γερμανία μπορεί να γίνει. Η εγχείρηση στοιχίζει περίπου 26.000 ευρώ και η μετά το Μιλόσεβιτς Σερβία δεν είναι ενιαία Γιουγκοσλαβία, πόσο μάλλον Κούβα για να είναι δωρεάν οι εγχειρήσεις ή έστω με χαμηλό τίμημα. Το ζευγάρι απελπίζεται και δίνει εντολή να δημοσιευθεί μία αγγελία στον τύπο για να βρεθούν εθελοντές ή χορηγοί για την εγχείρηση.
Και λίγο πριν τα παρατήσουν, να’ σου ο μέγας χορηγός με το αγγελικό πρόσωπο αλλά σκοτεινή ψυχή. Ο Μλάντεν για να πάρει τα λεφτά πρέπει να σκοτώσει έναν ανταγωνιστή του «ευγενούς χορηγού». Τι να κάνει ο έρμος; Να σκοτώσει κάποιον για να ζήσει ο γιος του και να είναι μια ζωή υπόλογος ή να ακούσει την ψυχή του και να μη δεχτεί αυτή την εγκληματική προσφορά με αποτέλεσμα να θρηνεί ολημερίς κι ολονυχτίς μέχρις ότου εγκαταλείψει και αυτός τα εγκόσμια; «Εσείς τι θα κάνατε;», μας ρωτά η ταινία, οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος και ο παραγωγός.
Αν στο παλιό φιλμ νουάρ ο θεατής έπαιζε το παιχνίδι του ντέντεκτιβ, όσο και σκληρός να ήταν αυτός, στα σύγχρονα νουάρ αυτή η στάση γίνεται ολοένα και σπανιότερη. Η σημερινή ταινία θυμίζει πολύ περισσότερο τα μυθιστορήματα της Πατρίτσια Χάισμιθ, όπως ο Ταλαντούχος κος Ρίπλεϋ, όπου ο θεατής ταυτίζεται πλέον με το θύτη και όχι με το θύμα. Δεν αγωνιά, πλέον ο θεατής για την ανακάλυψη του δράστη αλλά αν ο δράστης θα πιαστεί ή θα γλιτώσει κι εύχεται συχνά το δεύτερο. Βλέπουμε έναν κόσμο χωρίς ηθικούς σκοπούς, όπου αν περάσουμε τα όρια τίποτε δεν είναι πια το ίδιο, και, κυρίως, τίποτε πια δεν είναι σίγουρο. Ο Ιανός έχει πολλά πρόσωπα και δεν ξέρουμε ποιο είναι εκείνο που μας κοιτά και το κοιτούμε. Ή, για να το πούμε αλλιώς, βλέπουμε ένα κόσμο που έχει ξεπεράσει ακόμη και τις πιο σκοτεινές φιγούρες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Μια ακόμα διαφορά, σε σχέση με το παλιό φιλμ νουάρ, που σας προτείνω να συζητήσετε είναι ότι τώρα πια δεν υπάρχει πλέον η «μοιραία ξανθιά» που γίνεται ο καταλύτης της εξέλιξης της υπόθεσης αλλά είναι η μοιραία αρρώστια (του μικρού παιδιού). Μόνο που δεν υπάρχει πια ούτε το «Λάδι του Λορέντσο» για να σώσει την κατάσταση.
Σενάριο: Melina Pota Koljevic και Srdjan Koljevic
Μουσική: Mario Schneider
Πρωταγωνιστούν:
Nebojsa Glogovac,
Natasa Ninkovic
Nemad Teofilovic
Miki Manojlovic
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr/
http://tsakiris.snn.gr/
http://tsakthan.blogspot.com/
http://tsakthan.wordpress.com/
Σκέψεις για σκηνές από ταινία «Προσεχώς»
22 Ιουλίου 2008
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης παρουσιάζει την ταινία
Η ΠΑΓΙΔΑ KLOPKA)
του Σέρνταν Γκολούμποβιτς (Σερβία, Γερμανία, Ουγγαρία 2007 έγχρωμη, 106΄)
Τρίτη, 22 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμ
Δημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Η Παγίδα είναι ένα σύγχρονο «φιλμ νουάρ», δηλαδή ταινία που περιγράφει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από ηθική αμφιταλάντευση αλλά και από εγκληματική προδιάθεση και πράξη. Άνθισε ως είδος στο Χόλυγουντ από το 1940 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Συνήθως την ταινία νουάρ τη συσχετίζουμε με την σκοτεινή ασπρόμαυρη εικόνα που έχει τις ρίζες της στο γερμανικό εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο.
Πολλές από τις πρωτότυπες ταινίες του είδους αλλά και η διάθεση του κλασικού νουάρ προέρχονται από την σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος των ντέντεκτιβ που είναι σκληροί και αποφασισμένοι για όλα με ελάχιστες ηθικές αναστολές και που αναδείχθηκε ως είδος κατά τη μεσοπολεμική οικονομική κρίση στις ΗΠΑ.
Η ταινία θέλει να απεικονίσει στη μεγάλη οθόνη το «πραγματικό πρόσωπο» της Σερβίας και γενικότερα μιας ανατολικοευρωπαϊκής κοινωνίας «στη φάση της μετάβασης».
Πρόκειται για ένα περιστατικό, μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα και στην καθεμιά μας, δηλαδή σε «μέσους ανθρώπους» που πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο αγαπημένου προσώπου και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του παιδιού του/της.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην εποχή της μετά τον Μιλόσεβιτς Σερβία. Ο στρατιωτικός πόλεμος έχει τελειώσει αλλά αρχίζει ένας άλλος πόλεμος, πιο «εσωτερικός» σε μια ηθική και υπαρξιακή έρημο σε μια «μεταβατική κοινωνία» όπου έχουν ασφυκτικά μειωθεί τα περιθώρια της να έχει αξία η ανθρώπινη ζωή και βεβαίως δεν υφίσταται αυτό που θεωρούμε κανονική ζωή, ένα όνειρο άπιαστο και δεμένο στα μουράγια των ποταμών και των λιμνών της βαλκανικής Ευρώπης.
Τι διαδραματίζεται, λοιπόν, στην ταινία που να αποδίδει αυτό το κλίμα που επικρατεί στη συγκεκριμένη κοινωνία (ή μήπως και στις δικές μας, τις «δυτικές κοινωνίες» του «ορθού λόγου», τρομάρα μας!!!);
Ένας Σέρβος αρχιτέκτονας του Βελιγραδίου, ο Μλάντεν είναι παντρεμένος με τη Μαρίγια και έχουν ένα γιο, τον Νεμάνια. Όλα βαίνουν καλώς (;) μέχρι που διαπιστώνουν ότι ο Νεμάνια χτυπιέται από μια σοβαρή ασθένεια της καρδιάς και οι γιατροί δεν δίνουν πολλές ελπίδες να επιζήσει ο μικρός. Ο μόνος τρόπος να σωθεί είναι να υποβληθεί σε ειδική εγχείρηση που μόνο στην καπιταλιστική Γερμανία μπορεί να γίνει. Η εγχείρηση στοιχίζει περίπου 26.000 ευρώ και η μετά το Μιλόσεβιτς Σερβία δεν είναι ενιαία Γιουγκοσλαβία, πόσο μάλλον Κούβα για να είναι δωρεάν οι εγχειρήσεις ή έστω με χαμηλό τίμημα. Το ζευγάρι απελπίζεται και δίνει εντολή να δημοσιευθεί μία αγγελία στον τύπο για να βρεθούν εθελοντές ή χορηγοί για την εγχείρηση.
Και λίγο πριν τα παρατήσουν, να’ σου ο μέγας χορηγός με το αγγελικό πρόσωπο αλλά σκοτεινή ψυχή. Ο Μλάντεν για να πάρει τα λεφτά πρέπει να σκοτώσει έναν ανταγωνιστή του «ευγενούς χορηγού». Τι να κάνει ο έρμος; Να σκοτώσει κάποιον για να ζήσει ο γιος του και να είναι μια ζωή υπόλογος ή να ακούσει την ψυχή του και να μη δεχτεί αυτή την εγκληματική προσφορά με αποτέλεσμα να θρηνεί ολημερίς κι ολονυχτίς μέχρις ότου εγκαταλείψει και αυτός τα εγκόσμια; «Εσείς τι θα κάνατε;», μας ρωτά η ταινία, οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος και ο παραγωγός.
Αν στο παλιό φιλμ νουάρ ο θεατής έπαιζε το παιχνίδι του ντέντεκτιβ, όσο και σκληρός να ήταν αυτός, στα σύγχρονα νουάρ αυτή η στάση γίνεται ολοένα και σπανιότερη. Η σημερινή ταινία θυμίζει πολύ περισσότερο τα μυθιστορήματα της Πατρίτσια Χάισμιθ, όπως ο Ταλαντούχος κος Ρίπλεϋ, όπου ο θεατής ταυτίζεται πλέον με το θύτη και όχι με το θύμα. Δεν αγωνιά, πλέον ο θεατής για την ανακάλυψη του δράστη αλλά αν ο δράστης θα πιαστεί ή θα γλιτώσει κι εύχεται συχνά το δεύτερο. Βλέπουμε έναν κόσμο χωρίς ηθικούς σκοπούς, όπου αν περάσουμε τα όρια τίποτε δεν είναι πια το ίδιο, και, κυρίως, τίποτε πια δεν είναι σίγουρο. Ο Ιανός έχει πολλά πρόσωπα και δεν ξέρουμε ποιο είναι εκείνο που μας κοιτά και το κοιτούμε. Ή, για να το πούμε αλλιώς, βλέπουμε ένα κόσμο που έχει ξεπεράσει ακόμη και τις πιο σκοτεινές φιγούρες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Μια ακόμα διαφορά, σε σχέση με το παλιό φιλμ νουάρ, που σας προτείνω να συζητήσετε είναι ότι τώρα πια δεν υπάρχει πλέον η «μοιραία ξανθιά» που γίνεται ο καταλύτης της εξέλιξης της υπόθεσης αλλά είναι η μοιραία αρρώστια (του μικρού παιδιού). Μόνο που δεν υπάρχει πια ούτε το «Λάδι του Λορέντσο» για να σώσει την κατάσταση.
Σενάριο: Melina Pota Koljevic και Srdjan Koljevic
Μουσική: Mario Schneider
Πρωταγωνιστούν:
Nebojsa Glogovac,
Natasa Ninkovic
Nemad Teofilovic
Miki Manojlovic
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr/
http://tsakiris.snn.gr/
http://tsakthan.blogspot.com/
http://tsakthan.wordpress.com/
Sunday, July 13, 2008
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ: Προβολή ταινίας Ο ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ του Γούντι Άλλεν Τρίτη, 15 Ιουλίου 2008
Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης παρουσιάζει την ταινία
Ο ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ
(LOVE AND DEATH)
του Γούντι Άλλεν (ΗΠΑ, 1975, έγχρωμη, 85΄)
Τρίτη, 15 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμ
Δημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Η ταινία που θα δούμε σήμερα ανήκει στο κινηματογραφικό είδος της παρωδίας που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τη δεκαετία του ’70 και αποτελούσε δείγμα μεταμοντερνιστικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων. Παρωδώντας τον παλιό χολιγουντιανό (και όχι μόνο) κινηματογράφο, ο Γούντυ Άλλεν έδειξε ότι αυτός εξεμέτρησε το ζην και έπρεπε πλέον να αφουγκραστεί τις νέες τάσεις της τέχνης αλλά και τις διαθέσεις του κοινού. [Wes D. Gehring (1999) Parody as Film Genre: Never Give a Saga an Even Break. Westport, CT: Greenwood Press].
Εδώ σατιρίζει και διακωμωδεί τα επικά ρωσικά μυθιστορήματα. Η ταινία βρίσκεται στο μεταίχμιο του περάσματος από την ακραία παρωδία στην περίοδο του πιο «ευρωπαϊκής κατεύθυνσης» γουντιαλλενικού κινηματογράφου. Γι’ αυτό, ίσως, τη θεωρεί την πιο «προσωπική» ταινία του. Το σενάριο και οι διάλογοι της ταινίας παρωδούν πρωτίστως τα μυθιστορήματα των Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, όπως Οι Αδελφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Παίκτης, Ο Ηλίθιος και Πόλεμος και Ειρήνη. Παρακολουθείστε προσεχτικά την σκηνή όπου συνομιλούν ο Μπόρις και ο πατέρας του: όλοι οι υπότιτλοι είναι από τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ως μουσική χρησιμοποιεί έργα του Προκόφιεβ («Τρόικα» από την σουίτα για ορχήστρα του Ανθυπολοχαγού Κιγιέ) για να δώσει ακόμη μια πιο έντονη «ρωσική νότα» στην ταινία.
Αναφορά τέτοιου τύπου γίνεται και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, όπως στην τελευταία σκηνή όπου η Νταϊάν Κήτον θυμίζει την Περσόνα του Ιγκμαρ Μπέργκμαν ή στη σεκάνς με τα πέτρινα λιοντάρια παρωδεί το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Επίσης στον Μπέργκμαν και στα Χαμόγελα Θερινής Νυκτός παραπέμπει το κομμάτι με τη μονομαχία μεταξύ του εραστή της Κόμισσας και του χαρακτήρα του Άλλεν. Παντού εμφανίζονται αποσπάσματα από τους διαλόγους της Έβδομης Σφραγίδας του Μπέργκμαν απ’ όπου ξεσηκώνεται και η σκηνή του Χορού του Θανάτου.
Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Γούντι Άλλεν σε ετούτη την ταινία είναι η ηθική, ο έρωτας, το καθήκον και η βία, με φόντο τους· Ναπολεόντειους Πολέμους. Σφόδρα ερωτευμένος με την μακρινή ξαδέλφη του Σόνια, ο Μπόρις γίνεται για χάρη της ήρωας, παίρνει μέρος σε μονομαχίες, βλέπει μυστικιστικά οράματα και τελικά εκτελείται γιατί συμμετείχε σε συνομωσία για τη δολοφονία του αυτοκράτορα.
Τα ερωτήματα που θέτει μας έχουν κατά καιρούς απασχολήσει όλους και όλες μας:
1. Είναι δυνατή η δημιουργία μιας άκρως ικανοποιητικής ρομαντικής σχέσης με ένα μόνο άτομο;
2. Υπάρχει ένα σύνολο απόλυτα αληθινών ηθικών αρχών ή, μήπως, η ηθική αποτελεί θέμα άποψης;
3. Τι θα μου συμβεί άμα πεθάνω;
4. Υπάρχει τελικά Θεός;
Ο Γούντυ Άλλεν μας θέτει σε εμάς τους θεατές αυτά τα βασικά ερωτήματα αλλά δεν παίρνει καμία θέση για να τα απαντήσει ο ίδιος. Ξεκινά από το γνώριμό μας πια μικρό «ανθρωπάκο» που αποφεύγει να εκτεθεί και να πάρει θέση ή να αναλάβει ρίσκο σε σχέση με κάποιο σκοπό, κάποια υπόθεση. [Sander H. Lee (1996)Woody Allen's Angst: Philosophical Commentaries on His Serious Films. Jefferson, NC: McFarland]
Κι όμως, κάποια στιγμή θα αφυπνισθεί και θα πάρει ρίσκα και θα αντιμετωπίσει τις πραγματικές συνέπειές της επιλογής του. Τελικά, αυτή η απόφασή του θα τον οδηγήσει να χορέψει το Χορό του Θανάτου. Είναι η πρώτη φορά που σε κάποιος χαρακτήρας στις Γουντιαλλενικές ταινίες παίρνει απόφαση και μάλιστα ριψοκίνδυνη. Θα τον οδηγήσει, όμως, και στην αλλαγή της κινηματογραφικής οπτικής του γωνίας που θα εκφραστεί σε επόμενες ταινίες του. Εξάλλου μας λέει χαρακτηριστικά στο τέλος της ταινίας: “Well, that’s about it for me folks. Goodbye”.
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr/
http://tsakiris.snn.gr/
http://tsakthan.blogspot.com/
http://tsakthan.wordpress.com/
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ: ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΑΨΙΜΑΧΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
του Θανάση Τσακίρη
«Ο νέος είναι ωραίος, μα ο παλιός είναι αλλιώς». Ένα ρητό που παλιότερα το ερμηνεύαμε μόνο στα πλαίσια των συμφραζομένων του λόγου της καθημερινότητας των στρατιωτών. Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε πάνω σε μια "νέα εικόνα" και να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε χρησιμοποιώντας πολλές φορές "νέα", και "άγνωστα" μέχρι τώρα, κριτήρια. Ένας από τους παράγοντες που αποτελούν κριτήριο ανάγνωσης αυτής της νέας "πραγματικότητας" την οποία όλοι και όλες αναγνωρίζουμε πως υφίσταται είναι ο παράγοντας χρόνος και η σημασία του για την κατανόησή της. Η Agnes Heller τονίζει ότι τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν, παρά την απέραντη διαφορετικότητά τους, συμπυκνώνουν σε μια στιγμή το χρόνο . Μια από τις ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για την παρατήρηση αυτή είναι ότι η στιγμή, το παρόν που βιώνουμε, είναι τμήμα μιας διαδικασίας μετάβασης, προς κάποιες "νέες εποχές" που κουβαλάνε πάνω τους στίγματα ενός κοινωνικού, ιστορικού παρελθόντος από το οποίο η διαφυγή είναι, όχι βέβαια αδύνατη, αλλά βασανιστική. Όσο γρήγορες και επιταχυνόμενες και αν είναι οι ενδιάμεσες αλλαγές και ανατροπές, τόσο οι αντιστάσεις και οι ενστάσεις δυναμώνουν και φουντώνουν. Το παρελθόν αξιολογείται με μύριες όσες μορφές, που καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις και τα άκρα ενός φάσματος θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων. Ίσως αυτό υπονοείται στη θέση του Barry Smart ότι οι "νέες εποχές" στις οποίες τυχαίνει να ζούμε εμπεριέχουν παλιές σκοτούρες, οικείες κι αναγνωρίσιμες προοπτικές και δυνατότητες καθώς και τέρψεις πάσης φύσεως. Μια ιδέα που είναι αναγνωρίσιμη και αρκετά παλιά : εγγενές στοιχείο της νεoτερικότητας είναι η ίδια η μεταβατικότητα σε νέες εποχές.
To ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσον, σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, βιώνουμε την αλλαγή του κοινωνικό - οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, του πολιτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές που, πράγματι, σημειώνονται σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το νομικό πλέγμα των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων βάσει της εργατικής νομοθεσίας που είναι άμεσο προϊόν συμβιβασμών στα πλαίσια της ταξικής πάλης, τους τρόπους κεφαλαιακής συσσώρευσης και τις τεχνολογικές συνιστώσες της παραγωγής, έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του καπιταλισμού ως κοινωνικό - οικονομικού συστήματος ; Ή μήπως πρόκειται για ριζικές μεταβολές που ενισχύουν τον καπιταλισμό και που τον νομιμοποιούν εκ νέου, τροποποιώντας τους πολιτικούς τύπους και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τις μεταβολές αυτές ; Η συζήτηση αρχίζει από παλιά. Αν λάβουμε υπόψη μας δυο συγγραφείς της φιλελεύθερης, εν γένει, παράδοσης θα διαπιστώσουμε ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950-60 έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για τη μετανεοτερική εποχή.
Οι Α. Toynbee και D.Bell συνειδητοποιούν ότι κάτι αλλάζει στον κοινωνικό ορίζοντα και προσπαθούν να το περιγράψουν. Το άγχος του Toynbee για τη σταθερότητα των μεσοαστικών αξιών και της κυριαρχίας του αντίστοιχου αμερικάνικου τρόπου ζωής είναι φανερό. Aυτό που ο ίδιος θεωρεί νεοτερικότητα, δηλαδή ο εργαλειακός λόγος και οι συμπαραδηλώσεις του κινδυνεύουν από τη φρενήρη ανάπτυξη και τους τρελούς ρυθμούς της τεχνολογικής αλλαγής που επιταχύνεται σε καθημερινή βάση υπό την αιγίδα όχι μόνον της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά και του κράτους. Ο Toynbee βλέπει στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και, εν μέρει, στη Βόρεια Αμερική, ένα διάπλατα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι μάζες θα εισβάλλουν στον κόσμο της μεσοαστικής τάξης. Η αμφισβήτηση της νεοτερικότητας άρχισε, κατ’ αυτόν, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποκαλείται ως ο πρώτος μετανεοτερικός πόλεμος. Η Σοβιετική Επανάσταση αντιπροσωπεύει, πάλι κατ’ αυτόν, την πρώτη μαζική επίθεση κατά της νεοτερικότητας όπως την όρισε. Η μεσοαστική τάξη του δεν φαίνεται να γνωρίζει πια την εποχή στην οποία ζει και αναπνέει, είναι μια εποχή που η ηγεμονία της φθίνει. Σε ένα πιο απαισιόδοξο τόνο ο D.Bell μιλά για τη μεταβιομηχανική κοινωνία που αντιπροσωπεύει την παρακμή του αστικού νεοτερικού πολιτισμού όπως εκφράστηκε στο βιομηχανικό ορθολογισμό. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις του καπιταλισμού είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν την αποσύνθεση αυτής της βιομηχανικής ορθολογικότητας και κοινωνίας. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της νεοσυντηρητικής σκέψης του Βell. Eστιάζοντας το βλέμμα του ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης, υποστηρίζει πως αυτή έχει υπονομεύσει την ηθικότητα του προτεσταντικού βιομηχανικού πνεύματος και πως η πουριτανική ηθική της εργασίας δίνει τη θέση της στην ηδονιστική αναζήτηση νέων αισθήσεων, εντυπώσεων και ικανοποιήσεων για λογαριασμό ενός ανεμπόδιστου κι ελεύθερου δεσμεύσεων και υποχρεώσεων "εγώ"
Ο M. Featherstone τονίζει στην κριτική του ότι ο Βell υπερεκτιμά το ρόλο των πεποιθήσεων που απορρέει και από την υπερβολική έμφαση που δίνει στην παρουσία της τέχνης ως αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής χωρίς από τη μια αντιλαμβάνεται τις ίδιες τις πρακτικές της εμπορευματοποίησης της τέχνης που εντάσσουν μέσα στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος όποιες αντίπαλες προς αυτό κριτικές και από την άλλη την επιδίωξη πολλών από αυτούς τους κριτικούς αντιπάλους ιδιαίτερα του χώρου της τέχνης και της διανόησης να παίξουν ταυτόχρονα το δικό τους ανατρεπτικό παιχνίδι αλλά και το παιχνίδι στο τερραίν της εμπορευματοποίησης.
Στα πλαίσια μιας, πιο νεότερης σχετικά, συζήτησης στη δεκαετία του ‘80 τίθενται επί τάπητος όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως τη γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα. Ο Umberto Eco σημειώνει τρεις χαρακτηριστικές πλευρές της νέας εποχής : την αποδιάρθρωση των συστημάτων που διατηρούσαν την ειρήνη και την τάξη, τη μεσαιωνοποίηση της πόλης, δηλαδή τη δημιουργία μιας πόλης με μικροκοινωνίες, θύλακες μειονοτήτων, συγκρούσεις και θρυμματισμός του κοινωνικού σώματος με κοινωνικά αιτήματα την ασφάλεια και προστασία, και την καθολική εμπέδωση ενός κλίματος "ρίσκου" σε συνδυασμό με την πλήρη εμπορευματικοποίηση της ύστερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο νεομεσαίωνας είναι, κατά τον Eco, η ονομασία που πρέπει να δώσουμε στα συμπτώματα ανασφάλειας που προκαλούνται από τις αρνητικές συνέπειες των αφηρημένων συστημάτων γνώσης και της συγκεκριμένης τους εφαρμογής στην τεχνολογία : μόλυνση περιβάλλοντος, παραγωγή δηλητηριωδών και επικίνδυνων άχρηστων προϊόντων, εξαφάνιση αγρίων ζώων κλπ. Η συλλογική και ατομική στρατηγική που προτείνει είναι η προσαρμογή στην κουλτούρα της συνεχούς αναπροσαρμογής.
Την ερμηνεία της λέξης "ρίσκο" επιχείρησε να ξεκαθαρίσει ο Ulrich Βech για να την εντάξει στο σώμα της δικής του θεωρία περί "ανακλαστικού εκσυγχρονισμού". Kατά την άποψή του η νεωτερικότητα και η εποχή της είναι πράγματα ξεχασμένα. Δημιουργείται με τρόπο πρωτότυπο μια νέα εποχή, μια "εποχή χωρίς όνομα" ακόμα αβάπτιστη. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από τον ανακλαστικό εκσυγχρονισμό ιδίως στην περιοχή της βιομηχανικής δύσης όπου η νεοτερικότητα είχε λάβει τη μορφή ενός αυτονομημένου εκσυγχρονισμού-ορθολογισμού. «Ο ανακλαστικός εκσυγχρονισμός ανοίγει τη δυνατότητα μιας δημιουργικής (αυτο)καταστροφής μιας ολόκληρης εποχής, της βιομηχανικής. " Υποκείμενο " αυτής της δημιουργικής αυτής της δημιουργικής καταστροφής δεν είναι η κρίση, αλλά η νίκη του δυτικού εκσυγχρονισμού. Αυτή η θεωρία αντιστέκεται στη θεωρία περί τέλους της κοινωνικής ιστορίας - και, όπως ελπίζω, την αναιρεί». Συνεπώς, το "ρίσκο" αναφέρεται στη δυνατότητα μιας πολιτικής θεωρίας της γνώσης της νεοτερικότητας που γίνεται αυτοκριτική. Η βιομηχανική κοινωνία αναγνωρίζει τους κινδύνους της περιόδου του αυτονομημένου εκσυγχρονισμού, ασκεί την αυτοκριτική της και μεταρρυθμίζεται ως κοινωνία του ρίσκου, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενεργών πολιτών. Με αυτήν την έννοια έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική ματιά πάνω στο παρελθόν. H εκλεκτική στροφή στο παρελθόν, όχι όμως με την έννοια της κατανοούσας ιστοριογραφίας ή κοινωνιολογίας, είναι ένα χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων του μετανεοτερικού κόσμου.
Ο Frederic Jameson θα μιλήσει για το φαινόμενο του "μιμητισμού" περασμένων αισθητικών προτύπων ξεπερνώντας ακόμη και την παρωδία τους στο βαθμό που αυτή συσχετιζόταν άμεσα με το αυθεντικό αισθητικό πρότυπο και, μ’ αυτήν την έννοια, εντασσόταν στα πλαίσια της νεοτερικότητας. Το νέο στοιχείο που ο Jameson προσθέτει είναι ο ""θάνατος του υποκειμένου" στην εποχή των μεγάλων επιχειρήσεων και της δημογραφικής επέκτασης. O D.Kellner θεωρεί ότι η ταυτότητα ενός υποκειμένου σήμερα γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη και ασταθής, με αποτέλεσμα να θεωρείται μύθος και αυταπάτη. Ο Mike Featherstone κάνει λόγο για το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" που περιλαμβάνει τα υπο-φαινόμενα της διάβρωσης των ορίων υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, τέχνης και καθημερινής ζωής, της μετατροπής της ζωής σε έργο τέχνης, της έντονης ροής σημείων και εικόνων που διαπερνούν το οικοδόμημα της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη κοινωνία, δείγματα των οποίων συναντά κανείς και στα έργα συγγραφέων που αναφέρονται στην περίοδο της ίδιας της νεοτερικότητας - αν μπορούμε να ορίσουμε μια αρχή της και ένα τέλος της, βέβαια - όπως πχ οι C.Baudelaire, G.Simmel, W.Benjamin και J. Ηabermas.
Μια από τιςπροσφερόμενες ερμηνείες, που προσφεύγει ήδη στο Μεσαιωνικό καρναβάλι, άρα σε προ-νεοτερική εποχή, για να εξηγήσει το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" είναι αυτή των P. Stallybrass και A. White περί της συμβολικής σημασίας του "γκροτέσκου Άλλου" που εντάσσει αυτό το, αποκλεισμένο από το σύστημα σχηματισμού ταυτότητας, "Άλλο" των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων και μαζών στα πλαίσια της παραγωγής ονείρων και ιδεατών μοντέλων, δηλαδή αποκτά την δική του θέση ως "αντικείμενο επιθυμίας".
Μέσα από τη διαδικασία της ανάπτυξης της εμπορευματικοποίησης και της επικράτησης της βιομηχανικής ορθολογικότητας αυτή η, σχετικά, ανατρεπτική εκδήλωση μετατρέπεται σε οργανωμένη δραστηριότητα που εντάσσει εντός ορίων την επιθυμία. Στη μετανεοτερική περίοδο βλέπουμε καθαρά το ρόλο πολυεθνικών πια εταιρειών να "οργανώνουν την αποδιοργάνωση": η περίπτωση Disneyland είναι ενδεικτική της έννοια της οργανωμένης αποδιοργάνωσης. Το φαντασιακό Άλλο είναι πια μια γλυκιά εμπορευματικοποιημένη διαδικασία που κρατάει τους κινδύνους εντός πλαισίων. Η ίδια μέσες- άκρες διαδικασία είναι αυτή των πανηγυριών, των συναυλιών, των θεαμάτων, των θεματικών πάρκων, των υπερκαταστημάτων - εμπορικών κέντρων (malls) και, πάνω απ’ όλα, του τουρισμού.
.
Ο ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ
(LOVE AND DEATH)
του Γούντι Άλλεν (ΗΠΑ, 1975, έγχρωμη, 85΄)
Τρίτη, 15 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμ
Δημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Η ταινία που θα δούμε σήμερα ανήκει στο κινηματογραφικό είδος της παρωδίας που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τη δεκαετία του ’70 και αποτελούσε δείγμα μεταμοντερνιστικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων. Παρωδώντας τον παλιό χολιγουντιανό (και όχι μόνο) κινηματογράφο, ο Γούντυ Άλλεν έδειξε ότι αυτός εξεμέτρησε το ζην και έπρεπε πλέον να αφουγκραστεί τις νέες τάσεις της τέχνης αλλά και τις διαθέσεις του κοινού. [Wes D. Gehring (1999) Parody as Film Genre: Never Give a Saga an Even Break. Westport, CT: Greenwood Press].
Εδώ σατιρίζει και διακωμωδεί τα επικά ρωσικά μυθιστορήματα. Η ταινία βρίσκεται στο μεταίχμιο του περάσματος από την ακραία παρωδία στην περίοδο του πιο «ευρωπαϊκής κατεύθυνσης» γουντιαλλενικού κινηματογράφου. Γι’ αυτό, ίσως, τη θεωρεί την πιο «προσωπική» ταινία του. Το σενάριο και οι διάλογοι της ταινίας παρωδούν πρωτίστως τα μυθιστορήματα των Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, όπως Οι Αδελφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Παίκτης, Ο Ηλίθιος και Πόλεμος και Ειρήνη. Παρακολουθείστε προσεχτικά την σκηνή όπου συνομιλούν ο Μπόρις και ο πατέρας του: όλοι οι υπότιτλοι είναι από τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ως μουσική χρησιμοποιεί έργα του Προκόφιεβ («Τρόικα» από την σουίτα για ορχήστρα του Ανθυπολοχαγού Κιγιέ) για να δώσει ακόμη μια πιο έντονη «ρωσική νότα» στην ταινία.
Αναφορά τέτοιου τύπου γίνεται και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, όπως στην τελευταία σκηνή όπου η Νταϊάν Κήτον θυμίζει την Περσόνα του Ιγκμαρ Μπέργκμαν ή στη σεκάνς με τα πέτρινα λιοντάρια παρωδεί το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Επίσης στον Μπέργκμαν και στα Χαμόγελα Θερινής Νυκτός παραπέμπει το κομμάτι με τη μονομαχία μεταξύ του εραστή της Κόμισσας και του χαρακτήρα του Άλλεν. Παντού εμφανίζονται αποσπάσματα από τους διαλόγους της Έβδομης Σφραγίδας του Μπέργκμαν απ’ όπου ξεσηκώνεται και η σκηνή του Χορού του Θανάτου.
Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Γούντι Άλλεν σε ετούτη την ταινία είναι η ηθική, ο έρωτας, το καθήκον και η βία, με φόντο τους· Ναπολεόντειους Πολέμους. Σφόδρα ερωτευμένος με την μακρινή ξαδέλφη του Σόνια, ο Μπόρις γίνεται για χάρη της ήρωας, παίρνει μέρος σε μονομαχίες, βλέπει μυστικιστικά οράματα και τελικά εκτελείται γιατί συμμετείχε σε συνομωσία για τη δολοφονία του αυτοκράτορα.
Τα ερωτήματα που θέτει μας έχουν κατά καιρούς απασχολήσει όλους και όλες μας:
1. Είναι δυνατή η δημιουργία μιας άκρως ικανοποιητικής ρομαντικής σχέσης με ένα μόνο άτομο;
2. Υπάρχει ένα σύνολο απόλυτα αληθινών ηθικών αρχών ή, μήπως, η ηθική αποτελεί θέμα άποψης;
3. Τι θα μου συμβεί άμα πεθάνω;
4. Υπάρχει τελικά Θεός;
Ο Γούντυ Άλλεν μας θέτει σε εμάς τους θεατές αυτά τα βασικά ερωτήματα αλλά δεν παίρνει καμία θέση για να τα απαντήσει ο ίδιος. Ξεκινά από το γνώριμό μας πια μικρό «ανθρωπάκο» που αποφεύγει να εκτεθεί και να πάρει θέση ή να αναλάβει ρίσκο σε σχέση με κάποιο σκοπό, κάποια υπόθεση. [Sander H. Lee (1996)Woody Allen's Angst: Philosophical Commentaries on His Serious Films. Jefferson, NC: McFarland]
Κι όμως, κάποια στιγμή θα αφυπνισθεί και θα πάρει ρίσκα και θα αντιμετωπίσει τις πραγματικές συνέπειές της επιλογής του. Τελικά, αυτή η απόφασή του θα τον οδηγήσει να χορέψει το Χορό του Θανάτου. Είναι η πρώτη φορά που σε κάποιος χαρακτήρας στις Γουντιαλλενικές ταινίες παίρνει απόφαση και μάλιστα ριψοκίνδυνη. Θα τον οδηγήσει, όμως, και στην αλλαγή της κινηματογραφικής οπτικής του γωνίας που θα εκφραστεί σε επόμενες ταινίες του. Εξάλλου μας λέει χαρακτηριστικά στο τέλος της ταινίας: “Well, that’s about it for me folks. Goodbye”.
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr/
http://tsakiris.snn.gr/
http://tsakthan.blogspot.com/
http://tsakthan.wordpress.com/
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ: ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΑΨΙΜΑΧΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
του Θανάση Τσακίρη
«Ο νέος είναι ωραίος, μα ο παλιός είναι αλλιώς». Ένα ρητό που παλιότερα το ερμηνεύαμε μόνο στα πλαίσια των συμφραζομένων του λόγου της καθημερινότητας των στρατιωτών. Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε πάνω σε μια "νέα εικόνα" και να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε χρησιμοποιώντας πολλές φορές "νέα", και "άγνωστα" μέχρι τώρα, κριτήρια. Ένας από τους παράγοντες που αποτελούν κριτήριο ανάγνωσης αυτής της νέας "πραγματικότητας" την οποία όλοι και όλες αναγνωρίζουμε πως υφίσταται είναι ο παράγοντας χρόνος και η σημασία του για την κατανόησή της. Η Agnes Heller τονίζει ότι τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν, παρά την απέραντη διαφορετικότητά τους, συμπυκνώνουν σε μια στιγμή το χρόνο . Μια από τις ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για την παρατήρηση αυτή είναι ότι η στιγμή, το παρόν που βιώνουμε, είναι τμήμα μιας διαδικασίας μετάβασης, προς κάποιες "νέες εποχές" που κουβαλάνε πάνω τους στίγματα ενός κοινωνικού, ιστορικού παρελθόντος από το οποίο η διαφυγή είναι, όχι βέβαια αδύνατη, αλλά βασανιστική. Όσο γρήγορες και επιταχυνόμενες και αν είναι οι ενδιάμεσες αλλαγές και ανατροπές, τόσο οι αντιστάσεις και οι ενστάσεις δυναμώνουν και φουντώνουν. Το παρελθόν αξιολογείται με μύριες όσες μορφές, που καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις και τα άκρα ενός φάσματος θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων. Ίσως αυτό υπονοείται στη θέση του Barry Smart ότι οι "νέες εποχές" στις οποίες τυχαίνει να ζούμε εμπεριέχουν παλιές σκοτούρες, οικείες κι αναγνωρίσιμες προοπτικές και δυνατότητες καθώς και τέρψεις πάσης φύσεως. Μια ιδέα που είναι αναγνωρίσιμη και αρκετά παλιά : εγγενές στοιχείο της νεoτερικότητας είναι η ίδια η μεταβατικότητα σε νέες εποχές.
To ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσον, σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, βιώνουμε την αλλαγή του κοινωνικό - οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, του πολιτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές που, πράγματι, σημειώνονται σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το νομικό πλέγμα των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων βάσει της εργατικής νομοθεσίας που είναι άμεσο προϊόν συμβιβασμών στα πλαίσια της ταξικής πάλης, τους τρόπους κεφαλαιακής συσσώρευσης και τις τεχνολογικές συνιστώσες της παραγωγής, έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του καπιταλισμού ως κοινωνικό - οικονομικού συστήματος ; Ή μήπως πρόκειται για ριζικές μεταβολές που ενισχύουν τον καπιταλισμό και που τον νομιμοποιούν εκ νέου, τροποποιώντας τους πολιτικούς τύπους και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τις μεταβολές αυτές ; Η συζήτηση αρχίζει από παλιά. Αν λάβουμε υπόψη μας δυο συγγραφείς της φιλελεύθερης, εν γένει, παράδοσης θα διαπιστώσουμε ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950-60 έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για τη μετανεοτερική εποχή.
Οι Α. Toynbee και D.Bell συνειδητοποιούν ότι κάτι αλλάζει στον κοινωνικό ορίζοντα και προσπαθούν να το περιγράψουν. Το άγχος του Toynbee για τη σταθερότητα των μεσοαστικών αξιών και της κυριαρχίας του αντίστοιχου αμερικάνικου τρόπου ζωής είναι φανερό. Aυτό που ο ίδιος θεωρεί νεοτερικότητα, δηλαδή ο εργαλειακός λόγος και οι συμπαραδηλώσεις του κινδυνεύουν από τη φρενήρη ανάπτυξη και τους τρελούς ρυθμούς της τεχνολογικής αλλαγής που επιταχύνεται σε καθημερινή βάση υπό την αιγίδα όχι μόνον της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά και του κράτους. Ο Toynbee βλέπει στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και, εν μέρει, στη Βόρεια Αμερική, ένα διάπλατα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι μάζες θα εισβάλλουν στον κόσμο της μεσοαστικής τάξης. Η αμφισβήτηση της νεοτερικότητας άρχισε, κατ’ αυτόν, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποκαλείται ως ο πρώτος μετανεοτερικός πόλεμος. Η Σοβιετική Επανάσταση αντιπροσωπεύει, πάλι κατ’ αυτόν, την πρώτη μαζική επίθεση κατά της νεοτερικότητας όπως την όρισε. Η μεσοαστική τάξη του δεν φαίνεται να γνωρίζει πια την εποχή στην οποία ζει και αναπνέει, είναι μια εποχή που η ηγεμονία της φθίνει. Σε ένα πιο απαισιόδοξο τόνο ο D.Bell μιλά για τη μεταβιομηχανική κοινωνία που αντιπροσωπεύει την παρακμή του αστικού νεοτερικού πολιτισμού όπως εκφράστηκε στο βιομηχανικό ορθολογισμό. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις του καπιταλισμού είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν την αποσύνθεση αυτής της βιομηχανικής ορθολογικότητας και κοινωνίας. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της νεοσυντηρητικής σκέψης του Βell. Eστιάζοντας το βλέμμα του ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης, υποστηρίζει πως αυτή έχει υπονομεύσει την ηθικότητα του προτεσταντικού βιομηχανικού πνεύματος και πως η πουριτανική ηθική της εργασίας δίνει τη θέση της στην ηδονιστική αναζήτηση νέων αισθήσεων, εντυπώσεων και ικανοποιήσεων για λογαριασμό ενός ανεμπόδιστου κι ελεύθερου δεσμεύσεων και υποχρεώσεων "εγώ"
Ο M. Featherstone τονίζει στην κριτική του ότι ο Βell υπερεκτιμά το ρόλο των πεποιθήσεων που απορρέει και από την υπερβολική έμφαση που δίνει στην παρουσία της τέχνης ως αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής χωρίς από τη μια αντιλαμβάνεται τις ίδιες τις πρακτικές της εμπορευματοποίησης της τέχνης που εντάσσουν μέσα στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος όποιες αντίπαλες προς αυτό κριτικές και από την άλλη την επιδίωξη πολλών από αυτούς τους κριτικούς αντιπάλους ιδιαίτερα του χώρου της τέχνης και της διανόησης να παίξουν ταυτόχρονα το δικό τους ανατρεπτικό παιχνίδι αλλά και το παιχνίδι στο τερραίν της εμπορευματοποίησης.
Στα πλαίσια μιας, πιο νεότερης σχετικά, συζήτησης στη δεκαετία του ‘80 τίθενται επί τάπητος όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως τη γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα. Ο Umberto Eco σημειώνει τρεις χαρακτηριστικές πλευρές της νέας εποχής : την αποδιάρθρωση των συστημάτων που διατηρούσαν την ειρήνη και την τάξη, τη μεσαιωνοποίηση της πόλης, δηλαδή τη δημιουργία μιας πόλης με μικροκοινωνίες, θύλακες μειονοτήτων, συγκρούσεις και θρυμματισμός του κοινωνικού σώματος με κοινωνικά αιτήματα την ασφάλεια και προστασία, και την καθολική εμπέδωση ενός κλίματος "ρίσκου" σε συνδυασμό με την πλήρη εμπορευματικοποίηση της ύστερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο νεομεσαίωνας είναι, κατά τον Eco, η ονομασία που πρέπει να δώσουμε στα συμπτώματα ανασφάλειας που προκαλούνται από τις αρνητικές συνέπειες των αφηρημένων συστημάτων γνώσης και της συγκεκριμένης τους εφαρμογής στην τεχνολογία : μόλυνση περιβάλλοντος, παραγωγή δηλητηριωδών και επικίνδυνων άχρηστων προϊόντων, εξαφάνιση αγρίων ζώων κλπ. Η συλλογική και ατομική στρατηγική που προτείνει είναι η προσαρμογή στην κουλτούρα της συνεχούς αναπροσαρμογής.
Την ερμηνεία της λέξης "ρίσκο" επιχείρησε να ξεκαθαρίσει ο Ulrich Βech για να την εντάξει στο σώμα της δικής του θεωρία περί "ανακλαστικού εκσυγχρονισμού". Kατά την άποψή του η νεωτερικότητα και η εποχή της είναι πράγματα ξεχασμένα. Δημιουργείται με τρόπο πρωτότυπο μια νέα εποχή, μια "εποχή χωρίς όνομα" ακόμα αβάπτιστη. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από τον ανακλαστικό εκσυγχρονισμό ιδίως στην περιοχή της βιομηχανικής δύσης όπου η νεοτερικότητα είχε λάβει τη μορφή ενός αυτονομημένου εκσυγχρονισμού-ορθολογισμού. «Ο ανακλαστικός εκσυγχρονισμός ανοίγει τη δυνατότητα μιας δημιουργικής (αυτο)καταστροφής μιας ολόκληρης εποχής, της βιομηχανικής. " Υποκείμενο " αυτής της δημιουργικής αυτής της δημιουργικής καταστροφής δεν είναι η κρίση, αλλά η νίκη του δυτικού εκσυγχρονισμού. Αυτή η θεωρία αντιστέκεται στη θεωρία περί τέλους της κοινωνικής ιστορίας - και, όπως ελπίζω, την αναιρεί». Συνεπώς, το "ρίσκο" αναφέρεται στη δυνατότητα μιας πολιτικής θεωρίας της γνώσης της νεοτερικότητας που γίνεται αυτοκριτική. Η βιομηχανική κοινωνία αναγνωρίζει τους κινδύνους της περιόδου του αυτονομημένου εκσυγχρονισμού, ασκεί την αυτοκριτική της και μεταρρυθμίζεται ως κοινωνία του ρίσκου, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενεργών πολιτών. Με αυτήν την έννοια έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική ματιά πάνω στο παρελθόν. H εκλεκτική στροφή στο παρελθόν, όχι όμως με την έννοια της κατανοούσας ιστοριογραφίας ή κοινωνιολογίας, είναι ένα χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων του μετανεοτερικού κόσμου.
Ο Frederic Jameson θα μιλήσει για το φαινόμενο του "μιμητισμού" περασμένων αισθητικών προτύπων ξεπερνώντας ακόμη και την παρωδία τους στο βαθμό που αυτή συσχετιζόταν άμεσα με το αυθεντικό αισθητικό πρότυπο και, μ’ αυτήν την έννοια, εντασσόταν στα πλαίσια της νεοτερικότητας. Το νέο στοιχείο που ο Jameson προσθέτει είναι ο ""θάνατος του υποκειμένου" στην εποχή των μεγάλων επιχειρήσεων και της δημογραφικής επέκτασης. O D.Kellner θεωρεί ότι η ταυτότητα ενός υποκειμένου σήμερα γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη και ασταθής, με αποτέλεσμα να θεωρείται μύθος και αυταπάτη. Ο Mike Featherstone κάνει λόγο για το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" που περιλαμβάνει τα υπο-φαινόμενα της διάβρωσης των ορίων υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, τέχνης και καθημερινής ζωής, της μετατροπής της ζωής σε έργο τέχνης, της έντονης ροής σημείων και εικόνων που διαπερνούν το οικοδόμημα της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη κοινωνία, δείγματα των οποίων συναντά κανείς και στα έργα συγγραφέων που αναφέρονται στην περίοδο της ίδιας της νεοτερικότητας - αν μπορούμε να ορίσουμε μια αρχή της και ένα τέλος της, βέβαια - όπως πχ οι C.Baudelaire, G.Simmel, W.Benjamin και J. Ηabermas.
Μια από τιςπροσφερόμενες ερμηνείες, που προσφεύγει ήδη στο Μεσαιωνικό καρναβάλι, άρα σε προ-νεοτερική εποχή, για να εξηγήσει το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" είναι αυτή των P. Stallybrass και A. White περί της συμβολικής σημασίας του "γκροτέσκου Άλλου" που εντάσσει αυτό το, αποκλεισμένο από το σύστημα σχηματισμού ταυτότητας, "Άλλο" των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων και μαζών στα πλαίσια της παραγωγής ονείρων και ιδεατών μοντέλων, δηλαδή αποκτά την δική του θέση ως "αντικείμενο επιθυμίας".
Μέσα από τη διαδικασία της ανάπτυξης της εμπορευματικοποίησης και της επικράτησης της βιομηχανικής ορθολογικότητας αυτή η, σχετικά, ανατρεπτική εκδήλωση μετατρέπεται σε οργανωμένη δραστηριότητα που εντάσσει εντός ορίων την επιθυμία. Στη μετανεοτερική περίοδο βλέπουμε καθαρά το ρόλο πολυεθνικών πια εταιρειών να "οργανώνουν την αποδιοργάνωση": η περίπτωση Disneyland είναι ενδεικτική της έννοια της οργανωμένης αποδιοργάνωσης. Το φαντασιακό Άλλο είναι πια μια γλυκιά εμπορευματικοποιημένη διαδικασία που κρατάει τους κινδύνους εντός πλαισίων. Η ίδια μέσες- άκρες διαδικασία είναι αυτή των πανηγυριών, των συναυλιών, των θεαμάτων, των θεματικών πάρκων, των υπερκαταστημάτων - εμπορικών κέντρων (malls) και, πάνω απ’ όλα, του τουρισμού.
.
Sunday, July 06, 2008
Παρουσίαση βιβλίου "Ιστορικό Λεξικό του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος" του Γιώργου Αλεξάτου
Την Τρίτη 8 Ιουλίου, στις 8 μ.μ., στο καφέ Ριβόλτ (πεζόδρομος Κωλέττη 25-27, Εξάρχεια) γίνεται παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιώργου Αλεξάτου "Ιστορικό Λεξικό του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος".
Τη συζήτηση σχετικά με θέματα ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος θα ανοίξουν οι Αλέκος Βερναδάκης, Τάκης Θανασούλας, Παναγιώτης Σωτήρης και ο συγγραφέας.
Τη συζήτηση σχετικά με θέματα ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος θα ανοίξουν οι Αλέκος Βερναδάκης, Τάκης Θανασούλας, Παναγιώτης Σωτήρης και ο συγγραφέας.
Subscribe to:
Posts (Atom)
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ) του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...
-
Η ΜακΝτοναλντοποίηση της Κοινωνίας του Θανάση Τσακίρη Μακντοναλντοποίηση είναι η διαδικασία με βάση την οποία οι αρχές των εστιατορίων...
-
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Άλφρεντ Σουτς ξεκινά με βάση το έργο του Βέμπερ για τους «ιδεότυπους» και το επεκτείνει αναθεωρώντας ορ...