Εργατικοί αγώνες -Η δεκαετία 1950-1960. (του Θανάση Τσακίρη)

Στην αρχή της δεκαετίας του ’50 οι 540.000 βιομηχανικοί
εργάτες και ο αυξανόμενος υπαλληλικός κόσμος (τράπεζες, δημόσια διοίκηση κ.α.)
χωρίς αξιόπιστη συνδικαλιστική ηγεσία σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο
όπου κυριαρχούσαν οι συνδικαλιστικές φατρίες των Μακρή και Θεοδώρου,
προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα είτε με την αμερικανική βοήθεια και το σχέδιο
Μάρσαλ (παρά την κακοδιαχείρισή του και τα σκάνδαλα) είτε με την αυτοσυγκράτηση
και τη λιτότητα στη διαβίωσή του. Όμως τα σημαντικότερα προβλήματα της εποχής
είναι η ανεργία και η υποαπασχόληση.
Η
κυβερνητική πολιτική, ιδιαίτερα με την ανάληψη της πρωθυπουργίας και της
ηγεσίας της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1955,
είναι προσανατολισμένη στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη μέσω κατασκευής έργων
υποδομής, ενίσχυσης του ιδιωτικού κεφαλαίου για την πραγματοποίηση επενδύσεων
και συμπίεσης των μισθών και ημερομισθίων στα όρια της επιβίωσης.
Ταυτόχρονα αρχίζει ένα νέο κύμα μετανάστευσης προς τις χώρες της Δυτικής
Ευρώπης, που μεγαλώνει στα μέσα της δεκαετίας, υπό τις ευλογίες της δεξιάς
κυβέρνησης με τις «διακρατικές συμφωνίες».
Η
οικονομική εισοδηματική πολιτική που ακολουθήθηκε, ιδιαίτερα από τις
κυβερνήσεις της δεξιάς, αποσκοπούσε στη συνεχή αφαίρεση δικαιωμάτων των
εργαζομένων, με αιχμές την μείωση ή κατάργηση της αποζημίωσης των απολυομένων,
την αναστολή του νόμου για τον κρατικό έλεγχο των ομαδικών απολύσεων, την
μείωση του επιδόματος ανεργίας και εν γένει την αφαίρεση και εξασθένιση
δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και με ένα μεγάλο μέρος της
ηγεσίας της στους τάφους, στις εξορίες και στις φυλακές,
η
συνδικαλιστική αριστερά και πολλοί συνδικαλιστές σοσιαλιστικής ή φιλελεύθερης
κατεύθυνσης που δεν εντάχθηκαν στα συνδικαλιστικά σχήματα του «κρατικού
συνδικαλισμού» προσπάθησαν να ανασυνταχθούν προσπαθώντας να κινητοποιήσουν τους
εργαζόμενους για την επίλυση των άμεσων και καυτών προβλημάτων και, στο μέτρο
του δυνατού, να ασκήσουν άμεση και έμμεση επιρροή στις «επίσημες ηγεσίες». Ο
κρατικός συνδικαλισμός από την άλλη δεν αποτελούσε ένα απόλυτα ενιαίο και
συμπαγές σύνολο καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που παρίσταναν τους «ηγέτες» της
εργατικής τάξης εντελώς ιδιοτελώς
και
όταν δεν αποδέχονταν την κρατική παρέμβαση για λόγους πολιτικής επιβίωσης
-ακόμη κι αυτοί έπρεπε να λογοδοτήσουν στη βάση τους κατά τις συνδικαλιστικές
εκλογές, εκτός αν επρόκειτο για τα λεγόμενα «σωματεία-φαντάσματα»
-
ακολουθούσαν διασπάσεις της ΓΣΕΕ (π.χ. 1954 με τη δημιουργία της «Νέας
ΓΣΕΕ»).
Η αριστερά και οι δημοκρατικοί συνδικαλιστές συγκρότησαν
παρατάξεις με κυριότερη το «Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα» (ΔΣΚ) που στο
μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του διαδρομής ακολούθησε μια γραμμή σχετικής
αυτονομίας απέναντι στις κομματικές εκφράσεις (ΕΔΑ, ΕΛΔ-ΣΚΕ, κ.α.) και
απέκλεισε το ενδεχόμενο συγκρότησης ξεχωριστής συνομοσπονδίας τύπου
προπολεμικής «Ενωτικής ΓΣΕΕ».
Έτσι
από τη μια το ΔΣΚ λειτουργούσε ως πόλος συσπείρωσης του αποκαλούμενου
προοδευτικού συνδικαλισμού και από την άλλη με το να μην θεωρείται ένα είδος
αντι-ΓΣΕΕ διευκόλυνε την προσέγγιση είτε με συντηρητικούς και ρεφορμιστές
συνδικαλιστές που διαχωρίζονταν από την επίσημη κρατικά ελεγχόμενη ΓΣΕΕ είτε με
συνδικαλιστές που προέρχονταν από νέα στρώματα της εργατικής τάξης που
δημιουργούνταν λόγω της οικονομικής μεγέθυνσης και της αλλαγής της κοινωνικής
μορφολογίας και τα οποία δεν επιθυμούσαν να ταυτιστούν με την παραδοσιακή
κομμουνιστική αριστερά.
Αυτή η στρατηγική απέβη προς όφελος της εργατικής τάξης στο
βαθμό που από τη μια μπορούσαν οι προοδευτικοί συνδικαλιστές να κινητοποιούν τα
δυναμικότερα τμήματά της (οικοδόμοι που η αύξησή τους λόγω της ανοικοδόμησης
δεν είχε ακόμη οροφή, αυτοκινητιστές, τραμβαγέρηδες και σιδηροδρομικοί,
ηλεκτρισμός, τραπεζοϋπάλληλοι κ.α.) και από την άλλη υπό το φόβο της ανάπτυξης
μαζικών κοινωνικών κινημάτων εκτός των ορίων του συστήματος οι κυβερνήσεις τόσο
του Κέντρου (ΕΠΕΚ) όσο και της Δεξιάς («Ελληνικός Συναγερμός», ΕΡΕ) φρόντισαν
να προβούν σε ορισμένες παραχωρήσεις στο επίπεδο της εργατικής νομοθεσίας
ενσωματώνοντας στο ελληνικό δίκαιο διεθνείς συμβάσεις εργασίας.
Βέβαια, η εφαρμογή τους στην πράξη δεν ήταν πάντοτε εφικτή καθόσον ότι οι
κυβερνήσεις και οι εργοδότες προσπαθούσαν να την αποφεύγουν και εναπόκειτο στην
αγωνιστικότητα των εργατικών συνδικάτων.
Οι αγώνες που αναπτύσσονται κυρίως με ευθύνη των ομοσπονδιών
και σωματείων που επηρεάζονται ή διοικούνται από αριστερούς,
σοσιαλιστές και ανεξάρτητους φιλελεύθερους συνδικαλιστές κλιμακώνονται καθ’ όλη
τη διάρκεια της δεκαετίας. Ήδη την επαύριον της στρατιωτικό-πολιτικής ήττας της
κομμουνιστικής αριστεράς, το 1950, από την 1
η Μαΐου μέχρι την 31
η
Οκτωβρίου εκδηλώθηκαν 79 απεργίες με 163.000 απεργούς. Το 1951 οι απεργίες
έγιναν με αίτημα την αποκατάσταση των ημερομισθίων και των μισθών τουλάχιστον
στα προπολεμικά επίπεδα. Το 1952 έγιναν 259 απεργίες με 298.673 απεργούς με
αιτήματα αύξησης αποδοχών, μείωσης της ανεργίας, και διατήρησης των επικουρικών
ταμείων μιας σειράς κλάδων.
Το
τελευταίο αυτό αίτημα διατηρεί σήμερα αμείωτη την έντασή του καθώς από τότε οι
περισσότερες κυβερνήσεις προσπαθούν να τα συγχωνεύσουν και να τα εντάξουν στο
Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων –συχνά με μείωση συντάξεων και αύξηση ορίων
ηλικίας για συνταξιοδότηση καθώς και με αύξηση των εισφορών των εργαζομένων. Η πρώτη
αυτή απόπειρα απέτυχε δείχνοντας ότι επρόκειτο για αίτημα που συνένωνε επίσημη
ΓΣΕΕ και ανεπίσημη αριστερή συνδικαλιστική ηγεσία και που η εναντίωση σ’ αυτή
την σιωπηρή συμμαχία θα δημιουργούσε μείζονα πολιτικά προβλήματα. Το 1954 η
κυβέρνηση Παπάγου προσπάθησε να αφαιρέσει δικαιώματα προστασίας των
συνδικαλιστικών στελεχών και να περικόψει τα ανθυγιεινά επιδόματα. Ένα
σημαντικό στοιχείο αυτής της χρονιάς είναι η διεκδίκηση των συνδικαλιστών της
επίσημης ΓΣΕΕ για καθιέρωση της
υποχρεωτικής συνδρομής στα συνδικάτα.
Το
1955 η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει καθώς τα προβλήματα οξύνονται και οι
εργαζόμενοι αντιδρούν πολύ πιο έντονα και μαζικά. Επίσης απεργούν ολοένα και
περισσότεροι κλάδοι, ακόμη και οι θεωρούμενοι ως κοινωνικώς συντηρητικοί, όπως
οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα κινητοποιούνται με 24
και 48ωρες απεργίες οι τροχιοδρομικοί Αθήνας-Πειραιά, οι αρτεργάτες και οι
εργαζόμενοι στον ΟΤΕ. Εκτός από τα άμεσα κλαδικά και οικονομικά αιτήματα, σε
πολλές περιπτώσεις προβάλλονται θεσμικά αιτήματα αποκατάστασης των
συνδικαλιστικών ελευθεριών, εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος,
απόσυρση διατάξεων περί υποχρεωτικής συνδικαλιστικής εισφοράς. Το 1955 είναι
σημαντικό έτος και από την άποψη των συνεδρίων: 12
ο Συνέδριο ΓΣΕΕ
(δεν άλλαξαν οι συσχετισμοί), ιδρυτικά συνέδρια του «Δημοκρατικού
Συνδικαλιστικού Κινήματος» και της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων
Ελλάδας (ΟΤΟΕ). Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει η επίσημη ΓΣΕΕ την όποια απήχησή
της στους εργαζόμενους προβαίνει σε ορισμένες κινητοποιήσεις και να παρουσιάζει
προς τα έξω δημοκρατικότερο προσωπείο. Γι’ αυτό, το 1956 έγιναν πολύ
περισσότερες απεργίες (147) στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι εργαζόμενοι
(320.000) και από τις απεργίες αυτές 12 ήταν πανελλαδικές και 38 μεγάλης διάρκειας
(τροχιοδρομικοί, καπνεργάτες, αρτεργάτες, τυπογράφοι κ.α. Το 1957 μειώνονται οι
απεργίες αλλά αυξάνουν οι απεργοί και οι χαμένες ώρες εργασίας. Πολλές απεργίες
κηρύσσονται πάλι από την επίσημη ΓΣΕΕ για λόγους γοήτρου.
Σε ορισμένες από αυτές εξελίχθηκαν καταλήψεις εγκαταστάσεων,
απεργίες πείνας και άγριες μάχες με τον κατασταλτικό μηχανισμό (μεταλλωρύχοι
Λαυρίου, λιγνιτωρύχοι, κλωστοϋφαντουργοί Βέροιας κ.α.). Το 1958 παρατηρείται
ύφεση του απεργιακού κύματος καθόσον ότι η επίσημη ΓΣΕΕ εκτίμησε ότι η
προεκλογική περίοδος δεν προσφερόταν για αγωνιστικές απεργιακές κινητοποιήσεις
που θα έφερναν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση ΕΡΕ-Καραμανλή. Αντιθέτως, η
αντιπολίτευση και κυρίως η ΕΔΑ τις ευνοούσαν προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσουν
πολιτικά τους απεργιακούς αγώνες. Η Πρωτομαγιά και άλλες περιπτώσεις όπου
μπορούσαν να υπάρξουν κινητοποιήσεις των εργατικών τάξεων και στρωμάτων
προσφέρονταν για την προσέλκυση ψηφοφόρων και στελεχών. Η ΕΔΑ κατάφερε να φέρει
στην επιφάνεια του εκλογικού προσκήνιου την κοινωνικο-κινηματική διάσταση που
είχε πάρει η εργατική δράση και έτσι η αριστερά αναδείχτηκε σε αξιωματική
αντιπολίτευση για πρώτη και τελευταία φορά στην νεοελληνική ιστορία. Αυτή η
εξέλιξη επέδρασε θετικά σε δύο επίπεδα. Από τη μια ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση
ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων που αντιλαμβάνονταν τη σημασία της
κοινωνικό-κινηματικής διάστασης του απεργιακού αγώνα και από την άλλη έσπρωξε
ακόμη πιο πολύ την επίσημη ΓΣΕΕ στον «ολισθηρό δρόμο» της αποδοχής αιτημάτων
που έθεταν οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής αριστεράς για διεκδίκηση. Η
τελευταία χρονιά, όμως, αποδεικνύεται λιγότερο γεμάτη από απεργιακές
κινητοποιήσεις μιας και η επίσημη ΓΣΕΕ κηρύσσει λιγότερες απεργίες και συνήθως
τις εκτονώνει μέσα σε λίγες ώρες. Οι όποιες μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις
έγιναν ήταν αυτές που οργανώνονταν από τις ομοσπονδίες που ελέγχονταν από την
αντιπολίτευση (12ήμερη πανελλαδική απεργία της Ομοσπονδίας Πετρελαίου, 48ωρη
απεργία πείνας εργαζόμενων στον ΣΕΚ Πειραιά, 48ωρη πανελλαδική απεργία των
αρτεργατών-μακαρονοποιών.)
Έτος
|
Αριθμός
ανέργων
|
Ποσοστό
Ανεργίας
|
Αριθμός
Μεταναστών
προς
εξωτερικό
|
Εργατικό δυναμικό
|
Απασχόληση
|
1950
|
0,176
|
5,42
|
-0,016
|
3,258
|
3,082
|
1
|
0,180
|
5,49
|
-0,013
|
3,291
|
3,111
|
2
|
0,183
|
5,53
|
-0,012
|
3,326
|
3,143
|
3
|
0,187
|
5,58
|
-0,007
|
3,357
|
3,170
|
4
|
0,190
|
5,62
|
-0,021
|
3,407
|
3,217
|
55
|
0,194
|
5,66
|
-0,030
|
3,452
|
3,258
|
6
|
0,197
|
5,71
|
-0,034
|
3,493
|
3,295
|
7
|
0,201
|
5,75
|
-0,023
|
3,518
|
3,317
|
8
|
0,204
|
5,79
|
-0,016
|
3,547
|
3,342
|
9
|
0,208
|
5,83
|
-0,022
|
3,589
|
3,381
|
Έτος
|
Συνολικό εθνικό εισόδημα
|
Γεωργία
|
Μισθοί και ημερομίσθια Μη-γεωργ.
|
%συνολικού εισοδήματος
|
1950
|
28,982
|
7,098
|
10,213
|
35,2%
|
1
|
34,544
|
8,460
|
12,173
|
35,2%
|
2
|
35,995
|
8,816
|
12,684
|
35,2%
|
3
|
47,265
|
11,576
|
16,655
|
35,2%
|
4
|
54,303
|
15,737
|
17,625
|
26,9%
|
55
|
62,477
|
17,838
|
20,573
|
32,9%
|
6
|
73,088
|
21,121
|
24,883
|
34,0%
|
7
|
78,517
|
22,390
|
26,025
|
33,1%
|
8
|
80,842
|
21,145
|
26,577
|
32,9%
|
9
|
83,790
|
20,932
|
28,371
|
33,9%
|
60
|
89,853
|
20,692
|
31,406
|
34,9%
|